Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφροαμερικάνικη ποίηση της αντίστασης και της νοσταλγίας: οι ποιητές Arna Bontemps, Waring Cuney, Richard Wright  και Jacques Romain

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Στο δεύ­τε­ρο μέρος του αφιε­ρώ­μα­τος στην αφρο­α­με­ρι­κά­νι­κη ποί­η­ση ή στην ποί­η­ση των μαύ­ρων της Αμε­ρι­κής θα παρου­σιά­σου­με ποι­ή­μα­τα των Arna Bontemps, Waring Cuney, Richard Wright  και Jacques Romain πάντα σε μετά­φρα­ση του Δημή­τρη Σταύ­ρου από την εργα­σία του «Νέγροι ποι­η­τές» που κυκλο­φό­ρη­σε το 1966 από τις εκδό­σεις Θεμέλιο.

Να συμπλη­ρώ­σου­με μόνο στα θέμα­τα των ορι­σμών για την αφρο­α­με­ρι­κά­νι­κη ποί­η­ση που ανα­φέ­ρα­με στο πρώ­το μέρος και για­τί δεν χρη­σι­μο­ποιού­με τους όρους νέγρος και νέγρι­κος, καθώς arna_bontemps_1939έχουν ρατσι­στι­κή χρή­ση κι ενώ στις μέρες μας έχουν επι­κρα­τή­σει άλλοι ορθό­τε­ροι ορι­σμοί, ότι ο Δημή­τρης Σταύ­ρου υιο­θε­τεί ακρι­βώς αυτούς τους όρους στο βιβλίο του (νέγρος και νεγρο­σύ­νη: δηλα­δή η πολι­τι­στι­κή ταυ­τό­τη­τα των μαύ­ρων της Αμε­ρι­κής, κάτι σα να λέμε Ρωμιο­σύ­νη…), χωρίς κάποια ρατσι­στι­κή διά­θε­ση – είναι ακρι­βώς το αντί­στοι­χο που συνα­ντά­με και στο πασί­γνω­στο τρα­γού­δι του Μάνου Λοί­ζου «Ο γέρο-νέγρο Τζιμ».

Η αφρο­α­με­ρι­κά­νι­κη ποί­η­ση είναι παι­δί των θρη­σκευ­τι­κών τρα­γου­διών των μαύ­ρων αλλά παρά­γω­γο της μου­σι­κής παρά­δο­σης της Αφρι­κής. Πριν προ­χω­ρή­σει και εξε­λι­χθεί σε κοι­νω­νι­κή ποί­η­ση, η μαύ­ρη ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή είχε θρη­σκευ­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό, όχι τόσο με ανα­φο­ρές σε κάποιες αφρι­κά­νι­κες θεό­τη­τες, που υπάρ­χουν κι αυτές αντα­να­κλώ­ντας τη νοσταλ­γία μιας αθώ­ας, πνευ­μα­τι­κής επο­χής χωρίς την επι­βο­λή της προ­τε­στα­ντι­κής ηθι­κής, αλλά με ανα­φο­ρές στον λευ­κό (και ενί­ο­τε μαύ­ρο) Θεό της Χρι­στια­νο­σύ­νης, είτε ως απο­δέ­κτη δια­μαρ­τυ­ριών για την κατά­στα­ση της σκλα­βιάς, είτε ως απο­δέ­κτη προ­σευ­χών και των επι­θυ­μιών των μαύ­ρων για κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση. Σε αυτή την hairstyles-during-slaveryπερί­πτω­ση ο Θεός ταυ­τί­ζε­ται με τον λευ­κό αφέ­ντη και γι’ αυτό ανα­ζη­τεί­ται παρη­γο­ριά στη μορ­φή ενός μαύ­ρου Χρι­στού, περισ­σό­τε­ρο αλη­θι­νού και πιο κοντά στις ανά­γκες των μαύ­ρων σκλά­βων. Το καλύ­τε­ρο αύριο, να ποια είναι η μεγα­λύ­τε­ρη ανά­γκη των Αφρο­α­με­ρι­κά­νων. Οι αιχ­μα­λω­σί­ες, τα μαστί­για, πρέ­πει να στα­μα­τή­σουν κι εδώ είναι, σύμ­φω­να με τον Δημή­τρη Σταύ­ρου, που οι μαύ­ροι νοιώ­θουν δίπλα τους τα Πάθη του Χρι­στού και τον διωγ­μό των Εβραί­ων – νοιώ­θουν αλλη­λέγ­γυοι, ως συνα­γω­νι­στές και ως υπό­δου­λοι. Κατα­φέρ­νο­ντας έτσι να μπο­λιά­σουν το θρη­σκευ­τι­κό αίσθη­μα και την ποί­η­σή τους με τα δικά τους στοιχεία.

Επί­σης, η νοσταλ­γία για την απλή και ευχά­ρι­στη ζωή τους στα δάση της Αφρι­κής ή στην έρη­μο, τους παρη­γο­ρεί σχε­τι­κά με την τωρι­νή τους κατά­στα­ση – κατά βάθος βέβαια οι μαύ­ροι ποι­η­τές δεν richard_wrightμοι­ρο­λο­γούν αλλά διεκ­δι­κούν, έστω και ιδε­α­λι­στι­κά αλλά αυτό μπο­ρού­σαν να κάνουν τότε και πριν γιγα­ντω­θεί το κίνη­μα της Απε­λευ­θέ­ρω­σης, να αλλά­ξει η κατά­στα­ση. Όπως σημειώ­σα­με και στο πρώ­το μέρος, ήταν ακρι­βώς αυτό το κίνη­μα και η βίαιη κοι­νω­νι­κή και για­τί όχι, ταξι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση των μαύ­ρων σκλά­βων, μέσα από τη σκλα­βιά τους, που έδω­σε περισ­σό­τε­ρα κοι­νω­νι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά στην ποι­η­τι­κή τους δημιουργία.

Οι ποι­η­τές Arna Bontemps (1902–1973), Waring Cuney (1906–1976), Richard Wright (1908–1960) και Jacques Romain (1907–1944), λυρι­κοί και γεν­ναί­οι στην έκφρα­σή τους, πιστεύ­ου­με πως εκφρά­ζουν ακρι­βώς αυτή την εικό­να. Ο καθέ­νας βέβαια έχει τον δικό του τρό­πο, ο Arna Bontemps είναι ιδε­α­λι­στής και σχε­δόν μετα­φυ­σι­κός, ο Waring Cuney είναι εκφρα­στι­κά απλός, δημιουρ­γεί με τις εικό­νες του μια πιστή ανα­πα­ρά­στα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ο Richard Wright είναι πιο πολι­τι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος και ο πιο ώρι­μος ποι­η­τι­κά, ο οποί­ος περι­γρά­φει την σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν νοσταλ­γεί απλώς, διεκ­δι­κεί οι μαύ­ροι μαζί με τους λευ­κούς εργά­τες να αλλά­ξουν από κοι­νού την κατα­πιε­στι­κή κοι­νω­νία. Τα έργα του «Τα παι­διά του Μπάρ­μπα-Θωμά» (Uncle Τom’s Children, 1938), «Ιθα­γε­νής γιος» (Native Sοn, 1940) και «Μαύ­ρο αγό­ρι» (Βlack Βοy, 1945) απο­τε­λούν από τα καλύ­τε­ρα δείγ­μα­τα που έχει να μας δώσει η αφρο­α­με­ρι­κά­νι­κη ποί­η­ση. Τέλος ο Jacques Romain, είναι ο εκφρα­στής μιας χαμέ­νης αφρι­κα­νι­κό­τη­τας κηρύτ­τει την ανά­γκη για ένα ορι­στι­κό ξεθε­μέ­λιω­μα της κατα­πί­ε­σης, όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ, ταυ­τί­ζο­ντας τον μαύ­ρο σκλά­βο με μια ανθρώ­πι­νη θεό­τη­τα που βασα­νί­ζε­ται και που διεκ­δι­κεί της «γης οι κολα­σμέ­νοι» να σηκώ­σουν κεφάλι.

Μάλι­στα, οι Arna Bontemps και Waring Cuney ήταν εξέ­χο­ντα μέλη της Ανα­γέν­νη­σης του Χάρ­λεμ (Harlem Renaissance), μαζί με τον πρω­τερ­γά­τη, ζωγρά­φο στην ειδι­κό­τη­τα Ααρών Ντά­γκλας (Aaron Douglas), του πολι­τι­στι­κού, κοι­νω­νι­κού και καλ­λι­τε­χνι­κού κινή­μα­τος που γεν­νή­θη­κε στη συνοι­κία Χάρ­λεμ της Νέας Υόρ­κης την περί­ο­δο 1918–1930, που ενθάρ­ρυ­νε τον ανοι­κτό διά­λο­γο με τις διά­φο­ρες θρη­σκευ­τι­κές τάσεις (και με το Ισλάμ εκτός του χρι­στια­νι­σμό, ας μην ξεχνά­με την περί­πτω­ση του Malcolm X) με την ευρω­παϊ­κή τέχνη, τα αστι­κά ήθη και με την νέα (τότε) κοι­νω­νι­κή πραγματικότητα.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΟ ΝΟΤΟ, Arna Bontemps

Οι λεύ­κες είναι εκεί όπως ο θάνατος

και τα φαντά­σμα­τα των πεθαμένων

αντα­μώ­νουν τις γυναί­κες τους να περπατούν

δυό – δυό μες στη σκιά

και να στέ­κο­νται πάνω στα μαρ­μα­ρέ­νια σκαλοπάτια.

 

Είναι ένας ήχος μου­σι­κής που ηχεί

ανά­με­σα από την ανοι­χτή πόρτα,

και στον κάμπο

κάποια άλλη κλαγ­γή στις βαμβακοφυτείες –

αλυ­σί­δες σκλά­βων που σέρ­νο­νται χάμω.

 

Τα χρό­νια γυρί­ζουν πίσω με κρό­το σιδερένιο,

κάποιο χέρι κρο­τα­λεί τη θύρα

ένα φύλ­λο ξερό σιγο­τρέ­μει απά στον τοίχο.

Φαντά­σμα­τα πηγαινοέρχονται.

Θρυμ­μά­τι­σα τριαντάφυλλα

και σκόρ­πι­σαν χάμω τα ροδοπέταλα.

Οι λεύ­κες είναι εκεί ήσυχες

όπως ο θάνατος.

 

ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΚΟΝΩΝ, Waring Cuney

Δεν ξέρει

πόσο είναι όμορφη

νομί­ζει πως στο μαύ­ρο της κορμί

δεν ται­ριά­ζει το εγκώμιο.

 

Αν μπο­ρού­σε να χορέψει

γυμνή

κάτω από τα φοινικόδεντρα

και να  δει την εικό­να της στον ποταμό,

τότε θα ΄ξερε.

 

Αλλά δεν υπάρ­χουν φοινικόδεντρα

στο δρό­μο,

και το νερό από το πλύ­σι­μο των πιάτων

δεν αντι­κα­θρε­φτί­ζει εικόνες.

 

I HAVE SEEN BLACK HANDS, Richard Wright 

I

I am black and I have seen black hands, millions and millions of them,

Out of millions of bundles of wool and flannel tiny black fingers have

reached restlessly and hungrily for life.

Reached out for the black nipples at the black breasts of black mothers,

And they’ve held red, green, blue, yellow, orange, white, and purple

toys in the childish grips of possession.

And chocolate drops, peppermint sticks, lollypops, wineballs, ice cream

cones, and sugared cookies in fingers sticky and gummy,

And they’ve held balls and bats and gloves and marbles and jack-knives

and sling-shots and spinning tops in the thrill of sport and play.

And pennies and nickels and dimes and quarters and sometimes on

New Year’s, Easter, Lincoln’s Birthday, May Day, a brand new

green dollar bill,

They’ve held pens and rulers and maps and tablets and books in palms

spotted and smeared with ink,

And they’ve held dice and cards and half-pink flasks and cue sticks and

cigars and cigarettes in the pride of new maturity…

II I am black and I have seen black hands, millions and millions of them

They were tired and awkward and calloused and grimy and covered

with hangnails,

And they were caught in the fast-moving belts of machines and snagged

and smashed and crushed.

And they jerked up and down at the throbbing machines massing

taller and taller the heaps of gold in the banks of bosses,

And they piled higher and higher the steel, iron, the lumber, wheat,

rye, the oats, corn, the cotton, the wool, the oil, the coal, the meat,

the fruit, the glass, and the stone until there was

too much to be used,

And they grabbed guns and slung them on their shoulders and marched

and groped in trenches and fought and killed and conquered

nations who were customers for the goods black hands had made. …

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο