Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΑΛΛΙΚΗ  ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Οι 14 Ιου­λί­ου, μέρα που ξεκί­νη­σε η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση του 1789 με την έφο­δο στη Βαστί­λη, είναι κοντά και αξί­ζει αυτό το σημα­δια­κό ιστο­ρι­κό γεγο­νός, που άλλω­στε κάθε χρό­νο γιορ­τά­ζε­ται πανη­γυ­ρι­κά στη Γαλ­λία (η αστι­κή τάξη ξέρει τι κάνει) να στα­θού­με εκτενέστερα.

Τα βιβλία της ανα­φο­ράς μας κυκλο­φό­ρη­σαν το 1989–1992 από τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» και έχουν δια­χρο­νι­κή ιστο­ρι­κή σημασία.

Πρό­κει­ται για τα:

-Μαρά-Σεν-Ζιστ-Ροβε­σπιέ­ρος, Κεί­με­να. Επι­λο­γή-Μετά­φρα­ση-Προ­λο­γι­κά του Μάριου Βερέτ­τα (1989)

-Ρου­σό-Μαρά-Ροβε­σπιέ­ρος, Μορ­φές της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, του Άλφρεντ Μάν­φρεντ  μετα­φρα­σμέ­νο από τη Μαί­ρη Καβ­βα­δία από τη γαλ­λι­κή έκδο­ση του βιβλί­ου του σοβιε­τι­κού ιστο­ρι­κού των εκδό­σε­ων «Πρό­γκρες» (1969).Κυκλοφόρησε στα ελλη­νι­κά το 1989

-1789. Η μεγά­λη επα­νά­στα­ση των Γάλ­λων των Βάλ­τερ Μαρ­κόφ και Άλμπερ Σόμπουλ. Η μετά­φρα­ση έγι­νε από τη γερ­μα­νι­κή έκδο­ση και είναι της Καί­της Μάρα­κα (1990)

-Άλμπερ Σόμπουλ, Πραγ­μα­τεία περί της κατα­γω­γής και των θεμε­λί­ων της ανι­σό­τη­τας ανά­με­σα στους ανθρώ­πους. Μετά­φρα­ση: Μέλ­πω Αλε­ξί­ου-Κανα­γκί­νη (1992)

Με βάση ανά­λυ­σης τον ιστο­ρι­κό υλισμό

Δεν είναι εύκο­λο να βρει κανείς τόσο καλά θεμε­λιω­μέ­νες επι­στη­μο­νι­κές μελέτες/έρευνες σε τόσο προ­σι­τή γλώσ­σα για το τόσο συχνά παρερ­μη­νευ­μέ­νο φαι­νό­με­νο της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης του 1789. Δεν είναι τυχαίο, ότι τα δύο βιβλία είναι γραμ­μέ­να από σοβιε­τι­κούς επι­στή­μο­νες. Τα άλλα δύο είναι αυτού­σια κεί­με­να Γάλ­λων επα­να­στα­τών και προ­δρό­μων στοχαστών.

Στο πρώ­το βιβλίο, κεί­με­να των Μαρά, Σεν-Ζιστ, Ροβε­σπιέ­ρου, δια­βά­ζου­με τις σκέ­ψεις και τις ιδέ­ες των τριών αυτών μορ­φών της Γαλ­λί­ας του 18ου αιώ­να σ’ ό, τι αφο­ρά τον άνθρω­πο, την κοι­νω­νία και την επα­νά­στα­ση. Επί­σης περι­λαμ­βά­νε­ται ένας πολύ κατα­το­πι­στι­κός πρό­λο­γος, καθώς και εισα­γω­γή με μια σύντο­μη ιστο­ρία της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, ενώ πριν από τα κεί­με­να του καθε­νός περι­λαμ­βά­νο­νται σύντο­μες βιο­γρα­φί­ες των τριών επα­να­στα­τών-στο­χα­στών. Στον πρό­λο­γο του Μάριου Βερέτ­τα δια­βά­ζου­με: «Ο σκο­πός τού­του του βιβλί­ου είναι μια εκλαϊ­κευ­μέ­νη παρου­σί­α­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας και του έργου τριών μεγά­λων Γάλ­λων επα­να­στα­τών: του Μαρά, του Ροβε­σπιέ­ρου και του Σεν-Ζιστ. Μέσα από τα ίδια τους τα κεί­με­να ανα­κα­λύ­πτο­νται δύο πολύ σημα­ντι­κά πράγ­μα­τα. Από τη μια μεριά, τα μέσα που χρη­σι­μο­ποί­η­σε η αστι­κή τάξη προ­κει­μέ­νου να επι­βά­λει την κυριαρ­χία της, τα οποία αντι­πα­λεύ­ουν αυτοί οι επα­να­στά­τες. Μέσα που παρα­μέ­νουν ουσια­στι­κά τα ίδια και σήμε­ρα, στα πλαί­σια του καπι­τα­λι­σμού και του ιμπε­ρια­λι­σμού, παρά την όποια εκσυγ­χρο­νι­σμέ­νη τους μορ­φή. Στην ουσία, όλα τα σπέρ­μα­τα της συμπε­ρι­φο­ράς του καπι­τα­λι­σμού, όπως τη γνω­ρί­ζου­με σήμε­ρα, τα συνα­ντά­με ήδη στη συμπε­ρι­φο­ρά της γαλ­λι­κής αστι­κής τάξης του 18ου αιώ­να. Δεν της λεί­πουν ούτε οι κοι­νο­βου­λευ­τι­κές δολο­πλο­κί­ες, ούτε η τρο­μο­κρα­τία των ροπα­λο­φό­ρων «αγα­να­κτι­σμέ­νων» νεα­ρών πολι­τών, ούτε η στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία, ούτε οι μονο­πω­λια­κές τεχνη­τές ελλεί­ψεις τρο­φί­μων, ούτε ο πλη­θω­ρι­σμός. (σελ.7/8). Και συνε­χί­ζει: «Από την άλλη, τα ίδια κεί­με­να φέρ­νουν στο φως  όλες τις αδυ­να­μί­ες –που προ­έρ­χο­νται από τις ίδιες τις τότε αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες – του λαϊ­κού κινή­μα­τος. Η έλλει­ψη ταξι­κής συνεί­δη­σης, η απου­σία ουσια­στι­κής οργά­νω­σης, η αδυ­να­μία αντί­λη­ψης των κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των, η ιδε­α­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση των οικο­νο­μι­κών προ­βλη­μά­των, όλα αυτά είχαν σαν απο­τέ­λε­σμα να χρη­σι­μο­ποιεί­ται η επα­να­στα­τι­κή ορμή των εξα­θλιω­μέ­νων λαϊ­κών μαζών προς όφε­λος της αστι­κής τάξης. Μετά την εγκα­τά­στα­ση της τελευ­ταί­ας στην εξου­σία, το λαϊ­κό επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα αντι­με­τω­πί­στη­κε με τη βίαιη κατα­στο­λή, ώστε να μην τολ­μή­σει να προ­χω­ρή­σει στην υλο­ποί­η­ση του δικού του ορά­μα­τος, για μια κοι­νω­νία με πραγ­μα­τι­κή ισό­τη­τα, λευ­τε­ριά και δημο­κρα­τία. Η επι­λο­γή για την παρου­σί­α­ση των έργων του Μαρά, του Ροβε­σπιέ­ρου και του Σεν-Ζιστ δεν έγι­νε βέβαια τυχαία. Το κοι­νό χαρα­κτη­ρι­στι­κό των τριών γάλ­λων επα­να­στα­τών είναι ότι αντι­λή­φθη­καν έγκαι­ρα τις παγί­δες της αστι­κής τάξης ενά­ντια στο λαϊ­κό κίνη­μα, κι έτσι, με τον τρό­πο του ο καθέ­νας, πάλε­ψαν ενά­ντια στην κυριαρ­χία των αστών» (σελ. 8).

Κήρυ­κες του μέλλοντος

Πολ­λά από τα παρα­πά­νω είναι ανα­γνω­ρί­σι­μα ακό­μα και σήμε­ρα μετά από πάνω από 200 χρό­νια εμπει­ρί­ας εργατικών/λαϊκών αγώ­νων. Τότε, όμως, ήταν οι αδυ­να­μί­ες και τα λάθη «δικαιο­λο­γη­μέ­να» πολύ περισ­σό­τε­ρο από σήμε­ρα. Τότε ήταν ιστο­ρι­κά νωρίς για να πετύ­χει μια λαϊ­κή επα­νά­στα­ση. Η εργα­τι­κή τάξη δεν μπο­ρού­σε ακό­μα να αρθρώ­σει το δικό της ιστο­ρι­κό λόγο και να χαρά­ξει τη δική της πρά­ξη με τρό­πο οργα­νω­μέ­νο και θεω­ρη­τι­κά θεμε­λιω­μέ­νο. Αυτό θα γινό­ταν λίγο αργό­τε­ρα με τους Μαρξ-Ένγκελς. Η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση ήταν επα­νά­στα­ση της αστι­κής τάξης. Ήταν η σει­ρά της να απαι­τή­σει τη θέση στην κοι­νω­νία που της ανα­λο­γού­σε ιστο­ρι­κά και να εμπε­δω­θεί στην εξου­σία, αλλά ούτε αυτό δεν έγι­νε χωρίς απο­λυ­ταρ­χι­κά πισωγυρίσματα.

Στο βιβλίο παρα­κο­λου­θού­με εν συντο­μία την εξέ­λι­ξη της αντε­πα­νά­στα­σης με τον απο­κε­φα­λι­σμό των Ροβε­σπιέ­ρου, Σεν-Ζιστ κι άλλων που σήμα­νε τον ουσια­στι­κό απο­κε­φα­λι­σμό του λαϊ­κού κινή­μα­τος. Η αστι­κή τάξη εισέ­πρα­ξε τους καρ­πούς των αγώ­νων τους. Ο Σεν-Ζιστ στο λόγο του στη Συμ­βα­τι­κή, στις 24 του Απρί­λη του 1793, για το Σύνταγ­μα της Γαλ­λί­ας θα πει ανά­με­σα σ’ άλλα: «Όλοι οι τύραν­νοι είχαν τα μάτια τους πάνω μας όταν δικά­ζα­με κάποιον από τους όμοιούς τους. Σήμε­ρα που, με ένα καλύ­τε­ρο πεπρω­μέ­νο, σκέ­φτε­στε τη λευ­τε­ριά του κόσμου, οι λαοί, που είναι οι αλη­θι­νοί μεγά­λοι της γης, θα έχουν με τη σει­ρά τους τα βλέμ­μα­τά τους στραμ­μέ­να πάνω σας» (σελ. 123). Δεν είναι το μόνο από­σπα­σμα από το οποίο φαί­νε­ται πόσο προ­χω­ρη­μέ­νη ήταν η σκέ­ψη των επα­να­στα­τών αυτών και πόσο μακριά στο μέλ­λον έρι­χναν την πέτρα. Το βλέμ­μα τους ξεπέ­ρα­σε κατά πολύ την επα­νά­στα­ση των αστών και στρά­φη­κε στο λαϊ­κό κίνη­μα, στις δυνά­μεις των λαών, την ανα­γκαιό­τη­τα να πάρουν τη μοί­ρα στα χέρια τους. Το βλέμ­μα τους πέρα­σε στο επό­με­νο ιστο­ρι­κό στά­διο, αλλά δεν είχε έρθει ακό­μα η ώρα. Ο λαός έπρε­πε να περά­σει από ακό­μα μία τυραν­νία: την αστι­κή. Αυτή ήθε­λε τη λαϊ­κή συμ­μα­χία για να ανα­τρέ­ψει την εξου­σία της φεου­δαρ­χί­ας και του απο­λυ­ταρ­χι­κού καθεστώτος.

Ρου­σό, Μαρά, Ροβεσπιέρος

Η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση σήμα­νε λοι­πόν, τις απαρ­χές του περά­σμα­τος από ένα κοι­νω­νι­κό-οικο­νο­μι­κό σύστη­μα σ’ ένα άλλο στη Γαλ­λία. Πολύ νωρί­τε­ρα είχαν γίνει αστι­κές επα­να­στά­σεις στην Ολλαν­δία και στην Αγγλία. Έτσι, ο Καρλ Μαρξ  θα πει τα εξής χαρα­κτη­ρι­στι­κά λόγια: «Το 1789 η αστι­κή τάξη ήταν ενω­μέ­νη με το λαό ενά­ντια στη βασι­λεία, τους ευγε­νείς και την κυρί­αρ­χη εκκλη­σία. Η επα­νά­στα­ση του 1789 είχε ως πρό­τυ­πο (του­λά­χι­στον στην Ευρώ­πη) μόνο την επα­νά­στα­ση του 1648, η επα­νά­στα­ση του 1648 μόνο την εξέ­γερ­ση των Ολλαν­δών ενά­ντια στην Ισπα­νία. Και οι δύο επα­να­στά­σεις ήταν έναν αιώ­να μπρο­στά σε σχέ­ση με τα πρό­τυ­πά τους, όχι μόνο χρο­νι­κά αλλά και ως προς το περιε­χό­με­νό τους. Και στις δύο επα­να­στά­σεις η αστι­κή τάξη ήταν η τάξη που βρι­σκό­ταν πραγ­μα­τι­κά επι­κε­φα­λής του κινή­μα­τος. Το προ­λε­τα­ριά­το και οι μερί­δες του αστι­σμού που δεν ανή­καν στην αστι­κή τάξη είτε δεν είχαν συγκρο­τη­θεί ακό­μη ξεχω­ρι­στά από την αστι­κή τάξη είτε δεν είχαν ακό­μη σχη­μα­τί­σει αυτό­νο­μα ανε­πτυγ­μέ­νες τάξεις ή τμή­μα­τα τάξε­ων. Όπου λοι­πόν αντι­τά­χθη­καν στην αστι­κή τάξη, όπως για παρά­δειγ­μα το 1793/4 στη Γαλ­λία, αγω­νί­ζο­νταν μόνο για την επι­βο­λή των συμ­φε­ρό­ντων της αστι­κής τάξης, αν και όχι βέβαια με τον τρό­πο της αστι­κής τάξης. Όλη η γαλ­λι­κή τρο­μο­κρα­τία δεν ήταν παρά ο πλη­βεια­κός τρό­πος για να τελειώ­νουν με τους εχθρούς της αστι­κής τάξης, την απο­λυ­ταρ­χία, τη φεου­δαρ­χία και τους μικρο­α­στούς. Οι επα­να­στά­σεις του 1648 και 1789 δεν ήταν αγγλι­κές και γαλ­λι­κές επα­να­στά­σεις, ήταν επα­να­στά­σεις ευρω­παϊ­κού τύπου» (Καρλ Μαρξ, «Η αστι­κή τάξη και η αντε­πα­νά­στα­ση», Neue Rheinische Zeitung, 15 Δεκεμ­βρί­ου 1848. Στο: Καρλ Μαρξ, Για τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, Εκδό­σεις «Εξά­ντας»).

Ταξι­κοί αγώνες

Η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση μελε­τή­θη­κε σε βάθος από τους Μαρξ-Ένγκελς, όπως όλοι οι ταξι­κοί αγώ­νες στη Γαλ­λία. Ο Άλφρεντ Μάν­φρεντ, στο βιβλίο του «Ρου­σό, Μαρά, Ροβε­σπιέ­ρος» τονί­ζει όχι τυχαία, ότι «Οι μεγά­λοι δάσκα­λοι της εργα­τι­κής τάξης, ο Μαρξ και ο Λένιν, πάντα εκτι­μού­σαν πάρα πολύ τις παρα­δό­σεις του ιακω­βι­νι­σμού, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας ότι ο βαθύς σεβα­σμός για τις ένδο­ξες αυτές παρα­δό­σεις δεν σημαί­νει καθό­λου την επα­νά­λη­ψη της πεί­ρας του παρελ­θό­ντος. Έλε­γε ο Μαρξ το 1848: «Ο ιακω­βί­νος του 1793 έγι­νε ο κομ­μου­νι­στής του σήμε­ρα». Ο Λένιν, απο­κα­λώ­ντας τους μπολ­σε­βί­κους ιακω­βί­νους της σύγ­χρο­νης σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, έλε­γε το 1905: «Αυτό φυσι­κά δεν σημαί­νει ότι εμείς θα θέλα­με σώνει και καλά να μιμη­θού­με τους ιακω­βί­νους του 1793, να αντι­γρά­ψου­με τις από­ψεις, το πρό­γραμ­μα, τα συν­θή­μα­τά τους και τις μεθό­δους της δρά­σης τους. Κάθε άλλο. Εμείς δεν έχου­με παλιό πρό­γραμ­μα μα και­νούρ­γιο…» (σελ. 300). Επι­ση­μαί­νου­με ότι οι ιακω­βί­νοι ήταν τα μέλη μιας πολι­τι­κής λέσχης που πρέ­σβευαν τις αρχές της έσχα­της δημο­κρα­τί­ας και της από­λυ­της ισό­τη­τας. Το βιβλίο του Μάν­φρεντ επι­κε­ντρώ­νε­ται στους τρεις πρω­τα­γω­νι­στές με ένα πολύ σύντο­μο υπό­τι­τλο-χαρα­κτη­ρι­σμό για τον καθέ­να στο σχε­τι­κό κεφά­λαιο. Έτσι ο Ζαν-Ζακ Ρου­σό χαρα­κτη­ρί­ζε­ται «πρό­δρο­μος της Επα­νά­στα­σης», ο Ζαν-Πολ Μαρά «ο φίλος του λαού» και ο Μαξι­μι­λια­νός Ροβε­σπιέ­ρος «ο αδιά­φθο­ρος». ‘Ενα τέταρ­το πολύ ενδια­φέ­ρον κεφά­λαιο αφιε­ρώ­νε­ται στις δια­μά­χες γύρω από τον Ροβεσπιέρο.

Ο Ζαν-Πολ Μαρά γεν­νή­θη­κε το 1743, 31 χρό­νια μετά από το Ρου­σό. Στο βιβλίο του Μάν­φρεντ παρα­κο­λου­θού­με την πορεία της ζωής του από την παι­δι­κή ηλι­κία. Το Δεκέμ­βρη του 1774 εκδί­δε­ται στα αγγλι­κά, χωρίς το όνο­μα του συγ­γρα­φέα, το πρώ­το του πολι­τι­κό έργο (τα προη­γού­με­νά του ήταν λογο­τε­χνι­κά, φιλο­σο­φι­κά). Η γαλ­λι­κή έκδο­ση έγι­νε μόλις το 1793, δηλα­δή τον τέταρ­το χρό­νο μετά την επα­νά­στα­ση του 1789 και σχε­δόν 20 χρό­νια μετά την αγγλι­κή έκδο­ση! Ο τίτλος του έργου ήταν «Αλυ­σί­δες της Σκλα­βιάς». Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζει η θεω­ρία του Μαρά για τη βία του κρά­τους και το δικαί­ω­μα των φτω­χών να διεκ­δι­κή­σουν με τη βία και μάλι­στα ένο­πλα, τα δικαιώ­μα­τά τους. «Η αλή­θεια και η δικαιο­σύ­νη είναι οι μόνες θεό­τη­τες που πιστεύω πάνω στη γη» έγρα­φε ο Μαρά.  Οι βασι­κές ιδέ­ες αυτού του βιβλί­ου είναι λοι­πόν η ανα­γκαιό­τη­τα της ένο­πλης εξέ­γερ­σης και οι στό­χοι αυτής της εξέ­γερ­σης, για­τί «τα κρά­τη προ­έρ­χο­νται από τη βία» (σελ. 66, Μάν­φρεντ) και μ’ αυτό (και όχι μόνο) φαί­νε­ται η επί­δρα­ση του Ρουσό.

Ο Ροβε­σπιέ­ρος γεν­νή­θη­κε το 1758. Περι­γρά­φε­ται στο βιβλίο του Μάν­φρεντ η «περιρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα» των χρό­νων που μεγά­λω­νε, 30 χρό­νια περί­που πριν από την επα­νά­στα­ση σε μια Γαλ­λία που ξεγλι­στρού­σε όλο και βαθύ­τε­ρα και όλο και ταχύ­τε­ρα στην παρακ­μή. Από τα σχο­λι­κά του χρό­νια κιό­λας ο Ροβε­σπιέ­ρος ήταν «ρου­σο­νι­κός». Θεω­ρού­σε τον Ρου­σό δάσκα­λό του και τον θαύ­μα­ζε όλη τη ζωή του. Τον θεω­ρού­σε πραγ­μα­τι­κό οδη­γό της επα­νά­στα­σης. Ωστό­σο: «…Αλλά το ιστο­ρι­κό μεγα­λείο του Ροβε­σπιέ­ρου βρι­σκό­ταν στο ότι δεν έμει­νε ο ντρο­πα­λός μιμη­τής του συγ­γρα­φέα του «Κοι­νω­νι­κού Συμ­βο­λαί­ου». Ο Ροβε­σπιέ­ρος μετέ­φρα­σε τις αφη­ρη­μέ­νες πολι­τι­κές υπο­θέ­σεις του Ρου­σό, στη σκλη­ρή γλώσ­σα της επα­να­στα­τι­κής δρά­σης. Όπου η σκέ­ψη του Ρου­σό έμε­νε άτολ­μη, ο Ροβε­σπιέ­ρος συνέ­χι­ζε άφο­βα το δρό­μο του. […] Μέρα με τη μέρα ξεπερ­νού­σε όλο και περισ­σό­τε­ρο αυτόν τον οποίο συνέ­χι­ζε να απο­κα­λεί δάσκα­λό του» (σελ. 195, Μάν­φρεντ). Μόλις 36 χρο­νών θανα­τώ­θη­κε στη λαι­μη­τό­μο. Ήταν ο μόνος από τους επα­να­στά­τες που ακο­λού­θη­σε τον επα­να­στα­τι­κό δρό­μο μέχρι τέλους και η μοί­ρα του, σύμ­φω­να με τον Μάν­φρεντ, ήταν τόσο στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη με την επα­νά­στα­ση που η μέρα του θανά­του του «υπήρ­ξε η τελευ­ταία μέρα της ιακω­βί­νι­κης δικτα­το­ρί­ας και η τελευ­ταία μέρα της Μεγά­λης Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης» (σελ. 238).

Δεν είναι τυχαίο λοι­πόν, ότι ο Ροβε­σπιέ­ρος έχει συκο­φα­ντη­θεί με ιδιαί­τε­ρο μένος από την αστι­κή ιστο­ριο­γρα­φία. Τον παρου­σί­α­σαν σαν εχθρό του ανθρώ­πι­νου γένους. Δεν έφτα­νε η πολι­τι­κή και φυσι­κή εξο­λό­θρευ­σή του. Υπάρ­χει ακό­μα και το εξής επι­τά­φιο επί­γραμ­μά του: «Δια­βά­τη, όποιος κι αν είσαι, μην κλαις για την τύχη μου. Αν ζού­σα, θα ήσουν νεκρός».

Στο δεύ­τε­ρο μέρος θα στα­θού­με στα άλλα δύο βιβλία, Η μεγά­λη επα­νά­στα­ση των Γάλ­λων των Walter Markov-Albert Soboul   και κυρί­ως στην Πραγ­μα­τεία περί της κατα­γω­γής και των θεμε­λί­ων της ανι­σό­τη­τας ανά­με­σα στους ανθρώ­πους του Ζαν-Ζακ Ρουσό.

Συνε­χί­ζε­ται

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο