Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ-ΑΛΕΞΙΟΥ, Η «ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ» (Β’ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //
φιλό­λο­γος – κρι­τι­κός λογοτεχνίας

Η Γαλά­τεια με τα πρώ­τα της διη­γή­μα­τα κιό­λας, ξεσκε­πά­ζει την υπο­κρι­σία, την απαν­θρω­πιά, την αδι­κία της κοι­νω­νί­ας γύρω της, τα ανή­θι­κα και ψεύ­τι­κα «ιδα­νι­κά». Ανα­στα­τώ­νει και, όπως το δια­τυ­πώ­νει η ίδια «Στα ασά­λευ­τα νερά του βάλ­του, που ως τότε καθρέ­φτι­ζαν τον ουρα­νό, ξάφ­νου έπε­σε μια πέτρα και όλος ο βούρ­κος, ο κατα­κα­θι­σμέ­νος στο βυθό, ανέ­βη­κε στην επιφάνεια».

Η προ­ο­δευ­τι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή της τοπο­θέ­τη­ση δεν χρο­νο­λο­γεί­ται από την πρώ­τη της εμφά­νι­ση στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα. Αυτό έγι­νε, όταν το εργα­τι­κό κίνη­μα της χώρας από­κτη­σε τη δική του ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή υπό­στα­ση. Το βούρ­κο της αστι­κής κοι­νω­νί­ας συνέ­χι­ζε να τον φέρ­νει στην επι­φά­νεια σ’ όλο το έργο της, στα ποι­ή­μα­τα, στα διη­γή­μα­τα, στις νου­βέ­λες, στα μυθι­στο­ρή­μα­τα, στα θεα­τρι­κά. Όλα αυτά τα είδη τα καλ­λιέρ­γη­σε με επι­τυ­χία. Επί­σης έγρα­ψε και παι­δι­κά βιβλία, καθώς και εξαι­ρε­τι­κές μελέ­τες για τους Γκόρ­κι, Γκό­γκολ, Καβά­φη και μετά­φρα­σε αρχαί­ους Έλλη­νες συγ­γρα­φείς, όπως τον «Προ­μη­θέα Δεσμώ­τη» του Αισχύ­λου. Οι πρω­τα­γω­νι­στές των έργων της είναι γυναί­κες όλων των κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των: μερο­κα­μα­τιά­ρισ­σες, αγρό­τισ­σες, υπάλληλοι,νοικοκυρές και πόρ­νες, δηλα­δή το «επάγ­γελ­μα» που συγκε­ντρώ­νει τη μεγα­λύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή υπο­κρι­σία. Πολ­λοί λοι­πόν σοκα­ρί­στη­καν. Κλα­σι­κό έχει μεί­νει το ποί­η­μα «Ναυά­γιο» για την κοι­νή γυναί­κα, την πόρ­νη, που τα λόγια της μαστι­γώ­νουν την αστι­κή κοι­νω­νία και που κατα­λή­γει με τα πασί­γνω­στα πια λόγια «…Πνι­μέ­νου καρα­βιού σάπιο σανίδι/ όλη η ζωή μου του χαμού./ Μ’από την κολα­σή μου σ’ το φωνά­ζω: εικό­να σου είμαι κοι­νω­νία και σου μοιά­ζω!» Πριν από το ποί­η­μα υπάρ­χουν τα εξής λόγια από την Παλαιά Δια­θή­κη «Και εποί­η­σεν αυτόν κατ’ εικό­να και ομοί­ω­σιν αυτού».

«Ατό­φια κομ­μά­τια ζωής»

Ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης, ο δεύ­τε­ρος σύζυ­γος της Γαλά­τειας από το 1926 μέχρι το θάνα­τό της το 1962, θα πει σε άγνω­στο κεί­με­νό του δημο­σιευ­μέ­νο στο «Ριζο­σπά­στη» της 14-11-1977: «Η Γαλά­τεια δίνει ατό­φια κομ­μά­τια ζωής που τ’ απο­σπά από τα πλού­σια μεταλ­λεία της χωρίς προσπάθεια!…»Η έκφρα­ση της Γαλά­τειας ήταν ένας ρεα­λι­σμός χωρίς μανιέ­ρες, μια άμε­ση παρά­τα­ση. «Μια τέχνη χωρίς τεχνά­σμα­τα’, όπως έλε­γε η ίδια, «σε ‘αμε­ση επα­φή με τη ζωή» που συνέ­χι­ζε την παρά­δο­ση του ρεα­λι­σμού, όπως τον είχαν δια­μορ­φώ­σει οι προη­γού­με­νοι κλα­σι­κοί Έλλη­νες πεζογράφοι».

Πολύ ενό­χλη­σε δεξιούς και «αρι­στε­ρούς» και το «Ανθρω­ποι και Υπε­ράν­θρω­ποι» που κυκλο­φό­ρη­σε το 1957. Στο έργο γίνε­ται μια ανα­το­μία του ψυχι­κού κόσμου του μικρο­α­στού δια­νο­ού­με­νου πετυ­χαί­νο­ντας τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά μιας κατη­γο­ρί­ας δια­νο­ου­μέ­νων. Σχε­τι­κά με το θέμα αυτό ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης θα πει στο ίδιο κεί­με­νο: «Το μυθι­στό­ρη­μα «Άνθρω­ποι και Υπε­ράν­θρω­ποι» που και γι’ αυτό η αρι­στε­ρή κρι­τι­κή δν κατόρ­θω­σε να δώσει τη δική της γραμ­μή, η δεξιά προ­σπά­θη­σε να το μειώ­σει με τον ισχυ­ρι­σμό πως δεν είναι μυθι­στό­ρη­μα. Συχνά η κρι­τι­κή μας βρί­σκε­ται σε σύγ­χυ­ση μπρο­στά στα είδη του λόγου, που ακο­λου­θούν ένα γνή­σιο ρεα­λι­σμό και δεν απο­φεύ­γουν τα θέμα­τα της καθη­με­ρι­νής ζωής. Αυτά τα θέμα­τα, που είναι θέμα­τα της ζωής όλων μας, αδύ­να­το να τα τοπο­θε­τή­σουν. Αλλά κανέ­νας τους δεν επι­χεί­ρη­σε ποτέ να καθο­ρί­σει τι είναι και τι πρω­το­εί­ναι το μυθι­στό­ρη­μα σήμε­ρα, που πάει να κλεί­σει μέσα του από το δοκί­μιο και την επι­στη­μο­νι­κή δια­τρι­βή, από την ποί­η­ση, το έπος και το δρά­μα, ως το ιστό­ρη­μα και το χρο­νι­κό ή και το χρονογράφημα». 

Τα έργα της Γαλά­τειας στη­ρί­ζο­νται σε πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα και προ­κα­λού­σαν μεγά­λη αίσθη­ση, θετι­κή και αρνη­τι­κή. Δίνουν τον κλο­νι­σμό της ανα­γνώ­ρι­σης. Πολ­λοί και πολ­λές βλέ­πουν τον εαυ­τό τους μέσα σ’ αυτά και η ανα­γνώ­ρι­ση αυτή δεν είναι πάντα και η πιο ευχά­ρι­στη, η πιο κολα­κευ­τι­κή και μαζί μ’ αυτό «έφα­γε» και η δημιουρ­γός το ανά­θε­μα και την απο­σιώ­πη­σή της από μια κοι­νω­νία που δεν θέλει να βλέ­πει τον αλη­θι­νό  εαυ­τό της στον καθρέφτη.

Επτά γυναίκες, επτά διαφορετικές κοινωνικές τάξεις

Το μυθι­στό­ρη­μα «Γυναί­κες» (1933) ρίχνει φως σε πλευ­ρές της γυναι­κεί­ας ψυχο­λο­γί­ας με ταξι­κό υπό­βα­θρο που δεν είχαν ανα­δει­χθεί ακό­μα τόσο γλα­φυ­ρά στη νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία. Στο έργο αυτό τα 7 πρό­σω­πα- οι πρω­τα­γω­νί­στριες – παρου­σιά­ζουν αντι­θέ­σεις, για­τί ανή­κουν σε δια­φο­ρε­τι­κά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα. Ωστό­σο, μέσα απ’ αυτές τις αντι­θέ­σεις απο­τε­λούν μια ενό­τη­τα, έναν ιστό που δίνει την ενιαία κοσμο­θε­ω­ρία της συγ­γρα­φέα. Μέσα στα 7 πρό­σω­πα μαθαί­νου­με ή και ανα­γνω­ρί­ζου­με, τις πιο βασι­κές στά­σεις ζωής, τις νοο­τρο­πί­ες που υπάρ­χουν στην κοι­νω­νία απέ­να­ντι στο γυναι­κείο πλη­θυ­σμό δια­τα­ξι­κά. Οι 7 πρω­τα­γω­νί­στριες είναι αδερ­φές. Η ταξι­κή τους προ­έ­λευ­ση είναι ίδια, δηλα­δή. Όμως, μέσα από το γάμο κάποιες έχουν αλλά­ξει τάξη. Οι αδερ­φές απευ­θύ­νο­νται η μία στην άλλη ή και σε τρί­το πρό­σω­πο ή δια­βά­ζουν από ημε­ρο­λό­γιο. Μιλούν για όλα τα προ­βλή­μα­τα της καθη­με­ρι­νής ζωής τους, αλλά δεν πρό­κει­ται, όμως, για ατο­μι­κές ιστο­ριού­λες για την κακιά τη μοί­ρα τους. Η συγ­γρα­φέ­ας ξεκι­νώ­ντας από τις ατο­μι­κές περι­πτώ­σεις γενι­κεύ­ει δεί­χνο­ντας ότι δεν είναι η προ­σω­πι­κή μοί­ρα αυτών των γυναι­κών, αλλά από πίσω από το ατο­μι­κό βρί­σκο­νται τα κοι­νω­νι­κά αίτια και όχι απο­κλει­στι­κά το άλλο φύλο. Η Γαλά­τεια αντι­πα­ρα­θέ­τει τη γυναί­κα με την κοι­νω­νία και όχι με τον άντρα και το κάνει με ρεα­λι­σμό, κάτι το οποίο έγι­νε για πρώ­τη φορά στη νεο­ελ­λη­νι­κή πεζο­γρα­φία και ποί­η­ση. Με λίγα λόγια: φέρ­νει την κοι­νω­νι­κή ανη­συ­χία στη γυναι­κεία λογο­τε­χνία πατώ­ντας στο στέ­ρεο εδα­φος της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Υπο­δεί­χνει ότι η άρνη­ση των αξιών που επι­κρα­τούν, μπο­ρεί να μετα­τρα­πεί σε θετι­κή ανα­τρε­πτι­κή δρά­ση. Οι αντι­πα­ρα­θέ­σεις στο βιβλίο γίνο­νται σε κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο. Πίσω από τη συμπε­ρι­φο­ρά που φέρ­νει γυναί­κα και άντρα σε αντι­πα­ρά­θε­ση, ακό­μα σε σύγκρου­ση, βρί­σκε­ται πάντα ο κοι­νω­νι­κός παρά­γο­ντας των από την αρχαιό­τη­τα και ιδιαί­τε­ρα των πρώ­των ταξι­κών κοι­νω­νιών καθιε­ρω­μέ­ων ρόλων. Ποτέ δεν φταί­ει “η «ιώνια μάχη ανά­με­σα στα δύο φύλα».

Η γρα­φή της Γαλά­τειας είναι εξω­στρα­φής. Δεν μοιά­ζει με το γυναι­κείο γρά­ψι­μο που ανα­φέ­ρα­με στο πρώ­το μέρος του αφιε­ρώ­μα­τος και που λει­τουρ­γεί σαν θερα­πεία για να «βγά­λει» την τραυ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά της φίμω­σης της γυναι­κεί­ας πνευ­μα­τι­κής δημιουρ­γί­ας εξαι­τί­ας της κοι­νω­νι­κής της θέσης και του εκ γενε­τής προ­κα­θο­ρι­σμέ­νου ρόλου της. Η Γαλά­τεια κάνει τα βιβλία της όπλα  στη μάχη για τη χει­ρα­φέ­τη­ση της γυναί­κας, αλλά και του ανθρώ­που γενικότερα.

Το όρα­μα της Νίνας

Στο πρό­σω­πο της Δήμη­τρας, της μικρο­α­στής, βλέ­που­με τον εαυ­του­λι­σμό σ’ όλο το μεγα­λείο του. Στο πρό­σω­πο της Νίνας, της κομ­μου­νί­στριας, βλέ­που­με την άρνη­ση που μετα­τρέ­πε­ται σε θετι­κή δρά­ση. Η Δήμη­τρα και η Φανή κρύ­βο­νται υπο­κρι­τι­κά πίσω από την πλά­τη των συζύ­γων τους για να δικαιο­λο­γή­σουν την ακαρ­δία τους απέ­να­ντι στη φυμα­τι­κή αδερ­φή Άννα. Η συμ­φε­ρο­ντο­λο­γία και η υπο­κρι­σία δίνουν και παίρ­νουν κάτω από την πένα-νυστέ­ρι της κοι­νω­νι­κής ανα­το­μί­ας της Γαλά­τειας η οποία απο­γυ­μνώ­νει με τρό­πο λεπτό, αλλά ανε­λέ­η­τα τις  άθλιες κοι­νω­νι­κές δομές και με ποιο τρό­πο οι γυναί­κες παγι­δεύ­ο­νται σε σχέ­σεις  που μπο­ρεί να μοιά­ζουν λυτρω­τι­κές, αλλά που τις βυθί­ζουν στον ασφυ­κτι­κό κλοιό της υπο­τα­γής και της εκπόρ­νευ­σης με τη στε­νή και την ευρύ­τε­ρη έννοια της λέξης. Η μόνη πραγ­μα­τι­κή εναλ­λα­κτι­κή λύση προ­σω­πο­ποιεί­ται στην κομ­μου­νί­στρια Νίνα, χαρα­κτή­ρα ρωμα­λέο, απαλ­λαγ­μέ­νο από μικρο- και μεγα­λο­α­στι­κές μικρο­πρέ­πειες, από τη μοι­ρο­λα­τρι­κή υπο­κρι­σία, τους γερο­ντο­κο­ρι­σμούς και τις νευ­ρα­σθέ­νειες. Η Γαλά­τεια μας γνω­στο­ποιεί τις ιδέ­ες της μέσα από τις ηρω­ί­δες της. Η Αίμη, η δια­νο­ού­με­νη αδερ­φή, εμπι­στεύ­ει στο ημε­ρο­λό­γιό της τις σκέ­ψεις της σχε­τι­κά με την τέχνη. Είναι σελί­δες μεστές, είναι οι ιδέ­ες της Γαλά­τειας, που μας δεί­χνουν το βαθύ ρεα­λι­σμό της σ’ ό, τι αφο­ρά το ρόλο που κατά τη γνώ­μη της πρέ­πει να παί­ζει η τέχνη στην κοι­νω­νία. Πίστευε ότι η τέχνη χάνει τη δύνα­μή της όταν δεν βασί­ζε­ται στο εδα­φός των προσ­δο­κιών και της ζωής των ανθρώ­πων. Όσο μεγά­λω­ναν οι κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις, τόσο αντα­να­κλού­νται στα έργα της Γαλά­τειας προ­κα­λώ­ντας τη σφο­δρή αντί­δρα­ση των συντη­ρη­τι­κών, αλλά και των ανα­νι­ψά­ντων «αρι­στε­ρών». Ωστό­σο, ο ρεα­λι­σμός της Γαλά­τειας δεν στε­ρεί­ται λυρι­σμού. Επι­πλέ­ον, τα έργα της είναι από­λυ­τρα προ­σι­τά για το ευρύ­τε­ρο κοι­νό, ακρι­βώς για­τί όλοι μπο­ρούν να ανα­γνω­ρί­σουν σε αυτά τη δική τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυτό συν­δυά­ζε­ται με την ικα­νό­τη­τα της συγ­γρα­φέα να δίνει μια ανε­βα­σμέ­νη καλ­λι­τε­χνι­κή μορ­φή στην ανα­πα­ρά­στα­ση ατο­μι­κών-κοι­νω­νι­κών βιω­μά­των. Η συμπε­ρι­φο­ρά των ηρω­ί­δων μπο­ρεί να υπα­κού­ει σε παμπά­λαιες κοι­νω­νι­κές υπα­γορ­ρεύ­σεις που μας έρχο­νται από το βάθος των αιώ­νων σαν από­μυ­χες κατα­βο­λές και συχνά δεν έχουν καν ανε­βεί στα επί­πε­δα του συνει­δη­τού. Τα «εκ φύσε­ως» δεδο­μέ­να δύσκο­λα ξεμπλέ­κο­νται από τα κοι­νω­νι­κά δεδο­μέ­να και δύσκο­λα οριο­θε­τού­νται, αφού συνε­χώς αλλη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζο­νται και αλλη­λο­ε­ξαρ­τιώ­νται. Έτσι, με την πρώ­τη ματιά, μπο­ρεί να μας φαί­νε­ται ότι οι ηρω­ί­δες λει­τουρ­γούν σύμ­φω­να με τα φυσι­κά τους ένστι­κτα. Ωστό­σο, η Γαλά­τεια προ­σγειώ­νει τον ανα­γνώ­στη και κατα­λα­βαί­νει ότι ακό­μα και η πιο «φυσι­κή» συμπε­ρι­φο­ρά υπα­κού­ει σε νόμους της κοινωνίας.

Το βιβλίο τελεί­ω­νει με γράμ­μα της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ, το οποίο η δασκά­λα Νίνα στέλ­νει στην απελ­πι­σμέ­νη της αδερ­φή Καί­τη. Η Νίνα διώ­χνε­ται από νησί σε νησί, από τη μία μετά­θε­ση στην άλλη και σε όλο και χει­ρό­τε­ρες θέσεις κατη­γο­ρού­με­νη για κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα. Η Καί­τη, ψάχνο­ντας τη λύτρω­ση, της απα­ντά­ει: «Έρχο­μαι στο νησί σου. Έρχο­μαι με την ψυχή γυμνή, απο­στα­μέ­νη, νεκρή. Έρχο­μαι σε σένα, όπως οι άρρω­στοι του Ευαγ­γε­λί­ου πήγαι­ναν στον Ιησού. Κάμε το θαύ­μα σου». 

Η Γαλά­τεια έκα­με το θαύ­μα της. Μας κλη­ρο­νό­μη­σε το αξέ­χα­στο, επα­να­στα­τι­κό έργο της.

 

Πηγές:

-Γ. Καζαν­τζά­κη, Γυναί­κες (εκδό­σεις «Μπαρ­μπου­νά­κης»)
-Γ. Καζαν­τζά­κη, Άνθρω­ποι και Υπε­ράν­θρω­ποι (εκδό­σεις «Μπαρ­μπου­νά­κης»
-Ν. Καζαν­τζά­κης, Επι­στο­λές προς Γαλά­τεια (εκδό­σεις «Δίφρος»)
-Τάκης Αδά­μος, Πνευ­μα­τι­κές Γνω­ρι­μί­ες (εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της»)
-Ριζο­σπά­στης 14-11-1977 και 16-11-1977

 

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ-ΑΛΕΞΙΟΥ, Η  «ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο