Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη

Επι­μέ­λεια: Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα 14 Φλε­βά­ρη 1884 γεν­νή­θη­κε ο Κώστας Βάρ­να­λης. Αυτό τολ­μού­με να το πού­με με κάποια βεβαιό­τη­τα και το υπο­στη­ρί­ξα­με με στοι­χεία σε κεί­με­νο που δημο­σιεύ­τη­κε το Δεκέμ­βρη του 2014 στο ηλε­κτρο­νι­κό περιο­δι­κό «Ποιείν». Εκεί δε συμπε­ρι­λά­βα­με κάποια ξενό­γλωσ­σα βιο­γρα­φι­κά που συγκλί­νουν στο ίδιο, μα με αυτά θα ασχο­λη­θού­με ολο­κλη­ρω­μέ­να με άλλη αφορμή.

Με αφορ­μή την επέ­τειο γέν­νη­σης του ποι­η­τή ανα­σύ­ρα­με από τις σημειώ­σεις μας μια σημα­ντι­κή αλλά και απο­λαυ­στι­κή συζή­τη­ση του Κώστα Βάρ­να­λη με τον Ν. Κατη­φό­ρη που δημο­σιεύ­τη­κε το Φλε­βά­ρη του 1935 στο περιο­δι­κό «Νέοι Πρω­το­πό­ροι» (Το τεύ­χος είναι αφιε­ρω­μέ­νο στη συμπλή­ρω­ση 50 χρό­νων (1884 — 1934) από τη γέν­νη­ση του ποι­η­τή). Ο τίτλος είναι «Ένα βρά­δυ με το Βάρναλη».

Σε αυτή τη συνέ­ντευ­ξη ο ποι­η­τής ανα­φέ­ρε­ται στο πότε γεν­νή­θη­κε και στην κατα­γω­γή του μα το σημα­ντι­κό­τε­ρο δεν είναι τού­το. Σκια­γρα­φέ­ται η προ­σω­πι­κό­τη­τα του ποι­η­τή ‑η σχέ­ση του με το καφε­νείο- ανα­φέ­ρε­ται στο πότε και πώς γρά­φει και στο τι σκο­πεύ­ει να γρά­ψει ακό­μη. Εδώ είναι το σημα­ντι­κό­τε­ρο. Προ­α­ναγ­γέλ­λει το ημε­ρο­λό­γιο της Πηνε­λό­πης (το έγρα­ψε τελι­κά το 1946 και εκδό­θη­κε τελι­κά το 1947), ένα βιβλίο απά­ντη­ση στο επι­τί­μιο της Εκκλη­σί­ας και (μαζί με τις εντυ­πώ­σεις από το πρό­σφα­το ταξί­δι στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση) προ­α­ναγ­γέλ­λει ότι κάτι θα γράψει.

Το σημε­ρι­νό αφιέ­ρω­μα συνο­δεύ­ε­ται και από εκτε­νές φωτο­γρα­φι­κό αφιέρωμα.

 

ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΝΑΛΗ
Ν. ΚΑΤΗΦΟΡΗ

Μπή­κα­με στην ταβέρ­να, σα στο σπί­τι μας. Είναι μια ταβέρ­να – σπί­τι μας. Ένα πρώ­ην σπί­τι κάποιου φου­κα­ρά μικρο­α­στού, που έχει γραμ­μέ­νη στους τοί­χους των δωμα­τί­ων και στα καθα­ρά τρα­πε­ζο­μά­ντι­λα τη θλι­βερή Ιστο­ρία του αφε­ντι­κού του. Ίδρω­σε, μόχτη­σε, πάσκι­σε, στε­ρή­θη­κε, οικο­νό­μη­σε πεντά­ρα την πεντά­ρα, ο άνθρω­πος, αγό­ρα­σε το «οικο­πε­δά­κι έφκια­ξε τρεις καμα­ρού­λες και μια κου­ζί­να — ω μικρο­α­στι­κόν όνει­ρον! — έκα­νε σκέ­δια, εδώ η τρα­πε­ζα­ρία — σάλα, εδώ η κά­μαρα του αντρό­γυ­νου, εδώ η κάμα­ρα των παι­διών — τι ευτυ­χία! Να ‘χει κανείς κερα­μί­δι δικό του… Και ποια ικα­νο­ποί­η­ση για το καθε­στώς… Η άγια οικο­γέ­νεια, που απο­χτά­ει σπί­τι. Λοι­πόν! Αυτό το ειρη­νι­κό σπι­τά­κι, είναι τώρα μια μπό­μπα, έτοι­μη να κομ­μα­τιά­σει το «ιδα­νι­κό» της «τίμιας μικροϊ­διο­κτη­σί­ας». Τι έγι­νε; Τίπο­τε τρο­με­ρό, φίλε μου. Απλού­στα­τα: «Πέρα­σε ο Μπου­χά­ριν»… Ο φιλό­νο­μος μικροϊ­διο­χτή­της έχα­σε τη δου­λειά του, φτώ­χε­ψε και τι να κάνει; Σαρ­κά­ζο­ντας τούς εγγλέ­ζους που έχουν δεύ­τε­ρο πιστεύω την «αρχή»: το σπί­τι μου είναι το φρού­ριο μου, έβα­λε στο «άσυ­λο» της «αγί­ας οικο­γε­νεί­ας» μια ταμπέ­λα: Τα­βέρνα… Όποιος θέλει τώρα μπο­ρεί να μπει μέσα και να δια­τά­ξει την «οικο­γέ­νεια».

—Κρα­σί!

Κι εκεί­νη θα τσακιστεί…

Ο πατέ­ρας σερ­βί­ρει, ένα παι­δά­κι βοη­θά­ει, η μάνα μαγει­ρεύ­ει. (Να, για­τί πρέ­πει η γυναί­κα να ξέρει από μαγέ­ρε­μα… πού ξέρεις καμιά φορά!).

Και φαντά­ζο­μαι αλή­θεια την απο­γο­ή­τευ­ση του Φά­ουστ, αν τύχαι­νε αυτό το σπι­τά­κι να είναι το σπί­τι της Μαρ­γα­ρί­τας. Ω, με κανέ­να τρό­πο δε θα μπορού­σε, όταν θα ‘μπαι­νε στο δωμά­τιο της που θα ‘χε τρά­πεζα στρω­μέ­να για τους πελά­τες, αντίς κρε­βά­τι, να πει στί­χους όπως αυτοί:

Και δω! Ποιας ανα­γά­λιας ρίγος με περνά!
Ώρες πολ­λές εδώ ήθε­λα να μένω.
Εδώ μόρ­φω­σες, φύση, μ’ όνει­ρα τερπνά
τον άγγε­λο το γενημένο!

Αλί­μο­νο! «Εδώ» ο «άγγε­λος ο γενη­μέ­νος» θα τηγά­νι­ζε μαρί­δες στην κου­ζί­να το λιγό­τε­ρο, κ’ οί στο­χα­σμοί του αισθη­μα­τία Φάουστ θα κοβό­τα­νε από το βρα­χνό τρα­γού­δι ενός άλλου αισθη­μα­τία, που βε­βαιώνει με πάθος:

Είναι μεσά­νυ­χτα, όλη ή φύσις ησυχάζει
κι ένας νέος που σπα­ρά­ζει δεν κοι­μά­ται, ξαγρυπνά.

Εχτός εχτός αν η ώρα είναι «δεκά­τη». Για­τί μια με­γάλη επι­γρα­φή ‑η μόνη-πλη­ρο­φο­ρεί πως τα «άσμα­τα απα­γο­ρεύ­ο­νται πέραν της δεκά­της»! Ω! τι θλι­βε­ρό κου­ρέλι από το χρυ­σο­ποί­κιλ­το μαντύα του «οικο­γε­νεια­κού ασύλου»…

***

Δεν ξέρω αν ο Βάρ­να­λης επί­τη­δες διά­λε­ξε αυτή την ταβέρ­να για να ιδω­θού­με, όμως εκεί μέσα είναι γνω­στός. Μπαί­νει κατ’ ευθεία στην κουζίνα.

— Καλό στον Κώστα…

Ο ταβερ­νιά­ρης…

Του μιλά­ει με μιαν οικειό­τη­τα παλιού φίλου. Λίγο και θα τον χαι­ρε­τή­σει μ’ ένα στί­χο του:

— Γεια σου Κωστα­ντή βαρβάτε! 

Κι ο «Κωστα­ντής» θ’ του απαντήσει:

Καλη­σπε­ρού­δια αφεντικά
πώς τα καλοπερνάτε.

Η πρώ­ην νοι­κο­κυ­ρά το υ δεί­χνει τα κατασκευά­σματα της κου­ζί­νας. Ο ποι­η­τής μας έχει το πρό­σταγμα. Στρω­νό­μα­στε στο τρα­πέ­ζι. Είναι μαζί μας μια νεα­ρή γυναί­κα και μια φοι­τή­τρια της Νομι­κής. Γι’ αυτή την τελευ­ταία, ο Βάρ­να­λης ίδρω­σε να την κατα­φέ­ρει να ‘ρθεί μαζί μας. Ω ! του χρειά­ζε­ται τόσο η γιρ­λά­ντα των ωραί­ων προ­σώ­πων, όπου στα­θεί και βρε­θεί… Παι­δι­κή του αδυ­να­μία. Μα κεί­νη είχε σπου­δαιό­τε­ρες ασχο­λί­ες! Ν’ αντι­γρά­ψει κάτι παρα­δό­σεις ενός καθη­γη­τή της. Πρά­μα που κάνει τον κύριο καθη­γητή να βρί­σκε­ται όλη την ώρα στο στό­μα του Βάρ­να­λη, καθώς πεί­ρα­ζε τη φοιτήτρια.

— «έλα της είπα. Για να δει­πνή­σεις ένα βρά­δυ με το μεγα­λύ­τε­ρο έλλη­να ποι­η­τή αξί­ζει ν’ αφή­σεις πίσω όχι μόνο ένα καθη­γη­τή, μα όλη τη Σύγκλη­το του Πανεπιστημίου..

Η φοι­τή­τρια με κοι­τά­ζει παρα­ξε­νε­μέ­νη. Αλή­θεια; Αυτός είναι ο μεγα­λύ­τε­ρος ποι­η­τής μας; Τού­τος εδώ ο αν­θρωπάκος με τις ζωη­ρές κινή­σεις με την τρα­γιά­σκα του, που κάθε­ται, σηκώ­νε­ται, χει­ρο­νο­μεί, μιλά­ει και κάνει σαν παλι­κα­ρά­κι 18 χρο­νώ; ‘Η, που αφή­νει κάπο­τε ένα γέλιο ανοι­χτό­καρ­δο, καλό­καρ­δο, που ανα­βρύ­ζει σαν πίδα­κας μέσα από την καρ­διά του! Και τα μαύ­ρα μάτια του, που τα πλημ­μυ­ρά­ει μια βαθιά καλο­σύ­νη, είναι αλή­θεια μάτια ενός μεγά­λου ποι­η­τή; Αυτός ο άνθρω­πος, που δεν έχει καμιά επι­τή­δευ­ση, καμιά σο­βαροφάνεια, καμιά πόζα, κανέ­να φαμ­φα­ρο­νι­σμό, κα­νένα του­πέ; Κ’ είναι σαν ένα παιδί;

***

Είναι αλή­θεια, σαν ένα παι­δί. Του κάκου θα ζη­τήσεις να τόνε ρίξεις μέσα σε μεγά­λα προ­βλή­μα­τα, πάνου στη συζή­τη­ση, θα πάρει ευχα­ρί­στως τη βου­τιά του μέσα σ’ αυτά, μα δε θα βρει αφορ­μή να πελα­γο­δρο­μή­σει και ν’ αρμε­νή­σει για να σου δει­χτεί. Τίπο­τα δε μπο­δί­ζει η κου­βέ­ντα μας να σχο­λιά­ζει τα «ταβερ­νο­σπι­τι­κά» συκω­τά­κια του γάλα­κτος και τους ντολ­μά­δες που μας έχουν σερ­βί­ρει. Και κάπο­τε κάπο­τε θα στα­ματήσει την κου­βέ­ντα για να πει :

Η Δώρα πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί… Η Δώρα είναι η γυναί­κα του, που αργού­σε να ‘ρθεί. Κι όταν ήρθε, ο αμεί­λι­χτος σύζυ­γος την «τιμώ­ρησε» με μια τρυ­φε­ρή περι­ποί­η­ση, που θα ‘κανε πολ­λούς στυ­λο­βά­τες του καθε­στώ­τος να τρί­βουν τα μάτια τους, πώς μπο­ρεί να ‘ναι τόσο καλός «σύζυ­γος», ένας από κεί­νους, που «θα δια­λύ­σουν την οικο­γέ­νειαν». Τώρα πια, που ήρθε κ’ η Δώρα, είναι πιο εύθυ­μος, λέει περισ­σό­τε­ρα αστεία κι ο άτυ­χος κύριος καθηγη­τής ξανάρ­χε­ται περισ­σό­τε­ρες φορές στο στό­μα του, καθώς εκεί­νος εξα­κο­λου­θεί να πει­ρά­ζει τη φοιτήτρια.

* * *

Αν τα μάτια κανε­νός φιλό­νο­μου πολί­τη πέσουν σ’ αυτές τις σελί­δες μόλις δια­βά­σει τα παρα­κά­τω, θα φωνά­ξει «φωτι­σμέ­νος» πια:

Έτσι εξη­γεί­ται λοιπόν…

Ποιο; Πως ο Βάρ­να­λης είναι κομου­νι­στής! Πώς εξηγείται;

Να από την κατα­γω­γή του είναι Βούλ­γα­ρος! Λοι­πόν ίσως είναι, και … κομι­τα­τζής. Ο ευφυ­έ­στα­τος αστός το βρή­κε… Ωστό­σο, βουλ­γά­ρι­κος είναι ο τόπος της κατα­γω­γής του. Κατά­γε­ται από τον Πύρ­γο της Βουλγαρίας.

Τώρα «φωτί­ζο­μαι» κι εγώ.

— Μήπως τ’ όνο­μα σου λοι­πόν, έχει καμιά σχέ­ση με τη Βάρνα…
— Ναι, έτσι φαί­νε­ται. Οι πρό­γο­νοι μου θα ‘ταν από κει. Γι’ αυτό κ’ οι δάσκα­λοι θέλα­νε ν’ αλλά­ξουν τ’ όνο­μά μου «επί το ελληνικώτερον».
— Πώς ήθε­λαν να σε κάμουν;
—Βαρ­ναί­ον …

Και ξεσπά­ει από­το­μα σε κεί­νο το ανοι­χτό­καρ­δο και ηχε­ρό γέλιο του.

—Μα η μάνα μου, συνε­χί­ζει, δε μ’ άφη­κε να το δεχτώ. «Να τους πεις να σε λένε, παι­δά­κι μου, μου είπε, όπως μας λέει όλος ο κόσμος».
—Ήταν μορ­φω­μέ­νη γυναίκα;

Όχι, μα ήταν έξυ­πνη και καλή…

Στέ­κει λίγο, σ’ ένα ευλα­βι­κό ονει­ρο­πό­λη­μα, που το σέβο­μαι. Ύστε­ρα από λίγο τον ρωτώ. Κι ο πατέ­ρας σου τι δου­λειά έκανε;

—Τσαγ­γά­ρης. Χαμο­γε­λά­ει και λέει.

—Άκου ένα νόστι­μο. Μια φορά, μου ‘παιρ­νε συνέ­ντευ­ξη ένας δημο­σιο­γρά­φος. Ήταν μπρο­στά κ’ η Δώρα. Μόλις είπα πως ο πατέ­ρας μου ήταν τσαγ­γά­ρης, εκεί­νη με διορ­θώ­νει: Μα, καη­μέ­νε Κώστα, αφού ήταν δερματέμπορος…

Και πάλι αφή­νει ένα γέλιο.

Η Δώρα δικαιολογείται.

—Αφού έτσι μου είπα­νε οι δικοί σου… Κ’ oι «δικοί του» φαί­νε­ται πως είναι άνθρω­ποι, που ντρέ­πονται για την προ­λε­τα­ρια­κή κατα­γω­γή του Βάρναλη.
—Πώς κατά­φε­ρες να σπου­δά­σεις; Ω! Τα «τετι­μη­μέ­να οστά των εθνι­κών ευερ­γε­τών» ας φρί­ξουν από «ιεράν αγα­νά­κτη­σιν». Η απά­ντη­ση που έδω­κε ο Βάρ­να­λης θα τους ήταν η πιο ανε­πά­ντε­χη και θα μπο­ρού­σε ν’ ανα­στα­τώ­σει τους τάφους, που κυλιώ­νται, μαζί με τους «ζωντα­νούς» της κεφαλαιοκρατίας…
— Μ’ ένα κλη­ρο­δό­τη­μα. Τέλειω­σα το Γυμνά­σιο με άρι­στα. Είχα διο­ρι­στεί για λίγους μήνες δάσκα­λος. Και τότε μου ‘ρθε ένα γράμ­μα από την ελλη­νι­κή κοι­νότητα της Βάρ­νας. Ελλο­γι­μώ­τα­τον Κων­στα­ντί­νον Βάρ­να­λην. Μου ‘λεγαν πως μετά δικαί­ας χα­ράς και υπε­ρη­φά­νειας μάθαι­ναν πως αρί­στευ­σα. Και μου ‘διναν υπο­τρο­φία στο Πανε­πι­στή­μιο της Αθή­νας να σπου­δά­σω Θεο­λο­γί­αν ή Φιλο­λο­γί­αν… Εξήν­τα δραχ­μές το μήνα… Σημεί­ω­σε πως και στο Γυμνά­σιο την πέρα­σα με υπο­τρο­φία. Ήμου­να υπό­τρο­φος στα Ζαρί­φεια Διδα­σκα­λεία της Φιλιπ­πού­πο­λης. Αρί­στευ­σα όταν έδω­κα εισα­γω­γι­κές εξε­τά­σεις και το νόστι­μο είναι που δεν ήθε­λα να δώσω, για­τί φοβό­μου­να πως θ’ απο­τύ­χω. Το ‘σκσ­σα από το σπί­τι μου για κάμπο­σο και­ρό. Ύστε­ρα μου ήρθε έτσι να πάω, και παίρ­νω 10 Μαθη­μα­τι­κά, 9 Ελλη­νι­κά. Από τότε φιλο­τι­μή­θη­κα ν’ αρι­στεύω πάντα.
—Έγρα­φες στο Γυμνάσιο ;
— Ναι, έγρα­φα πατριω­τι­κά: «Εις την σημαί­αν» και τα λοι­πά. Κ’ ερω­τι­κά. Εννο­εί­ται εις καθα­ρεύ­ου­σαν. Δια­βάζαμε τότε τον Παρά­σχο και το Βασιλειάδη.
— Πότε ήρθες στην Αθήνα;
— Στα 1902. Δεκο­χτώ χρονώ.

Κάνω το λογα­ρια­σμό στο πακέ­το και του δεί­χνω τον αριθ­μό: 1884.

— Τότε γεννήθηκες;
— Ναι!

Κ’ ή κου­βέ­ντα μας προχωρεί.

Στην Αθή­να σχε­τί­ζε­ται με τους δημο­τι­κι­στές και προ­σχω­ρεί στην κίνη­ση τους. Ένα περιο­δι­κό «Ηγη­σώ» συγκε­ντρώ­νει γύρω του ένα καλόν πυρή­να. Ήταν ο Καρ­βού­νης (τι δρό­μους κάνα­νε oι δυο τους για να συ­ναντηθούνε ξανά σ’ ένα άλλο περιο­δι­κό, τους «Νέους Πρω­το­πό­ρους»! Από παι­διά, γέροι σχε­δόν πια…) oι Γιώρ­γος και Φώτος Πολί­της, ο Αυγέ­ρης, ο Λαπα­θιώ­της, ο Λέα­ντρος Παλα­μάς, ο Χαν­τζά­ρας, ο Ρήγας Γκόλ­φης. Αυτός ο τελευ­ταί­ος όμως δια­φώ­νη­σε με τους άλλους κ’ έφυ­γε, για­τί ενώ εκεί­νοι λέγα­νε το πε­ριοδικό τους «μηνιαία έκδο­ση» αυτός δε χώνευε τη «μη­νιαία» και την ήθε­λε «μηνιά­τι­κη». Αργό­τε­ρα, τιμωρή­θηκε και τιμω­ρεί­ται ακό­μα γι’ αυτό τον άκρα­το δημο­τικισμό του, να γρά­φει σ’ όλη του τη ζωή συμ­βό­λαια εις… άκρα­τον καθα­ρεύ­ου­σαν. Έγρα­φε κει Βάρνα­λης τα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα. Ύστε­ρα έβγα­λε την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τον τίτλο «Κερή­θρες». Γι’ αυτό το βιβλίο, άγνω­στο σε μας, μου ‘λεγε άλλο­τε ο Καρ­βού­νης πως έχει ποι­ή­μα­τα άξια να στα­θού­νε και σήμε­ρα., Αφού πήρε το δίπλω­μά του διο­ρί­ζε­ται «ελλη­νο­δι­δά­σκα­λος». Τέτοιον τόνε γνώ­ρι­σαν ή Αμα­λιά­δα, η Αργα­λα­στή του Βόλου, η Κερα­τιά, ο Περαί­ας, η Αθή­να, τα Μέγα­ρα. Εκεί στα Μέγα­ρα, όταν ήτα­vε, ο Καρ­βού­νης του κόλ­λη­σε αυτό το σατυ­ρι­κό επίγραμα

Στο φαΐ σαν τον γλάρον
μέρα νύχτα ποντάρων
ποι­η­τής των γαϊδάρων
και σχο­λάρ­χης Μεγάρων…

Στα 1925, πού υπη­ρε­τού­σε στην Παι­δα­γω­γι­κή Α­καδημία, ο Πάγκα­λος τον απο­λύ­ει με την αφορ­μή του βιβλί­ου του «Το φως, που καί­ει», πρά­μα, που κάνει πολ­λούς δια­νο­ού­με­νους (και τον Παλα­μά) να διαμαρ­τυρηθούνε. Όσοι απ’ αυτούς ήτα­νε δημό­σιοι υπάλ­λη­λοι, κλή­θη­καν σ’ απο­λο­γία. Ο Παλα­μάς γρά­φει οχτώ σελί­δες απο­λο­γία, που είναι ύμνος για το Βάρναλη.

— Λοι­πόν, του λέω, το «Φως που καί­ει» σου κό­στισε τη θέση σου…
— Ναι, απα­ντά­ει άπλα και δίχως καμιά επί­δει­ξη. Από τότε ο ποι­η­τής βρί­σκε­ται σε σκλη­ρή βιο­πά­λη. Η μπουρ­ζουα­ζία δε δεί­χνε­ται αρκε­τά πρό­θυ­μη να τον χρη­σι­μο­ποιεί στις Ιδιω­τι­κές της δου­λειές. Κ’ έτσι, αρκε­τά συχνά, μέσα στον πέν­θι­μο και τρα­γι­κό κατά­λογο των ανέρ­γων πέφτει ένα όνο­μα βαρύ: Κώστας Βάρναλης.

* * *

Μιλά­με για την τέχνη και ειδι­κό­τε­ρα για τη δου­λειά του. Μ’ όλο το σεβα­σμό, που του χρω­στώ, του μετα­φέ­ρω το παρά­πο­νο, που έχου­με, όλοι όσοι ενδια­φερόμαστε για το έργο του και το παρα­κο­λου­θού­με. Το παρά­πο­νό μας είναι για τη μικρή ποσό­τη­τα της δου­λειάς του. Είναι το μόνο θέμα, που μας κρα­τάει κάπως περισ­σό­τε­ρο. Δεν τον «καγη­γο­ρώ» κ’ εκεί­νος δεν «απο­λο­γεί­ται». Να, συζη­τού­με απλώς για την ποσό­τη­τα και την ποιό­τη­τα της προ­λε­τα­ρια­κής τέχνης. Ξεκι­νώ από την αντί­λη­ψη, που την επι­βά­λει η ανά­γκη της στιγ­μής, για μια μαχη­τι­κή τέχνη, στο σημείο που βρί­σκε­ται το επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα. Υπο­στη­ρί­ζω, πως οι προ­λε­τά­ριοι λογο­τέ­χνες, έχουν να πού­νε πολ­λά, πά­ρα πολ­λά στη σημε­ρι­νή επο­χή. Και πως ακό­μα θα πρέ­πει, στέ­κο­ντας φυσι­κά πάντα μέσα στα όρια της τέ­χνης, να μην επι­μέ­νουν πολύ στο λεπτο­με­ρεια­κό δού­λεμα των έργων τους, ώστε να θυσιά­ζουν την ποσό­τητα για χάρη της ποιό­τη­τας. Πως μια συνει­δη­τή θυ­σία της ποιό­τη­τας για χάρη της ποσό­τη­τας είναι μια ανά­γκη που επιβάλλεται.

Ο Βάρ­να­λης κατα­λα­βαί­νει πολύ καλά πως όλα αυτά τον «αφο­ρού­νε.» Και μου περι­γρά­φει τον τρό­πο της δου­λειάς του.

—Πρώ­τα-πρώ­τα, για να γρά­ψω, μου λέει, πρέ­πει να ‘χω από­λυ­τη ησυ­χία. Πρέ­πει να είμαι ολό­τε­λα απορ­ρο­φη­μέ­νος από το θέμα μου. Όταν απα­σχο­λού­μαι με τη δου­λειά, είναι αδύ­να­το να γρά­ψω κάτι καλό. Το θέμα μου το γυρί­ζω μέσα στο κεφά­λι μου για πολύ! Το παίρ­νω από δω, από κει, το εξε­τά­ζω απ’ όλες τις μεριές, φκιά­νω φρά­σεις ολό­κλη­ρες στο μυα­λό μου. Όταν κάθο­μαι να γρά­ψω, το ‘χω έτοι­μο. Ύστε­ρα αρχί­ζω να δου­λεύω μια μια τις φρά­σεις. Επι­μέ­νω πολύ σ’ αυτό. Έτσι συνή­θι­σα, ίσως για­τί είμαι μέτρι­ος ποιητής…

Είναι πραγ­μα­τι­κό δυστύ­χη­μα πως ό Βάρ­να­λης φαί­νεται να πιστεύ­ει σ’ αυτό το τελευ­ταίο. Διδα­χτι­κό, ωστό­σο παρά­δειγ­μα μετριο­φρο­σύ­νης για το ατε­λεί­ω­το πλή­θος των μετριο­τή­των και των κου­φιο­κε­φα­λά­κη­δων της μπουρ­ζουα­ζί­ας, που ξεκι­νού­νε με τις φυλ­λά­δες τους μια και δυο, ίσα για τις χαλύ­βδι­νες πόρ­τες της Αθα­να­σί­ας και φωνά­ζουν με μια κωμι­κή σοβα­ρό­τη­τα «Α­νοίξατε!» για να σπά­σουν τα μού­τρα τους και να δουν το «έργο» τους να πεθαί­νει πολύ πριν απ’ αυ­τούς. Έτσι, σε μιαν άλλη στιγ­μή, ο Βάρ­να­λης μου είπε:

—Εγώ δε γρά­φω για τους αιώ­νες… Εμέ­να μ’ ενδια­φέ­ρει το τώρα, το σήμερα.
—Δε σου φαί­νε­ται, τον ρωτώ, πως ένας προλετά­ριος Ξενό­που­λος δε θα μας έβλα­φτε; Ο Ξενό­που­λος είναι ένας συγ­γρα­φέ­ας με αναμ­φι­σβή­τη­το ταλέ­ντο. Μα έκα­νε πολ­λές αβα­ρί­ες από την τέχνη του, κατέ­βη­κε στο γού­στο του κοι­νού του κ’ είπε τόσα περιτ­τά πρά­μα­τα! Αν ένας προ­λε­τά­ριος συγ­γρα­φέ­ας έκα­νε το ίδιο να πει πολ­λά ωφέ­λι­μα, δε νομί­ζεις πως δε θα έβλαφτε.
— Δε βλέ­πω, απα­ντά­ει, τι θα ωφε­λού­σε. Δε θα ήταν λογοτέχνης…

Και προ­χω­ρεί σε σκέ­ψεις πραγ­μα­τι­κά απαισιόδοξες.

—Κ’ ύστε­ρα για ποιον να γρά­ψει κανείς τα πολ­λά; Εμείς γρά­φου­με επα­να­στα­τι­κά για να μας δια­βάζουν οι αστοί, δεν έχου­με ακό­μα την τύχη των σοβιε­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων, που γρά­φου­νε για το προ­λε­τα­ριά­το. Είμα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να προ­σέ­χου­με την ποιό­τη­τα για­τί απευ­θυ­νό­μα­στε σε κοι­νό συνη­θι­σμέ­νο με καλή ποιό­τη­τα. Το προ­λε­τα­ριά­το μας αγνο­εί. Ο Λένιν είπε πώς για να δώσου­με τέχνη στο προλε­ταριάτο, πρέ­πει πρώ­τα να του δώσου­με μόρ­φω­ση. Κι’ όταν το προ­λε­τα­ριά­το θα μπο­ρέ­σει να μας δια­βά­σει, πρέ­πει να ‘χει ποιότητα.
—Τι νομί­ζεις, τον ρωτώ, η προ­λε­τα­ρια­κή τέχνη θα ξεχω­ρι­στεί από το προ­λε­τα­ρια­κό της περιε­χό­με­νο, ή από την άπο­ψη, που κοι­τά­ζει και παίρ­νει τη ζωή;
— Η προ­λε­τα­ρια­κή τέχνη, απα­ντά­ει, μπο­ρεί να ‘χει οποιο­δή­πο­τε περιε­χό­με­νο, η σοσια­λι­στι­κή άπο­ψη έχει σημα­σία. Ένα έργο λόγου χάρη, που περι­γρά­φει ερ­γάτες μπο­ρεί να είναι αντι­προ­λε­τα­ρια­κό όταν ξεκι­νά­ει από αντι­δρα­στι­κή άπο­ψη. Κι αντί­θε­τα ένα έργο, μπο­ρεί να περι­γρά­φει αστούς και να ‘ναι προ­λε­τα­ρια­κό, όταν ξεκι­νά­ει από σοσια­λι­στι­κή άποψη.

Συνε­χί­σα­με λίγο τη συζή­τη­ση πάνω σ’ αυτό το θέ­μα κ’ είπε σε μια στιγμή:

— Ο χαρα­χτή­ρας της λογο­τε­χνί­ας δεν καθορίζε­ται από πριν. Κάθε επο­χή έχει τη λογο­τε­χνία που της ταιριάζει.
— Μα, όταν σε μια επο­χή συγκρού­ο­νται δυο κό­σμοι τόσο δια­φο­ρε­τι­κοί όπως συμ­βαί­νει σήμε­ρα, κ’ οι κόσμοι αυτοί έχουν δυο ξεχω­ρι­στές λογο­τε­χνί­ες, ποια από τις δυο θα ζήσει;
— Χωρίς άλλο εκεί­νη που αγκα­λιά­ζει τα ιδα­νι­κά εκεί­να, που βοη­θά­νε στην εξέ­λι­ξη της ζωής,
— Δε φαί­νε­ται σαν εδώ να υπάρ­χει ένα άτο­πο; Κοί­ταξε. Ας πάρου­με ένα ποι­η­τή του 1800. Οταν αυτός τρα­γου­δού­σε την ατο­μι­κή ελευ­θε­ρία τότε, αγκά­λια­ζε ένα ζωντα­νό Ιδα­νι­κό κι αν ήτα­νε καλός τεχνί­της έκα­νε έτσι ένα ποί­η­μα βιώ­σι­μο. Σήμε­ρα, που η ατο­μι­κή ελευ­θερία, έγι­νε μια έννοια αντι­δρα­στι­κή, για­τί εννο­εί­ται και εφαρ­μό­ζε­ται σαν ελευ­θε­ρία της ληστεί­ας του ξένου ιδρώ­τα, ένας ποι­η­τής της ίδιας τεχνι­κής αξί­ας παίρ­νει και κάνει κι αυτός ένα ποί­η­μα για την ατο­μι­κή ελευ­θε­ρία. Αυτά τα δυο ποι­ή­μα­τα ας τα δού­με τώρα στην προ­οπτική ενός αιώ­να ύστε­ρα από σήμε­ρα. Από τεχνι­κή άπο­ψη είναι και τα δυο άψο­γα. Το ιδε­ο­λο­γι­κό τους περιε­χό­με­νο είναι το ίδιο. Δια­φέ­ρουν μόνο στη χρο­νολογία. Το ένα γρά­φει 1800, το άλλο 1935. Για­τί ο κρι­τι­κός του 2035 θα βρει το ένα ζωντα­νό ποί­η­μα και το άλλο νεκρό;
— Η δια­φο­ρά απα­ντά­ει, είναι αυτή; Ο ποι­η­τής του 1800 έχει συγκι­νη­θεί με το ιδα­νι­κό αυτό, Αν ήτα­νε ζωντα­νό τότες, το ποί­η­μά του, λοι­πόν έχει αλή­θεια. Αντί­θε­τα, ο ποι­η­τής του 1935 δε συγκι­νή­θη­κε, για­τί ένα τέτοιο ιδα­νι­κό υπάρ­χει μονά­χα συμ­βα­τι­κά στην επο­χή μας. Έγρα­ψε λοι­πόν χωρίς αίστη­μα, γι’ αυτό το ποί­η­μά του, όσο κι αν είναι καλοφ­κιαγ­μέ­νο είναι κρύο, άψυ­χο, νεκρό. Είναι ψεύτικο.
— Δε σου φαί­νε­ται πως πάνω σ’ αυτό τον κανό­να θα σπά­σει κ’ η προ­σπά­θεια που κάνουν οι φασί­στες για να φκιά­ξουν μια λογο­τε­χνία με τα νεκρά Ιδανικά;
— Χωρίς άλλο. Η προ­σπά­θεια αυτή είναι τεχνη­τή, δε βγαί­νει από τη ζωή, γι’ αυτό είναι κατα­δι­κα­σμέ­νη να χαθεί.

Από το διπλα­νό δωμά­τιο της ταβέρ­νας τα τρα­γούδια μερι­κών νέων πού προ­σπα­θούν να παραστή­σουν τους εύθυ­μους γεμί­ζουν όλο το χώρο και στο με­ταξύ ο Βάρ­να­λης κάνει δια­ξι­φι­σμούς με τη γυναί­κα του και τις άλλες. Τις πει­ρά­ζει ολό­τε­λα φιλι­κά, εκεί που προ πάντων πει­ρά­ζο­νται: στα ελατ­τώ­μα­τα του φύ­λου τους. Αλλά μια πει­ρά­ζε­ται σχε­δόν σοβαρά.

— Τι να πουν οι άλλοι, όταν σεις μιλά­τε έτσι για τις γυναίκες…
— Τι να πού­με, απα­ντά­ει εκεί­νος γελώ­ντας, ό,τι αγα­πά­με πολύ το πειράζουμε…
— Η γυναί­κα σου, του λέω, μου παρα­πο­νιέ­ται πως δεν κάθε­σαι στο σπί­τι να γρά­ψεις, παρά γυρί­ζεις στα καφε­νεία. Και σου ‘χει, λέει, δωμά­τιο περι­ποι­η­μέ­νο να κάθε­σαι μ’ όλη σου την ησυχία.
— Η γυναί­κα μου; Άκου, λοι­πόν, να δεις τι ησυ­χία που έχω. Κάθο­μαι να γρά­ψω έρχεται;
— Κώστα, θέλεις καφέ; Και το μάτι της έτσι από πάνω από τα χαρ­τιά, σαν το γερά­κι, να δει τι γρά­φω. Ύστε­ρα φασα­ρία μέσα στο σπί­τι. Περισ­σό­τε­ρη ησυ­χία έχω στο καφε­νείο. Εκεί έγρα­ψα τα περισ­σό­τε­ρα μου έργα. Εκεί μελέ­τη­σα για το δίπλω­μα μου.
— Τώρα, γρά­φεις τίποτα;
— Όχι, σχε­διά­ζω… Έχω τώρα να γρά­ψω δυο βι­βλία. Το ένα είναι το «ημε­ρο­λό­γιο της Πηνε­λό­πης», εννο­εί­ται πως παίρ­νω την πιστή Πηνε­λό­πη από την ανά­πο­δη! Το άλλο είναι η απά­ντη­σή μου στο επι­τί­μιο που μου ‘καναν έμε­να του Γλη­νού και του Δελ­μού­ζου, οι παπά­δες στα 1926. Έχω τρία χρό­νια πού μαζεύω απο­κόμ­μα­τα από τις εφη­με­ρί­δες για τα καμώ­ματά τους.
— Το ταξί­δι σου στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση δε σου άφη­σε εντυ­πώ­σεις που να σ’ εμπνεύ­σουν για να γρά­ψεις κάτι;
— Βέβαια και θα γρά­ψω κάτι, αν όχι για τη Σοβιε­τική Ένω­ση, γενικότερα.
— Είσαι ευχα­ρι­στη­μέ­νος από το ταξί­δι σου;

Απα­ντά­ει με μια λέξη:

— Ενθου­σια­σμέ­νος!

Και σε λίγο συνε­χί­ζει σα να ονειροπολεί:

— Εκεί είναι μια αδιά­κο­πη αλλα­γή. Ό,τι είναι σή­μερα δε θα ‘ναι αύριο. Η ζωή προ­χω­ρεί εκεί, με τε­ράστια βήματα.

Ευτυ­χι­σμέ­νη Ελλά­δα, με τα στε­κά­με­να νερά σου! Τις απέ­ρα­ντες λίμνες σου της συντη­ρη­τι­κό­τη­τας, για μιαν αθλιότητα…

Μιλά­με ακό­μα λίγο, πάνου στην ελλη­νι­κή λογοτε­χνία. Ο Παπα­δια­μά­ντης είναι ο συγ­γρα­φέ­ας πού προ­τιμάει από τούς παλιό­τε­ρους. Από τον Παλα­μά έχει τη γνώ­μη πως μπο­ρεί πολ­λά ποι­ή­μα­τα, να κάμουν ένα δυνα­τό τόμο. Μα η κου­βέ­ντα μας πνί­γε­ται μέσα στα «άσμα­τα», που έρχο­νται «ορυ­μα­γδών» από τη διπλα­νή κάμαρα.

Και να σκέ­φτε­ται κανείς πώς όχι μόνο πέρα­σε η «δεκά­τη» αλλά κ’ η ενδεκάτη».

— Έντε­κα και πέντε…

Ο Βάρ­να­λης πετά­γε­ται τρομαγμένος.

— Ώρα για ύπνο…

Σπά­νια μένει τόσο «αργά» έξω. Κοι­μά­ται νωρίς ξυπνά­ει πρωί. Κι ας βάνει σ’ ένα ποί­η­μά του να του βρί­ζουν τον ήρωα του:

Πάλι μεθυ­σμέ­νος μού ‘ρθες
δυό­μι­σι ώρες της νυχτός…
Αυτός δε νυχτο­περ­πα­τά­ει, ούτε μεθάει…

Καθώς βγαί­νου­με τον ρωτώ για τους περί­φη­μους «Μοι­ραί­ους» του, που τού­δω­καν μια μεγά­λη φήμη.

— Είναι αλή­θεια πως τους δημο­σί­ε­ψες για πρώ­τη φορά στη «Νεο­λαία»;
— Ναι, αλή­θεια! Αλλά ήτα­νε προ­ο­ρι­σμέ­νοι για ένα πρω­το­χρο­νιά­τι­κο φύλο του «Ριζο­σπά­στη»! Ο Κορ­δά­τος που ήτα­νε διευ­θυ­ντής τότε μου ανά­θε­σε να του γρά­ψω ένα ποί­η­μα. Δεν το δημο­σί­ε­ψε όμως, εκεί, για­τί φαί­νε­ται δεν το ‘βρι­σκε αρκε­τά επα­να­στα­τι­κό. Και το ‘δωκε στη «Νεο­λαία».

Από κει, είναι γνω­στό πως το πήρε τότε το κα­λύτερο φιλο­λο­γι­κό περιο­δι­κό της επο­χής «Ο Νου­μάς», που το δημο­σί­ε­ψε κ’ έκα­νε μεγά­λο πάταγο.

— Κι όμως, του λέω, είναι από τα καλύ­τε­ρα ποιή­ματά σου.
— Έτσι λένε απα­ντά­ει με σαρ­κα­σμό. Μα δεν το πιστεύω! Εμέ­να μου φαί­νε­ται πως θα μπο­ρού­σε να το γρά­ψει κι ο… Πολέ­μης! Θεματογραφία…

Εδώ πια, δε μπο­ρού­με να συνεν­νοη­θού­με. Οι χει­ρότεροι κρι­τι­κοί των έργων τους είναι κάπο­τε οι δη­μιουργοί τους. Έξω έχει παγω­νιά. Χωρί­ζου­με. Μέσα σ’ αυτή την παγω­νιά αισθά­νο­μαι να ‘χει περά­σει από την ψυχή μου ο Ποι­η­τής, σα μια θερ­μή ανοι­ξιά­τι­κη αχτίδα…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο