Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασ. Ραφαηλίδης: «Στην Κούβα νίκησε ο παθιασμένος έρωτας για τη ζωή»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Έζη­σε 66 χρό­νια με πάθος και του άρε­σε να προ­κα­λεί τα πάθη μιας κοι­νω­νί­ας (και των εκφρα­στών της) που κάπο­τε κατά­φερ­νε με μεγα­λύ­τε­ρη ευκο­λία να κρύ­ψει την υπο­κρι­σία και τη βρω­μιά της.

Ο Βασί­λης Ραφαη­λί­δης απο­τε­λεί μια ξεχω­ρι­στή περί­πτω­ση της ολι­γά­ριθ­μης κατη­γο­ρί­ας των ανθρώ­πων που ή θα σε γοη­τεύ­σουν ή θα τους μισή­σεις. rafailidis8Ασυμ­βί­βα­στος, «αιρε­τι­κός», καυ­στι­κός, με δηλη­τη­ριώ­δες χιού­μορ, με σκέ­ψη απέ­ρα­ντη σαν τον ωκε­α­νό και λόγο ορμη­τι­κό όπως ένας φου­σκω­μέ­νος χεί­μαρ­ρος ο δημο­σιο­γρά­φος, πολυ­γρα­φό­τα­τος συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός κινη­μα­το­γρά­φου Βασί­λης Ραφαη­λί­δης, έφυ­γε από τη ζωή στις 8 Σεπτέμ­βρη του 2000.

Η απου­σία του είναι αισθη­τή σήμε­ρα και, αν ζού­σε, θα είχε πολ­λά ενδια­φέ­ρο­ντα να μας πει και για περισ­σό­τε­ρα να μας ψέξει. Όμως, επει­δή μυα­λά σαν τον Ραφαη­λί­δη, εκτός από το να ερμη­νεύ­ουν την επο­χή τους, συχνά «περι­γρά­φουν» και τις επο­χές που θα ’ρθουν (δυσα­ρε­στώ­ντας τη μάζα των βολε­μέ­νων «κοι­νών θνη­τών» που απο­τε­λούν άλλω­στε και τον «κορ­μό» της «στα­θε­ρό­τη­τας»), ο λόγος του –συμ­φω­νεί ή δια­φω­νεί κανείς μαζί του- ξεπη­δά ζωντα­νός και επί­και­ρος μέσα από το πλού­σιο σε όγκο και ‑θρε­πτι­κή του νου- αξία έργο του.

Επι­λέ­ξα­με και μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο ένα από­σπα­σμα από το βιβλίο του Βασί­λη Ραφαη­λί­δη Πολι­τι­κά Ταξί­δια — Κίνα, Κού­βα, Λιβύη, Σοβ. Ένω­ση (εκδό­σεις Θέμα, Αθή­να 1988), που ανα­φέ­ρε­ται στην Κού­βα. Ο Ραφαη­λί­δης επι­σκέ­φτη­κε το νησί της Επα­νά­στα­σης τον Δεκέμ­βρη του 1987, βρι­σκό­με­νος σε δημο­σιο­γρα­φι­κή απο­στο­λή. Στο βιβλίο του η Κού­βα κατα­λαμ­βά­νει 7 κεφά­λαια σε 68 σελί­δες. Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί είναι από την εισα­γω­γή του πρώ­του κεφαλαίου.

cuba8

«Ο θεί­ος Μαρξ ήταν πολύ καλός για μένα, τη χρο­νιά που πέρα­σε. Το Νοέμ­βριο μου ’κανε δώρο ένα ταξί­δι στην, με ασια­τι­κό τρό­πο, μαρ­ξι­στι­κή Κίνα και το Δεκέμ­βριο μου ξανα­έ­κα­νε το ίδιο δώρο με ένα δεύ­τε­ρο ταξί­δι, σχε­δόν συνε­χό­με­νο με το πρώ­το στην, με λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο τρό­πο, μαρ­ξι­στι­κή Κούβα.

Η Κίνα είναι μια χώρα απέ­ρα­ντη. Η Κού­βα είναι μια χώρα που θα μπο­ρού­σε να χωρέ­σει ολό­κλη­ρη στη Σαγκάη των έντε­κα εκα­τομ­μυ­ρί­ων. Για­τί, τόσος περί­που είναι ο πλη­θυ­σμός της Κού­βας. Τόσος περί­που είναι και της Ελλά­δας. Που, αυτήν, θα μπο­ρού­σα­με να την αδειά­σου­με σχε­δόν ολό­κλη­ρη στην Καντό­να, και τα προ­ά­στιά της. Όμως, την Κού­βα θα μπο­ρού­σα­με να την αδειά­σου­με και στην Ελλά­δα, και την Ελλά­δα στην Κού­βα, χωρίς να δημιουρ­γη­θεί κανέ­να τυπι­κό πρό­βλη­μα, αφού οι δυο χώρες είναι περί­που ίσες και σε πλη­θυ­σμό και σε έκταση.

Βέβαια, οι σοφοί Κινέ­ζοι θα γελού­σαν πολύ μ’ αυτές τις φαντα­στι­κές ανθρω­πο­γε­ω­γρα­φι­κές λαθρο­χει­ρί­ες, αλλά εμείς θα τους λέγα­με πως, αφού και οι τρεις χώρες είναι… σοσια­λι­στι­κές, όλα είναι δυνα­τά με μια γερή δόση σοσια­λι­στι­κής φαντα­σί­ας, σαν αυτή του ΠΑΣΟΚ, για παρά­δειγ­μα, αλλά και των Κου­βα­νών. Για­τί κι αυτοί δεν υστε­ρούν σε σοσια­λι­στι­κή φαντα­σία. Εντε­λώς το αντί­θε­το, μάλιστα.

Μόνο που εκεί η φαντα­σία υπα­γο­ρεύ­ε­ται από το θερ­μό και υγρό ημι­τρο­πι­κό κλί­μα, που κυμαί­νε­ται, ολό­κλη­ρο το χρό­νο, ανά­με­σα στους 22 και 28 βαθ­μούς Κελ­σί­ου. Και καθώς η γη δεν ψύχε­ται ποτέ και καθώς η υγρα­σία δεν λεί­πει ποτέ, οι παρα­πά­νω θερ­μο­κρα­σί­ες, που δεν φαί­νο­νται ιδιαί­τε­ρα υψη­λές, επε­νερ­γούν δια­βρω­τι­κά στο σοσια­λι­σμό, που τον κάνουν νωχε­λι­κό και ράθυ­μο αλλά όχι περισ­σό­τε­ρο από τον ελλη­νι­κό. Του­λά­χι­στον, οι Κου­βα­νοί έχουν το άλλο­θι του κλίματος.

Δυστυ­χώς, ο Μαρξ δεν είπε τίπο­τα για τον τρο­πι­κό σοσια­λι­σμό. Το δικό του μοντέ­λο ανά­πτυ­ξης προ­ϋ­πο­θέ­τει ψυχρά κλί­μα­τα. Για­τί στα θερ­μά, η δου­λειά είναι μεγά­λο βάσα­νο. Κι αφού είναι βάσα­νο στην εύκρα­τη Ελλά­δα, για­τί να μην είναι στην ημι­τρο­πι­κή Κού­βα, όπου μπο­ρείς να κάνεις μπά­νιο και να πάθεις εγκαύ­μα­τα, σαν την αφε­ντιά μου, τα Χριστούγεννα;

cuba8c

Ούτε εγώ είχα διά­θε­ση για δου­λειά στην Κού­βα, παρό­λο που με έστει­λαν εκεί για δου­λειά. Άλλω­στε, πώς να δου­λέ­ψεις όταν οι μου­λά­τας, του­τέ­στιν οι μιγά­δες, σεί­ουν συνε­χώς εκεί­να τα τερά­στια και άψο­γα οπί­σθια, που θα μπο­ρού­σαν να μπουν και σαν έμβλη­μα στη σημαία της χώρας; Τα σεί­ουν, που λέτε, με την παρα­μι­κρή αφορ­μή και κάθε φορά που μπαί­νει στο σώμα τους, έστω και μια αδέ­σπο­τη νότα αφρο­κου­βα­νι­κής μου­σι­κής. (Ο Ξαβιέ Κού­γκατ ήταν Κου­βα­νός την κατα­γω­γή και το Σιμπο­νέι, που εμείς το γνω­ρί­ζου­με μόνο σαν ρού­μπα, είναι το όνο­μα μιας προ­κο­λομ­βια­νής ινδιά­νι­κης φυλής, των Σιμπο­νέι, που δάνει­σαν το όνο­μά τους και στο ξενο­δο­χείο του Βαρα­δέ­ρο, αυτού του παρά­δει­σου των Κανα­δών του­ρι­στών, όπου μεί­να­με και εμείς).

Στην Κού­βα, λοι­πόν, προ­τι­μούν να χορεύ­ουν μέρα και νύχτα και να κάνουν έρω­τα νύχτα και μέρα, παρά να δου­λεύ­ουν. Και κάνουν πολύ καλά, του­λά­χι­στον όσο τους φρο­ντί­ζουν στορ­γι­κά οι ταλαί­πω­ροι Σοβιε­τι­κοί. Από το σύν­θη­μα “χαρά και εργα­σία”, οι Κου­βα­νοί διέ­γρα­ψαν σχε­δόν το “εργα­σία”, και κρά­τη­σαν μόνο το “χαρά”, φέρ­νο­ντας έτσι στην πατρί­δα τους τον κομ­μου­νι­σμό (ο καθέ­νας κατά τις ανά­γκες του) κανα­δυό αιώ­νες πριν την κανο­νι­κή του έλευ­ση, υπό τρο­πι­κές συν­θή­κες. Άλλω­στε, το πιο δημο­φι­λές σύν­θη­μα την επο­χή της επα­νά­στα­σης ήταν: “Στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο η κιθάρα”.

Σήμε­ρα οι Κου­βα­νοί έχουν το όπλο παρά πόδας ‑το έχουν πάντως δίπλα τους κι αυτό έχει σημα­σία- και στα δύο χέρια κρα­τούν δύο κιθά­ρες ο καθέ­νας. Ο κου­βα­νι­κός σοσια­λι­σμός είναι ένας… μου­σι­κο­χο­ρευ­τι­κός σοσια­λι­σμός. Και επ’ αυτού οι Κου­βα­νοί προη­γού­νται της σοσια­λι­στι­κής επο­χής μας, κάμπο­σους αιώ­νες. Είπα­με, ο καθέ­νας κατά τις ανά­γκες του, καθώς λέει πως θα συμ­βεί ο Μαρξ, όταν εμφα­νι­στεί επι­τέ­λους η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία. Και οι βασι­κές ανά­γκες των Κου­βα­νών είναι μου­σι­κο­χο­ρευ­τι­κο­ε­ρω­τι­κής τάξεως.

Ποιος λοι­πόν μπο­ρεί να τους κατη­γο­ρή­σει, για­τί έχουν ανά­γκες δια­φο­ρε­τι­κές από τις δικές μας; Για­τί, δηλα­δή, θα ήταν πιο έξυ­πνοι αν απο­τα­μί­ευαν τις οικο­νο­μί­ες τους στην Μπάν­κα ντε Κουμπα;

cuba8d

Ποιες οικο­νο­μί­ες, άλλω­στε; Ίσα ίσα που τρώ­νε οι άνθρω­ποι, για να μπο­ρούν να χορεύ­ουν. Και τρώ­νε καλά, για να μπο­ρούν να χορεύ­ουν καλά. Πρό­βλη­μα ενδύ­σε­ως οξύ, δεν υπάρ­χει. Τη βγά­ζουν μ’ ένα που­κα­μι­σά­κι, χει­μώ­να καλο­καί­ρι. Άλλω­στε, τα βασι­κά τρό­φι­μα τα έχουν εξα­σφα­λι­σμέ­να από το δελ­τίο. Αλλά δελ­τίο στην Κού­βα δεν σημαί­νει καθό­λου ό,τι και στις άλλες σοσια­λι­στι­κές χώρες. Το δελ­τίο στην Κού­βα σου εξα­σφα­λί­ζει σχε­δόν τζά­μπα πρά­μα. Και αν χρεια­στείς κάτι επι­πλέ­ον, στην περί­πτω­ση που, και χορεύ­εις και δου­λεύ­εις (αυτό κάνουν όλοι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα), τότε το επι­πλέ­ον πρέ­πει να το πλη­ρώ­σεις σε τιμές όχι και τόσο λογικές.

Αλλά ποιος νοιά­ζε­ται για λογι­κή στην Κού­βα; Η επα­νά­στα­σή τους επι­κρά­τη­σε παρά πάσαν καπι­τα­λι­στι­κή, ου μην αλλά και μαρ­ξι­στι­κή λογι­κή. Στην Κού­βα τον καπι­τα­λι­σμό τον νίκη­σε μέσα στην πόρ­τα που βγά­ζει στις ΗΠΑ (στη Φλό­ρι­ντα πας κολυ­μπώ­ντας, που λέει ο λόγος) η θεία τρέ­λα και το μέγα πάθος. Είναι αυτός ο παθια­σμέ­νος έρω­τας για τη ζωή, που νίκη­σε στην Κού­βα. Βέβαια, ο ίδιος έρω­τας δημιούρ­γη­σε επί­σης προ­βλή­μα­τα μετά τη νίκη. Αλλά, δεν μπο­ρεί κάνεις να τα ’χει όλα!

Δεν μπο­ρείς να ζητάς από τους Κου­βα­νούς να είναι παθια­σμέ­νοι στη μάχη και λιγό­τε­ρο παθια­σμέ­νοι στο χορό! Άλλω­στε, αν ξανα­χρεια­στεί, θα αφή­σουν την κιθά­ρα και θα ξανα­πιά­σουν το όπλο. Τη λει­τουρ­γία του οποί­ου γνω­ρί­ζουν οι πάντες, αρσε­νι­κοί και θηλυ­κοί, από ηλι­κί­ας 15 χρο­νών. Στην Κού­βα δεν κελαη­δούν μόνο τα τρο­πι­κά που­λιά και οι παθια­σμέ­νες κιθά­ρες, αλλά και τα ρωσι­κής και τσε­χο­σλο­βά­κι­κης κατα­σκευ­ής όπλα.

“Κού­μπα σι, Γιάν­κις νο”. Αυτό το ήδη παλιό σύν­θη­μα κανείς δεν το ξέχα­σε, στην Κού­βα. Και μη με ρωτά­τε πότε θα εμφα­νι­στεί εκεί η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία. Για­τί θα σας απα­ντή­σω με τα λόγια του Φιντέλ Ρουίζ Κάστρο: “Όταν ο έρω­τας γίνει αγά­πη και η δου­λειά χαρά”. Δεν νομί­ζω πως από χεί­λια επα­να­στά­τη ακού­στη­καν ποτέ λόγια τόσο βαθιά ερω­τι­κά, τόσο από­λυ­τα επα­να­στα­τι­κά και τόσο άψο­γα μαρ­ξι­στι­κά. Η κου­βα­νι­κή επα­νά­στα­ση, λοι­πόν, έφε­ρε κάτι το εντε­λώς και­νού­ριο στην επα­να­στα­τι­κή τακτι­κή: Τον έρω­τα, νοού­με­νο σαν όπλο, καθώς και τη χρή­ση του όπλου με τρό­πο ερω­τι­κό, πέρα, έξω και πάνω από τυχόν φροϊ­δι­κούς φαλ­λι­κούς συμ­βο­λι­σμούς. Στη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης, οι διπλο­σκο­πιές απο­τε­λού­νταν από έναν άντρα και μια γυναί­κα. Και δεν εμφα­νί­στη­κε ούτε ένα σύμ­πτω­μα ερω­τι­κού αμόκ, μέσα στην ηδο­νι­κή ησυ­χία της ημι­τρο­πι­κής νύχτας.

cuba8e

Οι άλλες επα­να­στά­σεις όπου γης, ήταν όλες ανυ­πό­φο­ρα που­ρι­τα­νι­κές, σχε­δόν χρι­στια­νι­κά που­ρι­τα­νι­κές. Για­τί εξάρ­τη­σαν την επι­τυ­χία τους περισ­σό­τε­ρο από τα συναι­σθή­μα­τα, ελά­χι­στα από το μυα­λό και καθό­λου από τα ένστι­κτα. Περι­φρό­νη­σαν, δηλα­δή, τις δύο απ’ τις τρεις γνω­στι­κές λει­τουρ­γί­ες, τις ακραί­ες. Οι Κου­βα­νοί δεν περι­φρό­νη­σαν καμιά. Κι έτσι έκα­ναν πρά­ξη τα λόγια του Μαρξ: “Τίπο­τα το ανθρώ­πι­νο δεν μου είναι ξένο”.

Παρά ταύ­τα, την κου­βα­νι­κή επα­νά­στα­ση δεν την έκα­ναν κομου­νι­στές, όπως θα δού­με. Και απέ­δει­ξαν οι Κου­βα­νοί, πως ο κομου­νι­σμός δεν είναι μόνο πρό­βλη­μα θεω­ρί­ας και πρά­ξης. Είναι και πρό­βλη­μα ήθους, που προη­γεί­ται της θεω­ρί­ας και επι­κα­θο­ρί­ζει απο­φα­σι­στι­κά την πράξη. (…)».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο