Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Ρίτσος, Μέτρησε τον ουρανό με τις παλάμες του…

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Το 1984, γιορ­τά­στη­καν τα 75 χρό­νια του Γιάν­νη Ρίτσου. Τότε το εκδο­τι­κό του «Οδη­γη­τή» παρου­σί­α­σε το βιβλίο της Ευτυ­χί­ας Καρύ­δη «Φυλ­λο­με­τρώ­ντας σελί­δες του Ρίτσου». Ο σκο­πός της έκδο­σης ήταν να βοη­θή­σει τους ανα­γνώ­στες και κυρί­ως εκεί­νους που δεν είχαν ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση με την ποί­η­ση να ανα­κα­λύ­ψουν το έργο του Γιάν­νη Ρίτσου, την επο­χή μέσα στην οποία γεν­νή­θη­κε η ποί­η­σή του αλλά και τον άνθρω­πο – αγωνιστή.

Η ιδέα γι’ αυτή την έκδο­ση γεν­νή­θη­κε από το ερώ­τη­μα αν και σε ποιο βαθ­μό το έργο του Ρίτσου, εκτός από τη Ρωμιο­σύ­νη και τον Επι­τά­φιο, είναι γνω­στό στο πλα­τύ κοινό.

Το βιβλίο απο­τε­λεί­ται από έντε­κα κεφά­λαια τα οποία παρου­σιά­ζουν τον άνθρω­πο, τον δημιουρ­γό και τον αγω­νι­στή στη­ρι­ζό­με­να σε μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των του, σε ένα στί­χο, σε μια επι­σή­μαν­ση ή πρά­ξη του, αλλά και σε απο­σπά­σμα­τα μελε­τών για το έργο του ή μαρτυρίες.

Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί είναι από το πρώ­το κεφά­λαιο καθώς αυτό αρχί­ζει με τη γέν­νη­ση του Γιάν­νη Ρίτσου, την Πρω­το­μα­γιά του 1909:

ritsos30b

Οικο­γέ­νεια Ρίτσου

Στο κάστρο οι του­φε­κιές κανέ­να δε φοβή­σαν. Μαθη­μέ­νοι ήσαν; Την ανά­γκη είχαν κάνει κου­ρά­γιο; Ποιος το ξέρει! Μα και ποιος να τολ­μή­σει να ρωτή­σει; Οι Ρίτσοι είχα­νε χιλιά­δες στρέμ­μα­τα στη γύρω περιο­χή. Την όρι­ζαν μαζί με τους Καπι­τσή­νη­δες, το άλλο τζά­κι της Μονεμ­βα­σιάς. Πλή­θος οι άνθρω­ποι στη δού­λε­ψή τους, εκα­τό οικο­γέ­νειες, και βάλε, ζού­σαν για το μεγά­λο σόι των Ρίτσων. Ο βρά­χος μόνο, άνυ­δρος, σκλη­ρός, που’ ξερε και μπο­ρού­σε, το διαλάλησε…Ξημέρωνε Πρω­το­μα­γιά του 1909.

[Ξυπνάω έντρο­μη με στριγ­γλιές από τους κρό­τους του πιστο­λιού του πατέ­ρα. Έρι­χνε στον αέρα από το μπαλ­κό­νι μας και ξύπνη­σε όλη τη Μονεμ­βά­σια. Χαι­ρε­τού­σε τη γέν­νη­ση του δεύ­τε­ρου γιού του. « Ρίξ­τε του­φέ­κια ν’ ακου­στεί: γεν­νή­θη κανα­κά­ρης»(…) Έχουν, νομί­ζω, σημα­σία οι αντι­δρά­σεις του πατέ­ρα στη γέν­νη­ση τη δική μου και του Γιάν­νη(…) Έτσι ένοιω­σε, μη κάνο­ντας εξαί­ρε­ση στη μανιά­τι­κη αντί­λη­ψη, που έβλε­πε τα θηλυ­κά κακο­τυ­χιά(…) Ναι, εκεί­να τα ξημε­ρώ­μα­τα γεν­νή­θη­κε ο Γιάν­νης Ρίτσος, ο ποι­η­τής. Τρέ­χει η ντα­ντά μου, η κυρά Σοφία, να με καθησυχάσει…Με σηκώ­νει αγκα­λιά της και με πηγαί­νει στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα της μάνας μου. Αφού με χάι­δε­ψε και με φίλη­σε, μου έδει­ξε μέσα στην κού­νια ένα μωρά­κι. « Βλέ­πεις, μου είπε, (…) εσύ θα το νανου­ρί­ζεις. Για σένα γίνο­νται όλα τού­τα κι εσύ φοβή­θη­κες;»(…) Κι έτσι, σαν παρα­μά­να ένιω­θα για το Γιάν­νη μας. Σ΄όλα τα χρό­νια, σε όλη μου τη ζωή». ( « Τα παι­δι­κά χρό­νια του αδελ­φού μου Γιάν­νη Ρίτσου», Λού­λας Ρίτσου – Γλέ­ζου , σελ. 19 – 21).]

Μετρά­ει τον ουρα­νό με τις παλάμες

( « Το τρα­γού­δι της αδελ­φής μου»)

Για­τί παρα­μά­να; Είναι λίγο αδελφή;

Έμει­ναν μόνοι. Η μεγα­λύ­τε­ρη κόρη, η Νίνα, παντρεύ­τη­κε κι έφυ­γε για την πρω­τεύ­ου­σα. Τα σπί­τια με τα κελά­ρια χάθη­καν, ο πατέ­ρας χρε­ω­κό­πη­σε. Ο μεγα­λύ­τε­ρος αδελ­φός, ο Μίμης, εκεί­νος που τον ονει­ρεύ­τη­καν αξιω­μα­τι­κό του Ναυ­τι­κού, πεθαί­νει από φυμα­τί­ω­ση. Η μάνα από την ίδια αρρώστια.

Στην αρχή, ζουν στο Γύθειο για να τελειώ­σουν το Γυμνά­σιο κι ύστε­ρα έρχο­νται στην Αθή­να για το Πανε­πι­στή­μιο. Ψάχνουν για δου­λιά. Ο Ρίτσος δου­λεύ­ει σα δακτυ­λο­γρά­φος σ’ ένα δικη­γο­ρι­κό γρα­φείο, σαν υπάλ­λη­λος σ’ ένα συμ­βο­λαιο­γρα­φείο και σαν καλ­λι­γρά­φος για διπλώ­μα­τα της Νομι­κής Σχο­λής. Ακό­μα και την καλ­λι­γρα­φία την αξιο­ποί­η­σε. Μέχρι σήμε­ρα τα χει­ρό­γρα­φά του είναι σαν έργα βυζαντινά.

Δύσκο­λοι οι και­ροί: η μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή, ο τόπος ανά­στα­τος απ’ άκρη σ’ άκρη. Ανερ­γία, πλη­θω­ρι­σμός και μιζέ­ρια. Αιμα­τη­ρές συγκρού­σεις ανά­με­σα στους βενι­ζε­λι­κούς και τους βασι­λι­κούς, ενώ δει­λά, αλλά στα­θε­ρά έχει αρχί­σει να προ­βά­λει στην πολι­τι­κή ζωή της χώρας το προ­λε­τα­ριά­το με την ίδρυ­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ελλά­δας. Μια νέα ελπί­δα για τις χιλιά­δες των εργα­ζο­μέ­νων γεν­νιέ­ται και η οργα­νω­μέ­νη πάλη της εργα­τι­κής τάξης δίνει διέ­ξο­δο σε πολ­λά προ­βλή­μα­τα, λύνει μερι­κά απ’ αυτά. Ο λαός αρχί­ζει ν’ ανα­πνέ­ει με μεγα­λύ­τε­ρη αισιο­δο­ξία, καθώς στον παγκό­σμιο στί­βο ιδρύ­ε­ται το πρώ­το κρά­τος της εργα­τι­κής τάξης, στη χώρα των Σοβιέτ. Τα μάτια προ­ση­λώ­νο­νται στην ΕΣΣΔ. Ο μαρ­ξι­σμός – λενι­νι­σμός κατα­κτά­ει ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρα μυα­λά και συνειδήσεις.

Ωστό­σο η Αθή­να είναι μια μεγά­λη πολι­τεία, που γυρεύ­ει ολο­έ­να λεφτά. Εκεί­νη, για τη μάχη της επι­βί­ω­σης ποτέ δεν απελ­πί­στη­κε. Έτρε­χε, σπού­δα­ζε, δού­λευε. Στα τελευ­ταία, έφυ­γε στην Αμε­ρι­κή, κάνο­ντας ένα γάμο, που ποτέ δεν το θέλη­σε, για να γλι­τώ­σει από τη φτώ­χεια. Να βοη­θή­σει και τον αδελ­φό, που δεν μπο­ρού­σε να δου­λέ­ψει για­τί στο μετα­ξύ, είχε προ­σβλη­θεί από τη φυματίωση.

[Βρι­σκό­μα­στε στο χει­μώ­να του 1926, δεν μπο­ρώ να προσ­διο­ρί­σω μήνα και μέρα. Όταν, ξυπνάω ανή­συ­χη ένα πρω­ι­νό(…) Ο Γιάν­νης γερ­μέ­νος στο παλιό λαβο­μά­νο του δωμα­τί­ου μας, η λεκά­νη κατα­κόκ­κι­νη(…) Είχε κάνει αιμόπτυση(…)Δεν μπο­ρού­σε να μιλή­σει(…) Το στό­μα του γεμά­το αίματα.

Είχε φοβη­θεί και εγώ περισ­σό­τε­ρο. Ταρα­χτή­κα­με. Ότι πάει, τρί­τω­σε το κακό στην οικο­γέ­νειά μας. Τον σκού­πι­σα και τον έπλυ­να, ξάπλω­σε στο κρε­βά­τι. Τρέ­χω και παίρ­νω τους δρό­μους κατά την Ομό­νοια. Για­τρό, πού να βρω γιατρό…Φτάνω στην πλα­τεία Ομο­νοί­ας. Είχε ξημε­ρώ­σει. Άρχι­ζε η πρω­ι­νή κίνη­ση στους δρό­μους και ποιον να βρω…Θυμόμουνα ότι αρχές Αγί­ου Κων­στα­ντί­νου είχε το ιατρείο του ένας πατριώ­της μας. Ρωτώ­ντας δεξιά κι αρι­στε­ρά, βρί­σκω το σπί­τι και το ιατρείο.

Ξαφ­νιά­στη­κε πολύ με το ανα­πά­ντε­χο του Γιάν­νη. Τον παρα­κα­λώ να έρθει γρή­γο­ρα να τον δει…Έρχεται ο καλός μας Κου­μου­τσά­κος και κάνει εξέ­τα­ση. Τον βρί­σκει πολύ αδύ­να­το, δια­τά­ζει ανά­παυ­ση, καλή τρο­φή και ηρε­μία. Μας καθη­σύ­χα­σε ότι δεν πρέ­πει να ανη­συ­χού­με άδι­κα. Μάλ­λον ήταν κάτι περι­στα­σια­κό. Το ζήτη­μα είναι να μην έχου­με δεύ­τε­ρη αιμό­πτυ­ση… Έφυ­γε, (…) ήταν της γνώ­μης πως ο Γιάν­νης θα έπρε­πε να πήγαι­νε στη Μονεμ­βά­σια. Βέβαια το κλί­μα, σαν παρα­θα­λάσ­σιο, δεν ήταν κατάλ­λη­λο, αλλά το πρώ­το που είχε ανά­γκη ο Γιάν­νης, μας είπε, είναι ανα­νέ­ω­ση, εξο­χή, συντρο­φιά και περι­ποί­η­ση. Πού να ήξε­ρε ο καη­μέ­νος.…( στο ίδιο, σελ. 85- 86)]

Σχε­δόν κανέ­νας δεν ήξε­ρε από τους γνω­στούς ποια ήταν η οικο­νο­μι­κή κατά­στα­σή τους. Κρά­τη­σαν με αξιο­πρέ­πεια το στό­μα ραμ­μέ­νο, ακό­μα κι όταν έμε­ναν μόνοι τους Χρι­στού­γεν­να. Μια κάποια βοή­θεια είχαν από το θείο Λεω­νί­δα, αδελ­φό της μάνας τους, που βρι­σκό­ταν στο εξω­τε­ρι­κό. Τι να πρω­το­κά­νει όμως κι αυτός; Σύν­δρα­με όσο μπό­ρε­σε και στα τελευ­ταία μια μικρή κλη­ρο­νο­μιά που άφη­σε ήταν και το «λαχείο», για να απο­χτή­σει ο ποι­η­τής ένα δια­με­ρι­σμα­τά­κι. Εκεί που μένει μέχρι σήμερα!

Μετά από λίγον και­ρό, ο νεα­ρός Ρίτσος φεύ­γει για τη Μονεμ­βά­σια, στην αρχή μένει σ’ ένα παλιό ξενο­δο­χείο κι αργό­τε­ρα, για να τρώ­ει περισ­σό­τε­ρο, θα μένει στο χαγιά­τι του ερη­μω­μέ­νου πατρι­κού σπι­τιού. Κοι­μό­ταν σε μια γωνιά που’ ταν στε­γα­σμέ­νη με κερα­μί­δια, για­τί όλο το υπό­λοι­πο «δωμά­τιο – χαγιά­τι ανάρ­ρω­σης» ήταν ανοι­κτό απ’ όλες τις πάντες. Και τι τον ενδιέ­φε­ρε; Έβα­λε κι ένα τρα­πε­ζά­κι στην άλλη μεριά, κι έγρα­φε, και διά­βα­ζε, από ξημέ­ρω­μα κι ώσπου να πέσει ο ήλιος.

Η αδελ­φή του απο­φα­σί­ζει, παρ΄όλα τα έξο­δα, ένα ταξί­δι κοντά του.

[Ευτυ­χώς τον βρή­κα καλύ­τε­ρα στην υγεία του – ούτε βήχας, ούτε πυρε­τός. Στο σπί­τι μας δεν έμπαι­νε, παρά ελά­χι­στες φορές, κλε­φτά και σαν ξένος, και πάντο­τε με το φως της μέρας. « Και τα βρά­δυα, πας που­θε­νά;» « έχω δου­λειές. Μετράω τον ουρα­νό με τις παλά­μες μου…( Στο ίδιο σελ.89)]

Μέτρη­σε τον ουρα­νό με τις παλά­μες του και δεν τον άφη­σε από τότε να του ξεφύ­γει. Δεν ξέφυ­γε όμως κι από την αρρώ­στεια. Όταν επι­στρέ­φει στην Αθή­να το 1927, θα μπει στη Σωτη­ρία. Στο σανα­τό­ριο θα ολο­κλη­ρώ­σει τη συλ­λο­γή «Στο παλιό μας σπί­τι», που είχε αρχί­σει να γρά­φει την προη­γού­με­νη χρο­νιά στη Μονεμ­βά­σια. Η συλ­λο­γή ποτέ δεν εκδό­θη­κε ολό­κλη­ρη. Τα χει­ρό­γρα­φα κατα­στρά­φη­καν μαζί με άλλα έργα του, — και δεν ήταν λίγα, — με τα Δεκεμ­βρια­νά, το 1944. Ορι­σμέ­να μόνο ποι­ή­μα­τα δημο­σιεύ­τη­καν στο Φιλο­λο­γι­κό περιο­δι­κό της Μεγά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παί­δειας. (« Παλιά κιθά­ρα», «Πόσα παρά­πο­να», «Στον κήπο», «Νοσταλ­γία» ) με το ψευ­δώ­νυ­μο ΡΙΤ…ΣΑΣ.

ritsos30c

Ζεστα­σιά για τις νεα­νι­κές, φορ­τω­μέ­νες από την κακο­δαι­μο­νία, πλά­τες του, είναι η γνω­ρι­μία του μέσα στους θαλά­μους της Σωτη­ρί­ας, με τη Μαρία Πολυ­δού­ρη. Η αδι­κο­χα­μέ­νη τρυ­φε­ρή ποι­ή­τρια θα γρά­ψει το ποί­η­μα «Θυσία», «αφιε­ρω­μέ­νο στον κ. Γιάν­νη Ρίτσο».

«Καρ­διά μου, τού­τη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσπο­τι­κιά γαλή­νη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγί­ζει σαν το μάτι
του άγριου μοι­ραί­ου που λάθε­ψα πώς χάθη.

(…)

Κύτ­τα­ξε το βρα­δά­κι αυτό που κλείνει
τόση γαλή­νη κι όταν αντικρύζη
τον κάμπο είναι σα χάδι, δε δροσίζει
όμως μια νοσταλ­γία μέσα μας χύνει

(…)

Λου­λού­δι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμει­νες μονά­χα με τη λαχτάρα,
που αργά γίνη­κε φλό­γα και κατάρα
τίπο­τε πια ‘ πο σε να μην αφήση.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύη
τότε και σένα αγά­λια να χλωμαίνης
Σού­ει­πα. Θυμά­σαι; Πρέ­πει να υπομένης
και σού­δει­ξα τη σκέ­ψη που πιστεύει…»

Τι να πρω­το­ϋ­πο­μεί­νει, και πόσο; Αυτή την ερώ­τη­ση ποτέ δεν την έβα­λε στον εαυ­τό του. Κι αντί να υπο­μέ­νει παθη­τι­κά, επέ­με­νε ενερ­γη­τι­κά. Όταν βρί­σκε­ται στα «Άσυ­λα Φυμα­τι­κών», στην Καψα­λώ­να και στον Αη Γιάν­νη Κρή­της, ‑Σεπτέμ­βρης 1930 — Οχτώ­βρης 1931, — δημο­σιεύ­ει, στον «Παρα­τη­ρη­τή» Χανί­ων, με το γενι­κό τίτλο «Από το ημε­ρο­λό­γιο ενός φθι­σι­κού», μια σει­ρά πεζά, υπο­γρά­φο­ντας Ι.Ρ. Η κοι­νή γνώ­μη επη­ρε­ά­ζε­ται και ξεση­κώ­νε­ται για την απα­ρά­δε­κτη και ζοφε­ρή κατά­στα­ση που επι­κρα­τεί στα υπο­τι­θέ­με­να θερα­πευ­τή­ρια. Θάλα­μοι αχού­ρια, με κατσα­ρί­δες και αφό­ρη­τη βρώ­μα, ταβά­νια που στά­ζουν. Έτσι εννο­ού­σαν την περί­θαλ­ψη του λαού οι κυβερ­νώ­ντες του, — υπό βροχήν!

ritsos30d

Η αδελ­φή του δεν ξεχνά­ει ποτέ εκεί­νον που το έργο του προ­ο­ρι­ζό­ταν να ξεπε­ρά­σει τα όρια του τόπου και του χρό­νου. Να κάνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τα κρυ­φά όνει­ρα και τις επι­θυ­μί­ες της μάνας τους:

[Η μητέ­ρα δεν άργη­σε να πιστέ­ψει στο ταλέ­ντο του τόσο πολύ, ώστε άρχι­σε να το φορ­τώ­νει με τις δικές της επι­θυ­μί­ες και τα κρυ­φά της όνει­ρα. Και είχε δίκιο, όπως αποδείχτηκε.…κι εμείς άδι­κο. «Ο Γιάν­νης μας θα γίνει, μια μέρα διά­δο­χος του Παλα­μά» έλε­γε σ’ όλους μας και μπρο­στά του» ( Στο ίδιο, σελ.30)]

Αυτό το χρέ­ος, που ποτέ δεν το βλα­στή­μι­σε, μαζί με άλλα προ­σω­πι­κά της, τη λύγι­σε. Εκεί­νος, καθιε­ρω­μέ­νος πια σαν ποι­η­τής, είχε εκδό­σει τον «Επι­τά­φιο» και τις συλ­λο­γές «Τρα­κτέρ», «Πυρα­μί­δες», «Ο ξένος», θα γρά­ψει σ’ αυτό το διά­στη­μα, «Το τρα­γού­δι της αδελ­φής μου», ένα ποί­η­μα από 923 ελεύ­θε­ρους στί­χους, που της το αφιε­ρώ­νει: «Στην αδελ­φή μου ΛΟΥΛΑ».

ΑΔΕΛΦΗ μου,
θάξι­ζε ολόρ­θος να σταθώ
κατά­ντι­κρυ στον ήλιο.
(.…)
Όμως, αδελ­φή μου,
δε δύνα­μαι άλλο.
(…)
Η φωνή μου ναυάγησε
η σκέ­ψη μου μάδησε
τα τελευ­ταία άνθη
(…)
Ευδό­κη­σε να πραϋν­θεί το πνεύ­μα μου
για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει
για σένα, αδελ­φή μου,
αδελ­φή όλου του κόσμου.
(…)

Στρέ­φω την όψη παντού
και θωρώ μόνο εσένα.
Επι­κα­λού­μαι της ομορ­φιάς την καλοσύνη
να μ’ ελε­ή­σει μια στά­λα δροσιάς
Όμως κανείς δεν αποκρίνεται.
(…)

ΑΔΕΛΦΗ μου,
Δεν είμαι πια ποιητής
Δεν κατα­δέ­χο­μαι νάμαι ποιητής.
Είμαι ένα πλη­γω­μέ­νο μυρμήγκι
που έχα­σε το δρό­μο του
μες στην απέ­ρα­ντη νύχτα
(…)

Τίπο­τε άλλο δε ζει
έξω απ’ τον πέν­θι­μο κύκλο
που χαρά­ζουν στην πλά­ση τα μάτια σου…
(…)

Μα δεν ήξε­ρες να δέχεσαι,
Χάριζες.
Μόνο χάριζες.
Όλα τα δώρα σου
τα μοίρασες
κι έμει­ναν άδειες
οι παλά­μες σου.
(…)

Γύρι­σε, αδελ­φή μου,
στη μικρή Βηθλεέμ
που μας γέν­νη­σε ωραί­ους και ταπεινούς
(…)

και θα μεί­νω για πάντα πλάι σου,
— ένα σεμνό τριζόνι,
για να σου τραγουδώ
τα βρά­δυα του έαρος.
Δε μ’ ακούς;..
(…)

ΑΔΕΛΦΗ μου,
μονά­χα εσύ μου απόμενες
ν’ ακου­μπώ στην καρ­διά σου
και ν’ ακούω το σφυγ­μό των ανθρώπων
(…)

Αφου­γκρα­ζό­μουν
κάπου σιμά να πέφτουν
στά­λες δροσιάς
από κρυμ­μέ­νη πηγή
Κ’ η πηγή πέθανε…
(…)

Αντίο, αδελ­φή μου.
Φίλη­σέ μου τα σπουρ­γί­τια της αυλής μας,
τ’ αθώα παιδιά,
τις λυπη­μέ­νες μητέρες
που κεντούν πλάι στη λάμπα
(…)

Αδελ­φή μου,
πιο πέρα από σένα κι από μένα,
πιο πέρα απ’ το θαμπό μας βλέμμα,
πιο πέρα απ’ τη θαμπή γραμ­μή της γης,
εκεί στη ρίζα του παντός
άκου το κύμα της ορμής
που υπέ­ρο­χο, ανε­ξέ­λεγ­κτο κι αξήγητο
μας έπλα­σε και μας εξουσιάζει.
Τι να πούμε;
Ανοί­γω τις πύλες
μ’ έντρο­μο θαυμασμό
μπρο­στά στη Δημιουργία
κι αλλά­ζω την οδύ­νη σ’ έκσταση
και την κραυ­γή σε προσευχή
(…)

Το φως ακμά­ζει πιο ψηλά
κι απ’ την αγά­πη σου, αδελ­φή μου,
κι απ’ την αγά­πη μου.

ritsos30eΕυτυ­χί­ας Καρύ­δη, Φυλ­λο­με­τρώ­ντας σελί­δες του Ρίτσου, εκδό­σεις Οδη­γη­τής, Αθή­να 1984

Οι φωτο­γρα­φί­ες είναι από το βιβλίο: Γιώρ­γος και Ηρώ Σγου­ρά­κη, Γιάν­νης Ρίτσος. Αυτο­βιο­γρα­φία. Κινη­μα­το­γρα­φι­κή αυτο­βιο­γρα­φία. Ντο­κου­μέ­ντα της ζωής και του έργου του, Αρχείο Κρή­της, Αθή­να 2008

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο