Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Φέτος το μαρτυρικό και ηρωικό Βιετνάμ γιορτάζει δύο επετείους: στις 2 Σεπτεμβρίου του 1945 ανακηρύχθηκε Λαϊκή Δημοκρατία με τη Δήλωση Ανεξαρτησίας του Βιετνάμ που διαβάστηκε από τον Χο Τσι Μιν και στις 30 Απριλίου του 1975 τα ηττημένα αμερικάνικα στρατεύματα αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα αφήνοντας πίσω τους τεράστιες καταστροφές που ορισμένες απ’ αυτές επηρεάζουν τη ζωή της χώρας μέχρι σήμερα όπως ο λεγόμενος πορτοκαλί παράγοντας, μια χημική ουσία που καταστρέφει τα φύλλα των δέντρων και είναι υπεύθυνος για χιλιάδες τερατογενέσεις. Να δούμε μερικά ιστορικά γεγονότα.
Μια ακριβοπληρωμένη ελευθερία
Όπως κι άλλες χώρες μετά από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Βιετνάμ αντιμετώπισε τις αυξανόμενες επιθέσεις των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που δεν παραδέχθηκαν την ήττα τους. Έτσι και η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ δεν έφερε αμέσως την απελευθέρωση του ταλαιπωρημένου λαού της. Νέοι πόλεμοι τον περίμεναν. Με πρόσχημα την καταδίωξη των Γιαπωνέζων ιμπεριαλιστών το Νότιο Βιετνάμ καταλήφθηκε από αγγλικά και το Βόρειο Βιετνάμ από τα κινέζικα στρατεύματα του Τσανγκ Κάι Σεκ. Σαν να μην έφτανε αυτό ήρθαν σύντομα και οι Γάλλοι από τη Σαϊγκόν και άλλες πόλεις του Νότου για να παλινορθώσουν το παλαιό αποικιοκρατικό καθεστώς. Οι Γάλλοι είχαν εισβάλει στο Βιετνάμ από το 1858. Στα 1867 ολόκληρο το Νότιο Βιετνάμ έγινε γαλλική αποικία, ενώ από το 1863 η γειτονική Καμπότζη είχε μετατραπεί σε γαλλικό προτεκτοράτο.
Η γαλλική αποικιοκρατία στο Βιετνάμ διατηρήθηκε μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόλις τα χιτλερικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τη Γαλλία και οι Γιάπωνες είχαν επιτεθεί την Ινδοκίνα, οι Γάλλοι αποικιοκράτες συνθηκολόγησαν με αποτέλεσμα η Ινδοκίνα να βρεθεί κάτω από γιαπωνέζικη φασιστική κατοχή. Με τη βοήθεια των κινέζικων αντιδραστικών δυνάμεων, αλλά και με τη βοήθεια επίσης της Αγγλίας και των ΗΠΑ, το γαλλικό αποικιοκρατικό καθεστώς στο Βιετνάμ κατάφερε και πάλι να σταθεί στα πόδια του. Ο βιετναμέζικος λαός είχε αρχίσει τον απελευθερωτικό αγώνα από τότε που οι Γάλλοι πρωτοπάτησαν στη χώρα τους, ενώ οι τσιφλικάδες της χώρας είχαν συμβιβαστεί γρήγορα με τους κατακτητές (επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι αν έρθει ο κόμπος στο χτένι, οι κυρίαρχοι μιας χώρας προτιμούν να τα βρουν με τον ξένο κατακτητή παρά να ενωθούν με τον αγώνα του λαού ενάντια στον κατακτητή. Τέτοια ταξική αλληλεγγύη. Τόσος πατριωτισμός!) Από τότε άσπρη μέρα δεν είδε, αλλά μόνο σκληρή πάλη ενάντια στις συνεχόμενες ξένες επεμβάσεις μέχρι το 1975, όταν έδιωξαν τους Αμερικάνους.
Το Φλεβάρη του 1946 οι Γάλλοι συμφώνησαν με τον Τσανγκ Κάι Σεκ να αποσύρει τα στρατεύματά του από το Βόρειο Βιετνάμ. Στη συνέχεια η γαλλική κυβέρνηση του «σοσιαλιστή» Λεόν Μπλουμ δήλωσε, ότι θα αναγνωρίσει τη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ. Όταν, όμως, το Δεκέμβρη του 1946 ο Χο Τσι Μιν βρισκόταν στο Παρίσι για τις διαπραγματεύσεις με τον Λεόν Μπλουμ, τα γαλλικά στρατεύματα άρχισαν τον πόλεμο για την αποκατάσταση της αποικιοκρατίας τους στην Ινδοκίνα. Στις 20 του Δεκέμβρη του 1946 το ΚΚ Ινδοκίνας και ο πρόεδρος της χώρας Χο Τσι Μιν απεύθυναν έκκληση στο βιετναμέζικο λαό να ξεκινήσει την αντίσταση μέχρι την ολοκληρωτική απελευθέρωση της χώρας. Το 1950 τα 90% της χώρας είχε απελευθερωθεί και το Βιετ Κονγκ κάτω από το θρυλικό στρατηγό Vo Nguyen Giap (πέθανε το 2013 σε ηλικία 102 ετών!) έθεσε ένα σαρωτικό και ταπεινωτικό για τους Γάλλους τέρμα στη γαλλική κατοχή με τη συντριπτική ήττα των γαλλικών στρατευμάτων το 1954 στο Ντιεν Μπιεν Φου. Στο μεταξύ ο αντιαποικιοκρατικός πόλεμος είχε αγκαλιάσει ολόκληρη την Ινδοκίνα.
«Βιετ-Κώστας» ο Έλληνας
Χωρίς αμφιβολία το βιβλίο που έγραψε ο Κώστας Σαραντίδης με τίτλο «Ένας Έλληνας Μακεδόνας στη Λεγεώνα των Ξένων» και υπότιτλο «Γιατί στρατεύθηκα στους Βιετ Μινχ» (εκδόσεις «Μαραθιάς») είναι συναρπαστικό. Η αφήγησή του τοποθετείται τα πρώτα χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Βιετνάμ και την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βιετνάμ. Τον Αύγουστο του 1945 τον μετέφεραν μαζί με άλλους λεγεωνάριους από τη Νάπολη στην Αλγερία, όπου θα τους εκπαιδεύανε. Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου μαθαίνουμε πώς, πότε και γιατί δημιουργήθηκε η διαβόητη γαλλική Λεγεώνα των Ξένων (τον Μάρτη του 1831), καθώς και γιατί ο συγγραφέας στρατεύθηκε στις γραμμές της. Σε μια συνέντευξη στο Προσκήνιο της εφημερίδας ‘Καθημερινή’ (9–11-2014) ο γεννηθείς το 1927 στη Θεσσαλονίκη Σαραντίδης θα μιλήσει για τη ζωή του: «…Μέναμε σε μια ξύλινη παράγκα στην Κάτω Τούμπα….Πήγα σχολείο μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού. Μετά με διώξανε γιατί δεν γράφτηκα στη νεολαία του Μεταξά. Δεν ήθελε ο πατέρας μου να πάω. Άρχισα να δουλεύω από δω κι από κει και κάποια στιγμή εργάστηκα κι εγώ στους Μύλους του Αλλατίνη (εκεί δούλευε ο πατέρας του, Α.Ι.) όταν τους είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Είχαμε κατοχή. Ένα βράδυ είμαι μαζί με κάτι άλλους στην οδό Ειρήνης στη Θεσσαλονίκη και πουλάμε καπνό. Φέρναμε τον καπνό από τη Νιγρίτα για να βγάλουμε τίποτα δεκάρες. Πέφτουμε σε μπλόκο, μας μαζεύουν και μας πάνε στα κρατητήρια. Την άλλη μέρα βρισκόμαστε καθ’ οδόν για τα τάγματα εργασίας. Είναι φθινόπωρο του ’43 και είμαι 16 στα 17». Το ταξίδι δεν κατέληξε στον αρχικό προορισμό, τη Γερμανία, αλλά στη Βιέννη: «Μαζί με έναν Γιουγκοσλάβο καταφέραμε και το σκάσαμε, κλέψαμε και δύο γερμανικές στολές κι αυτές έγιναν το «διαβατήριό» μας μέχρι το τέλος του πολέμου. Όλο αυτό το διάστημα, από εκείνο το βράδυ που εξαφανίστηκα από την οδό Ειρήνης στον Βαρδάρη, η οικογένειά μου δεν γνώριζε αν ζούσα ή αν είχα πεθάνει. Όταν τελείωσε ο πόλεμος πήγα στη Ρώμη με σκοπό να επιστρέψω στην Ελλάδα. Στην πρεσβεία μου είπαν «δεν μπορείς τώρα να πας στην Ελλάδα γιατί γίνεται εμφύλιος». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου λέγανε. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή γνώρισα κάποιους άλλους Έλληνες στη Ρώμη. Ένας απ’ αυτούς, ο Στέφανος Γκανάς, ήταν τότε στη Γαλλική Λεγεώνα. Άρχισε να μας μιλάει για τη Λεγεώνα των Ξένων, να μας τάζει λαγούς με πετραχήλια, λεφτά και γκόμενες σαν νεράιδες. Μας ψώνισε…Τι σκαμπάζαμε εμείς απ’ αυτά; Κι έτσι πήγαμε στη γαλλική πρεσβεία, υπογράψαμε το χαρτί εθελοντή, μπήκαμε σ’ ένα πλοίο και βρεθήκαμε στην Αλγερία κι από κει στην Ινδοκίνα».
Αργότερα θα καταλάβει το ολέθριο λάθος αυτής του της απόφασης. Παραστατικά και με λίγα λόγια μας παρουσιάζει στο βιβλίο το «ποιόν» της Λεγεώνας: «Το μόνο ζητούμενο από τους «Εθελοντές» ήταν, και είναι, να πολεμούν για τους ολίγους Γάλλους αποικιοκράτες». Ή με τα λόγια του στρατηγού Ντε Ντεγκριέ: «Εσείς, λεγεωνάριοι, είστε ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΣΤΕ, γι’ αυτό και σας στέλνουν εκεί που σκοτώνουν». Αρχικά τους είχαν πει, ότι θα πήγαιναν στην Ινδοκίνα για να αφοπλίσουν τους Γιαπωνέζους φασίστες, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι ήταν για να παλινορθώσουν τη γαλλικά αποικιοκρατία. Ο νεαρός και ανίδεος Κώστας Σαραντίδης δεν άργησε να καταλάβει σε τι «παρέα» βρέθηκε: «Όσο για μένα, για πρώτη φορά ένοιωσα τον εαυτό μου να είναι «κυρίαρχος» των πράξεών μου, για μια νέα ξεχωριστή ζωή, συγκατοικώντας με μια συμμορία ληστών, φονιάδων, ανώμαλων, μέθυσων και ο, τι άλλο φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Εδώ όλοι τους κουβαλούν το μίσος, την κακία, την προστυχιά και τη δίψα για έγκλημα. Κι εγώ, ο λεγεωνάριος Κώστας Σαραντίλις (αντί-δης), φέρνω βαριά πάνω μου την παιδική βλακεία και την απερισκεψία ενός μωρού άβγαλτου, απερπάτητου, που δεν περίμενα να ακούσω, να μάθω ή να μεγαλώσουν τα φτερά μου για το μεγάλο ταξίδι προς το άγνωστο…»
Συνειδητοποίηση και…
Περιγράφει στο βιβλίο τη σταδιακή του ωρίμανση για να φτάσει έπειτα στην προσωπική του κάθαρση με τη μεγάλη απόφαση να λιποτακτήσει από την εγκληματική Λεγεώνα και να στρατευθεί με τον αγωνιζόμενο λαό του Βιετνάμ. Ήδη στην Αλγερία, όπου γινόταν η εκπαίδευση των λεγεωνάριων, ο συγγραφέας είχε αρχίσει κάτι να καταλαβαίνει για τη φύση και τους στόχους της Λεγεώνας των Ξένων, καθώς και τι πάει να πει γαλλική αποικιοκρατία. Ακόμα είχε μείνει με την εντύπωση ενός γαλλικού λαού να παλεύει ενάντια στο ναζισμό, ενώ στη Λεγεώνα είχαν ενταχθεί μέχρι και Γερμανοί Ες-Ες… Ήδη από την Αλγερία ξυπνάει μέσα του η αγάπη για τον καταπιεζόμενο λαό εκεί και, όπως θα δούμε και παρακάτω στο βιβλίο, συχνά έρχονται στο νου του οι συγκρίσεις με τον αγωνιζόμενο κατά του φασισμού ελληνικό λαό.
…η μεγάλη απόφαση
Μέσα στα καψόνια, τα βάναυσα γυμνάσια ο φασίστας συνταγματάρχης τους προετοιμάζει και ψυχολογικά για την Ινδοκίνα και την αποστολή τους εκεί: «Εκεί κάτω στην Ινδοκίνα μερικοί ρέμπελοι ξεσηκώθηκαν και ταράζουν τον κόσμο. Είναι, λοιπόν, δικό μας καθήκον να τους εξοντώσουμε για να επαναφέρουμε τη γαλήνη, την ησυχία που προϋπήρχε. Αυτό είναι το ιερό μας χρέος! Στην Ινδοκίνα ο λαός μας περιμένει με ανυπομονησία. Εκεί στην Ινδοκίνα πρέπει να είστε άριστοι σκοπευτές, κάθε σας βολή και επιτυχής στόχος…»
Είναι τόσο παραστατική, τόσο ζωντανή και τόσο ειλικρινής (σε πολλά σημεία του βιβλίου κάνει γερή αυτοκριτική) η αφήγηση του «Βιετ-Κώστα» Σαραντίδη που είναι σαν να είμαστε μαζί του σε κάθε βήμα και μαθαίνουμε από μέσα τη Λεγεώνα, αλλά και το Βιετνάμ με τους αγωνιστές του. Μετά από ένα ταξίδι 25 ημερών φτάνουν πλέον στο Βιετνάμ και «οι προπαγανδιστές άρχισαν να μας κάνουν πλύση εγκεφάλου με σενάρια, θεωρίες, μεθόδους που αυτοί αποκαλούσαν ‘γνωριμία με το εδώ περιβάλλον’». Τους μοίρασαν κιόλας μικρούς χάρτες της πρώην γαλλικής Ινδοκίνας…
Δεν λείπουν οι εικόνες φρίκης από το βιβλίο. Ο νεαρός Σαραντίδης δεν αντέχει άλλο το κάψιμο χωριών, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια και τους ομαδικούς βιασμούς από τους λεγεωνάριους και νοιώθει όλο και πιο έντονα, ότι δεν μπορεί άλλο να είναι συνένοχος στο μεγάλο αυτό έγκλημα. Αρχίζουν λοιπόν οι πρώτες επαφές με τους Βιετ Μινχ μέσω προσώπων που έχουν διεισδύσει στο κοντινό του περιβάλλον. Αποτυχαίνει μια πρώτη προσπάθεια ή μάλλον δεν έφτασε μέχρι την απόδραση, αφού «ο διάολος έσπασε το ποδάρι του». Ωστόσο, η ευκαιρία θα βρεθεί και θα προετοιμαστεί καλά αυτή τη φορά η απόδραση από το στρατόπεδο των λεγεωνάριων μαζί με έναν Ισπανό λεγεωνάριο, τον Μερίνο, 25 αιχμάλωτους Βιετ Μινχ και τον παλαίμαχο, πολυβασανισμένο Μπιεν που τους οδήγησε μετά την πετυχημένη απόδραση στο στρατόπεδο των Βιετ Μινχ, όπου βεβαίως τους δοκίμασαν εξονυχιστικά.
Το ημερολόγιο γράφει 4 με 5 του Ιούνη του 1946. Ξημέρωσε μια νέα μέρα: “Προχωρούσαμε βήμα-βήμα, σκυφτοί και σκεφτικοί και το μυαλό μου γύριζε στις χιλιάδες αναμνήσεις που άφηνα πίσω. Άφηνα επιτέλους τα απάνθρωπα εγκλήματα και τους κόπους για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα».
Συμπέρασμα ζωής
Μια νέα ζωή αρχίζει και ο «Βιετ-Κώστας» θα δηλώσει στην προαναφερόμενη συνέντευξη: «Δεν μετάνιωσα ποτέ για τίποτα. Θεώρησα ότι σαν Έλληνας έκανα το καθήκον μου. Αυτό που δεν μπόρεσα να κάνω για τη δική μου χώρα, το έκανα για μια άλλη που την ένοιωσα πατρίδα μου». Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχει σημασία πού παλεύει κανείς για το δίκιο. Σημασία έχει ότι το κάνει και ο Κώστας Σαραντίδης δίνει με τη ζωή του ένα λαμπρό παράδειγμα έμπρακτης επαναστατικής διεθνούς αλληλεγγύης. Εδώ και μερικά χρόνια οργάνωσε μια καμπάνια για τα παιδιά του Βιετνάμ, θύματα του πορτοκαλί παράγοντα, πουλώντας το βιβλία του για να μαζέψει λεφτά για αυτό το σκοπό. Για όσους ενδιαφέρονται: το 2014 κυκλοφόρησε για τη ζωή του και την καμπάνια του ένα ντοκιμαντέρ του Γιάννη Τριτσιμπίδα «Βιετ-Κώστας. Υπηκοότης: Ακαθόριστος» (πληροφορίες στο www.tritsibidas.gr).
Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.