Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
φιλόλογος – κριτικός λογοτεχνίας
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ένα αφιέρωμα στην παγκόσμια μέρα της γυναίκας
Λίγα λόγια για να θυμηθούμε την ιστορία
Αύριο είναι 8 Μαρτίου μέρα που ταξιδεύει ο νους πίσω στην ιστορία, στον 19ο αιώνα, όταν το 1857 οι ηρωικές υφαντουργίνες –οι εργάτριες στον ιματισμό της Νέας Υόρκης- βγήκαν στους δρόμους διεκδικώντας μια καλύτερη ζωή. Δηλαδή, αντί να δουλεύουν16 ώρες την ημέρα, να δουλεύουν «μόνο» 10 ώρες (!). Επίσης ζητούσαν εξίσωση του μισθού τους με το μισθό των αντρών, κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και γενικά άρση της ανισοτιμίας ανδρών και γυναικών. Οι εργοστασιάρχες απαντούν με ομαδικές απολύσεις και στέλνουν τους «μπράβους» τους για να κάμψουν την απεργία. Επιστρατεύουν την αστυνομία και η διαδήλωση βάφεται στο αίμα. Γράφει η Ρίτα Μπούμη-Παπά στο Μελέτες για την Ποίηση (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1997): «Εκείνο το γυναικείο αίμα της 8ης Μαρτίου 1857 δεν ξεχάστηκε, επειδή έσπευσαν οι αντλίες του Δήμου της Νέας Υόρκης και ξέπλυναν αμέσως τα λιθόστρωτα. Ούτε επειδή οι σκοτωμένες μεταφέρθηκαν βιαστηκά στα νεκροταφεία και θάφτηκαν άψαλτες. Το αίμα, είναι γνωστό, όταν χύνεται σε αγώνες, δε στεγνώνει εύκολα. Κάποτε θα δικαιωθεί» (σελ. 79). Στη Β’ Διεθνή Συνδιάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών στην πρωτεύουσα της Δανίας, την Κοπενχάγη, το 1910, η πρόταση της προέδρου, της Γερμανίδας επαναστάτριας Κλάρας Τσέτκιν γίνεται δεκτή: η 8η Μαρτίου καθιερώνεται σαν Διεθνής Μέρα της Γυναίκας, σαν φόρο τιμής σ’ αυτές τις Αμερικανίδες εργάτριες. Ήταν η πρώτη μαζική απεργία γυναικών στην ιστορία. Ο «γιορτασμός» στις καπιταλιστικές χώρες είναι είτε ανύπαρκτος είτα ξεμπερδεύονται με κάτι ανούσιες κουβέντες στα μίντια που δεν έχουν καμμία σχέση πια με την ουσία και μάλιστα τώρα που τα με τόσο αίμα κατακτημένα εργασιακά δικαιώματα παίρνονται ολοταχώς πίσω.
Κάποιες άλλες όχι αμελητέες πλευρές του γυναικείου ζητήματος
Μέσα από το έργο και την προσωπικότητα της πρώτης σοσιαλίστριας συγγραφέα της Ελλάδας, της σχεδόν αποσιωπημένης –είναι τυχαίο ότι απουσιάζει από τις πιο διαδεδομένες ιστορίες λογοτεχνίας, όπως του Δημαρά, του Πολίτη και του Μάριο Βίτι; — λογοτέχνιδας και αγωνίστριας Γαλάτειας Καζαντζάκη-Αλεξίου, που έζησε από τα 1881 μέχρι το 1962 θα φωτίσουμε μια άλλη όψη του γυναικείου ζητήματος, αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «φιμωμένη γυναικεία δημιουργικότητα». Ακόμα και σήμερα μέχρι και στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες δεν έχουν απαλλαχτεί από σκουριές από το παρελθόν. Πόσο μάλλον στην εποχή της Γαλάτειας. Η Γαλάτεια τολμούσε να ενοχλεί αμφισβητώντας και αποκαθηλώνοντας αυτό που λέμε «καθιερωμένες» απόψεις ιδιαίτερα σχετικά με το γυναικείο φύλο. Είχε το θάρρος να αναδείξει μέσα από τα έργα της το βούρκο της κοινωνίας και απροκάλυπτα να καταγγέλλει. Το χειρότερο για τις κατεστημένες αντιλήψεις της εποχής της ήταν, ότι εξελίχθηκε σε κομμουνίστρια.
Φυσικά, οι λογοτέχνες δεν είναι άνθρωποι ξεκομμένοι από την κοινωνία, την ιστορία, τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες ζουν και δρουν. Είτε αντανακλούν παθητικά την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» είτε παίρνουν άμεση πολιτική και ιδεολογική θέση.
Η λεγόμενη «γυναικεία γραφή»
Τί γίνεται όταν γράφουν γυναίκες; Πρέπει να έχουμε υπόψη μας κάποια ιστορικά-κοινωνικά-ταξικά δεδομένα. Στην ιστορία των κοινωνιών η γυναίκα ήταν στη μεγάλη της πλειονότητα μακριά από τη σφαίρα της δημόσιας ζωής, της πολιτικής ζωής, από τις «μεγάλες υποθέσεις». Η ζωή της εκτυλισσόταν κυρίως στα πλαίσια της ιδιωτικής σφαίρας, σπίτι, παιδιά κλπ. Βέβαια εδώ πρέπει να διαφοροποιήσουμε ταξικά, γιατί υπάρχει μια διαπλοκή του φυλετικού με το ταξικό. Η γυναίκα από στρώματα, όπως η Γαλάτεια, μάθαινε γράμματα και η μόνη διέξοδος για δημουργία ήταν τα γράμματα και η τέχνη κι αυτά σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Όχι για να ανακατευτεί στα σοβαρά στο εξωτερικό κόσμο. Δεν μιλάμε για τις κοινωνικές τάξεις που στο σύνολό τους ήταν αποκλεισμένες από κάθε εκπαίδευση μέχρι πολύ πρόσφατα στην ιστορία. Έχει παρατηρηθεί –πολλές έρευνες έχουν γίνει για το θέμα – ότι η θεματική της γυναικείας γραφής είναι περισσότερο προσανατολισμένη στο μικρόκοσμο της προσωπικής ζωής, στο σύμπλεγμα των διαπροσωπικών σχέσεων, στο οποίο είχε κλειστεί για χιλιάδες χρόνια περιορισμένη σε λειτουργίες αναπαραγωγής και συντήρησης είτε του εργατικού δυναμικού είτε του ανθρώπινου είδους, «πλακωμένη» με μύρια καθημερινά, πρακτικά καθήκοντα, μακριά από τις σπουδαίες, τις μεγάλες υποθέσεις, αποκλεισμένη απ’ οτιδήποτε αναπτύσσει το νου μπαίνοντας στην ιστορία σαν το «χέρσο πνεύμα». Οι περισσότεροι άντρες στοχαστές και επιστήμονες «επιβεβαίωναν» αυτό που βόλευε να ήταν επιβεβαιωμένο: τη γυναικεία κατωτερότητα. Ήταν πάντα δύσκολο να συμμετέχει στο προσκήνιο στην πολιτική/κοινωνική ζωή, στα «κοινά». Και όταν από ανάγκη δούλευε, δεν σήμαινε ότι γι αυτό ήταν απαλλαγμένη από τ’ άλλα. Μέχρι σήμερα οι περισσότερες γυναίκες ζουν μια πολυδιάσπαση σε πολλούς ρόλους και αν θέλουν να ασχοληθούν με το γράψιμο, είναι δυσκολότερο να βρουν την παρατεταμένη ηρεμία για να συγκεντρωθούν. Εδώ είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της Καναδέζας Άλις Μόνρο που κέρδισε το 2013 το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία: «…Κάποιο μέρος του εαυτού μου ήταν απόν για τα παιδιά και τα παιδιά αυτό το ανακαλύπτουν. …Ήταν κακό, γιατί την έκανε (την κόρη μου) αντίπαλο αυτού που για μένα ήταν το πιο σημαντικό». Δηλαδή το γράψιμο. Η καλή δουλειά σε κάθε τομέα απαιτεί χρόνο, αφοσίωση, συγκέντρωση, ενα απόλυτο δόσιμο που δύσκολα μπορεί να το πραγματοποιήσει μια γυναίκα με παιδιά και μια οικογένεια που τη θέλει διαθέσιμη για όλους. Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο άντρες δημιουργοί να έχουν τη γυναίκα τους γραμματέα και βοηθό και να φροντίζει επιπλέον για την απομόνωση που χρειάζεται η δημιουργία. Να μην ενοχλείται από κανένα, ούτε από τα παιδιά του. Το αντίστροφο δεν παρατηρείται παρά σε απειροελάχιστες περιπτώσεις. Η μεγαλόπνοη πνευματική δουλειά θέλει χρόνια μελέτης. Θα παραθέσουμε πάλι τη Μόνρο: γράφει μυθιστορήματα και στράφηκε στο διήγημα, διότι μπορούσε να ξεκλέψει χρόνο από το νοικοκυριό και τα παιδιά μόνο για σύντομα πράγματα. Ο χρόνος αυτός δεν έφτανε για μυθιστορήματα. Ανάπτυξε στη ζωή της το αίσθημα, ότι το να γράφεις έξω από το μεγάλο ρεύμα, ήταν γυναικείος τομέας, ενώ το μεγάλο μυθιστόρημα του μεγάλου ρεύματος ήταν των αντρών υπόθεση. «Ηξερα, ότι κάτι υπήρχε στους μεγάλους συγγραφείς, από το οποίο ήμουν αποκλεισμένη…». Είναι αρκετά χαρακτηριστικά τα λόγια αυτά. Και εκεί που υπήρχαν καλύτερες προϋποθέσεις, όπως στα ανώτερα στρώματα, υπήρχε η αποθάρρυνση, διότι η γυναίκα έχει «άλλο» προορισμό. Παρ’ όλο που έχουν «σπάσει» πολλά απ’ αυτά, το παρελθόν με την παρακαταθήκη του βαραίνει και κάποια πράγματα σήμερα χειροτερεύουν ραγδαίως. Εννοώ την απουσία ή την κατάργηση των δομών της κοινωνικής πρόνοιας, που σημαίνει ότι πολλα μετακυλιούνται στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή εκτός από λίγες εξαιρέσεις, στις γυναίκες: γεροκόμηση, φύλαξη εγγονιών, νοσοκόμηση. Οι στατιστικές για την ελληνική πεζογραφία εξακολουθούν να δείχνουν ότι στα μυθιστορήματα των γυναικών συγγραφέων κυριαρχεί η οικογενειακή, η ερωτική, η συναισθηματική ζωή, οι διαπροσωπικές σχέσεις. Οι διαπροσωπικές σχέσεις λόγω κλειστής, εσωστραφούς ζωής που αντανακλάται με τη σειρά της σε μια αναδίπλωση ως προς την κοινωνική ζωή και την πολιτική συνείδηση και δράση. Μετά έρχονται σε μεγάλη απόσταση τα ιστορικά μυθιστορήματα (που άλλωστε δίνουν την ευκαιρία να προβληθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις γνωστών προσωπικοτήτων) και τα επιστημονικά, αστυνομικά κλπ. Στους άντρες πεζογράφους τα πολιτικά, επιστημονικά, αστυνομικά, τα περιπετειώδη και τα του τρόμου έρχονται πρώτα, αν και όχι τόσο συντριπτικά. Η οικογενειακή/ερωτική/συναισθηματική ζωή καταλαμβάνουν περίπου το μισό ποσοστό σε σχέση με τις γυναίκες συγγραφείς και τρίτα στους άντρες έρχονται τα ιστορικά μυθιστορήματα. Βέβαια, δύσκολο είναι να βάλουμε διαχωριστικές γραμμές, γιατί το ένα είδος διαχέεται συχνά στο άλλο και πολλά διαθέτουν στοιχεία όλων των ειδών. Μιλάμε, ωστόσο, για τάσεις που σαν τάση δεν έχουν αλλάξει ριζικά. Μιλάμε για έναν πανάρχαιο διαχωρισμό ρόλων με επιπτώσεις στην κοινωνική ψυχολογία: το συναίσθημα (παρορμητικότητα χωρίς σκέψη) είναι της γυναίκας, το να σκέφτεσαι του άντρα. Γύρω μας ακούμε συχνά τουλάχιστον απόηχους του διαχωρισμού αυτού. Διάφοροι αντιδραστικοί στοχαστές (ιδιαίτερα αυτοί που έχουν φασιστικές αντιλήψεις) έχουν προσάψει αυτά τα «γυναικεία» χαρακτηριστικά στη μάζα στο σύνολό της, στον όχλο, στον κατώτερο δηλαδή. Ο συνειρμός είναι σαφής. Η επιπόλαια ή/και συντηρητική ερμηνεία τα βλέπει «εκ φύσεως» δοσμένα, αλλά μόνο «εκ φύσεως» δεν είναι. Οι νοοτροπίες, οι τάσεις, τα ψυχικά υποστρώματα κατασκευάζονται και πάνω σ’ αυτά, καθώς και στη βιολογία, στηρίχθηκε ο μύθος της γυναικείας κατωτερότητας. Έχει λοιπόν η γυναίκα-συγγραφέας ανάγκη από «γράψιμο-θεραπεία;» Να βγάλει τα απωθημένα, τα εσώψυχά της; Και σε περίπτωση που είναι κοινωνικά και πολιτικά συνειδητοποιημένη, κατά πόσο το προβάλλει στα έργα της και με ποιο τρόπο; Κατά πόσο κάνει τα βιβλία της μέσο πάλης; Στρέφεται περισσότερο στα προβλήματα του φύλου της και λιγότερο στα μεγάλα θέματα της εποχής και της κοινωνίας; Είναι δηλαδή, το γράψιμό της εσωστραφές; Επικρατεί το συναίσθημα πάνω στη λογική; Ξεκινώντας απ’ αυτά τα ερω τήματα μπορούμε να δούμε από πιο κοντά και να κρίνουμε το ποιόν της Γαλάτειας Αλεξίου ως δημιουργού.
«Βαρέθηκα να ‘μαι κλεισμένη μεσ’ στο νεκροταφείο της ψυχής μου»
Πάντα υπήρχαν, ακόμα και στις πιο σκοτεινές εποχές, πόσο μάλλον στη νεότερη εποχή, άλλες γυναικείες φωνές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίοδο που γεννιέται το εργατικό κίνημα και εμφανίζονται και επιστημονικά πια οι σοσιαλιστικές ιδέες στο ιστορικό προσκήνιο και μαζί μ’ αυτές καταρρίπτεται, επιστημονικά τουλάχιστον –γιατί στο κοινό νου θα είχαν πολλή ζωή ακόμα – ο μύθος της γυναικείας κατωτερότητας και προβάλλεται θεωρητικά θεμελιωμένη η απαίτηση της πανανθρώπινης, άρα και της γυναικείας χειραφέτησης που επί τέλους αρχίζει να υπολογίζεται στην κατηγορία «άνθρωπος». Η γυναίκα του παρόντος αφιερώματος , η Γαλάτεια Καζαντζάκη-Αλεξίου, είναι ένα παράδειγμα διανοούμενης που στα έργα της στοχάζεται πάνω στα μεγάλα ζητήματα της εποχής της και σπάει τα δεσμά της πνευματικής φίμωσης του γυναικείου φύλου. Δεν κάνει τα έργα της μόνο προσωπική κραυγή, αλλά και όπλο κοινωνικής απελευθέρωσης και πολιτικής-ιδεολογικής συνειδητοποίησης. Τα έργα της- χειρίστηκε όλα τα είδη του γραπτού λόγου — είναι διαμάντια μαχόμενης χειραφέτησης και ταυτόχρονα κοινωνικής ανάλυσης. Βρίσκουμε ατομικές/προσωπικές και κοινωνικές/ ψυχικές καταστάσεις, ρεαλισμό και λυρισμό μαζί, καθημερινότητα συνδεδεμένη με επαναστατική έξαρση. Η Γαλάτεια πίστευε ότι η Τέχνη, αν δεν ανταποκρίνεται στις μεγάλες προσδοκίες του λαού, της ανάγκης της εποχής, χάνει τη δύναμή της. Γεννήθηκε το 1881 και πέθανε το 1962, όπως είπαμε. Άρα σε ώριμη ηλικία έζησε την τεράστια ωθητική δύναμη που κλόνισε τον κόσμο του 20ου αιώνα — την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917- και που έδωσε στη διανόηση και στην Τέχνη σ’ όλο τον κόσμο τα φτερά μιας καινούργιας έμπνευσης με στο τιμόνι της εξουσίας τη νέα δύναμη της εργατιάς. Η Γαλάτεια, αδερφή της Έλλης Αλεξίου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη στη στενή επαρχιώτικη κοινωνία μιας Κρήτης του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του πολυτάραχου 20ου σε σπίτι με πολλά βιβλία της αφρόκρεμας της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από πολύ νωρίς συνειδητοποίησε τη «μοίρα» της γυναικείας ζωής και έκανε πράγματα που για την εποχή ήταν προκλητικά, ριζοσπαστικά, ελευθεριακά: ήταν η πρώτη Κρητηκιά που τόλμησε και έγινε συγγραφέας. Άφησε τη σιγουριά του πατρικού σπιτιού και ντυμένη αντρικά πήγε να σμίξει με τον αγαπημένο της, το Νίκο Καζαντζάκη. Στην Αθήνα πήγε να ζήσει μαζί του, αστεφάνωτη και άντεχε την ανέχειά τους. Μετουσίασε σε λογοτεχνία τον καταπιεστικό για τη γυναίκα θεσμό του γάμου στην τότε ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, όταν είχε χωρίσει πια με τον Καζαντζάκη, κράτησε τ’ όνομά του- είχε γίνει γνωστή με αυτό το όνομα πριν γίνει γνωστός ο Καζαντζάκης, επομένως δεν υπάρχει περίπτωση «κλοπής της δόξας» του – κάτι το οποίο ο ίδιος ο Καζαντζάκης θεωρούσε μεγάλη τιμή του. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Γέλα Παλιάτσο» δημοσιεύθηκε το 1909 και δίνει την επαναστατημένη ψυχή της γυναίκας της καταδικασμένης να είναι υποταγμένη στις προλήψεις και στα αφυκτικά όρια μιας γυναικείας ζωής σε «καθώς πρέπει» οικογένεια. Μιλώντας στον εαυτό της αυτή η γυναίκα θα πει: «Βαρέθηκα να ‘μαι κλεισμένη μεσ’ στο νεκροταφείο της ψυχής μου, μη κάνοντας άλλο, παρά να περιμένω όλο και καινούργιους νεκρούς να θάψω, που φεύγουν κάθε μέρα από τον κόσμο της δικής μου ζωής». Όμως, η γυναίκα της νουβέλας στρέφεται προς τα έξω και εκφράζει τον πόθο της για συμμετοχή στη ζωή: «Πέρα από τα κάγκελά του είδα πως υπάρχει μια ζωή πολυσύνθετη και παντοκρατόρισσα. Η ζωή των άλλων. Αλυσσίδα ασύντριφτη κι ατέλειωτη, οι ζωές, τα εκατομμύρια οι ζωές – με ξεκουφαίνει με το δαιμονισμένο κρότο της! Τί καλά! Θα πάω κι εγώ τώρα, να ενώσω το χαλκά της ζωής μου με τους χαλκάδες που αποτελούνε την αλυσσίδα όλη. Θα κουδουνίσει κι ο δικός μου μεσ’ στους άλλους. Ετσι κ’ η δική μου ζωή θα βγάλει κάποιους ήχους αγγίζοντας των άλλων τις ζωές» εκφράζοντας μ’αυτά τα λόγια την τραγική κοινωνική σιωπή της γυναικείας ζωής.
Ανάμεσα στο θαυμασμό και τη δυσφορία
Απ΄ο, τι καταλαβαίνουμε από τις αντιδράσεις του ο αγαπημένος της, ο Νίκος Καζαντζάκης, δυσανασχέτισε με τόση γυναικεία ελευθερία. Γράφει απ’ αφορμή του πρώτου αυτού μυθιστορήματος της Γαλάτειας: «…μέσα από το θαυμασμό που νιώθομε για την ειλικρίνεια και την επαναστατικότητα και τη σπαρταριστή ανάλυση του Ridi Pagliaccio της Γαλάτειας […] μια δυσφορία μας κυριεύει, μια παράξενη συστολή, κάτι τι που πολύ απότομα πέφτει και πολύ κυνικότατα ξεσκεπάζεται κι ορμά. Είναι ίσως πρόληψη, ισως συνήθεια, ίσως ανάγκη ψυχολογική, τη γυναίκα να τη θέλουμε τελείως γυναίκα, αδύνατη κ’ευκολόσπαστη κ’ευκολοσυγκίνητη, που να μισεί την αλήθεια ως κάτι τι ενάντια στον προορισμό της και ν’αγαπά «φύσει» την ψευτιά και την υποκρισία και τις χίλιες δυό απόχρωσες του ατλαζιού και τις χίλιες δυό ηδονικές ανατριχίλες της θάλασσας και της γάτας. Κι όταν στην τέχνη εξωτερικευτεί μια γυναίκα ψυχόρμητα, νιώθομε πως τότε μόνο θα δημιουργήσει έργα μεγάλα, όταν αποτυπώσει τέλεια τα κυματιστά της αυτά και ύπουλα και τίγρινά της φυσικά – και όχι όταν το μικρό της το χέρι, που πρέπει πάντα να μας δροσίζει και να μας κλει τα μάτια, σμίγει με το μεγάλο το αδρό χέρι του άντρα και θέλει να ρίξει κάτω τα γλυκότατα ξόβεργα, που πλάνα κρύβονται κ’ενεδρέουν ανάμεσα στα φύλλα της ύπαρξης, για να μας γλυκάνουν τη ζωή σκλαβώνοντάς τηνε».
Ο Νίκος Καζαντζάκης διατυπώνει εδώ όλα τα αντιδραστικά στερεότυπα των προκαταλήψεων που αναφέραμε παραπάνω, τη βασική και καθόλου κολακευτική αντίληψη που επικρατούσε για τη φύση και το χαρακτήρα του γυναικείου φύλου. Η περιγραφή του είναι περίπου κλασική και αν τώρα πια μπορεί να φαίνονται παρατραβηγμένες οι απόψεις αυτές (αν και πολλοί τις ασπάζονται ακόμα, κι ας μην το εκφράζουν τόσο γλαφυρά), έχουν αφήσει τουλάχιστον γερά υπολείμματα και επιβιώσεις που μάλλον αυξάνονται με τα βήματα πίσω της κοινωνίας μας αυτή τη στιγμή σε όλα τα επίπεδα. Στο ίδιο κείμενο λίγο παρακάτω, ο Καζαντζάκης δείχνει όμως και αυτογνωσία και ειλικρίνεια, έστω με το δικό του, μεταφυσικό τρόπο, λέγοντας: «Κι ακόμα πιο πολύ – δεν ξέρω – η δυσφορία που μου γεννά το Ridi Pagliaccio, αναβρύζει ίσως από κάπου βαθύτερη, μυστικότερη πηγή. Η Γυναίκα που, όταν αγαπήσει, αντί να συρθεί στα πόδια του κυρίαρχού της, σκλάβα, υψώνεται τόσο ανδιάντροπα και βεβηλώνει την αγάπη της δημοσιεύοντάς τηνε — μου κάνει κακό, είναι σα ν’ανοίγει την κάμαρά της, είναι σαν ν’ανασηκώνει τις κουρτίνες του κρεβατιού της και προσκαλεί όλο τον κόσμο να σκύψει απάνω στα σεντόνια και να δει και να λερώσει με τα χέρια του τα τσαλακωμένα , μουσκεμμένα προσκεφάλια και να μολύνει με τα περίεργά του , τ’ακάθαρτα βλέμματα, τις ιερές σεμνότητες της ασεμνότατης ηδονής. Οχι, πιο ντροπαλή και πιο συμμαζεμένη και πιο σεβαστή πρέπει να είναι η γυναικίσια αγάπη. Ο, τι κι αν λέμε, ο αληθινός ρόλος της γυναίκας είναι ν’αγαπά, να πονεί, να χαίρεται και να σωπαίνει. Και όχι να σηκώνεται και να δρασκελίζει το κατώφλι του σπιτιού της και να βγαίνει στα τρίστρατα μεσόγυμνη και να δείχνει σ’ όλους τους διαβάτες κλαψιάρα, τα μπράτσα της τα μπλαβισμένα από τα φιλήματα του Αγαπητικού, και την ψυχή της την κουρελιασμένη και καταξεσκισμένη από μιαν άσπλαχνη κι ανελεήμονη αγάπη». Και εφόσον δηλώσει ο Καζαντζάκης ότι «μας έρχεται να πάρουμε τη γυναίκα αυτή και να την πάμε σπίτι της και να διπλοκλειδώσουμε (!)» καταλήγει «Γι’ αυτό μου κάνει κακό και προσβάλλει πολλές μέσα μου λεπτότητες, η Γυναίκα (πάλι με κεφαλαίο Γ !, Α.Ι.) που ξεπετιέται έτσι ανυπόταχτα στους φυσιολογικούς της νόμους και μιλά τόσο θαρρετά και με τόση τρομακτική ειλικρίνεια για ο, τι ιερό και λειτουργικότατο έχει η γυναικεία ζωή – για την Αγάπη (κι αυτή με κεφαλαίο Α, Α.Ι.). Σ’ αυτά τα λόγια έχουμε συμπυκνωμένα όλη την αντιδραστική αντίληψη για τη γυναίκα και τον προορισμό της και καταλαβαίνουμε τι είχε να αντιμετωπίσει η Γαλάτεια στην εποχή της, αλλά και πόσο διαμετρικά αντίθετη ήταν η συγκρότησή της απ’ αυτή του Καζαντζάκη. Αυτή: επαναστάτρια στραμμένη προς την κοινωνία. Αυτός: καθόλου επαναστάτης, στραμμένος προς τα μέσα, στο μεταφυσικό εγώ. Ωστόσο, οι αντιλήψεις του Καζαντζάκης ήταν οι τρέχουσες της εποχής εκείνης κι όχι μόνο.
Η κατακόκκινη παραφωνία
Ένας ερωτευμένος Καζαντζάκης ταλαντεύεται ανάμεσα στο θαυμασμό και τη δυσφορία που μοιάζει σχεδόν με τρόμο. Τα ανακατεμένα του αισθήματα για τη Γαλάτεια φαίνονται ακόμα πιο γλαφυρά από τα εξής λόγια του γλωσσοπλάστη συγγραφέα, από την ίδια κριτική: «Η Γαλάτεια Αλεξίου. Ενα από τα ωραιότερα και σπαραχτικότερα θεάματα που είδα στη ζωή μου. Μέσα σε μιαν επαρχιακή στενοκέφαλη κοινωνία, η παρουσία της προξενεί σκάνδαλο στους αστούς. Την κοιτάζουν με την έκπληξη και την αγανάκτηση που θα κοιτάζουν τ’αγαθά καλόβουλα αστάχυα του σταριού τη φουντωμένη παπαρούνα, που υψώνεται ανάμεσά τους ορθόστηθη και ολάνοιχτη και παραδίνει σ’ όλους τους ανέμους τα μυστικά της κι αναταράζει τα χείλια της, θέλοντας να πιει στόμα με στόμα τον ήλιο. Είναι μια κατακόκκινη κι αντάρτισσα παραφωνία μέσα στην ασάλευτη σκλαβοπλανταγμένη ατμόσφαιρα της επαρχιώτικης σταχτόχρωμης ζωής…» (υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.).
Στο επόμενο θα σταθούμε περισσότερο σε κάποια έργα της Γαλάτειας Καζαντζάκη-Αλεξίου.
Συνεχίζεται