Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βάλιας Σεμερτζίδης, Δουλεύοντας τα έργα μου

«Το ελλη­νι­κό τοπίο δεν το είδε κανείς, όπως δεν είδε κανείς και τον άνθρω­πο που ζει σε τού­τη τη χώρα. Και δε βλέ­πω που­θε­νά σημά­δια, να θέλει κανείς να τα μάθει αυτά τα δύο. Έτσι γεν­νή­θη­κε η απο­θυ­μιά να ιστο­ρή­σω το τοπίο αυτό, κάθη­σα πάνω σ’ ένα βρά­χο και κοίταζα…»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Το καλο­καί­ρι του 1944 ο Βάλιας Σεμερ­τζί­δης ζού­σε στα βου­νά της Αργι­θέ­ας και μελε­τού­σε τη ζωή των ανθρώ­πων και την ομορ­φιά του τόπου μέσα στον οποίο ζού­σαν. Κοι­τώ­ντας μια χαρά­δρα στην Αργι­θέα μάς αφη­γεί­ται τον τρό­πο με τον οποίο προ­σπά­θη­σε να προ­σεγ­γί­σει και να απο­δώ­σει με το πινέ­λο του το τοπίο συν­δέ­ο­ντας το με τον κοι­νω­νι­κό ρόλο της τέχνης και τον αγώ­να των ανθρώ­πων για ελευ­θε­ρία και για  καλύ­τε­ρη ζωή.

Το κεί­με­νο  του με τίτλο  «Δου­λεύ­ο­ντας τα έργα μου» είναι δημο­σιευ­μέ­νο στο περιο­δι­κό «η λέξη» το Γενά­ρη του 1987, στο τεύ­χος 61.

Βάλιας Σεμερ­τζί­δης, Δου­λεύ­ο­ντας τα έργα μου

Έχω στο εργα­στή­ρι μου ένα σωρό αρχι­νι­μέ­να έργα, όλα είναι στην εξέ­λι­ξή τους. Σαν τον άνθρω­πο, σαν το κάθε ζωντα­νό που περ­νά­ει ένα σωρό στά­δια εξέ­λι­ξης από τη σύλ­λη­ψη ως τη γέν­να και το μεγά­λω­μα. Από το σπό­ρο που πέφτει στη γη ως την ώρα που γίνε­ται ένα θεό­ρα­το φυτό. Όμως θα ήθε­λα να μιλή­σω για ένα απ’ αυτά. Για την ιστο­ρία του από τότε που μπή­καν οι πρώ­τες πινε­λιές, οι πρώ­τες μπο­γιές ως τα τώρα. Κάθε έργο που έχω αρχι­νι­μέ­νο το δου­λεύω σε πολ­λές παραλ­λα­γές τον ίδιο και­ρό. Ρωτιέ­μαι συχνά τι είναι αυτό που σπρώ­χνει σε τόση ταρα­χή; Άλλο­τε από μεγά­λο που δου­λεύω το έργο μου, περ­νώ σε μικρό κι ύστε­ρα σε πολύ μικρό κι ύστε­ρα πάλι μεγά­λο το αρχι­νάω ή το αντί­θε­το. Πότε σχε­διά­ζω πρώ­τα, καμιά φορά σχε­διά­ζω με επι­μο­νή , μα τις περισ­σό­τε­ρες φορές αρχί­ζω κατευ­θεί­αν χρώ­μα και σχε­διά­ζω με πινέ­λο. Αυτά είναι συνη­θι­σμέ­να , σίγου­ρα πράγ­μα­τα. Οι καλ­λι­τέ­χνες έτσι θα κάνουν, για­τί αλλιώ­τι­κα δεν γίνε­ται κιό­λας. Σαν δου­λεύω δε σκέ­φτο­μαι, προ­σπα­θώ μονά­χα να κάνω εκεί­νο που σκέ­φτη­κα  πριν και σαν στα­μα­τώ κυριεύ­ο­μαι από αγω­νία και δέρ­νο­μαι από λογιών – λογιών ανη­συ­χί­ες και ρωτή­μα­τα και ξαναρ­χί­ζω αλλιώ­τι­κα κι όλο αλλιώ­τι­κα. Μα άλλο ήθε­λα να πω κι άλλο λέω. Το έργο που θέλω να πω την ιστο­ρία του, είναι ένα τοπίο.

(Βάλιας Σεμερτζίδης, Τοπίο στην Αργιθέα, περ. 1955, λαδοτέμπερα σε χαρτόνι, 112 x 75 εκ.) Ο πίνακας είναι από την Ψηφιακή Πλατφόρμα , Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (iset)

(Βάλιας Σεμερ­τζί­δης, Τοπίο στην Αργι­θέα, περ. 1955, λαδο­τέ­μπε­ρα σε χαρ­τό­νι, 112 x 75 εκ.)
Ο πίνα­κας είναι από την Ψηφια­κή Πλατ­φόρ­μα , Ινστι­τού­το Σύγ­χρο­νης Ελλη­νι­κής Τέχνης (iset)

Μια χαρά­δρα της Αργι­θέ­ας. Είναι μια κου­βέ­ντα να πεις πώς ζωγρα­φί­ζεις ένα τοπίο – μπο­ρεί δίχως πολ­λή σημα­σία. Όμως δεν είναι ολό­τε­λα έτσι. Ζού­σα στα βου­νά της Αργι­θέ­ας το 1944 το καλο­καί­ρι, μελε­τού­σα τη ζωή των ανθρώ­πων και την ομορ­φιά του τόπου που ζού­σαν αυτοί. Προ­σπά­θη­σα να νιώ­σω όσο είναι δυνα­τόν πιο πολύ και τα δύο αυτά που ανά­με­σά τους είναι αξε­χώ­ρι­στα στο κάτω – κάτω. Το τοπίο εδώ είχε μια ξέχω­ρη δικιά του ζωή – όπως και κάθε άλλο έχει ένα βαθύ δικό του προ­σω­πι­κό χαρα­κτή­ρα, ιστο­ρία και μέλ­λον. Είναι βρά­χια πανύ­ψη­λα, οι πέτρες σηκώ­νο­νται η μια δίπλα στην άλλη σαν φύλ­λα βιβλί­ου, κρέ­μο­νται σαν ξετυ­λιγ­μέ­να τόπια υφά­σμα­τος. Πανύ­ψη­λα γκρε­μνά, στο βάθος τρέ­χουν νερά, πάνω πετά­νε γυπα­ε­τοί και τα σύν­νε­φα σκε­πά­ζουν τις κορ­φές. Ένιω­σα πως αυτό το κομ­μά­τι της γης έχει ένα ολό­τε­λα δικό του εσω­τε­ρι­κό κόσμο, θρέ­φει δικά του φυτά αλλιώ­τι­κα απ’ τα άλλα. Οι πέτρες έχουν ένα αλλό­κο­το φως, χρώ­μα, άλλες γαλά­ζιες άλλες κόκ­κι­νες, οι άνθρω­ποι που ζουν πάνω σ’ αυτές, που ανα­τρά­φη­καν απ’ αυτές, γίνη­καν το ίδιο ξέχω­ροι, μεγα­λό­πρε­ποι κι ωραί­οι έχο­ντας για ανα­θρε­φτή μια τέτοια φύση, δίχως να το νιώ­σουν γέμι­σε ο μέσα τους κόσμος από τη δικιά της αξιο­σύ­νη, πίστη στον εαυ­τό τους, στη ζωή και τη λευ­τε­ριά. Κοι­τά­νε σαν αητοί, βλέ­πουν μακριά και δε φοβούνται.

Κοί­τα­γα τα μαύ­ρα σύν­νε­φα που τρέ­χαν στις κορ­φές και κεί­νο που γινό­ταν μες στις χαρά­δρες και σκε­πτό­μουν τα πολ­λά που λέγο­νται για το ελλη­νι­κό τοπίο. Γαλά­ζιος ουρα­νός, καθα­ρή ατμό­σφαι­ρα κι άλλα τέτοια σημαί­νουν τάχα ελλη­νι­κό τοπίο, μονο­πώ­λιο παγκό­σμιο, στ’ αλή­θεια είναι μια ανοη­σία παγκό­σμιου μονο­πω­λί­ου. Το ελλη­νι­κό τοπίο δεν το είδε κανείς, όπως δεν είδε κανείς και τον άνθρω­πο που ζει σε τού­τη τη χώρα. Και δε βλέ­πω που­θε­νά σημά­δια, να θέλει κανείς να τα μάθει αυτά τα δύο. Έτσι γεν­νή­θη­κε η απο­θυ­μιά να ιστο­ρή­σω το τοπίο αυτό, κάθη­σα πάνω σ’ ένα βρά­χο και κοί­τα­ζα. Ήταν από­γευ­μα, ύστε­ρα από δυό μήνες που περ­νού­σα το μέρος αυτό, διά­λε­ξα από όλες τις άλλες ώρες της ημέ­ρας το από­γευ­μα και έκα­να την αρχή. Μα και δω ένιω­σα εξαρ­χής την ίδια αδυ­να­μία που ένιω­θα κάθε φορά που κατα­πια­νό­μου­να με κάτι τόσο σπου­δαίο. Με τα εφό­δια που δια­θέ­του­με – τα ζωγρα­φι­κά εννοώ φυσι­κά – εμείς οι σημε­ρι­νοί ζωγρά­φοι είναι αδύ­να­το να ερμη­νεύ­σεις κάτι τέτοιο. Τι ήταν εκεί­νο που έκα­μνα; Κατα­γρα­φή μιας εντύ­πω­σης με χρώ­μα­τα και σήμα­τα που για απο­τέ­λε­σμα είχε μια αρμο­νία χρω­μά­των και σχη­μά­των που όμως καμιά σχέ­ση δεν είχε μ’ αυτό που ένιω­θα κοι­τά­ζο­ντας τη φύση που με τρι­γύ­ρι­ζε με το βαθύ νόη­μά της. Είπα πως θάπρε­πε να μεί­νω σε κεί­νο το βρά­χο ένα χρό­νο δου­λεύ­ο­ντας για να στέ­κο­νταν, μπο­ρεί, δυνα­τό, στο τέλος, ν’ απο­σπά­σω αυτό που ζητούσα.

Όμως ήρθαν γρή­γο­ρα οι μέρες που αφή­σα­με εκεί­να τα μέρη, πέρα­σαν δύο χρό­νια. Δε στα­μά­τη­σα να δου­λεύω πάνω στο θέμα αυτό. Έκα­να κάπου είκο­σι παραλ­λα­γές μεγά­λα σχέ­δια χρώ­μα, μικρά, πολύ μικρά, χρώ­μα άσπρο, χαρα­κτι­κή στο τέλος. Η μια προ­σπά­θεια δια­δε­χό­ταν την άλλη και δεν ήταν ποτέ εκεί­νο που έπρε­πε να βρω. Πότε γινό­ταν ρομα­ντι­κό πότε απλώς παρά­ξε­νο πότε απί­θα­νο, συχνά επι­βλη­τι­κό, μα ολο­κλη­ρω­μέ­νο έργο που να ιστο­ρά­ει ένα ξέχω­ρο κομ­μά­τι γης με δυνα­τό δικό του χαρα­κτή­ρα δεν κατά­φε­ρα να κάνω.

Σχέδιο του Β.Σ. (από το περιοδικό)

Σχέ­διο του Β.Σ. (από το περιοδικό)

Στο μετα­ξύ τα ζωγρα­φι­κά μου εφό­δια πλου­τί­ζο­νταν κι αλλά­ζα­νε συνε­χώς. Όλο και πιο πολύ κατα­λά­βαι­να τι θάπρε­πε να κάνω και καμιά φορά πώς θάπρε­πε να κάνω. Ο εμπρε­σιο­νι­σμός απ’ τη μια και η όλη μετε­μπρε­σιο­νι­στι­κή ζωγρα­φι­κή – από τον κυβι­σμό ως τον σου­ρε­α­λι­σμό – από την άλλη σκλα­βώ­νουν το νου και τα χέρια και τη θέλη­ση, νιώ­θεις την ανά­γκη να λευ­τε­ρω­θείς. Νιώ­θεις πως αυτά έχουν μέσα τους κάτι το σάπιο και άρρω­στο, νιώ­θεις πως με αυτά δε μπο­ρείς να πας μακριά, είναι σαν δεκα­νί­κια στα χέρια σου, σα βρα­χνάς, σαν αγιά­τρευ­τη αρρώ­στια. Κάτω από τέτοια πίε­ση έχου­με ανα­τρα­φεί όλοι οι ζωγρά­φοι της επο­χής μας, κού­φια, επι­πό­λαιη, απα­τε­ω­νί­στι­κη τέχνη, σαν την τάξη που τη γέν­νη­σε. Εκεί­νο που χρειά­ζε­ται σήμε­ρα είναι η βαθιά γνώ­ση όλης της ως τώρα κατά­χτη­σης της τέχνης στις πρω­το­πο­ρια­κές  επο­χές και μαζί με τη γνώ­ση αυτή η πίστη στον αλη­θι­νό προ­ο­ρι­σμό της τέχνης, στον κοι­νω­νι­κό της ρόλο: έτσι εξο­πλι­σμέ­νος ν’ αρχί­ζεις να προ­σπα­θείς  να ιστο­ρή­σεις την ιστο­ρι­κή στιγ­μή που ζεις , τη στιγ­μή που ζεις τέλος πάντων. Έτσι το αντι­κεί­με­νο δεν είναι απλώς αφορ­μή για σύν­θε­ση σχη­μά­των και χρω­μά­των, μα είναι ανα­γκαίο πρώ­το υλι­κό για το έργο τέχνης. Ο άνθρω­πος δεν είναι αφορ­μή για σύν­θε­ση που θάδι­νε απλώς ένα δια­φο­ρε­τι­κό απο­τέ­λε­σμα από αφορ­μή κανά­τι ή μήλο. Είναι ο άνθρω­πος που σήμε­ρα περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλη φορά έχει συνεί­δη­ση της δύνα­μής του, κάνει έναν αγώ­να που με αυτόν αλλά­ζει την ως τα τώρα πορεία της ζωής του, χρειά­στη­καν χιλιά­δες χρό­νια για να φτά­σει σ’ αυτή τη μεγα­λειώ­δη καμπή του. Μα μια και ο άνθρω­πος ανα­τρά­φη­κε πάνω σε τού­τη τη γης, ανά­με­σα σε δέντρα και πέτρες και τώρα αυτά του παρα­στέ­κουν στον αγώ­να του για μια καλύ­τε­ρη ζωή, πήραν κι αυτά – γης, πέτρες, δέντρα – μια ξεχω­ρι­στή σημα­σία. Η ζωή έχει ένα νόη­μα με το χτες, το σήμε­ρα και το αύριο, για το αύριο γίνε­ται η σημε­ρι­νή πάλη, σαν το κατα­λά­βεις αυτό μονο­μιάς όλα γεμί­ζουν από τον ίδιο σκο­πό και είναι για τον ίδιο σκο­πό. Το ίδιο και το τοπίο. Τότε πρέ­πει να βρεις εκεί­νο το κομ­μά­τι της γης που θα σε βοη­θή­σει να κάνεις τη σύν­θε­ση έτσι ώστε να απο­κα­λυ­φθεί αυτό το νόη­μα. Στην τέχνη κοντά στο περιε­χό­με­νο πρέ­πει να είναι και η μορ­φή, άλλη αγω­νία αυτή μα σιγά – σιγά είδα πως γι’ αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει τίπο­τε εξε­πί­τη­δες. Η μορ­φή θα βγει. Στην αρχή τα έργα μας δεν θα είναι αρι­στουρ­γή­μα­τα, μα θα είναι αλη­θι­νά κι αυτό θα φέρει και το αρι­στούρ­γη­μα, το ολο­κλή­ρω­μα. Δε θα πει πως δεν πρέ­πει να κατα­πια­νό­μα­στε  με κάτι τέτοια πράγ­μα­τα μια και δεν μπο­ρού­με, δεν μπο­ρού­με για­τί ίσα – ίσα δεν κατα­πια­νό­μα­στε, για­τί κάνου­με κού­φια και ψεύ­τι­κα πράγματα.

Σύν­θε­ση, πορ­τραί­το, τοπίο, όλα να μιλούν για τη σημε­ρι­νή στιγ­μή, για τη μεγά­λη καμπή, για την τιτά­νια πάλη, για την ομορ­φιά του ανθρώ­που και του ωραί­ου του αγώνα.

Μπο­ρεί στην τελευ­ταία παραλ­λα­γή να γνω­ρί­σω την αλή­θεια, θέλω κοι­τά­ζο­ντας το τοπίο αυτό να γεμί­ζου­με από πίστη για τη λευ­τε­ριά, να γεμί­ζου­με από απο­θυ­μιά να είμα­στε άξιοι να ζού­με μια τέτοια ωραία γης.

                                                                                         Βάλιας Σεμερτζίδης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο