Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Για το κάθαρμα ή… Περί σκουπιδιών

Στις 14 Απρί­λη του 1930 έβα­λε τέλος στη ζωή του ο μεγά­λος Σοβιε­τι­κός ποι­η­τής, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και λογο­τέ­χνης Βλα­ντι­μίρ Μαγια­κόβ­σκι. Άνθρω­πος της δρά­σης, ανυ­πό­τα­χτος και παθια­σμέ­νος υπε­ρα­σπι­στής της επα­νά­στα­σης και των ορα­μά­των του φωτει­νού μέλ­λο­ντος, πολέ­μη­σε με ολι­γω­ρί­ες και αδυ­να­μί­ες ασκώ­ντας κρι­τι­κή και με το έργο του χτύ­πη­σε ό,τι επέ­με­νε να κρα­τά τον άνθρω­πο δεμέ­νο με το παλιό. Έζη­σε μια σύντο­μη μα γεμά­τη ζωή και άφη­σε έργο πλού­σιο και ζωντα­νό, παρα­κα­τα­θή­κη για τις επερ­χό­με­νες γενιές.

Παρα­θέ­του­με κατά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά όπως δημο­σιεύ­τη­καν, δυο μετα­φρά­σεις του ίδιου ποι­ή­μα­τος που έγρα­ψε ο Μαγια­κόφ­σκι την άνοι­ξη του 1921.

ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ
(Μετά­φρα­ση Χρή­στος Τρικαλινός)

Δόξα, Δόξα, Δόξα στους ήρωες!!!

Όμως,
αρκετό
φόρο τιμής τους αποτίσαμε.
Τώρα
για το κάθαρμα
ας μιλήσουμε.

Πάψα­νε οι θύελ­λες των επα­να­στα­τι­κών λίκνων.
Σκε­πά­στη­κε με βρύα ο σοβιε­τι­κός αναβρασμός.
Και ξετρύπωσε
πίσω απ’ τις πλά­τες της ΡΣΟΣΔ
σαν σκιάχτρο
ο μικροαστισμός.

(Μην προ­σπα­θεί­τε από τις λέξεις να πιαστείτε,
δεν είμαι καθό­λου ενά­ντια στο μικρο­α­στι­κό στρώμα.
Στους μικροαστούς
ανε­ξάρ­τη­τα από τάξεις και στρώματα
το δοξα­στι­κό μου).

Απ’ όλες τις απέ­ρα­ντες ρού­σι­κες πεδιάδες
από της σοβιε­τι­κής γέν­νη­σης την πρώ­τη μέρα
ξεχύ­θη­καν αυτοί,
γορ­γά αλλά­ζο­ντας το πτέρωμα,
σε όλα τα ιδρύ­μα­τα μπή­καν με αέρα.
Γεμί­ζο­ντας με ρόζους τους πισι­νούς απ’ το πεντά­χρο­νο καθισιό,
γεροί, σαν νεροχύτες,
ζουν μέχρι τώρα –
πιο ήσυ­χοι κι απ’ το νερό.
Έστη­σαν βολι­κά γρα­φεία και κρεβατοκαμαρούλες.

Και το βράδυ
το ένα ή το άλλο ερπετό,
τη γυναί­κα του,
που μαθαί­νει πιά­νο, κοιτάζοντας,
λέει
από το σαμο­βά­ρι κοκκινωπό:
«Συντρό­φισ­σα Νάντια!
στη γιορ­τή θα πάρω αύξηση –
24 χιλιάρικα.
Ταρίφα.
Εχ,
και θ’ αγο­ρά­σω για τον εαυ­τό μου
βρα­κιά απ’ τον Ειρη­νι­κό Ωκεανό,
έτσι που απ’ το παντελόνι
να βγαίνω
σαν κοραλ­λοει­δής ύφαλος!»
Κι η Νάντια:
«Και για μένα φορέ­μα­τα μ’ εμβλήματα.
Χωρίς σφυ­ρο­δρέ­πα­νο δεν μπο­ρείς να βγεις στον κόσμο!
Με τι
θα κάνω
σήμε­ρα φιγούρα
στο χορό του Επα­να­στα­τι­κού Συμβουλίου;»

Στον τοί­χο ο Μαρξ.
Σε κάδρο πορφυρό.
Στην «Ιζβέ­στια» ξαπλω­μέ­νο, το γατά­κι κοιμάται.
Και κάτω από την οροφούλα
τιτιβίζει
ξετρε­λα­μέ­νο το καναρίνι.

Ο Μαρξ από τον τοί­χο κοί­τα­ζε, κοίταζε…
Και ξαφνικά
άνοι­ξε το στόμα,
κι αρχί­ζει να φωνάζει:
«Τυλί­ξα­τε την επα­νά­στα­ση στα νήμα­τα του μικροαστισμού.
Πιο φοβε­ρή κι από τον Βράν­γκελ η μικρο­α­στι­κή ζωή.
Γρήγορα
στρίψ­τε το λαι­μό κάθε καναρινιού –
ώστε ο κομμουνισμός
από τα κανα­ρί­νια να μη νικηθεί!»

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

[Όπως δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ», αρ.τ. 36–38, Οκτ./Δεκ. 1986] 

magiak2

ΠΕΡΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ
(Μετά­φρα­ση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

Δόξα, δόξα, δόξα στους ήρωες!!!

Εδώ που τα λέμε
αρκε­τά τους τιμήσαμε.
Ας πούμε
τώρα
και κάτι περί σκουπιδιών.

Πάνε, περά­σα­νε των επα­να­στά­σε­ων οι μπόρες.
Μού­χλες πετά­ει ο σοβιε­τι­κός αναβρασμός.
Πίσω από τις πλά­τες της Ερ-Εσ-Εφε-Σερ*
πάνω-πάνω βγήκε
του μικρο­α­στού n μούρη

(Όχι, μην το πάρετ’ έτσι -
με την τάξη δεν τα έχω των μικρών αστών.
Σ’ αυτούς
δίχως διά­κρι­ση τάξεις, στρώματα
«Εύγε!» απ’ όλα τα στόματα.)

Στης Ρωσί­ας τις απέ­ρα­ντες εκτάσεις
απ’ τη μέρα που η σοβιετική
γεν­νή­θη­κε υφήλιος
βγή­κα­νε στους δρόμους
κι αλλά­ζο­ντας ενδύματα
σ’ όλα μέσα χώθη­καν τα ιδρύματα.
Πέντε χρό­νια στην καρέ­κλα ρόζους βγάλανε
τα πισι­νά τους,
βαστα­γε­ρά σαν τις λεκά­νες του νιφτήρα
ζουν ως τα σήμε­ρα και βασιλεύουν.
Μου­λω­χτοί σαν το νερό
ζεστού­τσι­κες χτί­σα­νε φωλιές
σε γρα­φεία σε κρεβατοκάμαρες.

Το βρά­δυ
τού­τος ή ο άλλος τενεκές
έφαγ’ ήπιε
την κυρά του τώρα κάθε­ται και καμαρώνει
στο πιά­νο να γυμνάζεται.
Μια λιγούρα
του ‘φερε το σαμοβάρι:
«Συντρό­φισ­σα Νάντια!
Τώρα με την ευκαι­ρία των γιορτώνε
αυξή­σεις πρέ­πει να μας κάμου­νε στα μιστά
χιλιαδούλες
κάπου 24
η δική μου αναλογία.
Εχ!
Περι­σκε­λί­δες απωανατολίτικες
θα πάω ν’ αγοράσω
έτσι που μέσ’ από το παντελόνι
σπόγ­γος να φαίνομαι
από κοράλλι».
Η Νάντια:
«Κι ένα φόρε­μα για μένα
με τα εμβλή­μα­τα απά­νω σταμπωμένα.
Χωρίς δρε­πά­νι και χωρίς σφυρί
στον κόσμο πώς κανείς να παρουσιαστεί;
Από­ψε κιόλας
να βγω με τι
στον μπά­λο που οργα­νώ­νει η Επαναστατική
Επιτροπή!»

Στον τοί­χο ο Μαρξ.
Κάδρο άλικο.
Στο φύλ­λο πάνω της «Ιζβέ­στια»
ένα γατσού­λι ζεσταίνεται
κι από το ταβά­νι ψηλά
στα μερά­κια της η καναρίνα
τσιρίζει.
Από τον τοί­χο του κοι­τά­ει και κοι­τά­ει ο Μαρξ…
Ώσπου το στό­μα του
ανοί­γει ξαφνικά
και μπή­γει τις φωνές:
«Τυλί­ξα­νε την επα­νά­στα­ση στων μικρο­α­στών τα
δίχτυα
Χει­ρό­τε­ρος κι από τον Βράν­γκελ ο μικροαστός.
Εμπρός,
τα κανα­ρι­νά­κια ευθύς στραμπουλήχτε,
των καναρινιών
να μην πέσει θύμα ο κομμουνισμός».

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

*Τα αρχι­κά του ρωσι­κού σοβιε­τι­κού κράτους.

[Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου, Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ, ΤΑ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ, εκδό­σεις Γκο­βό­στη, Αθή­να 2011]

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο