Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στην Οχτωβριανή Επανάσταση: Μένος Φιλήντας

Η Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση είχε μεγά­λη η επί­δρα­ση στον πνευ­μα­τι­κό κόσμο της Ελλά­δας, ιδιαί­τε­ρα δε στους οπα­δούς του μαχό­με­νου δημο­τι­κι­σμού που συσπει­ρώ­νο­νταν στο περιο­δι­κό «Νου­μάς» του Δ. Ταγκό­που­λου. Ηταν τέτοια η επί­δρα­ση που αργό­τε­ρα ο δημο­τι­κι­στής ταυ­τι­ζό­ταν με τον κομ­μου­νι­στή, εξ ου και το μαλλιοροκομμουνιστής. 

Τιμώ­ντας την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση θα ανα­πτύ­ξου­με ένα αφιέ­ρω­μα για την επί­δρα­ση που είχε στο λογο­τε­χνι­κό κόσμο και στη δια­νό­η­ση της εποχής.

Ανα­φερ­θή­κα­με ήδη στους Δημή­τρη Ταγκό­που­λοΡήγα Γκόλ­φη και συνε­χί­ζου­με με τον Μένο Φιλήντα.

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Μένος Φιλή­ντας (Αγα­μέ­μνων Φιλαν­θί­δης) γεν­νή­θη­κε στην Αρτά­κη Κυζί­κου (1870–1934). Ολο­κλή­ρω­σε τις  εγκύ­κλιες σπου­δές του στο Διδα­σκα­λείο της Θεσ­σα­λο­νί­κης, η οποία ήταν τότε τουρ­κο­κρα­τού­με­νη και εργά­στη­κε ως δάσκα­λος σε διά­φο­ρες πόλεις της Τουρ­κί­ας μέχρι το 1915 που ήρθε στην Ελλά­δα (εκεί φυλα­κί­στη­κε δύο φορές). Υπε­ρα­σπί­στη­κε θαρ­ρε­τά από νωρίς τη δημο­τι­κή, πολέ­μη­σε γι’ αυτή και αυτό υπη­ρέ­τη­σε με το έργο του. Ηταν από τους 3–4 θεμε­λιω­τές της λαϊ­κής γλώσσας.

Σπάνια φωτογραφία του Μ. Φιλήντα.

Σπά­νια φωτο­γρα­φία του Μ. Φιλήντα.

Δάσκα­λος με ταλέ­ντο γλωσ­σο­λό­γου. Στα 1901 βρα­βεύ­τη­κε σε γλωσ­σι­κό δια­γω­νι­σμό της εφη­με­ρί­δας «Άστυ», προ­κη­ρυγ­μέ­νο από τον Ψυχά­ρη, με το έργο του «Γραμ­μα­τι­κή της ρωμαί­ι­κης γλώσ­σας», την οποία είχε στεί­λει για να κρι­θεί «ένας κάποιος Μενέ­λα­ος Φιλή­ντας που κάθε­ται στην Αφτά­νη του Μαρ­μα­ρά» (19/10/1901). Έφται­ξε τη Γραμ­μα­τι­κή του, που για χρό­νια στά­θη­κε το μονα­δι­κό κατα­φύ­γιο των δημο­τι­κι­στών, χωρίς βοη­θή­μα­τα και μακριά από τις βιβλιο­θή­κες.  Είχε το θάρ­ρος και την τύπω­σε σε δύο τόμους. Ο πρώ­τος τόμος «Φωνο­λο­γία και Γρα­φή» το 1907 και ο δεύ­τε­ρος «Μορ­φο­λο­γία και ετυ­μο­λο­γία» στα 1910.  Ο πρώ­τος που ζήτη­σε την καθιέ­ρω­ση της λατι­νι­κής γρα­φής και αργό­τε­ρα την κατάρ­γη­ση των τόνων και των πνευμάτων.

«Προι­κι­σμέ­νος με ένα ταλέ­ντο γλωσ­σο­λο­γι­κό πηγαίο και εξαι­ρε­τι­κό έγι­νε αυτο­δη­μιούρ­γη­τος ερευ­νη­τής της νεο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, ίσως ο καλύ­τε­ρος απ’ όλους, και πολ­λές φορές έβα­λε τα γυα­λιά σε ακα­δη­μαϊ­κούς διδα­σκά­λους, πολύ σπου­δα­σμέ­νους ειδι­κούς όπως ο Χατζι­δά­κης» («Νέοι Πρωτοπόροι»).

Όπως μαρ­τυ­ρά η Τατιά­να Στυαύ­ρου «ο Φιλή­ντας δε συμ­φω­νού­σε διό­λου με τις εμπει­ρι­κές λύσεις που έδι­νε στα τόσα προ­βλή­μα­τα ”εκ καθέ­δρας” ο Ψυχά­ρης. Δεν τον εκτι­μού­σε για τις γλωσ­σι­κές του υπερ­βο­λές και έλε­γε στους στε­νούς του φίλους που δεν του λεί­πα­νε στην προσφυγιά:

– Περι­μέ­νω να πεθά­νει ο >Ψυχά­ρης για να τον απο­κα­λύ­ψω… Θα ξεσκε­πά­σω την αμά­θειά του. Δεν θέλω να τον κακο­καρ­δί­σω τώρα που ζει».

Ο Φιλή­ντας ήταν από τους δημο­τι­κι­στές που έδει­ξε το μεγα­λύ­τε­ρο θάρ­ρος την πρώ­τη δεκα­ε­τία του προη­γού­με­νου αιώ­να. Οι άλλοι ζού­σαν έξω και ήταν εύπο­ροι, αυτός φτω­χός, όπως και κάποιοι άλλοι παρα­μέ­ρι­σαν την πεί­να και θυσί­α­σαν τη θεσού­λα τους για χάρη της Ιδέ­ας (δημο­τι­κή γλώσσα).

Ενδει­κτι­κό του χαρα­κτή­ρα του ήταν το ακό­λου­θο περι­στα­τι­κό που δια­σώ­ζει ο Κώστας Βάρναλης:

«Μια φορά πήγε να συγ­χα­ρεί κάποιον και­νούρ­γιο υπουρ­γό της Παι­δεί­ας, που μόλις είχε ανα­λά­βει τα καθή­κο­ντα του. Ο υπουρ­γός τόνε κοί­τα­ξε και παρα­ξε­νεύ­τη­κε. Ποτές δεν είχε ίδει αυτό το σουλούπι.

– Μένος Φιλή­ντας, γλωσ­σο­λό­γος, είπε για ν’ αυτοσυστηθεί.
Ο υπουρ­γός έκα­νε μια γκρι­μά­τσα απορίας.
— Ε βέβαια, πού να με ξέρε­τε, του λέει με απά­θεια ο Φιλή­ντας. Δεν είσα­στε άνθρω­πος των γραμμάτων!».

Έγρα­φε στο «Νου­μά», συνερ­γά­στη­κε με τα περισ­σό­τε­ρα αθη­ναϊ­κά περιο­δι­κά, καθώς επί­σης με έντυ­πα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, δημο­σί­ευ­σε και εξέ­δω­σε γλωσ­σο­λο­γι­κές μελέ­τες, πεζο­γρα­φή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα. Είχε και τη στή­λη «Χατζι­δά­κη έλεγ­χος» όπου δε δίστα­σε να μετρη­θεί με τα πιο δύσκο­λα προ­βλή­μα­τα της γλωσ­σο­λο­γί­ας και κάποιες φορές να βγει και νικητής.

Για τον γλωσ­σο­λό­γο Φιλή­ντα ξέρου­με πολ­λά, μα για τον σοσια­λι­στή Φιλή­ντα που κατά τον Κορ­δά­το «στά­θη­κε πάντα προ­στά­της του λαού μας», ξέρου­με ελά­χι­στα. Ο Μένος Φιλή­ντας χαι­ρέ­τι­σε με ενθου­σια­σμό τη σοβιε­τι­κή εξου­σία και έγι­νε από τους πιο συνε­πείς υπο­στη­ρι­κτές της. Γι’ αυτό όταν στα 1934 τον κάλε­σαν οι Ελλη­νες της Σοβιε­τι­κής Ενω­σης να πάει κοντά τους για μερι­κά χρό­νια και να τους βοη­θή­σει να ξεκα­θα­ρί­σουν το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα με την επι­βο­λή μιας ενιαί­ας δημο­τι­κής γλώσ­σας στα σχο­λεία και στον Τύπο, ο Φιλή­ντας δέχτη­κε την πρό­σκλη­ση με μεγά­λη χαρά. Όμως ο θάνα­τος τους κατέ­στη­σε απραγ­μα­το­ποί­η­το το ταξίδι.

Μια πλή­ρη εικό­να για το ποιος ήταν ο Μ. Φιλή­ντας θα σχη­μα­τί­σου­με από τα σχε­τι­κά θέμα­τα του «Ριζο­σπά­στη» και των περιο­δι­κών «Νέοι Πρω­το­πό­ροι» και «Σοσια­λι­στι­κή Ζωή», «Μηνιαίο Όργα­νο της Ενώ­σε­ως Σοσια­λι­στι­κών Σπου­δών (Τμή­μα του Σοσια­λι­στι­κού Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος της Ελλά­δος), αναγ­γέλ­λο­ντας το θάνα­τό του.

«Ριζο­σπά­στης» 28/7/1934

(…)

Η ζωή και το έργο του «Δασκά­λου» — όπως του άρε­ζε όταν έτσι τονμ απο­κα­λού­σαν οι φίλοι του – στά­θη­κε κυρί­ως στα τελευ­ταία είκο­σι χρό­νια, στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση όχι της αντί­δρα­σης, της αρτη­ριο­σκλη­ρω­μέ­νης σοφί­ας της κρα­τού­σας τάξης των εκμε­ταλ­λευ­τών, αλλά στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση κάθε προ­ο­δευ­τι­κής ιδέ­ας που είχε για σκο­πό της τη συντρι­βή του σημε­ρι­νού εκμε­ταλ­λευ­τι­κού κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού καθε­στώ­τος. Γι’ αυτό κι οι άσπον­δοι φίλοι του μεγα­λο­κε­φα­λαιο­κρά­τες γλωσ­σο­λό­γοι  (Βλα­στός και κόμπα­νυ) δεν τον χώνευα, γι’ αυτό και η «Δημο­κρα­τία» τους βλέ­πο­ντας στον Φιλή­ντα έναν εχθρό της  — όσο κι αν δεν ήταν κατα­το­πι­σμέ­νος κομ­μου­νι­στής με ιδέ­ες ξεκα­θα­ρι­σμέ­νες από τη μετα­φυ­σι­κή, από τον ιδε­α­λι­σμό – ούτε και φρό­ντι­σε καν να τον προ­σέ­ξει στα τελευ­ταία του που πέθα­νε φτω­χό­τα­τος και μη έχο­ντας ούτε το παρα­μι­κρό οικο­νο­μι­κό μέσο να αντε­πε­ξέλ­θει στην αρρώ­στια του  — έπα­θε ημι­πλη­γία – που τελι­κά τον έστει­λε στον τάφο».

Ο Φιλή­ντας στά­θη­κε πολέ­μιος κάθε σάπιου. Δεν ήταν ένας απλός, ήσυ­χος, ειρη­νι­κός σοφός. Όχι. Σαρ­κα­στής αμεί­λι­χτος κάθε συμ­βα­τι­κό­τη­τας που γεν­νά­ει το σημε­ρι­νό καθε­στώς, αυτός ολο­έ­να κι ερχό­τα­νε προς εμάς, ολο­έ­να και τρα­βού­σε προς; Τους μπολ­σε­βί­κους, πράγ­μα που δεν του το συγ­χώ­ρε­σε ο μεγά­λος λακές της μπου­ζουαρ­δί­ας, ο εθνι­κι­στής […]*. Φαι­νό­τα­νε η επα­να­στα­τι­κή πνοή του Φιλή­ντα ακό­μα όταν έγρα­φε πριν 15 χρό­νια στο «Νου­μά» και που τα τελευ­ταία του γρα­φτά στους δικούς μας «Πρω­το­πό­ρους» — έγρα­φε συχνά σε αυτούς – απο­τε­λούν μια ομα­λή, φυσιο­λο­γι­κή εξέ­λι­ξη του παλιού Φιλή­ντα με το σημε­ρι­νό, μ’ αυτόν που πέθα­νε προ­χτές φτω­χό­τα­τος ενώ πολ­λοί συνά­δελ­φοί του σφογ­γο­κω­λά­ριοι της μπου­ζουαρ­ζί­ας ζού­νε παχυ­νό­με­νοι με αργο­μι­σθί­ες και που το προ­λε­τα­ριά­το ποτέ δεν θα ξεχά­σει τους αγώ­νες του για τη γλώσ­σα του λαού και για την υπό­θε­ση της απε­λευ­θέ­ρω­σης των εργαζομένων

Φ.

* Δεν είναι ευα­νά­γνω­στο το όνομα

«Νέοι πρω­το­πό­ροι» 8/1934

(…)Μα εκεί­νο που εμείς έχου­με χρέ­ος να σημειώ­σου­με ιδιαί­τε­ρα είναι πως ο Φιλί­ντας, αν και από τους παλαιό­τε­ρους λόγιους (πέθα­νε 64 χρο­νών) ήταν ο μόνος της γενιάς του που είχε ανοι­χτά τα μάτια της ψυχής του και τη λαχτά­ρα της καρ­διάς του στον αγώ­να του προ­λε­τα­ριά­του. Τονε συμπα­θού­σε, τονε πονου΄σε, ζού­σε με την προσ­δο­κία της χαραυ­γής. Τα τελευ­ταία χρό­νια σχε­δόν απο­κλει­στι­κά έδω­σε τη συνερ­γα­σία του στα επα­να­στα­τι­κά περιο­δι­κά. Και πέθα­νε συνο­δοι­πο­ρώ­ντας στις γραμ­μές μας, αλη­θι­νά ξεχω­ρι­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα μέσα στο συφερ­τό των συμφεροντολόγων(…).

«Σοσια­λι­στι­κή Ζωή» 8–9/1934

(…)Ο Φιλή­ντας είναι γνω­στός ως γλωσ­σο­λό­γος. Λίγοι ξέρουν τον Φιλή­ντα τον σοσια­λι­στή και για τον Φιλή­ντα αυτόν θα θέλα­με να μιλή­σου­με. Ήτα­νε μια εστία επα­να­στα­τι­κών ιδε­ών και το πέρα­σμά του μέσα από τις πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές και εργα­τι­κές οργα­νώ­σεις του τόπου μας χόρ­ται­νε τους διψα­σμέ­νους από φως, ανθρώ­πους του λαού. Η ύπαρ­ξή του από­δει­χνε συνά­μα πόσο ο δημο­τι­κι­σμός κι ο σοσια­λι­σμός είναι πράγ­μα­τα ομοούσια.

Όπως ήτα­νε γεν­νη­μέ­νος γλωσ­σο­λό­γος, έτσι ήτα­νε και γεν­νη­μέ­νος σοσια­λι­στής. Με το γλωσ­σο­λο­γι­κό του ταλέ­ντο εύρι­σκε τις ορθές ετυ­μο­λο­γί­ες των λέξε­ων, με τον ψυχι­κό του […] και την παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα του, εύρι­σκε τις μεγά­λες σοσια­λι­στι­κές αλή­θειες. Δεν είχε μόρ­φω­ση σοσια­λι­στι­κή, ούτε μαρ­ξι­στι­κές σπου­δές είχε κάμει, ούτε και κανέ­να βιβλίο σοσια­λι­στι­κής προ­πα­γάν­δας έγρα­ψε. Είχε όμως ψυχή σοσια­λι­στι­κή, σοσια­λι­στι­κό­τε­ρη από πολ­λών που έχουν γρά­ψει τόμους σοσια­λι­στι­κά βιβλία. Ίσως οι ακα­δη­μαϊ­κοί Χατζι­δά­κη­δες της γλώσ­σας και του σοσια­λι­σμού να βρουν στα φαι­νό­με­να αλά Φιλή­ντα ακρο­βα­τι­σμό της επι­στή­μης ή δόση κομπο­γιαν­νι­τι­σμού. Για μας ο πηγαί­ος Φιλή­ντας δημιουρ­γού­σε σα δημιουρ­γός και λίγο μας ενδια­φέ­ρει αν από το έργο του λεί­πουν τεχνι­κές λεπτο­μέ­ρειες ή υπάρ­χουν κενά και τρύ­πες, όταν το σύνο­λο του έργου των δημιουρ­γών είναι πάντα ένας λαμπρός πύργος.

Κατά το 1914–15 ο Φιλή­ντας άμα ήρθε στην Αθή­να, ήρθε μαζί μας. Ίσως από φιλία προς εμάς στην αρχή. Και δεν το κρύ­βου­με πως θέλα­με να βοη­θή­σει στο να μπουν στο νόη­μα του δημο­τι­κι­σμού οιπρο­λε­τά­ριοι, που ήτα­νε όλοι καθα­ρευο­λό­γοι και μας έστη­ναν πόλε­μο, θεω­ρώ­ντας μας πρά­κτο­ρες του μαλ­λια­ρι­σμού υπό το πρό­σχη­μα του σοσιαλισμού!

Μα ο Φιλή­ντας δεν ήξε­ρε από πολι­τι­κή στην προ­πα­γάν­δα του. Αμα βρέ­θη­κε στο περι­βάλ­λον του σοσια­λι­στι­κού «Πατα­ριού», ενθου­σια­σμέ­νος από την επα­να­στα­τι­κό­τη­τα των κοι­νω­νι­κών ιδε­ών, που συνα­ντού­σε για πρώ­τη φορά η ψυχή του μέσα στον ελλη­νι­κό λαό, ξεχνού­σε τη γλωσ­σι­κή διδα­σκα­λία, κατέ­φευ­γε και ξεχνιού­νταν στην προ­πα­γάν­δα της αθε­ΐ­ας. Μας τα είχε κάμει θάλασ­σα! «Πες μας Δάσκα­λε, για το Θεό!» του φώνα­ζαν οι εργά­τες και τον περι­κυ­κλώ­να­νε γύρω στο τρα­πέ­ζι του καφε­νεί­ου – η διδα­σκα­λία γινό­τα­νε κατά το δια­λο­γι­κό σύστη­μα των αρχαί­ων φιλο­σό­φων – αλλά άμα τους τα είπε όλα, χωρίς μέθο­δο και γραμ­μή μέσα σ’ όλα, όπως συνή­θι­ζε – λ.χ. σαν την μπρο­σού­ρα «Θρη­σκεία – Πανώ­λης» — πολ­λοί κατα­τρο­μαγ­μέ­νοι σκόρ­πι­σαν για δυο τρεις μήνες κ’ είδα­με και πάθα­με να τους ξαναμαζέψουμε.

Τι πει­ρά­ζει; Οι ίδιοι όμως εργά­τες αγά­πη­σαν αργό­τε­ρα, άμα χώνε­ψαν τις ιδέ­ες, τον Φιλί­ντα, πιο πολύ παρά όσο οι άλλοι και καλ­λιέρ­γη­σαν εκεί­νη τη λαϊ­κή αδελ­φι­κή αγά­πη που συνα­ντού­σε στο εξής ο «Δάσκα­λος» στους κύκλους των φτω­χών μισθο­δού­λων. Η επα­φή του Φιλή­ντα, ενός ανθρώ­που δυνά­με­ως, με το λαό, γεν­νού­σε κίνη­ση στα μυα­λά κι έκα­νε την ιδέα να προ­χω­ρεί. Όταν τα μάτια, τα γλυ­κά εκεί­να, στρογ­γυ­λά, ήρε­μα περι­στε­ρή­σια μάτια του Φιλή­ντα γεμά­τα παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα και ζωι­κό υγρό λάμπα­νε από ιδε­ο­λο­γι­κό ενθου­σια­σμό και μας φώνα­ζε «Είσα­στε ωραί­οι εσείς!», αρκού­σε αυτό για να βοη­θεί το κίνη­μα προς τα εμπρός ως που αυτό έφτα­σε στο τωρι­νό του σημείο υπο­λο­γί­σι­μης κατι­σχύ­σε­ως, έστω και με την κομ­μου­νι­στι­κή του όψη.

Βέβαια ο ρομα­ντι­κός αισθη­μα­τι­κός σοσια­λι­σμός των νεο­φώ­τι­στων, των ασυ­στη­μα­το­ποί­η­των που δεν κάνουν διά­κρι­ση μεθό­δου, τακτι­κής – άρα και του Μένου Φιλή­ντα (μολο­νό­τι ήταν ως τις τελευ­ταί­ες του μέρες φίλος της «Σ.Ζ.» που τη διά­βα­ζε ταχτικά)συνέτεινε στο να πάρει το κίνη­μα την πιο ρομα­ντι­κή όψη που θα το χρο­νο­τρι­βή­σει στην επι­κρά­τη­σή του. Μα δυστυ­χώς όλα τα κοι­νω­νι­κά κινή­μα­τα περ­νούν στην αρχή την παι­δι­κή τους περί­ο­δο. Θάμα θάτα­νε να πάμε απευ­θεί­ας στον ίσιο δρό­μο, όπως θα το θέλα­με και θάμα­σταν αφι­λο­σό­φη­τοι αν αρνιού­μα­σταν το μέρος πνευ­μα­τι­κής συμ­βο­λής προς το κίνη­μα ακό­μη και κεί­νων των δια­νο­ού­με­νων που το ζημί­ω­σαν οργα­νω­τι­κά με τους ρομα­ντι­κούς ορα­μα­τι­σμούς τους.

Γι’ αυτό κοντά στον Σκλη­ρό, τον Χατζό­που­λο, τον Θεο­τό­κη, τον Ταγκό­που­λο, τον Παύ­λο Χλω­μό, τον Παρο­ρί­τη, εμείς οι σοσια­λι­στές θα τοπο­θε­τού­με στο εξής ευλα­βι­κά και στορ­γι­κά και τον Μένο Φιλή­ντα ως εργά­τη του σοσια­λι­σμού και των ανθρω­πι­στι­κών ιδε­ών στην Ελλάδα (…)

Και ο Φιλή­ντας ήταν από τους λίγους εκεί­νους παλιούς δημο­τι­κι­στές που είχαν νιώ­σει, ότι η γλωσ­σι­κή επι­κρά­τη­ση του δημο­τι­κι­σμού, η πνευ­μα­τι­κή ανύ­ψω­ση του λαού, δεν μπο­ρούν να γίνουν αν δεν περά­σου­με πρώ­τα από το σοσια­λι­σμό και την κατάρ­γη­ση της [νοη­τι­κής;] φτώχειας (…).

Ν.Γ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο