Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βραστούς θα φάμε τους αστούς

Ο επί­λο­γος του 15′ βρή­κε την παγκό­σμια μου­σι­κή κοι­νό­τη­τα να συγκι­νεί­ται με το θάνα­το του Lemmy (Ian) Kilmister, του ηγέ­τη των Motorhead. Και πολ­λούς αμύ­η­τους χρή­στες του Facebook και του Twitter να ανα­ρω­τιού­νται ποιος είναι αυτός ο μου­στα­κα­λής, γεμά­τος ελιές τύπος που γέμι­ζε το χρο­νο­λό­γιό τους, ή από πότε έγι­ναν τόσοι φίλοι τους μέταλ­λα και δεν το ήξεραν.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βέβαια, οι (πανο­μοιό­τυ­πες χωρίς ίχνος πρω­το­τυ­πί­ας) δια­δι­κτυα­κές ευχές, RIP, ρισπέκτ, και τα σχε­τι­κά, είναι απλώς μια μόδα που ακο­λου­θούν πολ­λοί σχε­δόν ψυχα­να­γκα­στι­κά, για να δεί­ξουν ότι έχουν κάτι να πουν (για τα πάντα) ή κάποια δήθεν ψαγ­μέ­νη πλευ­ρά του εαυ­τού τους και πάντως όχι ικα­νο­ποιώ­ντας μια δική τους εσω­τε­ρι­κή ανάγκη.
Αν και υπάρ­χει η άπο­ψη (βασι­κά τρο­λιά) πως από τα εκα­τομ­μύ­ρια “RIP” που γρά­φτη­καν στα σόσιαλ μίντια αυτές τις μέρες για το Lemmy, ένα μεγά­λο μέρος προ­έρ­χε­ται από δικούς του εξώ­γα­μους καρ­πούς ‑για­τί ήταν δρα­στή­ριος και αρκε­τά καρ­πε­ρός ο μακαρίτης.
Ο οποί­ος υπέ­κυ­ψε μετά από… πολύ­ω­ρη μάχη με την επά­ρα­τη νόσο (δύο μόλις μέρες αφού την ανί­χνευ­σε) και πολύ­χρο­νη μάχη με τον εαυ­τό του, την οποία κέρ­δι­ζε, κόντρα στα προ­γνω­στι­κά, για 70 χρό­νια, έχο­ντας περά­σει (και βασι­κά πιει) πολ­λά στο ενδιά­με­σο. Κατά­φε­ρε ωστό­σο να κερ­δί­σει το σεβα­σμό ενός ευρύ­τε­ρου κοι­νού, που δεν είχε τέτοια ακού­σμα­τα, πχ χάρη στη μεγά­λη διάρ­κεια του συγκρο­τή­μα­τος (τέσ­σε­ρις δεκα­ε­τί­ες αγώ­νας και θυσία) και την αξιο­πρέ­πεια, μακριά από στα­ρι­λί­κια και συμπε­ρι­φο­ρές βεντέ­τας, καθώς έπαι­ζαν παντού (από μικρά κλαμπ μέχρι στά­διο) και πάντα: ακό­μα και όταν εξα­ντλού­νταν ο εξα­σθε­νη­μέ­νος οργα­νι­σμός του Lemmy και ανα­γκα­ζό­ταν να δια­κό­ψει τις συναυ­λί­ες του στη μέση.
Οι φανα­τι­κοί των Motorhead τον αγα­πούν για το τίμιο επι­με­ταλ­λω­μέ­νο ροκ τους και για τους μεγά­λους ύμνους του θρυ­λι­κού συγκρο­τή­μα­τος: Ace of spades, overkill, bomber και τόσα άλλα.
Ενώ το πιο υπο­ψια­σμέ­νο, πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νο κοι­νό τους κρα­τά­ει μια ξεχω­ρι­στή θέση για το αντι­πο­λε­μι­κό μήνυ­μα (πιν­κφλοϊ­ντι­κού τύπου) του “1916”, για το “Orgasmatron”, που στρέ­φε­ται ενά­ντια στην εκκλη­σία, τον πόλε­μο και το σύστη­μα εν γένει, και φυσι­κά για το ξεκά­θα­ρο ταξι­κό στίγ­μα του “Eat the Rich”.
Ή όπως λέει και το σύν­θη­μα του τίτλου της ανάρτησης:
Βρα­στούς, βρα­στούς θα φάμε τους αστούς

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο