Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βαλ’ το αγόρι μου

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Την περα­σμέ­νη βδο­μά­δα έκλει­σαν δέκα χρό­νια από το Ευρω­μπά­σκετ του Βελι­γρα­δί­ου και το δεύ­τε­ρο χρυ­σό μετάλ­λιο της «επί­ση­μης αγα­πη­μέ­νης». Το Ατέ­χνως θυμά­ται και κατα­γρά­φει όσα ξεχώ­ρι­σαν κι έμει­ναν από εκεί­νη τη διοργάνωση.

Η ισχυ­ρή Ελλά­δα: εκεί­νο το χρυ­σό έκλει­σε ένα χρυ­σό κύκλο με το «μαγι­κό καλο­καί­ρι της Ελλά­δας», που κρά­τη­σε σχε­δόν μια διε­τία. Από τον Ιού­νιο του 04’ με το EURO στην Πορ­το­γα­λία, στο μεγά­λο φαγο­πό­τι του «Αθή­να 04’». Κι από την πρω­τιά στη Γιου­ρο­βί­ζιον με την Παπα­ρί­ζου, στο Βελι­γρά­δι και το δεύ­τε­ρο χρυ­σό της Εθνι­κής, να χτί­ζουν το μύθο της ισχυ­ρής Ελλά­δας και να τον ντύ­νουν με αθλη­τι­κό περι­τύ­λιγ­μα. Εξάλ­λου μέχρι τότε οι μόνοι που είχαν δει τις εθνι­κές τους ομά­δες πρω­τα­θλή­τριες Ευρώ­πης σε ποδό­σφαι­ρο και μπά­σκετ ταυ­τό­χρο­να, ήταν οι Σοβιετικοί.
Η λάμ­ψη αυτή ξέφτι­σε βέβαια γρή­γο­ρα με την κρί­ση και τα μνη­μό­νια, που έφε­ραν το λιτό βίο για όλες σχε­δόν τις αθλη­τι­κές ομο­σπον­δί­ες που υπο­λει­τουρ­γούν (οι εξαι­ρέ­σεις στα δημο­φι­λή αθλή­μα­τα επι­βε­βαιώ­νουν απλώς το γενι­κό κανό­να). Αντί να γκρε­μι­στεί όμως ο μύθος μαζί με το ιδε­ο­λό­γη­μα, τυλί­χτη­κε στην άχλη της νοσταλ­γί­ας ενός κόσμου, που ανα­πο­λεί τις «χρυ­σές επο­χές» και τη χαμέ­νη χρυ­σό­σκο­νη, μένο­ντας με το βλέμ­μα στραμ­μέ­νο στο παρελ­θόν, σα στή­λη άλατος.

Δεν μπο­ρώ να περι­μέ­νω: παράλ­λη­λα «καθιε­ρώ­θη­κε» και μια παρά­δο­ση, όπου η μεγά­λη υπέρ­βα­ση γίνε­ται στον ημι­τε­λι­κό, ενώ μετά υπάρ­χει μια βεβαιό­τη­τα για την πρω­τιά και το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα. Περί­που όπως στο EURO του 04’, όπου είχα­με μεί­νει όρθιοι στον ημι­τε­λι­κό με τους Τσέ­χους και μετά ήμα­σταν άνε­τοι και σίγου­ροι για τον τελι­κό με τους Πορ­το­γά­λους. Έλα μωρέ τώρα τους πελά­τες, τους έχου­με. Σήκω­σέ το, το τιμη­μέ­νο

Η αξία του νικη­μέ­νου: Με τον τελι­κό να κρί­νε­ται από νωρίς, οι Γερ­μα­νοί πέτα­ξαν λευ­κή πετσέ­τα, βγά­ζο­ντας εκτός αγώ­να, λίγο πριν το τέλος, το φυσι­κό τους ηγέ­τη και MVP της διορ­γά­νω­σης (κι ας μην πήρε η ομά­δα του το χρυ­σό), το μεγά­λο Ντιρκ Νοβί­τσκι, ο οποί­ος γνώ­ρι­σε την απο­θέ­ω­ση από φίλους, αντί­πα­λους κι ουδέ­τε­ρους, με μια ολό­κλη­ρη σάλα να τον χει­ρο­κρο­τεί όρθια. Μαζί και οι Έλλη­νες, για­τί πάντα είμα­στε μεγα­λό­ψυ­χοι στις νίκες μας. Και για­τί ο Νοβί­τσκι είχε φρο­ντί­σει να πετά­ξει έξω τους Ισπα­νούς στον ημι­τε­λι­κό, με δικό του νικη­τή­ριο καλά­θι στο τέλος. Αλλιώς η πελα­τεια­κή σχέ­ση που ανα­πτύ­ξα­με με τους Ίβη­ρες τα επό­με­να χρό­νια, μπο­ρεί να είχε ξεκι­νή­σει λίγο νωρίτερα…

Το παρα­μύ­θι είχε δρά­κο: ποιος ήταν όμως ο πραγ­μα­τι­κός MVP της ελλη­νι­κής ομά­δας; Ο Πανα­γιώ­της Γιαν­νά­κης. Μπο­ρεί να μην είναι ο καλύ­τε­ρος προ­πο­νη­τής μπά­σκετ, και να χρη­σι­μο­ποιού­σε κάποια παλαιο­μο­δί­τι­κα κόλ­πα (όπως το figure‑8) από τα βασι­κά του αθλή­μα­τος, αλλά δεν υπήρ­χε άλλη μορ­φή, ταυ­τι­σμέ­νη με την εθνι­κή ομά­δα, να μπο­ρεί να εμπνεύ­σει τους διε­θνείς να παλέ­ψουν για την υπέρ­βα­ση. Βασι­κά ο Γιαν­νά­κης… είναι «το μπά­σκετ», όπως το λέει και ο ίδιος, με το βρα­χνό, κλα­ψιά­ρι­κο γρέ­ζι του και τη βαριά, Νικαιώ­τι­κη φωνή του, καθώς γεμί­ζει το στό­μα του. Και παρα­μέ­νει μέχρι σήμε­ρα ο μόνος που έχει κατα­κτή­σει τη διορ­γά­νω­ση ως παί­κτης κι ως προπονητής.

Τα παι­διά του Γιαν­νά­κη: είναι πρω­τί­στως η χρυ­σή φουρ­νιά τριών γκαρντ που έπαι­ξαν το «σκε­πτό­με­νο μπά­σκετ» της νέας επο­χής: ο Δια­μα­ντί­δης με τα χέρια-πλο­κά­μια του, ο Παπα­λου­κάς, που ερχό­ταν –θαρ­ρείς για γού­ρι- πάντα από τον πάγκο, για να κάνει τη δια­φο­ρά, και ο Σπα­νού­λης που είναι το μεγα­λύ­τε­ρο επι­θε­τι­κό ταλέ­ντο που βγά­λα­με στη μετά Γκά­λη επο­χή. Και μαζί τους άλλοι εννιά παί­κτες, που απο­τέ­λε­σαν την πλη­ρέ­στε­ρη ίσως εθνι­κή ομά­δα όλων των επο­χών: ο Ζήσης, ο Χατζη­βρέτ­τας, ο αρχη­γός Κακιού­ζης, ο Βασι­λό­που­λος με τον Μπου­ρού­ση από τους πιο μικρούς, ο Λάζα­ρος Παπα­δό­που­λος και τα τρία τεσ­σά­ρια, που έκα­ναν τα πάντα: Φώτσης, Τσαρ­τσα­ρής και Ντι­κού­δης. Τη χρο­νιά που ακο­λού­θη­σε ο Σοφο­κλής πήρε τη θέση του Μπου­ρού­ση κι ήταν πρω­τα­γω­νι­στής στη μεγά­λη νίκη επί των Αμε­ρι­κά­νων, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…

Η φάση της διορ­γά­νω­σης: και πιθα­νόν της καριέ­ρας του Δημή­τρη Δια­μα­ντί­δη, που δεν ήταν ποτέ ο μεγά­λος σου­τέρ, αλλά δού­λε­ψε πολύ τις αδυ­να­μί­ες του για να τις εξα­λεί­ψει. Κι η μερα­κλί­δι­κη περι­γρα­φή του Σκου­ντή, με την εμπνευ­σμέ­νη ατά­κα που έδω­σε και τον τίτλο του κει­μέ­νου, που φώνα­ζε στο τέλος Γιο­βάι­σα (σύν­δε­ση με το 87’), με απο­τέ­λε­σμα να βρα­χνιά­σει και να μην μπο­ρεί να περι­γρά­ψει τον τελι­κό την άλλη μέρα. Η κατά­ρα του Δημή­τρη Χατζη­γε­ωρ­γί­ου ξαναχτυπά.

Βασι­κά όμως τι θα ήμα­σταν σήμε­ρα χωρίς τη φωνή του, τις φωνές του, τα αφό­ρη­τα κλι­σέ του: «έξτρα πάσα», «κακά τα ψέμα­τα», «so, first of all», και τελευ­ταίο αλλά πάνω απ’ όλα: το «χιτσκο­κι­κό, θρι­λε­ρι­κό, γκραν­κι­νιο­λι­κό φινά­λε». Γι’ αυτό το Δημή­τρη Χατζη­γε­ωρ­γί­ου να μην τον ξανα­πιά­σεις στο στό­μα σου. Το Δημή­τρη Χατζηγεωργίου.

Κερα­σά­κι στην τούρ­τα: θρί­αμ­βος μες στο σπί­τι των πρω­τα­θλη­τών κόσμου Γιου­γκο­σλά­βων, που κατα­πο­ντί­στη­καν υπό τις οδη­γί­ες του Ομπρά­ντο­βιτς, κι έμει­ναν μια πεντα­ε­τία στο βυθό, πριν κάνουν το νέο ξεπέ­ταγ­μα στην μπα­σκε­τι­κή αφρό­κρε­μα. Όπως φώνα­ζαν κι οι έφη­βοι του 95’, με αρχη­γό τον Καρά­γκου­τη: Πού ‘ναι οι Γιού­γκοι; Οέο που ‘ναι οι Γιού­γκοι;

Το αφή­γη­μα της επό­με­νης ημέ­ρας: το κενό που αφή­νει στα­δια­κά αυτή η γενιά, τώρα που απο­χώ­ρη­σε και ο Σπα­νού­λης, είναι κάπως σαν το μετα­βα­τι­κό διά­στη­μα της Εθνι­κής μετά από τη στα­δια­κή απο­χώ­ρη­ση των σωμα­το­φυ­λά­κων του 87’. Κι ελπί­ζου­με πως δε θα βρού­με αφορ­μές για φιλο­σο­φη­μέ­νες ατά­κες μετά από άσχη­μα απο­τε­λέ­σμα­τα (εξάλ­λου όταν νικάς δεν υπάρ­χει λόγος να φιλο­σο­φή­σεις) και αυτό το τσι­τά­το του Γκράμ­σι για την επο­χή των τερά­των και το παλιό που δεν έχει πεθά­νει ακό­μα, ενώ το και­νού­ριο παλεύ­ει να γεν­νη­θεί. Η σκυ­τά­λη περ­νά­ει τώρα στην και­νού­ρια γενιά: Αντε­το­κού­μπο, Σλού­κας, Καλά­θης. Κι ο παν­δα­μά­τωρ χρό­νος τα δαμά­ζει όλα εκτός απ’ τις ανα­μνή­σεις που μένουν κολ­λη­μέ­νες στα παλιά, σε αυτό που γνώ­ρι­σαν κι αγά­πη­σαν, και τώρα αρνιού­νται να προ­χω­ρή­σουν και να μεγαλώσουν…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο