Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Φαρσάρης: «Μαύρο μανταρίνι»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Κι όταν ήρθε ο Πολύ­φη­μος στη σπη­λιά, κάτσα­με δίπλα στη φωτιά και του διά­βα­σα την Ιλιάδα.
Γιάν­νης Φαρ­σά­ρης, Φόβος Κανένας

   Ο Γιάν­νης Φαρ­σά­ρης είναι ο δημιουρ­γός που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα. Ένας συγ­γρα­φέ­ας πρω­το­πό­ρος στην αξιο­ποί­η­ση της σύγ­χρο­νης τεχνο­λο­γί­ας και των δυνα­το­τή­των που παρέ­χει η εξέ­λι­ξη της δια­δι­κτυα­κής επι­κοι­νω­νί­ας αλλά και ένας συγ­γρα­φέ­ας με ταλέ­ντο, άπο­ψη για την λογο­τε­χνία και με διά­θε­ση για σκλη­ρή δου­λειά. Το δια­δί­κτυο είναι το δεύ­τε­ρο σπί­τι του (open-sesame) όπου διε­ρευ­νά και πει­ρα­μα­τί­ζε­ται με την ψηφια­κή λογο­τε­χνία (θα ανα­φερ­θού­με εκτε­νέ­στε­ρα σε επό­με­νη σημεί­ω­σή μας), έχο­ντας δημιουρ­γή­σει την ανοι­χτή βιβλιο­θή­κη OPENBOOK και συμ­με­τέ­χει στην ομά­δα έκδο­σης του λογο­τε­χνι­κού και πολι­τι­στι­κού περιο­δι­κού FRACTAL. Επι­με­λή­θη­κε το συλ­λο­γι­κό e‑book “Δήγ­μα Γρα­φής” ανα­δεί­χθη­κε καλύ­τε­ρο Συγ­γρα­φι­κό Έργο στα Ελλη­νι­κά Βρα­βεία Δια­δι­κτύ­ου 2011. Είναι μέλος της οργα­νω­τι­κής επι­τρο­πής του Μαθη­τι­κού Φεστι­βάλ Ψηφια­κής Δημιουρ­γί­ας, ενώ συμ­με­τεί­χε για 4 έτη στην κρι­τι­κή επι­τρο­πή του δια­γω­νι­σμού διη­γή­μα­τος Λογω­Τέ­χνης. Επί­σης συνερ­γά­στη­κε με τη δημιουρ­γι­κή ομά­δα El Roy για τη συγ­γρα­φή ‑σε συνερ­γα­τι­κό περι­βάλ­λον wiki– μιας μαύ­ρης κωμω­δί­ας, που έχει ανέ­βει από 10 θεα­τρι­κές ομάδες.

Το τελευ­ταίο βιβλίο του “Φόβος Κανέ­νας” εκδό­θη­κε έχο­ντας επι­τύ­χει χρη­μα­το­δό­τη­ση μέσω crowdfunding και κυκλο­φο­ρεί σε δια­δι­κτυα­κή μορ­φή για online ανά­γνω­ση αλλά και σε παρα­δο­σια­κή μορ­φή βιβλί­ου. Από αυτό το βιβλίο επι­λέ­ξα­με να δημο­σιεύ­σου­με το διή­γη­μα «Μαύ­ρο μαντα­ρί­νι» (σελ. 89) για σχη­μα­τί­σουν και οι ανα­γνώ­στες μια πρώ­τη άπο­ψη. Ακο­λου­θούν κάποια δικά μας σχό­λια και παρα­τη­ρή­σεις για το βιβλίο καθώς και μια σει­ρά απα­ντή­σε­ων του συγ­γρα­φέα που τόσο πρό­θυ­μα έδω­σε στα ερω­τή­μα­τα που του έθε­σε το περιο­δι­κό Ατέ­χνως.

Φόβος κανέ­νας

    Το ίδιο το βιβλίο απο­τε­λεί το κατα­φύ­γιο των ξενυ­χτι­σμέ­νων λέξε­ων του συγ­γρα­φέα, παι­δί των φόβων του και των Farsaris1ανη­συ­χιών του, που διεκ­δι­κεί να εκφρά­σει όχι απλά την επι­και­ρό­τη­τα μέσα από κάποια συγκε­κρι­μέ­νη σκο­πιά, δεν είναι έργο προ­πα­γάν­δας, αλλά να εκφρά­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όπως είναι. Ωμή, σκλη­ρή, ανε­πι­τή­δευ­τη, περί­ερ­γα γοη­τευ­τι­κή κι απο­κρου­στι­κά άσχη­μη. Ήρω­ες του βιβλί­ου είναι απλοί καθη­με­ρι­νοί άνθρω­ποι, από την εργα­τι­κή τάξη και τους πρό­σφυ­γες μέχρι μικρο­α­στι­κά στε­λέ­χη επι­χει­ρή­σε­ων, πατε­ρά­δες με παράλ­λη­λες σχέ­σεις που τους καρ­πούς αυτών τους εντο­πί­ζουν χρό­νια αργό­τε­ρα, άρρω­στοι άνθρω­ποι που όμως δίνουν την ψυχή τους για τους συναν­θρώ­πους τους (εκπλη­κτι­κό σε αυτό το επί­πε­δο το διή­γη­μα Ο Ζακ με το κοστού­μι, σελ. 79). Ο θάνα­τος φαί­νε­ται πως κυριαρ­χεί μέσα στις ιστο­ρί­ες του βιβλί­ου αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτό που επη­ρε­ά­ζει τα πάντα είναι η καυ­στι­κή, σατι­ρι­κή ματιά του συγ­γρα­φέα που απο­δο­μεί διά­φο­ρες βεβαιό­τη­τες, άλλο­τε χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ένα αυστη­ρά συναι­σθη­μα­τι­κά πλαί­σιο κι άλλο­τε δημιουρ­γώ­ντας κινη­μα­το­γρα­φι­κού επι­πέ­δου ανατροπές.

    Αξί­ζει αν σημειώ­σου­με ότι ο συγ­γρα­φέ­ας ειδι­κεύ­ε­ται, αν είναι δόκι­μη η περι­γρα­φή, στην μικρή φόρ­μα, στα διη­γή­μα­τα αλλά και στα… μικρο­δι­η­γή­μα­τα. Έχει ασχο­λη­θεί βέβαια και με τη νου­βέ­λα (Johnnie Society). Η ανά­πτυ­ξη της μικρής φόρ­μας, επη­ρε­α­σμέ­νη άμε­σα από τον δια­δι­κτυα­κό λόγο των tweets και των αναρ­τή­σε­ων στο Facebook αλλά και από τις υπαρ­κτές κοι­νω­νι­κές και υπαρ­ξια­κές ανά­γκες για άμε­ση έκφρα­ση χωρίς αν κάνει έκπτω­ση στα ζητή­μα­τα που θέλει να παρου­σιά­σει, απο­τε­λεί βασι­κή επι­λο­γή των νέων συγ­γρα­φέ­ων. Ο Γιάν­νης Φαρ­σά­ρης είναι ένας από αυτούς τους συγ­γρα­φείς, έχο­ντας πάρει και ανά­λο­γες πρω­το­βου­λί­ες όπως τα #Tweet_Stories (ιστο­ρί­ες μόνο με 140 χαρα­κτή­ρες). Τα δείγ­μα­τα είναι κάτι παρα­πά­νω από εντυ­πω­σια­κά, ανα­δει­κνύ­ο­ντας ότι και γενι­κό­τε­ρα υπάρ­χει ανα­ζή­τη­ση τόσο στη λογο­τε­χνι­κή φόρ­μα που θα εκφρα­στούν διά­φο­ρα ζητή­μα­τα, όσο και στην ίδια την θεμα­το­λο­γία και την έκφρα­ση. Βέβαια, κατά τη γνώ­μη μας, όποια μέθο­δος συγ­γρα­φής και δια­δι­κα­σί­ας παρά­θε­σης συγκε­κρι­μέ­νων ιδε­ών και αντι­λή­ψε­ων δημιουρ­γη­θεί, χωρίς διά­θε­ση για ειλι­κρι­νή επι­κοι­νω­νία με τον ανα­γνώ­στη, χωρίς ένα ξεκά­θα­ρο οπτι­κό πεδίο για την ανα­γκαιό­τη­τα της λογο­τε­χνί­ας ως δια­μορ­φω­τή συνει­δή­σε­ων, τίπο­τα δεν μπο­ρεί να έχει σημα­σία, τίπο­τα δεν μπο­ρεί αν έχει ενδια­φέ­ρον. Κι αυτό δεν είναι μια μηδε­νι­στι­κή πρό­τα­ση αλλά βγαί­νει απευ­θεί­ας από τις ανά­γκες του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού. Είναι η ίδια ανά­γκη που οδη­γεί στην ανα­ζή­τη­ση, όπως προ­εί­πα­με, νέων μορ­φών συγ­γρα­φής. Ο Γιάν­νης Φαρ­σά­ρης ακο­λου­θεί τίμια και ειλι­κρι­νά αυτή τη δια­δρο­μή. Υπάρ­χει βέβαια κι η σοβα­ρή ένστα­ση ότι τα πολύ μικρά διη­γή­μα­τα, όπως αυτό που έχου­με στην προ­με­τω­πί­δα του σημειώ­μα­τος, έχουν περισ­σό­τε­ρη σχέ­ση με τον ποι­η­τι­κό λόγο παρά με την πεζο­γρα­φία καθώς έχουν όλα εκεί­να τα στοι­χεία ενός δυνα­τού, δημιουρ­γι­κού ποι­ή­μα­τος: αμε­σό­τη­τα, κοφτό λόγο, νοή­μα­τα που αγγί­ζουν κατευ­θεί­αν στη σκέ­ψη ή και στην καρ­διά του αναγνώστη.

 Ερω­τή­σεις για την παρου­σί­α­ση του «Φόβος κανέ­νας» για το περιο­δι­κό Ατέχνως:

- Πες μας λίγα λόγια για το βιβλίο σου, για τα ζητή­μα­τα που σε απα­σχο­λούν. Δια­κρί­νω μία σατι­ρι­κή, καυ­στι­κή ματιά σε σχέ­ση με προη­γού­με­νες εργα­σί­ες σου. Ισχύει;

- Εικο­σιεν­νέα δια­φο­ρε­τι­κοί μετα­ξύ τους ήρω­ες, έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με παρά­δο­ξες ιστο­ρί­ες και τις αφη­γού­νται σε πρώ­το πρό­σω­πο. Άσχε­τες φαι­νο­με­νι­κά οι διη­γή­σεις μετα­ξύ τους, μα με συνε­κτι­κό ιστό τον θάνα­το: των ιδί­ων, δικών τους προ­σώ­πων ή των εμμο­νών τους. Μα τον θάνα­το οι ήρω­ες δεν δεί­χνουν να τον φοβού­νται, τον σαρ­κά­ζουν και τον δια­κω­μω­δούν. Είναι αισιό­δο­ξες τελι­κά οι ιστο­ρί­ες που ζουν, για­τί όποιος δεν φοβά­ται τον θάνα­το, δεν έχει τίπο­τα να φοβηθεί.

  • Γρά­φει ο Μάνος Κοντο­λέ­ων ότι είσαι «ο πρώ­τος έλλη­νας συγ­γρα­φέ­ας που με πλή­ρη τεχνι­κή επάρ­κεια, αλλά και ιδε­ο­λο­γι­κή συνέ­πεια εφαρ­μό­ζει τις δυνα­τό­τη­τες που το δια­δί­κτυο προ­σφέ­ρει στην δια­κί­νη­ση ενός λογο­τε­χνι­κού έργου». Ποιές είναι αυτές οι δυνα­τό­τη­τες και πώς μπο­ρούν να αξιο­ποι­η­θούν από τους σύγ­χρο­νους λογοτέχνες;

- Είναι το ίδιο το δια­δί­κτυο που μας δεί­χνει τον δρό­μο: ανοι­κτό, συλ­λο­γι­κό και συνερ­γα­τι­κό. Είναι μια κοσμο­γο­νία που συμ­βαί­νει τώρα κι είμα­στε εξαι­ρε­τι­κά τυχε­ροί γι’ αυτό. Τα ψηφια­κά βιβλία, άυλα από τη φύση τους, προ­σφέ­ρουν ατε­λεί­ω­τες δυνα­τό­τη­τες στη παρα­γω­γή αλλά και στη διά­δο­σή τους.

Οι δημιουρ­γοί έχουν πλέ­ον τη επι­λο­γή, εύκο­λα και χωρίς κόστος, να κατα­στή­σουν το έργο τους προ­σβά­σι­μο σε όλους, χωρίς ανα­γκα­στι­κά να πρέ­πει να περά­σουν μέσα από τα παρα­δο­σια­κά κανά­λια έκδο­σης και δια­νο­μής. Και τα κοι­νω­νι­κά δίκτυα τους δίνουν τα εργα­λεία να επι­κοι­νω­νή­σουν το έργο τους απευ­θεί­ας στους ανα­γνώ­στες. Το δια­δί­κτυο είναι τα πάντα για­τί προ­σφέ­ρει ελευθερία.

- Τέλος, πες μας πόσο σε βοή­θη­σε η οικο­νο­μι­κή ενί­σχυ­ση των ανα­γνω­στών στην έκδο­ση του βιβλίου.

Το όλο εγχεί­ρη­μα είναι μια πει­ρα­μα­τι­κή προ­σπά­θεια ανε­ξάρ­τη­της έκδο­σης ενός βιβλί­ου, απο­κλει­στι­κά με τη συνει­σφο­ρά των ανα­γνω­στών, στο πλαί­σιο των δρά­σε­ων της ανοι­κτής λογοτεχνίας.

Το crowd-funding είναι κάτι που γίνε­ται κατά κόρον στο εξω­τε­ρι­κό, μα έγι­νε πρώ­τη φορά στη χώρα μας για λογο­τε­χνι­κό βιβλίο. 122 άνθρω­ποι χρη­μα­το­δό­τη­σαν με μικρά ποσά την προ­σπά­θεια, προ­α­γο­ρά­ζο­ντας ουσια­στι­κά αντί­τυ­πα του βιβλί­ου, κάνο­ντας έτσι δυνα­τή την έκδο­σή του. Σε αντι­στάθ­μι­σμα, το βιβλίο δια­νέ­με­ται ελεύ­θε­ρα για όλους στο δια­δί­κτυο μέσω της ανοι­κτής βιβλιο­θή­κης www.openbook.gr

 

_____________________

ΜΑΥΡΟ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ

    Έβγα­λα το κεφά­λι έξω απ’ το παρά­θυ­ρο του υπο­γεί­ου αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νος. Το σκού­ρο πρό­σω­πό μου φόβι­σε πάλι τη γει­τό­νισ­σα του απέ­να­ντι μπαλ­κο­νιού, που μπή­κε μέσα και κλεί­δω­σε και την αλου­μι­νό­πορ­τα. Η μέρα έδει­χνε πως θα πάει για βρο­χή κι έρι­ξα μια βρι­σιά απελ­πι­σί­ας. Δίπλω­σα πρό­χει­ρα το πάπλω­μα πάνω στο στρώ­μα κι έφτια­ξα ένα κου­τα­λά­το νεσκα­φέ με νερό της βρύ­σης. Και τέσ­σε­ρις κου­τα­λιές ζάχαρη.

Οι συγκά­τοι­κοί μου είχαν φύγει από νωρίς για δου­λειά, να προ­λά­βουν στην πρω­ι­νή κίνη­ση των φανα­ριών να καθα­ρί­σουν πολ­λά τζά­μια. Μένου­με πέντε νομα­ταί­οι σε είκο­σι οκτώ τετρα­γω­νι­κά στο υπό­γειο και πλη­ρώ­νου­με σαρά­ντα πέντε ευρώ ο καθέ­νας, μαζί με τα κοι­νό­χρη­στα. Δεν είναι άσχη­μα, αλλά έχει πολ­λές κατσα­ρί­δες κι εγώ σιχαί­νο­μαι. Με τα ποντί­κια, πάλι, δεν έχω πρό­βλη­μα. Το πρό­βλη­μα είναι ότι οι δου­λειές στην οικο­δο­μή δεν πηγαί­νουν καλά κι είμαι άνερ­γος. Ούτε γυναί­κα μπο­ρώ να βρω και νιώ­θω μόνος, μα γυναί­κα δεν είχα ποτέ στην Ελλά­δα, ενώ δου­λειά έβρι­σκα πάντα. Έχω κάνει όλες τις σκλη­ρές αγγα­ρεί­ες στην οικο­δο­μή και στα χωρά­φια και δε με πεί­ρα­ξε, όμως τζά­μια αυτο­κι­νή­των δε θέλω να καθα­ρί­ζω. Δεν αντέ­χω τα βλέμ­μα­τά τους κι ας είναι η μονα­δι­κή δου­λειά που μπο­ρώ να βρω. Σε πέντε λεπτά περ­πα­τού­σα στο δρό­μο, με τον κου­βά και το κοντά­ρι στα χέρια και το μπου­κα­λά­κι με το απορ­ρυ­πα­ντι­κό στην κωλό­τσε­πη. Αν είχα δυο χέρια να με χαϊ­δεύ­ουν κάθε βρά­δυ, δε θα μ’ ένοια­ζε τίποτα.

Μέσα στην πρώ­τη ώρα, παρά το μπο­τι­λιά­ρι­σμα, είχα εισπρά­ξει μόνο τρία κέρ­μα­τα κι ας είχα καθα­ρί­σει πάνω από είκο­σι παρ­μπρίζ. Οι υπό­λοι­ποι με κορόι­δε­ψαν, αφού πρώ­τα μ’ άφη­σαν να καθα­ρί­σω τη σκό­νη. Δέχο­μαι τη μοί­ρα μου για­τί πρέ­πει να βγει το μερο­κά­μα­το, όσο μικρό κι αν είναι, όσο κρύο κι αν κάνει.

Το πρώ­το χαμό­γε­λο που συνά­ντη­σα ύστε­ρα από ώρα, ανή­κε σ’ έναν χοντρού­λη με σγου­ρό μού­σι, που οδη­γού­σε ένα κόκ­κι­νο σαρά­βα­λο μίνι κού­περ. Όση ώρα τού καθά­ρι­ζα τα τζά­μια, κου­νιό­ταν με τη μου­σι­κή και μόλις άνα­ψε το πρά­σι­νο, μου άπλω­σε το χέρι φωνά­ζο­ντας: «Δεν έχω λεφτά, φιλα­ρά­κο, πάρε ένα μανταρίνι».

Έμει­να για λίγο ακί­νη­τος και μετά γύρι­σα τον κου­βά ανά­πο­δα και κάθι­σα δίπλα στο φανά­ρι. Άρχι­σα να καθα­ρί­ζω τον καρ­πό με τα βρώ­μι­κα νύχια μου και η σκέ­ψη μου πήγε πίσω στην πατρί­δα, στην αυλή με τις μαντα­ρι­νιές που μεγά­λω­σα. Κάθε μπου­κιά που ’βαζα στο στό­μα, με γέμι­ζε γλύ­κα και μ’ έκα­νε όλο και πιο ανυ­πό­μο­νο. Κατα­πί­νο­ντας την τελευ­ταία μπου­κιά σηκώ­θη­κα σίγου­ρος. Θα γυρί­σω πίσω, για­τί δεν έχει τίπο­τα πια να μου προ­σφέ­ρει η ξενι­τιά. Άρχι­σα να περ­πα­τώ αργά το δρό­μο για το υπό­γειο. Είναι η τελευ­ταία φορά κι είμαι χαρού­με­νος. Ελπί­ζω μονά­χα εκεί­νη η μικρή όμορ­φη γει­τό­νισ­σα στο χωριό να μην έχει προ­λά­βει να παντρευ­τεί. Τέσ­σε­ρα χρό­νια λεί­πω μόνο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο