Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεφύρι της Πλάκας: «Εθελοντισμός» και φρέντο καπουτσίνο πάνω στα συντρίμμια της αξιοπρέπειας και του φιλότιμου

gefiri-plakas3

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Έχουν περά­σει μερι­κά χρό­νια από την τελευ­ταία επί­σκε­ψή μου στο πετρο­γέ­φυ­ρο της Πλά­κας, πριν το τσα­κί­σουν η εγκα­τά­λει­ψη και η αδια­φο­ρία του κρά­τους και το ισο­πε­δώ­σει μπου­ρι­νια­σμέ­νος ο Άρα­χθος ποτα­μός. Με καμά­ρι είχα ανα­λά­βει τότε την ξενά­γη­ση μιας μεγά­λης παρέ­ας φίλων ―κάθε ηλι­κί­ας― που επι­σκέ­πτο­νταν για πρώ­τη φορά την περιο­χή των Τζου­μέρ­κων και με περη­φά­νια αντί­κρι­ζα το θαυ­μα­σμό τους στο άκου­σμα των όσων τρά­βη­ξαν οι δου­λευ­τά­ρη­δες του πρω­το­μά­στο­ρα Κώστα Μπέ­κα και των γύρω χωριών, μέχρι το πετρό­χτι­στο στο­λί­δι να ορθο­πο­δή­σει και να στε­φα­νώ­σει τα κρου­σταλ­λέ­νια νερά της γης των Αθα­μά­νων. Ο θαυ­μα­σμός τους είχε μετα­τρα­πεί σε απο­ρία και ανη­συ­χία όταν μετρού­σαν τις χαί­νου­σες πλη­γές του και απο­γο­ή­τευ­ση όταν άλλο μέλος της παρέ­ας ανα­φέρ­θη­κε στα επι­θε­τι­κά σχέ­δια της «επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας» που προ­ό­ρι­ζαν το ιστο­ρι­κό γεφύ­ρι για το βυθό μιας τεχνη­τής λίμνης…

Στην πορεία του χρό­νου και της εγκα­τά­λει­ψης το γεφύ­ρι δεν άντε­ξε. Πρω­το­μη­νιά του Φλε­βά­ρη έπε­σε. Γρά­φτη­καν και ειπώ­θη­καν πολ­λά και από πολ­λούς και, όπως συμ­βαί­νει συχνά σ’ αυτή τη χώρα, τα περισ­σό­τε­ρα από αυτούς που θα ’πρε­πε κανο­νι­κά να σωπαί­νουν αντί να συνα­γω­νί­ζο­νται σε θόρυ­βο χρή­σι­μα ―κατά τ’ άλλα― κατα­σκευα­σμέ­να από συγκε­κρι­μέ­νο τύπο μετάλ­λου απο­θη­κευ­τι­κά δοχεία…

Πριν λίγες μέρες επι­σκέ­φτη­κα ξανά τον πανέ­μορ­φο και ιστο­ρι­κό αυτό τόπο. Οι πρώ­τες κιό­λας εικό­νες που αντι­κρί­ζεις περ­νώ­ντας στον οριο­θε­τη­μέ­νο με πέτρι­νο χαμη­λό τοί­χο χώρο του γεφυ­ριού είναι απο­καρ­διω­τι­κές. Ένα μονό­χω­ρο κτί­σμα και ένα μεγά­λο τρο­χό­σπι­το-κοντέι­νερ που φέρουν δια­φη­μι­στι­κές επι­γρα­φές εται­ρειών που ασχο­λού­νται με τον του­ρι­σμό και τις αθλη­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες στη φύση, δεσπό­ζουν στα δεξιά. Προ­χω­ρώ­ντας προς το γεφύ­ρι από το φρο­ντι­σμέ­νο πέτρι­νο μονο­πά­τι που εναλ­λάσ­σε­ται με μικρά γεφυ­ρά­κια από ξύλο, δια­κρί­νε­ται ένα συρ­μα­τό­σκοι­νο που περ­νά­ει πάνω από τα νερά του ποτα­μού, καλά στε­ρε­ω­μέ­νο στις δυο όχθες του. Πρό­κει­ται προ­φα­νώς για εξάρ­τη­μα συγκε­κρι­μέ­νου σπορ. Από τη μεριά του γεφυ­ριού ακού­γε­ται μοντέρ­να μου­σι­κή και ανθρώ­πι­νες φωνές, όλο και πιο δυνα­τά όσο πλησιάζουμε.

gefiri-plakas1

Οι εικό­νες που θα αντι­κρί­σου­με στη συνέ­χεια και τα λόγια που θ’ ακού­σου­με θα συν­θέ­σουν μια κατά­στα­ση και συναι­σθή­μα­τα για τα οποία δεν είναι εύκο­λο να βρε­θούν λέξεις να τα απο­δώ­σουν με ακρίβεια.

Τα ακρω­τη­ρια­σμέ­να άκρα του γεφυ­ριού χάσκουν στο κενό έχο­ντας ανά­με­σά τους το μισο­βυ­θι­σμέ­νο στο νερό κου­φά­ρι του τόξου. Από τη μεριά της πρό­σβα­σής μας έχει τοπο­θε­τη­θεί μια υπο­τυ­πώ­δης σκα­λω­σιά η οποία δεν συγκρα­τεί απο­λύ­τως τίπο­τα ούτε και δύνα­ται να απο­τρέ­ψει την προ­σέγ­γι­ση στο ετοι­μόρ­ρο­πο τμή­μα του γεφυ­ριού. Γυα­λι­στε­ρές απα­γο­ρευ­τι­κές πινα­κί­δες κάποιας υπη­ρε­σί­ας του υπουρ­γεί­ου «Πολι­τι­σμού» και σκοι­νιά, προει­δο­ποιούν για τον κίν­δυ­νο. Ειρω­νεία; Πόσες και πόσες προει­δο­ποι­ή­σεις αλή­θεια, πόσες κραυ­γές αγω­νί­ας ειδι­κών, επι­στη­μό­νων, φορέ­ων, συλ­λο­γι­κο­τή­των και απλών ανθρώ­πων έδει­χναν τόσα χρό­νια τον κίν­δυ­νο, προ­δια­γρά­φο­ντας το ζοφε­ρό μέλ­λον του εγκα­τα­λειμ­μέ­νου και ασυ­ντή­ρη­του (από τις υπη­ρε­σί­ες του ίδιου υπουρ­γεί­ου που σήμε­ρα «προει­δο­ποιεί») γεφυριού…

Το παρα­πά­νω σκη­νι­κό θα ήταν λει­ψό χωρίς… μου­σι­κή επέν­δυ­ση. Ένα δυνα­τό «μπι­τά­κι» βγαί­νει από τους τοί­χους του παλιού ―επί τουρ­κο­κρα­τί­ας, τότε που το γεφύ­ρι απο­τε­λού­σε σύνο­ρο μετα­ξύ ελλη­νι­κού κρά­τους και τουρ­κο­κρα­τού­με­νων περιο­χών― τελω­νεί­ου (του κτί­σμα­τος όπου στις 29 Φλε­βά­ρη του 1944 υπο­γρά­φτη­κε η συμ­φω­νία της Πλά­κας — Μυρό­φυλ­λου μετα­ξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ) προ­φα­νώς για να σου θυμί­ζει ότι το χώμα που πατάς ανή­κει στην επι­κρά­τεια στης Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης. Το παλιό τελω­νείο που βρί­σκε­ται μόλις μερι­κά βήμα­τα από την σφρα­γι­σμέ­νη πια είσο­δο του γεφυ­ριού, ανα­και­νι­σμέ­νο από την «ιδιω­τι­κή πρω­το­βου­λία» έχει μετα­τρα­πεί σε κατά­στη­μα που προ­σφέ­ρει βάφλες και φρέ­ντο καπου­τσί­νο, μετά μου­σι­κής. Μπρο­στά στην είσο­δο του γεφυ­ριού καρέ­κλες και τρα­πέ­ζια γεμά­τα από του­ρί­στες. Φωνές και μου­σι­κή ανα­κα­τεύ­ο­νται με τον ήχο της καφε­δο­μη­χα­νής και τις παραγ­γε­λί­ες που δίνουν και παίρ­νουν. Είναι γεγο­νός ότι από την προη­γού­με­νη επί­σκε­ψή μου άλλα­ξαν πολλά…

gefiri-plakas5

Περ­νώ­ντας ανά­με­σα στους θαμώ­νες πήρα μερι­κές φωτο­γρα­φί­ες, πριν δια­βώ την πόρ­τα του «μαγα­ζιού» για να πάρω και τις χρεια­ζού­με­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Ο χώρος νοι­κιά­στη­κε από την Περι­φέ­ρεια Ηπεί­ρου σε «ιδιώ­τη» και το τελω­νείο μετα­τρά­πη­κε σε καφέ-μπαρ τον Γενά­ρη του 2014.

«Πώς πάνε οι δου­λειές;» ρώτη­σα, για να πάρω θετι­κή απά­ντη­ση από τον υπεύ­θυ­νο. «Σας βρή­κε όμως και αυτό το κακό το Φλε­βά­ρη…», συνέ­χι­σα κάνο­ντας νεύ­μα προς τη μεριά του γκρε­μι­σμέ­νου γεφυ­ριού, σα να προ­κα­λού­σα την απά­ντη­ση που έσκα­σε σαν κεραυ­νός: «Εξαρ­τά­ται, κακό… ή καλό;… Όπως το βλέ­πει κανείς…»! Πέρα­σαν μερι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα για να συνει­δη­το­ποι­ή­σω ότι καλά άκου­σα. Προ­σπα­θώ­ντας να μεί­νω νηφά­λιος τον ρώτη­σα: «Μα είναι δυνα­τόν να βγει κάτι καλό μέσα απ’ αυτή την τρα­γω­δία, από τέτοια κατα­στρο­φή;». «Δεν ξέρω…», συνέ­χι­σε ο νεα­ρός, «πολ­λοί μάς λένε ότι τώρα θα έρχο­νται περισ­σό­τε­ροι του­ρί­στες για να δουν το γεφύ­ρι… αλλά… μπο­ρεί να έχε­τε και δίκιο»… Τις τελευ­ταί­ες του λέξεις ένιω­σα ότι τις είχα εκβιά­σει αφού μάλ­λον κατά­λα­βε ότι είχε εκτε­θεί μπρο­στά μου με τα λεγό­με­νά του. Πήρα το δρό­μο της επι­στρο­φής. Για πολ­λά μέτρα με συνό­δευε η ασθμαί­νου­σα προ­σπά­θεια που έκα­νε για να ακου­στεί ο ψίθυ­ρος των νερών, αμυ­νό­με­νος στα βαριά «μπά­σα» ό,τι πιο «νέου» κυκλο­φο­ρεί στην παγκό­σμια μου­σι­κή βιομηχανία…

Λίγες μέρες αργό­τε­ρα ανα­κοι­νώ­θη­καν τα απο­τε­λέ­σμα­τα πανελ­λα­δι­κής έρευ­νας, σύμ­φω­να με την οποία «ένας στους δύο πολί­τες είναι δια­τε­θει­μέ­νος να κατα­βάλ­λει χρή­μα­τα προ­κει­μέ­νου να ανα­στη­λω­θεί το μνη­μείο. Όσοι δήλω­σαν ότι δεν προ­σφέ­ρουν χρή­μα­τα το απο­δί­δουν απο­κλει­στι­κά και μόνο στην οικο­νο­μι­κή τους αδυναμία.»

gefiri-plakas2

Η είδη­ση συνο­δεύ­τη­κε από σχό­λια τύπου «Συγκι­νη­τι­κό είναι το ενδια­φέ­ρον των Ελλή­νων για την ανα­στή­λω­ση του γεφυ­ριού της Πλά­κας» και την παρά­θε­ση των ονο­μά­των αυτών που παρα­βρέ­θη­καν στην εκδή­λω­ση για την παρου­σί­α­ση των απο­τε­λε­σμά­των της έρευ­νας (μετα­ξύ των οποί­ων ο Περι­φε­ρειάρ­χης Ηπεί­ρου και τοπι­κοί δημο­τι­κοί άρχο­ντες). Να υπεν­θυ­μί­σου­με και την εμφά­νι­ση «χορη­γών» για την ανα­στή­λω­ση του γεφυ­ριού, αμέ­σως μετά την κατάρ­ρευ­σή του… Και εδώ γεν­νιού­νται ανα­πό­φευ­χτα μερι­κά ερωτήματα.

Πού ήταν οι επι­χει­ρη­μα­τί­ες «χορη­γοί» πριν πέσει το γεφύ­ρι; Για­τί η Περι­φέ­ρεια Ηπεί­ρου δεν ανα­λάμ­βα­νε «χορη­γός» της απο­κα­τά­στα­σης-συντή­ρη­σης του γεφυ­ριού, πριν αυτό πέσει; Μήπως για­τί δεν θα της απέ­φε­ρε ακό­μα ―τότε― έσο­δα; Για­τί οι βου­λευ­τές της περιο­χής, ο Περι­φε­ρειάρ­χης Ηπεί­ρου και οι τοπι­κοί δήμαρ­χοι που σε όποια εκδή­λω­ση ή πανη­γύ­ρι βρε­θούν δια­λα­λούν την αγά­πη και την έγνοια τους για την ιδιαί­τε­ρη πατρί­δα τους και, εκτός αυτού, εκλέ­χτη­καν κιό­λας για να την υπη­ρε­τούν, δεν ξεσή­κω­σαν γη και ουρα­νό πριν πέσει το γεφύ­ρι αλλά τώρα παρα­βρί­σκο­νται ως τεθλιμ­μέ­νοι συγ­γε­νείς σε τελε­τές τύπου «παρη­γο­ριά στον άρρω­στο» που θυμί­ζουν μνη­μό­συ­νο; Για­τί οι κατά τα άλλα «ευσυ­γκί­νη­τοι» πολί­τες δεν αγκά­λια­ζαν τις κινη­το­ποι­ή­σεις για να σωθεί το γεφύ­ρι, που οργά­νω­ναν και πρω­το­στα­τού­σαν αυτοί που στη ζωή δεν μετρά­νε τα πάντα με δραχ­μές, ευρώ ή γρόσια;

gefiri-plakas4

Η φερεγ­γυό­τη­τα και η αξιο­πι­στία όσων ―αιρε­τών και μη― φωτο­γρα­φί­ζο­νται κορ­δω­μέ­νοι σε συνέ­δρια και ημε­ρί­δες για… την δια­φύ­λα­ξη της παρά­δο­σης και της πολι­τι­στι­κής μας κλη­ρο­νο­μιάς, αλλά και το φιλό­τι­μο και η αξιο­πρέ­πεια όσων τους εκλέ­γουν-κανα­κεύ­ουν-υπο­στη­ρί­ζουν-ανέ­χο­νται, έχουν εξα­φα­νι­στεί προ πολ­λού. Χάθη­καν κάπου ανά­με­σα στην «απορ­ρό­φη­ση κον­δυ­λί­ων» από τα «ευρω­παϊ­κά προ­γράμ­μα­τα του ΕΣΠΑ», την ―απ’ ευθεί­ας― ανά­θε­ση της ίδιας της επι­βί­ω­σής μας στην «υγιή επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα», στην απο­χαύ­νω­ση και πλή­ρη παραί­τη­ση των πολι­τών-πελα­τών μπρο­στά στην οθό­νη της «πλασμα»τικής ζωής τους. Ξεπου­λή­θη­καν αντί πινα­κί­ου φακής ―όσο «πιά­νουν» μερι­κά ψηφα­λά­κια, ένα ΕΚΑΣ ή μια θέση στη λίστα κοι­νω­νι­κού παντο­πω­λεί­ου― στο παζά­ρι της «καριέ­ρας» των πολι­τι­κά­ντη­δων, στο δού­ναι και λαβείν εξου­σί­ας και ψηφο­φό­ρου-πελά­τη, στην ψευ­δαί­σθη­ση ότι είμα­στε αυτό που θα θέλα­με να είμα­στε, στην αυτα­πά­τη ότι τα προ­βλή­μα­τά μας θα λυθούν δια εξου­σιο­δό­τη­σης, στην υιο­θέ­τη­ση της μιζέ­ριας και του εγκλει­σμού στα αδιέ­ξο­δα του προ­σω­πι­κού μας μικρό­κο­σμου ένα­ντι των ευθυ­νών μας απέ­να­ντι στο παρελ­θόν, το παρόν και το μέλλον.

Η καρα­μέ­λα με την έλλει­ψη χρη­μά­των πρέ­πει κάπο­τε να λιώ­σει. Πλού­τος αμύ­θη­τος παρά­γε­ται από έναν λαό εξα­να­γκα­σμέ­νο να ζει σε καθε­στώς βάρ­βα­ρης λιτό­τη­τας, απο­κομ­μέ­νος ―επί δεκα­ε­τί­ες, με σχε­δια­σμό και μεθο­δι­κό­τη­τα, από όλες τις κυβερ­νή­σεις― από τη γνώ­ση της ιστο­ρί­ας του· που του έμα­θαν ότι παρά­δο­ση θα πει «καγκέ­λια», ηλε­κτρι­κή κιθά­ρα, πλα­στι­κή καρέ­κλα, καψού­ρα και κου­τά­κι «πρά­σι­νη». Ένας λαός δια­παι­δα­γω­γη­μέ­νος να κοι­τά­ζει την πάρ­τη του, να κλεί­νει την πόρ­τα του σπι­τιού του και να λέει «δόξα τω θεώ» όταν δεν καί­γε­ται το δικό του αλλά του γεί­το­να, να φοβά­ται και να θεω­ρεί τους «λαθρο­με­τα­νά­στες» μεγα­λύ­τε­ρους εχθρούς από αυτούς που τον ξεζου­μί­ζουν, να εκτο­νώ­νε­ται με το «αθλη­τι­κό» οπα­δι­λί­κι και να συγκι­νεί­ται μέχρι δακρύ­ων με τα «τούρ­κι­κα».

gefiri-plakas7

Το ζήτη­μα δεν είναι οικο­νο­μι­κό. Πόσο θα κόστι­ζε δα αν το παλιό τελω­νείο το ανα­πα­λαί­ω­νε η ίδια η Περι­φέ­ρεια και το μετέ­τρε­πε σ’ ένα ταπει­νό μου­σείο (μερι­κές φωτο­γρα­φί­ες στους τοί­χους, μια καρέ­κλα κι ένα τρα­πέ­ζι) όπου θα σιγο­καί­ει η φλό­γα της ιστο­ρι­κής μνή­μης; Πόσο σημα­ντι­κά τέλος πάντων είναι αυτά τα «έσο­δα» που «νομι­μο­ποιούν» τις πλειο­ψη­φί­ες που παίρ­νουν τις απο­φά­σεις να παρα­χω­ρούν τη λαϊ­κή περιου­σία – κλη­ρο­νο­μιά στους επι­χει­ρη­μα­τί­ες και να στή­νο­νται «μπίζ­νες» κυριο­λε­κτι­κά πάνω σ’ ένα τόσο σημα­ντι­κό μνη­μείο; Ή, μήπως κιό­λας μας πουν ότι έτσι το αναδεικνύουν;!…

Είναι καθα­ρά ζήτη­μα πολι­τι­κών επι­λο­γών, άλλων «προ­τε­ραιο­τή­των» όπως αρέ­σκο­νται να λένε οι διά­φο­ροι «ρεα­λι­στές» «μνη­μο­νια­κοί» και… άρτι αφι­χθέ­ντες στη χώρα του «ρεα­λι­σμού» «αντι­μνη­μο­νια­κοί» πολι­τι­κοί, τηλε­πα­πα­γά­λοι, τσι­ρά­κια «τεχνο­κρά­τες» και εξαρ­τη­μέ­νοι τοπι­κοί άρχοντες.

«Απ’ ό,τι ακού­γε­ται τα έργα (ανα­στή­λω­σης) θα ξεκι­νή­σουν το καλο­καί­ρι» μας είπε ο υπεύ­θυ­νος του καφέ μπαρ. Σε συζή­τη­σή μας με καλούς φίλους στην Άρτα ανα­φέρ­θη­κε ότι οι «αρμό­διοι» δυσκο­λεύ­ο­νται από το γεγο­νός ότι δεν υπάρ­χει δρό­μος για να προ­σεγ­γί­σει το γεφύ­ρι γερα­νός! Προ­φα­νώς εδώ δεν έχου­με να κάνου­με με… κατε­πεί­γον ζήτη­μα, υψί­στης ανά­γκης για την πατρί­δα, σαν αυτά που «δικαιο­λο­γούν» το πέρα­σμα απάν­θρω­πων νόμων εκα­το­ντά­δων σελί­δων, αυτό­μα­τα σε μια νύχτα με μια πρά­ξη νομο­θε­τι­κού περιε­χο­μέ­νου, ή την ―με από­φα­ση απλά μιας πλειο­ψη­φί­ας― μετα­φο­ρά των απο­θε­μα­τι­κών των ταμεί­ων Δήμων και Περι­φε­ρειών στην διά­θε­ση της κυβέρ­νη­σης, για να μην «εκτε­θεί η χώρα στις υπο­χρε­ώ­σεις της» απέ­να­ντι στους τοκο­γλύ­φους δανειστές…

gefiri-plakas6

Θα ήταν πιο τίμιο αν έπαυαν να «νοιά­ζο­νται» για το δολο­φο­νη­μέ­νο γεφύ­ρι, όλοι αυτοί που μέχρι χτες δεν έδι­ναν στ’ αλή­θεια δεκά­ρα για την τύχη του και να το αφή­σουν στην ησυ­χία του. Να μεί­νει το χιλιο­βα­σα­νι­σμέ­νο κου­φά­ρι του μες στα ορμη­τι­κά μα τίμια νερά του Άρα­χθου, για να θυμί­ζει ότι σ’ αυτόν τον τόπο, κάπο­τε, άνθρω­ποι ξεχα­σμέ­νοι από θεό και γκου­βέρ­να, μα περή­φα­νοι, έχτι­ζαν έναν πολι­τι­σμό που είναι ανί­κα­νες να σηκώ­σουν στις τρυ­φη­λές πλά­τες τους οι γενιές της αρπα­γής, της «αλλα­γής», της συναλ­λα­γής και της υπο­τα­γής. Κι αυτοί που φώνα­ξαν και δεν ακού­στη­καν, που έτρε­ξαν και δεν έφτα­σαν, που πόνε­σαν αλη­θι­νά με το χαμό του θρυ­λι­κού πετρο­γέ­φυ­ρου της Πλά­κας, θα εξι­στο­ρούν στα παι­διά και στα παι­διά των παι­διών τους τα κατορ­θώ­μα­τα της μαστο­ριάς και του μόχθου του σινα­φιού του μαστρο Κώστα Μπέ­κα και το «κατόρ­θω­μα» των σύγ­χρο­νων απο­γό­νων τους να γκρεμίζουν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο