Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για αυτό το έργο του ο Τ. Λειβαδίτης δικάστηκε στα 1955

Ήταν το 1953 που ο Τάσος Λει­βα­δί­της δημο­σιεύ­ει το «Φυσά­ει στα σταυ­ρο­δρό­μια του κόσμου», το «λαϊ­κό ανά­γνω­σμα» της Αρι­στε­ράς — όπως το είχαν χαρα­κτη­ρί­σει — για το οποίο του απο­νε­μή­θη­κε το πρώ­το βρα­βείο ποί­η­σης στο Παγκό­σμιο Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας στη Βαρ­σο­βία. Το βιβλίο αργό­τε­ρα κατα­σχέ­θη­κε, με αιτία το φιλει­ρη­νι­κό του περιε­χό­με­νο. Το 1955, ο ποι­η­τής θα δικα­στεί για το συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο και η δίκη θα απο­κτή­σει πανελ­λή­νιο ενδια­φέ­ρον. Στο εδώ­λιο, ο ποι­η­τής με αξιο­πρέ­πειαμ ανθρω­πιά και συναί­σθη­ση της πνευ­μα­τι­κής ευθύ­νης δια­τυ­πώ­νει το σκο­πό της τέχνης, πεί­θει το ακρο­α­τή­ριο και τους δικα­στές και αθωώνεται.

Μια πλή­ρη παρου­σί­α­ση του «Φυσά­ει στα σταυ­ρο­δρό­μια του κόσμου» έκα­νε ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης λίγο μετά την έκδο­σή του, στις 13 Οκτω­βρί­ου 1953 στην εφη­με­ρία «Αυγή» (Η ποί­η­ση του Τάσου Λειβαδίτη).

***

Το δεύ­τε­ρο, το φετι­νό ποί­η­μα του Τάσου Λει­βα­δί­τη «Φυσά­ει στα σταυ­ρο­δρό­μια του κόσμου» είναι μια κραυ­γή ελπί­δας και προσ­δο­κί­ας, που ανε­βαί­νει μέσα από τους σημε­ρι­νούς θανά­τους, κραυ­γή νική­τρα που βγαί­νει μέσα από τους σημε­ρι­νούς τάφους των ηρώ­ων και των μαρ­τύ­ρων. Μέσα από την εκρη­κτι­κή ορμή του τρα­γου­διού και την ταραγ­μέ­νη του ατμό­σφαι­ρα ξεχω­ρί­ζει ένα θέμα: Μας παρου­σιά­ζει μια πατριω­τι­κή γιορ­τή, όπου ένας λαός τρα­γι­κός βυθι­σμέ­νος στη δυστυ­χία, παρα­κο­λου­θεί την επί­ση­μη κωμω­δία των ισχυ­ρών με τη φαμ­φα­ρό­νι­κη ρητο­ρεία τους. Οταν το αιμο­στά­λα­χτο ηλιο­βα­σί­λε­μα αρχί­ζει να πέφτει απά­νω σ’ αυτούς τους μεγα­λό­σχη­μους ανθρω­πο­φά­γους, οι νεκροί των πολέ­μων, των κατα­στρο­φών, των σφαγ­μέ­νων από τους δολο­φό­νους, των του­φε­κι­σμέ­νων από τα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα, σηκώ­νο­νται όλοι μαζί, προ­χω­ρούν από τα τέσ­σε­ρα σημεία του ορί­ζο­ντα σε μία δική τους εφιαλ­τι­κή παρά­τα, γεμί­ζουν τους δρό­μους της γης, τους εργά­τες και τους οικο­δό­μους του κόσμου και σα μια τερά­στια πλημ­μύ­ρα σαρώ­νουν όλη αυτή τη γιορ­τα­στι­κή αγυρ­τεία και τα κυνι­κά της μεγά­φω­να. Μια νέα ανθρω­πό­τη­τα προ­χω­ρεί για να δημιουρ­γή­σει έναν και­νού­ριο κόσμο ειρή­νης και ευτυχίας.

Το τρα­γού­δι ξεκι­νά­ει μ’ ένα σύμ­βο­λο, που έρχε­ται και ξανάρ­χε­ται σα μου­σι­κό μοτί­βο, «φυσά­ει». Φυσά­ει ο σει­σμι­κός άνε­μος, ο άνε­μος της συμ­φο­ράς, φορ­τω­μέ­νος κατα­στρο­φή και πόλε­μο, μα και ο άνε­μος της οργής κι η υπό­σχε­ση του μελ­λού­με­νου. Κι ακο­λου­θούν εικό­νες αθλιό­τη­τας, ασκή­μιας, πεί­νας, εικό­νες της καθη­με­ρι­νής ζωής των φτω­χών και των στε­ρη­μέ­νων κι εικό­νες από την επί­δει­ξη του πλού­του και την αδιά­ντρο­πη πατρι­δο­κα­πη­λεία των χορ­τα­σμέ­νων αφεντάδων.

Μέσα από τα κοντρά­στα του τρα­γου­διού, το φως και το σκο­τά­δι, ακού­γε­ται η βουή του κόσμου, του αγώ­να από τις αντι­μα­χό­με­νες δυνά­μεις, η θανά­σι­μη πάλη της ελευ­θε­ρί­ας, με την αρχαία ανθρώ­πι­νη δου­λεία, ακού­γε­ται το αλα­λη­τό της δυστυ­χί­ας των λαών και η οργή της ξεση­κω­μέ­νης δικαιο­σύ­νης. Εικό­νες απο­κα­λυ­πτι­κές εκφρά­ζουν κοι­νω­νι­κές κατα­στά­σεις κι είναι φορ­τω­μέ­νες με πολι­τι­κές έννοιες, συν­δυα­σμός τους είναι γεμά­τος τόλ­μη και φαντα­σία, το άσπρο και το μαύ­ρο, η αγά­πη και το μίσος, ο δρα­μα­τι­κό σαρ­κα­σμός και η οργή κι ο λυρι­κός ενθου­σια­σμός γενι­κεύ­ουν και πλα­ταί­νουν αδιά­κο­πα το θέμα  και τη σημα­σία του, κι όλα αυτά μέσα σε μια έκφρα­ση ρεα­λι­στι­κή, όπου η λαγα­ρά­δα, η πλα­στι­κό­τη­τα, κι η αλή­θεια της ζωής σφρα­γί­ζουν την κάθε λεπτο­μέ­ρεια. Τίπο­τε δεν είναι θελη­μέ­νο και προ­σχε­δια­σμέ­νο, τίπο­τα ξεζη­τη­μέ­νο και πλα­στό, όλα φέρ­νουν τη σφρα­γί­δα του γνή­σιου, του αυθε­ντι­κού και του εμπνευ­σμέ­νου και πάλ­λο­νται από αλη­θι­νό πάθος.

Τα σύμ­βο­λα του τρα­γου­διού, όπως αρχί­ζει, ο αέρας, η παγω­νιά, θυμί­ζουν τους «Δώδε­κα« του Μπλοκ. Και στα προη­γού­με­να ποι­ή­μα­τά του και  πιο πολύ στο πρώ­το φαί­νε­ται η εντύ­πω­ση, που έκα­με στον ποι­η­τή το ποί­η­μα του Μπλοκ και τα σύμ­βο­λά του. Επί­σης, πολύ γόνι­μη στά­θη­κε για τις ιδέ­ες του τελευ­ταί­ου του έργου η επί­δρα­ση της τρα­γω­δί­ας του Ιρβιν Σόου «Να θάψου­με του νεκρούς». Μα οι επι­δρά­σεις αυτές μένουν ολό­τε­λα εξω­τε­ρι­κές, περιο­ρί­ζο­νται μόνο στα σύμ­βο­λα και δε βάζουν τον ποι­η­τή από τους δικούς του εκφρα­στι­κούς τρό­πους κι από τη δική του ποι­η­τι­κή περιο­χή. Μέσα στην περιο­χή αυτή όλα είναι νέα, όλες οι εξω­τε­ρι­κές επι­δρά­σεις είναι αφο­μοιω­μέ­νες, τα ποι­ή­μα­τά του είναι μια δική του σύν­θε­ση ζωής, απρο­σάρ­μο­στη και αμίμητη.

Το τελευ­ταίο ποί­η­μα του Τάσου Λει­βα­δί­τη, μ’ όλο που παρου­σιά­ζει τα ίδια με το προη­γού­με­νο χαρα­κτη­ρι­στι­κά, μορ­φι­κά είναι πιο δεμέ­νο, εσω­τε­ρι­κά πιο μεστό σ’ έννοιες και παρα­στα­τι­κούς συν­δυα­σμούς, πιο πλού­σιο σε εικό­νες, η εκτέ­λε­ση πιο στα­θε­ρή και σχε­τι­κά με το προη­γού­με­νο στέ­κε­ται ένα σκα­λί ψηλό­τε­ρα. Ο ποι­η­τής ανε­βαί­νει, είναι φανε­ρό πως βρί­σκε­ται στην ευτυ­χι­σμέ­νη του ώρα, στον οργα­σμό του, γεμά­τος ψυχι­κή ευφο­ρία και δύνα­μη. Υπό­σχε­ται πολ­λά και μεγάλα.

Μάρ­κος Αυγέρης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο