Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Η γυναίκα-αγωνίστρια: το μεγάλο άλμα
Η Αγγέλα και η Μαρίνα δεν είναι οι μόνες πρωταγωνίστριες στα διηγήματα του Τάκη Αδάμου, ο οποίος δίνει δέουσα σημασία στο φαινόμενο της γυναικείας παρουσίας σε κάθε μορφή αγώνα, ακόμα οι μορφές, που παραδοσιακά θεωρούνται αντρικές. Στα έργα του η γυναίκα είναι αξιοπρεπής, συνειδοτηποιείται, αναγνωρίζεται. Παρ’ όλο που εμφανίζεται με χαρακτήρα-λογική συνέπεια των κοινωνικών αντιλήψεων που την έθρεψαν και τη διάπλασαν (δεν θα βρούμε, δηλαδή, τη συνειδητοποιημένη φεμινίστρια-διανοούμενη που απαιτεί τη χειραφέτησή της), τη βλέπουμε να περνάει μια διαδικασία συνειδητοποίησης μετά από την εθνική ανάγκη η οποία την ωθεί να βγει από τον παραδοσιακό ρόλο της. Δηλαδή από τον ιδιωτικό χώρο, από την ιστορική της αφάνεια για να γίνει ενεργός δημιουργός – κι αυτή – της ιστορίας. Δυστυχώς, χρειάστηκαν αυτές οι άκρως ανώμαλες εμπόλεμες καταστάσεις για να δημιουργηθεί η αιτία της συμμετοχής της στα «κοινά» και να αποκτήσει κάποια δικαιώματα. Η δημιουργία της Εθνικής Εαμικης Αντίστασης λειτούργησε καταλυτικά σ’ ο,τι αφορά τους παραδοσιακούς ρόλους. Ο κλονισμός του πολέμου, της Κατοχής, έφερε επίσης έναν κλονισμό στις κατεστημένες αντιλήψεις, επιτάχυνε κοινωνικές εξελίξεις και τις οδήγησε σε επαναστατική κατεύθυνση, αφού ο αιμοδότης και οργανωτής ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Βλέπουμε λοιπόν, στα διηγήματα του Τάκη Αδάμου αρχικά τη γυναίκα με μάλλον παραδοσιακά χαρακτηριστικά, παρ’ό, τι με το όπλο στο χέρι, στις φυλακές και στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αλλά ακριβώς γι’αυτό το λόγο είναι τόσο εντυπωσιακό το επίπεδο, στο οποίο φτάνει. Οπως στην περίπτωση της Μαρίνας, η οποία βάζει το Κόμμα, τους αγώνες για το σοσιαλισμό πάνω από τη μητρότητα της στιγμής. Ο συγγραφέας τη βγάζει από το συγκεκριμένο ατομικό επίπεδο ανεβάζοντάς την στο αφηρημένο κοινωνικό επίπεδο. Το παιδί δεν είναι απλώς παιδί της, είναι παιδί της κοινωνίας, όπως όλα τα παιδιά του λαού. Ο τάκης Αδάμος δίνει με τη Μαρίνα ένα από τα υψηλότερα παραστήματα της λογοτεχνικής δημιουργίας, γιατί πέρα από το υπεράνθρωπο δύσκολο για μια μάνα να κάνει κάτι τέτοιο, έρχεται σε ρήξη με ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία και τις βαθύτερες καταβολές της, οι οποίες θεωρούνται «εκ φύσεως» δοσμένες. Αυτή η ρήξη τρομάζει το κατεστημένο και κάνει τον ασφαλίτη να λυσσάει. Στα χρόνια, στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας, δεν υπήρχε περιθώριο μιας ομαλής χειραφετητικής διαδικασίας ούτε για το λαό γενικότερα, πόσο μάλλον για τη γυναίκα. Ο κοινωνικός ιστός διαρρήχτηκε βίαια. Ηταν χρόνια υπεράνθρωπου μόχθου και μαχητικής προσφοράς, που αποτέλεσαν σ’ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα βαθιά τομή στην παραδοσιακή γυναικεία ζωή.
Ενας γνήσιος πατριώτης
Οι γνώσεις του Τάκη Αδάμου για την ιστορία της Ελλάδας και τη λογοτεχνία του τόπου ήταν ερύτατες και σε μεγάλο βαθμό βιωμένες από τον ίδιο στις πιο τραγικές, αλλά και στις πιο μεγαλειώδεις στιγμές του. Γεννημένος στην Πυρσόγιαννη της ηρωϊκής Ηπείρου — «ολόδροσο δρύϊνο δέντρο από τον πυκνότοπο της Πυρσόγιαννης» τον χαρακτήρισε ο Νικος Τσίπας – έζησε όσα θα μπορούσε να ζήσει ένας άνθρωπος της γενιάς του με την ιδεολογική τοποθέτηση τη δική του. Πήρε και τη «δόση» του από βασανιστήρια, τραυματισμούς, φυλακές και προσφυγιά. Τον έκαιγε πάντα ο πόθος να συνδέσει αυτά τα βιώματα, αυτό τον αγώνα – τον αγώνα ολόκληρου λαού – με την πνευματική ζωή του τόπου και να κάνει γνωστές τις δημιουργίες του ελληνικού λαού. «Η τέχνη,» έγραφε, «σ’ όλες τις μορφές της, σαν τρόπος εκδήλωσης της κοινωνικής συνείδησης, εκφράζει με καλλιτεχνικά μέσα τις σκέψεις και τα αισθήματα των ανθρώπων, τις πολιτικές και ηθικές αντιλήψεις της κοινωνίας, αποκαλύπτει την ίδια την ουσία των φαινομένων, που έχουν τη ρίζα τους στους υλικούς όρους της ζωής αυτής της κοινωνίας».
Η μεγάλη αυτή επιθυμία της προβολής της δημιουργικότητας του τόπου εντάθηκε ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν άρχισε να πέφτει επικίνδυνα η πολιτιστική, η πνευματική συνείδηση στη χώρα κάτω από την επίδραση μιας «νέας» ευρωπαϊκής ιδεολογίας, η οποία όχι μόνο δεν σέβεται καθόλου την ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, ούτε καλλιεργεί τη συνύπαρξη της κουλτούρας των ευρωπαϊκών λαών, αλλά αφήνει την ευρωπαϊκή ήπειρο να κατακλύζεται από υπερατλαντικά και ευρωπαϊκά υποπροϊόντα ή, το πολύ, κατασκευάζει και σερβίρει τις θλιβερές ντόπιες απομιμήσεις της ίδιας υποκουλτούρας. Ο Τάκης Αδάμος ήταν ένας από τους λίγους που έβλεπαν να πλησιάζει αυτή η ύπουλη θύελλα της υπονόμευσης της ευρωπαϊκής – και ιδιαίτερα της ελληνικής – πολιτιστικής ταυτότητας πάντα συγκαλυμμένη με τον μανδύα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και «πολυπολιτισμικότητας», κάτι το οποίο μπορούσε να το παρακολουθήσει από κοντά από τη θέση του ως ευρωβουλευτή. Σήκωνε τη φωνή του και στην Ευρωβουλή διαπιστώνοντας, άλλωστε, ότι οι περισσότεροι άλλοι «εκπρόσωποι» του ελληνικού λαού δεν ενδιαφέρονταν και πολύ για τις τύχες της χώρας τους μέσα στην ευρωπαϊκή «οικογένεια».
Ανθρωπος, κατά τ’ άλλα, ευγενικός, ευαίσθητος, ήρεμος, εξοργιζόταν μπροστά στο θέαμα του ξεπουλήματος της χώρας του με σύγχρονο τρόπο και της παραπληροφόρησης του λαού του. Οπου έβλεπε τις προσπάθειες να μετατραπεί ένας λαός με ηρωϊκή ιστορία σε «μοντέρνους» μικροαστούς, ψευδονεόπλουτους, σε ελεεινούς απομιμητές ξένων πρότυπων, σε «Ευρωπαίους» της κακιάς ώρας και χωρίς δική τους ταυτότητα, η οργή του δεν περιγραφόταν. Παρατηρούσε ότι ο δρόμος μέσα από τον οποίο διοχέτευαν τον ελληνικό λαό να εκφράζει τη δική του υπόσταση, ήταν η εθνικιστική έπαρση κι η χωρίς γνώση προγονοπληξία. Σήμερα βλέπουμε, πώς ο πατριωτισμός, η έγνοια για την πατρίδα μπροστά στις σύγχρονες ξένες εισβολές – προσκεκλημένες από την ντόπια ολιγαρχεία – μετατρέπεται σε επικίνδυνο εθνικισμό που μόνο μια θολή διαχωριστική γραμμή τη χωρίζει από το φασισμό, έστω στηριγμένο στο φόβο. Εχουμε γίνει μάρτυρες πλέον του πώς ανάβει η φλόγα του εθνικισμού στην καρδιά των ανθρώπων που θα τους οδηγήσει ανενημέρωτους και παραπληροφορημένους σε επικίνδυνες περιπέτειες.
Ο Τάκης Αδάμος στάθηκε λοιπόν ο ασυμβίβαστος εχθρός των λεγόμενων «σύγχρονων» τάσεων μέσα στο Κόμμα του. Μ’ αγωνία διαπίστωνε τις διαβρωτικές προσπάθειες μέσα από τον «εκσυγχρονισμό» να κάνουν το Κόμμα ένα δεκανίκι του κατεστημέου σαν πρώτο στάδιο στο δρόμο προς τη διάλυσή του. Στο άρθρο «Η ανανέωση του ΚΚΕ» (‘Ριζοσπάστης’ 20 Ιουνίου του 1991) θα πει: «Μπορεί οι σημερινοί «ανανεωτές» να είναι πιο εύστροφοι από τους προηγούμενους. Να είναι πιο πολιτικάντηδες. Ν’ ανακαλύψουν το μεγάλο σόφισμα της «ενότητας στη διαφορετικότητα». Ενα σόφισμα, που θα το ζήλεαν ακόμα και οι αρχαίοι σοφιστές. Αλλά που δεν μπορεί να σκεπάσει το αποκρουστικό πρόσωπο της διάσπασης και της διάλυσης».
Και στο βιβλίο του «Τέκνο της Ανάγκης» θα γράψει: «Το Κόμμα αυτό δεν ξεπήδησε σαν τη μυθική θεά Αθηνά από το κεφάλι κάποιου μυθικού Δία. Ούτε σκαρώθηκε σε κάποια γραφεία, όπως σκαρώνονται στον τόπο μας άλλα κόμματα («σοσιαλιστικά» ή αστικά), για να ξεθωριάσουν σε λίγο τα φανταχτερά προγράμματά τους και να φυλλοροήσουν οι επαγγελίες τους μπροστά στην αδυσώπητη πράξη της ζωής».
Στο «Πνευματικές Γνωριμίες» — που ήδη αναφέραμε – και στο κεφάλαιο για τον Θέμο Κορνάρο, ο Τάκης Αδάμος παραθέτει τα λόγια του Αγγλου υπουργού Λοντοντέρυ στη Βουλή των Λόρδων το 1866: «.……Οι Ελληνες πρέπει να γίνουν λαός μικρόψυχος, ως οι λαοί του Ινδοστάν, δια να είναι ολιγώτερον επικίνδυνοι…» Και ο ίδιος να σχολιάζει: «Και την υποθήκη αυτή του κτηνάνθρωπου λόρδου βάλθηκαν να την κάνουν πράξη στη μεταπολεμική Ελλάδα οι απόγονοί του Εγγλέζοι και οι διάδοχοί τους Αμερικάνοι με τους γραικύλους συνεργάτες τους. Στις φυλακές κλείστηκαν χιλιάδες πατριώτες και στα αποσπάσματα στήθηκαν αμέτρητα παλικάρια».
Πάθος για τη γλώσσα
Η γλώσσα που χρησιμποιεί ο Τάκης Αδάμος στα διηγήματά του είναι λαϊκά πλούσια. Πρόκειται για μια σταράτη, ντόμπρα, παραστατική Δημοτική που τη σμίλευε με μεγάλη επιμονή και με βαθύ αίσθημα ευθύνης. Παρουσιάζει με ζωντανές εικόνες τους ανθρώπους, τη ζωή τους, τις ιστορικές συνθήκες και μάλιστα με τρυφερές, χιουμοριστικές λεπτομέρεις των ανθρωπίνων χαρακτήρων με τις, καμιά φορά, και γελοίες αδυναμίες τους. Είναι φανερό: ο συγγραφέας αγαπά τους ανθρώπους, που αποτελούν το υλικό του, τους ήξερε προσωπικά, ήταν γύρω του, έκανε τις ψυχογραφίες τους, είναι κοντά τους και κάνει δικό του τον πόνο τους. Πόσο φυσιολογικό φαίνεται το πέρασμα των ηρώων του στο κίνημα, στην Αντίσταση, στις σοσιαλιστικές ιδέες. Φλογερός δημοτικιστής ο Τάκης Αδάμος υπήρξε μέγας εχθρός της γλωσσικής υποβάθμισης, του διασυρμού της νεοελληνικής, που πάντα δίνει αφορμή στην επιστροφή προς το λογιωτατισμό και τα αρχαία όχι για τη δημιουργική γνωριμία με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά για την καλλιέργεια εθνικιστικών, μεγαλοϊδεατικών αντιλήψεων και γλωσσικού ναρκισσισμού, όποτε οι υπεύθυνοι κυβερνώντες το θεωρούν σκόπιμο. Το θέμα απασχολούσε ιδιαίτερα τον Τάκη Αδάμο. Στα «Δοκίμιά» του και μάλιστα στο κεφάλαιο «Ο λογιωτατισμός-εθνική συμφορά» μιλώντας για την ιστορία του νεοελληνικού κράτους, για τη μόνιμη κρίση στην πνευματική ζωή του τόπου, τις αιτίες της και για το κενό στη λογοτεχνική παράδοση μετά το 1830 και μέχρι τις μέρες μας, θα πει: «Κι αποτελεί (ο λογιωτατισμός, Α.Ι.) την ιδεολογική έκφραση των δυνάμεων της συντήρησης και της αντίδρασης, που κυριάρχησαν στην κοινωνική, οικονοική και πολιτική ζωή της χώρας μας. Ιδανικό του «λογιωτατισμού» είναι το ξαναγύρισμα του τόπου σε παλαιές ξεπερασμένες κι αγύριστες μορφές κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής. Ο «λογιωτατισμός» στην πλατύτερη έννοιά του, στάθηκε ο κακός δαίμονας που μπήκε εμπόδιο στην πνευματική μας αναγέννηση από τα πρώτα σκιρτήματα τη εθνικής συνείδησης ως τις μέρες μας».
Και λίγο παρακάτω: «Για πενήντα ολόκληρα χρόνια, από το 1830 ως το 1880, το ανεδαφικό, στείρο και αντιδραστικό πνεύμα του «λογιωτατισμού» διαποτίζει την ιδεολογία της αντιδραστικής ολιγαρχίας και ρίχνει το βαρύ ίσκιο του στην εθνική ωή. Η επιβίωση του πνεύματος του «λογιωτατισμού» στάθηκε, κοντά στ’ άλλα, μία από τις βασικές αιτίες που συνεχίστηκε η διγλωσσία στη δημόσια ζωή και που είχε ολέθριες συνέπειες για τη μόρφωση των λαϊκών μαζών, την καλλιέργεια και την ανάπτυξη του εθνικού πολιτισμού».
Καταπολεμούσε όλη τη ζωή του την επιστροφή προς τα «περασμένα και τ’ αγύριστα» και την προσπάθεια νεκρανάστασης του παρελθόντος, γιατί ήξερε πολύ καλά τί ρολο έπαιζε και παίζει η πολιτική αυτή έστω στη σύγχρονη αφυδατωμένη μορφή του. Ετσι, ο τόπος χώλαινε τραγικά ανάμεσα στην αναρχολαϊκιστική και τη στείρα αρχαϊζουσα αντίληψη, που καλλιεργεί το γλωσσικό ναρκισσισμό και το προγονοπληκτικό σωβινισμό. Ουσιαστικά ο τόπος δεν βρίσκει την ισορροπία του ανάμεσα στον σύγχρονο αστικό κοσμοπολιτισμό και τη στείρα επιστροφή στην αρχαία ταυτότητα, όταν ο τόπος ήταν μεγάλος και έστελνε τα οικουμενικά μηνύματά του, ιδιαίτερα σημαντικό στα πλαίσια των σύγχρονων ταπεινώσεων, αλλά με κινδύνους, όπως είδαμε παραπάνω.
Γι’ αυτό και ο Τάκης Αδάμος υποστήριζε, ότι «η αξιοποίηση της λογοτεχνικής, γενικότερα της πνευματικής κληρονομιάς είναι από τα σοβαρότερα πολιτιστικά προβλήματα που έχει ν’αντιμετωπίσει κάθε λαός και κάθε τόπος. Γιατί, όσο είναι αλήθεια πως δεν μπορεί να παει κανείς μπροστά κοιτάζοντας προς τα πίσω, άλλο τόσο αληθεύει και πως χωρίς ρίζες κανένα δέντρο δεν μπορεί να βγάλει φύλλα και κλαριά και να δέσει καρπό. Έτσι η αξιοποίηση κάθε προοδευτικού στοιχείου από την πνευματική παράδοση, αποτελεί τη σταθερή κι ελπιδοφόρα βάση που πάνω της θα μπορέσει να στηριχτεί το καινούργιο οικοδόμημα».
Ενας παλαιός συναγωνιστής του Τάκη Αδάμου είχε αναρωτηθεί κάποτε, αν θα μπορούσαν να διεξαχθούν λαϊκοί αγώνες χωρίς «Αδάμους». Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ότι χωρίς αυτούς ζήτημα είναι, αν η χώρα θα είχε εθνική οντότητα. Σίγουρο είναι, ότι χρειάζεται αυτό το πνεύμα του πολύπλευρου, διαλεκτικά σκεπτόμενου και ακέραιου αγωνιστή, του ένοπλου μαχητή σε κάθε είδος αγώνα,του συνεχιστή της πνευματικής και αγωνιστικής κληρονομιάς του τόπου δίνοντας το παράδειγμα του ολοκληρωμένου κομμουνιστή για τη «χιλιάκριβη τη λευτεριά». Για να δέσει ο καρπός είτε ονομάζεται πνευματική ζωή, πολιτισμός, ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα είτε ανθρώπινη αξιοπρέπεια, είτε τελικά σοσιαλισμός.
ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΛΙΑΚΡΙΒΗ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ – Ένα αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του Tάκη Αδάμου (Α’ Μερος)