Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Ψυχάρης

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Γιάν­νης Ψυχά­ρης ήταν ελλη­νι­στής Βυζα­ντι­νο­λό­γος, λογο­τέ­χνης, γλωσ­σο­πλά­στης. Γεν­νή­θη­κε στις 15/5/1854 και πέθα­νε στις 30 Σεπτέμ­βρη 1929. Εζη­σε εβδο­μή­ντα πέντε χρό­νια, από τον Κρι­μαϊ­κό Πόλε­μος μέχρι το ξέσπα­σμα της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης του 1929. Από την κρί­ση του φεου­δαρ­χι­κού συστή­μα­τος στην Ανα­το­λή μέχρι την κρί­ση του παγκό­σμιου καπι­τα­λι­στι­κού συστήματος.

Γεν­νη­μέ­νος στην Οδησ­σό και μεγα­λω­μέ­νος στους χρι­στια­νι­κούς κύκλους της Πόλης. Σπού­δα­σε φιλο­σο­φία, φιλο­λο­γία και γλωσ­σο­λο­γία στο Παρί­σι όπου έγι­νε και καθη­γη­τής της νεο­ελ­λη­νι­κής γλώσσας.

Psycharis2Ηταν η κυρί­αρ­χη μορ­φή του δημο­τι­κι­σμού, μαχη­τής και πολε­μι­στής για την επι­κρά­τη­σή του. Οσο όμως ριζο­σπά­στης και επα­να­στά­της ήταν στο ζήτη­μα της γλώσ­σας άλλο τόσο συντη­ρη­τι­κή θέση έπαιρ­νε στα κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα.  Εβρι­σε κάθε επα­να­στα­τι­κή ιδέα. Θέλει τη δημο­τι­κή για­τί με αυτήν «θα προ­κό­ψει το έθνος» και «θα μεγα­λώ­σουν τα σύνο­ρα». Εκφρά­ζει τη συντη­ρη­τι­κή αστι­κή τάξη της επο­χής του Τρι­κού­πη (σε σχέ­ση με την αστι­κή τάξη της προ­ε­τοι­μα­σί­ας του Εικο­σιέ­να). Εδω­σε στην αστι­κή τάξη συνεί­δη­ση της απο­στο­λή της. Να συγ­χρο­νι­στεί και να τα βγά­λει πέρα στον αγώ­να της εθνι­κής επι­κρά­τη­σης με τους Βούλ­γα­ρους στη Μακε­δο­νία και με τη λαϊ­κής γλώσ­σας να στε­ριώ­σει την κυριαρ­χία της άρχου­σας τάξης. Άσχε­τα με το σωβι­νι­σμό και την αντι­δρα­στι­κό­τη­τά του στο γλωσ­σι­κό ωφέλησε.

Με τη γλωσ­σι­κή επι­στή­μη που τότες ήταν και­νού­ρια επι­στή­μη μετέ­τρε­ψε το δημο­τι­κι­σμό σε συνει­δη­τή πίστη. Μέχρι τότε ήταν ζήτη­μα γού­στου η φιλο­λαϊ­κι­σμού. Εδω­σε τον Κανό­να, δηλα­δή το «δεδο­μέ­νον» του λαού. Με τον Κανό­να αυτόν γρά­φτη­καν τα δημο­τι­κά τρα­γού­δια, οι παροι­μί­ες, οι παρα­δό­σεις κλπ.

Το κήρυγ­μά του αν και είχε δια­τυ­πω­θεί και νωρί­τε­ρα σε επι­στη­μο­νι­κά του κεί­με­να ακού­στη­κε ευρύ­τε­ρα με το «Ταξί­δι».psyxaris4 Πολ­λοί γλωσ­σο­λό­γοι σύγ­χρο­νοί του και μετα­γε­νέ­στε­ροι του κατα­λό­γι­σαν ακαμ­ψία του κανό­να και αγνό­η­ση της λόγιας παρά­δο­σης. Σήμε­ρα σημα­σία δεν έχει πού έσφα­λε ή όχι, αλλά ότι σημα­το­δο­τεί μια άλλη εποχή.

Ηταν ένας αστός, αλλά Ευρω­παί­ος αστός και είχε όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα του αστού: εγω­ι­στής, ατο­μι­στής, ορι­θο­λο­γι­στής, φιλό­δο­ξος και κατα­κτη­τής της ζωής.

Βίαιος και κακό­τρο­πος προς τους μαθη­τές του, φίλους και συνα­γω­νι­στές του. Με ασή­μα­ντη αφορ­μή ξεφτύ­λι­σε τον Παλα­μά, έκο­ψε τις πολύ­χρο­νες σχέ­σεις του με τον Ταγκό­που­λο και το περιο­δι­κό «Νου­μά».

Psyxaris3Λέει ο Δ. Γλη­νός: «Η σημε­ρι­νή επο­χή ξεπέ­ρα­σε τον Ψυχά­ρη, όχι όμως γλωσ­σι­κά. Τον ξεπέ­ρα­σε κοι­νω­νι­κά. Μα ο ίδιος δεν μπο­ρού­σε να ξεπε­ρά­σει τον εαυ­τό του. Αυτό ήταν έξω από την απο­στο­λή του. Η δικαί­ω­ση του Ψυχά­ρη σα γλωσ­σι­κού μεταρ­ρυθ­μι­στή θα είναι από­λυ­τη. Ο Ψυχά­ρης ο λογο­τέ­χνης, ο Ψυχά­ρης ο επι­στή­μο­νας, ο Ψυχά­ρης ο εθνι­κι­στής, ο Ψυχά­ρης ο αντι­δρα­στι­κός στα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, ο Ψυχά­ρης ο κρι­τι­κός έμει­νε μέσα στα σύνο­ρα της επο­χής του και της τάξης του και πέθα­νε μέσα σε αυτά. Ο Ψυχά­ρης ο γλωσ­σι­κός οδη­γη­τής άφη­σε μια κλη­ρο­νο­μιά ολοζώντανη (…)».

Οσο στην αρχή του προη­γού­με­νου αιώ­να η αστι­κή τάξη βαθ­μιαία περ­νά στην αντί­δρα­ση μαζί της πισω­δρο­μεί και ο Ψυχά­ρης. Πότε βενι­ζε­λι­κός, πότε βασι­λι­κός, έγι­νε και φανα­τι­κός αντι­κο­μου­νι­στής. Στο ονει­ρό­δρα­μά του με τον τίτλο «Εβα»[1] που η αστι­κή κρι­τι­κή το ανα­κή­ρυ­ξε «υπέ­ρο­χο» και «λογι­κή ανα­σκευή του κομ­μου­νι­σμού», ο Ψυχά­ρης, μετα­ξύ άλλων, βάζει τους μπολ­σε­βί­κους να γκρε­μί­ζουν τον Παρ­θε­νώ­να και στη θέση του να τοπο­θε­τούν κανό­νια και τη γυναί­κα να μοι­ρά­ζε­ται ανά­με­σα σε δύο άντρες. Ακο­λού­θη­σε ακρι­βώς την ίδια τακτι­κή εκεί­νων που πίστευαν ο δημο­τι­κι­σμός ταυ­τί­ζε­ται με την αλλα­γή του ονό­μα­τος της Ηλέ­κτρας σε Κεχρι­μπά­ρα και του Παλαιο­λό­γου σε Παλιοκουβέντα!

Στο φιλο­λο­γι­κό μνη­μό­συ­νο του Ψυχά­ρη που έγι­νε στις 21 Οκτώ­βρη 1932 στο θέα­τρο «Διο­νύ­σια» ο Βάρ­να­λης ανα­φέ­ρε­ται στον επι­στή­μο­να Ψυχά­ρη, στο γλωσ­σο­λό­γο και στον επα­να­στά­τη, συνι­στώ­ντας στους νέους να τον μιμη­θούν ως προς το τρίτο:

«Θα επα­να­λά­βω κι΄ εγώ για τον Ψυχά­ρη τα όσα είχε πει για τον Γκαί­τε, όταν γιορ­τά­σα­νε πέρ­σι σ’ όλο τον κόσμο τα εκα­τό­χρο­νά του, ο Λου­να­τσάρ­σκι: ‘’Δεχό­μα­στε από τον Γκαί­τε ό,τι καλό είπε για το Λαό, για Δικαιο­σύ­νη και για Λευ­τε­ριά· τον άλλον, τον κακό Γκαί­τε, που τόνε χάλα­σε η άρχου­σα τάξη, της τον χαρί­ζου­με». Έτσι κι εμείς η εργα­τι­κή τάξη της Ελλά­δας, ένα μέρος της αυρια­νής ανθρω­πό­τη­τας, δεχό­μα­στε από τον Ψυχά­ρη όσα καλά έκα­νε για το λαό· τον αντι­δρα­στι­κό Ψυχά­ρη τονε χαρί­ζου­με στην αστι­κή ολι­γαρ­χία και τους πνευ­μα­τι­κούς της υπηρέτες».

Ο Κ. Βάρ­να­λης απο­τι­μώ­ντας την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Γ. Ψυχά­ρη έθε­σε και τα κρι­τή­ρια αξιο­λό­γη­σης κάθε αστού διανοούμενου.

[1] Νέα Εστία Σεπτέμ­βρης 1927

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο