Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βαγγέλης Κακατσάκης: «Κάζοβαρ»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

«Μη φοβηθείτε,/ όσοι ξέρε­τε από δάκρυα»
(Θα ’ρθει καιρός)

 

marakis21Ο Βαγ­γέ­λης Κακα­τσά­κης είναι ο ποι­η­τής που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στο Ατέ­χνως. Ο ποι­η­τής γεν­νή­θη­κε στο Νίπ­πος Χανί­ων από γονείς αγρό­τες το 1948. Είναι από­φοι­τος της Μαρα­σλεί­ου Παι­δα­γω­γι­κής Ακα­δη­μί­ας, σπού­δα­σε στην Πάντειο Σχο­λή (σημε­ρι­νό Πάντειο Πανε­πι­στή­μιο) και μετεκ­παι­δεύ­τη­κε στις Επι­στή­μες της Αγω­γής. Εργά­στη­κε για 36 χρό­νια ως δάσκα­λος. Έχει ασχο­λη­θεί ενερ­γά, για μια 20ετία περί­που, με το συν­δι­κα­λι­σμό και συνε­χί­ζει ν’ ασχο­λεί­ται εδώ και 45 χρό­νια με τον πολι­τι­σμό και την παρά­δο­ση. Είναι συνερ­γά­της, απ’ τα μέσα της 10ετίας του 1970, της εφη­με­ρί­δας “Χανιώ­τι­κα νέα”. Εκτός των άλλων δημο­σιευ­μά­των του (ποι­ή­μα­τα, διη­γή­μα­τα, επι­φυλ­λί­δες, χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, άρθρα, μελέ­τες κ.λπ.) έχουν κυκλο­φο­ρη­θεί σε βιβλία άλλες δύο ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γές: “Τα άλο­γα του χρό­νου” (1973), “ΚΑΖΟΒΑΡ” (εκδ. “Φιλιπ­πό­τη”, 1987) και “Όταν γίνεις ποί­η­μα” (εκδ. “Πολι­τι­στι­κή Εται­ρεία Κρή­της — Πυξί­δα της Πόλης”, 2013) και το πεζό “Τα γράμ­μα­τα της Πανα­γί­ας” (Έκδο­σις Ιεράς Μητρο­πό­λε­ως Κισά­μου και Σελί­νου, 2013).

Ξεκι­νά­με με μια παρου­σί­α­ση της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής «ΚΑΖΟΒΑΡ» (40 ποι­ή­μα­τα συν ακό­μα 3 που λει­τουρ­γούν ως πρό­λο­γος κι επί­λο­γος αντί­στοι­χα) η οποία περι­λαμ­βά­νει ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να πριν από 30 χρό­νια και κυκλο­φό­ρη­σε σαν βιβλίο το 1987 κάνο­ντας δύο εκδό­σεις από τον «Φιλιπ­πό­τη». Ο τίτλος της συλ­λο­γής απο­τε­λεί μια λεκτι­κή κατα­σκευή του  ίδιου του ποι­η­τή. Σύμ­φω­να μες τον ίδιο την επο­χή που απο­φά­σι­σε να εκδό­σει την «ΚΑΖΟΒΑΡ» διά­βα­ζε τον «Μπο­λι­βάρ» του Νίκου Εγγο­νό­που­λου. Η κατά­λη­ξη, ‑βαρ, του άρε­σε και του θύμι­ζε επα­νά­στα­ση. Έτσι επι­νό­η­σε αυτή τη λέξη, που μάλ­λον δεν υπάρ­χει που­θε­νά αλλού. Η Κάζο­βαρ δεν είναι όμως μόνο ο τίτλος ενός βιβλί­ου αλλά μια ολό­κλη­ρη πολι­τεία, μια πόλη-χώρα όπου συνυ­πάρ­χουν οι «χυδαί­οι», οι «αδύνατ(μ)οι» και οι «φαέ­θο­ντες» και όπου ο Ποι­η­τής ως ο «έσχα­τος άνθρω­πος» προ­σεγ­γί­ζει τα γεγο­νό­τα προ­σπα­θώ­ντας να ερμη­νεύ­σει κάποιες από τις ανθρώ­πι­νες συμπε­ρι­φο­ρές αλλά και τις δια­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές πραγματικότητες.

Ο ίδιος ο ποι­η­τής σε συνέ­ντευ­ξη σε τοπι­κή εφη­με­ρί­δα των Χανί­ων (Χανιώ­τι­κα Νέα, 27/6/2014, ρεπορ­τάζ: Δημή­τρης Μαρι­δά­κης), δήλω­σε ότι στην Κάζο­βαρ συνυ­πάρ­χουν όλων των ειδών οι άνθρω­ποι. «Οι “χυδαί­οι” που θέλουν να επι­βά­λουν το κακό, οι “αδύ­να­μοι” που θέλουν να κάνουν το καλό, αλλά κάνουν ελά­χι­στες προ­σπά­θειες για να το πετύ­χουν και υπάρ­χουν και οι “φαέ­θο­ντες”, οι οποί­οι προ­σπα­θούν με κάθε τρό­πο να κάνουν τη δική τους επα­νά­στα­ση. Αυτή η πόλη βέβαια μπο­ρεί να βρί­σκε­ται σε οποιο­δή­πο­τε μέρος του κόσμου, αλλά και μέσα στην καρ­διά μας. Ο καθέ­νας μέσα στην καρ­διά του μπο­ρεί να έχει μια Κάζο­βαρ». Όπως θα αντι­λη­φθεί κι ο ανα­γνώ­στης η Κάζο­βαρ δεν είναι απλώς ένα δημιούρ­γη­μα της ποι­η­τι­κής φαντα­σί­ας και ευφυί­ας του Βαγ­γέ­λη Κακα­τσά­κη αλλά μία πολι­τεία-αντα­νά­κλα­ση της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Κι αυτό ισχύ­ει τόσο στα χρό­νια που εκδό­θη­κε το βιβλίο (1987) αλλά και σήμε­ρα. Μπο­ρού­με μάλι­στα να υπο­θέ­ο­συ­με με μεγά­λη ακρί­βεια ότι στα ποι­ή­μα­τα αυτά φαί­νε­ται η επιρ­ροή των πρό­σφα­των (για τότε) κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων με πρώ­το γεγο­νός στη σει­ρά την ελλη­νι­κή Χού­ντα αλλά και τη διε­θνή συγκυ­ρία της επο­χής. Έντο­νο είναι και το θρη­σκευ­τι­κό στοι­χείο στην «Κάζο­βαρ».

Στα πρό­σω­πα των «χυδαί­ων» θα ανα­γνω­ρί­σου­με τους εξου­σια­στές της καθη­με­ρι­νό­τη­τάς μας, στους «αδύ­να­τους» μια πλευ­ρά της κοι­νω­νί­ας που ζει, εργά­ζε­ται και σκέ­φτε­ται σε μια κατά­στα­ση όπου οι «χυδαί­οι» έχουν τον πρώ­το λόγο και στους «φαέ­θο­ντες» εκεί­νη τη μικρή ή μεγά­λη πλειο­ψη­φία που αγω­νί­ζε­ται με όλες της τις δυν­λα­μεις για να ερμη­νεύ­σει τις εξε­λί­ξεις αλλά και για να χτί­σει μια κοι­νω­νία όπου οι «χυδαί­οι» δεν θα έχουν λόγο. Η ίδια η «Κάζο­βαρ» απο­τε­λεί το κοι­νω­νι­κό, ηθι­κό και αισθη­τι­κό όρα­μα του δημιουρ­γού της, ο οποί­ος ήταν μόλις 39 χρο­νών όταν την συνέ­θε­σε. Και σίγου­ρα είναι το όρα­μά του ακό­μα και σήμε­ρα – τρεις εκδό­σεις έχουν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ως τώρα του βιβλί­ου παράλ­λη­λα με την νεό­τε­ρη ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή του Βαγ­γέ­λη Κακατσάκη.

Η ποί­η­ση του Βαγ­γέ­λη Κακα­τσά­κη (κι όχι μόνο στην «Κάζο­βαρ») είναι μία ποι­ή­ση που συγκι­νεί αλλά και μια ποί­η­ση που δεν κάνει εκπτώ­σεις σε όσα θέλει ννα πει ή και, ίσως, να καταγ­γεί­λει. Αλλά πάνω απ’ όλα θέλει και διεκ­δι­κεί να βοη­θή­σει τον άνθρω­πο να στα­θεί γεν­ναί­ος και ελεύ­θε­ρος απέ­να­ντι στις δυσκο­λί­ες και τα εμπό­δια. Όπως έχει δηλώ­σει «Δεν αλλά­ζει τον κόσμο η ποί­η­ση. Μπο­ρεί όμως κατά κάποιο τρό­πο να βοη­θή­σει τους ανθρώ­πους να γίνουν καλύ­τε­ροι για να αλλά­ξουν στη συνέ­χεια τον κόσμο. Με την έννοια αυτή ο ποι­η­τής οφεί­λει να είναι “παρών”, ιδί­ως στην επο­χή μας που είναι μια επο­χή ηθι­κής κρί­σης», μπο­ρεί όμως ως κοι­νω­νι­κό γεγο­νός που είναι να επι­κοι­νω­νή­σει με τους συναν­θρώ­πους της και να εκφρά­σει τις βαθύ­τε­ρες ανη­συ­χί­ες της.

Κοι­νός τόπος της «Κάζο­βαρ» είναι, σύμ­φω­να με τον ποι­η­τή, η άπο­ψή του ότι το καλό και το κακό συνυ­πάρ­χουν και το θέμα είναι ποιο απ’ τα δυο υπε­ρα­σπι­ζό­μα­στε τόσο στην ιδιω­τι­κή μας οδό όσο και στον δημό­σιο βίο μας. Από τη δική μας πλευ­ρά μάλ­λον εντο­πί­ζου­με κάτι περισ­σό­τε­ρο πέρα πό τη μάχη καλού και κακού, μια έστω απροσ­διό­ρι­στη και ασυ­ναί­σθη­τη ταξι­κή, υλι­στι­κή δια­μά­χη κι όχι απο­κλει­στι­κά ηθι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή όπως είναι η στά­ση του ποι­η­τή. Είναι ένα βιβλίο γεμά­το ελπί­δα, ένα θεα­τρι­κό ανα­λό­γιο που επι­λέ­γει να βαδί­σει τον Ανή­φο­ρο ενά­ντια σε κάθε εμπό­διο. Αλλά πέρα από τις προ­σω­πι­κές ανα­γνώ­σεις, έχου­με να δηλώ­σου­με ότι στα χέςρια μας έχει παρα­δο­θεί ένα ποι­η­τι­κό έργο υψη­λής επι­δρα­στι­κό­τη­τας που χρειά­ζε­ται να ανα­κα­λύ­ψου­με και να μελετήσουμε.

Τα εικα­στι­κά έργα της τρί­της έκδο­σης του βιβλί­ου, που συνο­μι­λούν με τα ποι­ή­μα­τα αλλά και που απο­τε­λούν μια ξεχω­ρι­στή, αυθύ­παρ­κτη ποι­η­τι­κή-εικα­στι­κή δημιουρ­γία είναι του Χανιώ­τη εικα­στι­κού Γιάν­νη Μαρκαντωνάκη.

Εδώ κλεί­νει αυτή η παρου­σί­α­ση, με την πρώ­τη ευκαι­ρία θα ξανα­σχο­λη­θού­με με την ποί­η­ση του Βαγ­γέ­λη Κακα­τσά­κη κι ιδιαί­τε­ρα με τις πρό­σφα­τες εκδό­σεις του. Ακο­λου­θούν κάποια ποι­ή­μα­τα από την «Κάζο­βαρ».

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Μπή­καν στην πόλη
η αγο­ρά γέμι­σε μάσκες.
Ο ήλιος μαζεύτηκε
πάνω στην ξεμο­να­χια­σμέ­νη παπαρούνα.
Οι πολ­λοί κρύ­φτη­καν στα σπί­τια τους
και στό­μω­σαν με τα μάτια τους τις κλειδαρότρυπες.

Ο φόβος κραυ­γά­ζει στους σάπιους μελντεσέδες
δένε­ται φιό­γκος στα μαλ­λιά των κοριτσιών.
Ουά ο κατα­λύ­ων τον ναόν!
Η μέρα σπαρταρά
πνιγ­μέ­νη απ’ τα «γιού­χα».

ΒΕΒΑΙΩΣΗ

Ο για­τρός βεβαί­ω­σε τον θάνατο.
Κάποιος περα­στι­κός μίλη­σε για ζωή.
Ανά­με­σα στις δυο αυτές λέξεις
κατα­σκή­νω­σαν του κόσμου οι αμφιβολίες.
Τα τρω­κτι­κά, ωστόσο,
ροκά­νι­σαν την ιδέα
της ζωής.

Ξεγνοιά­σα­με! Τώρα πια,
δεν υπάρ­χει χώρος για αμφιβολίες…

ΘΑ ‘ΡΘΕΙ ΚΑΙΡΟΣ

Όσοι ξέρε­τε από δάκρυα,
μη φοβη­θεί­τε για την όποια άλωση.
Μην τρο­μά­ξε­τε με την απου­σία των χελιδονιών.
Μην κλέ­ψε­τε για τα πέν­θι­μα φακιό­λια των τραγουδιών.
Θα ‘ρθει η άνοιξη
και θα επι­στρέ­ψουν τα χελιδόνια.
Θα ΄ρθει καιρός,
που τα τρα­γού­δια θα γίνουν αναστάσιμα.

Μη φοβη­θεί­τε,
όσοι ξέρε­τε από δάκρυα.

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ

Μια στα­γό­να ξεχασμένη
απ’ τη χθε­σι­νή θύελλα
στο φτε­ρό της ‚αργα­ρί­τας,
πρό­φτα­σε τα χαιρετίσματα
στον ήλιο…
Έτσι μπό­ρε­σα να μπω
στον ναό του αγώνα.
Ένας λαός ολ’ακερος με περίμενε:
«Είσαι μαζί μας!»

Λέω «καλη­μέ­ρα» στον ήλιο,
άρα υπάρχω
Όχι! Δεν μπορούν
πια να με σκοτώσουν
αφού το χέρι μου
βαφτίστηκε
στην κολυ­μπή­θρα των ματιών σας…
Όχι! δεν μπορούν
πια να με σκοτώσουν,
αφού το χέρι μου
έμει­νε μέσα στο δικό σας.
«Είμαι μαζί σας!»

Τρο­παιο­φό­ρος άνεμος
μπή­κε απ’ τα παράθυρα.
Οι μαρ­γα­ρί­τες έγι­ναν τραγούδια.
Το κρα­σί και το ψωμί
σώμα και αίμα.
Τώρα πια ο ναός
Αντη­χεί απ’ τ’ «αλλη­λού­ια!»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο