Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΛΙΑΚΡΙΒΗ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ — Ένα αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του Tάκη Αδάμου (Α’ Μερος)

 

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Πέρα­σαν 25 χρόνια

Εδώ και 25 χρό­νια, στις 24-12-1991 έφυ­γε για πάντα από κοντά μας ο Τάκης Αδά­μος, ο αγω­νι­στής, ο δημο­σιο­γρά­φος, ο λογο­τέ­χνης, ο κομ­μου­νι­στής. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά για τη φιλο­σο­φία ζωής του ίσως να είναι τα εξής λόγια: «Ο κάθε άνθρω­πος καθο­ρί­ζει έναν τρό­πο ζωής. Βάζο­ντας μέσα σου έναν σκο­πό, δικαιώ­νεις την ύπαρ­ξή σου. Ετσι κι εγώ αγω­νί­ζο­μαι σ’όλη μου τη ζωή, να προ­σθέ­σω ένα λιθα­ρά­κι για κάτι καλύ­τε­ρο στην κοι­νω­νία, χωρίς έπαρ­ση και θόρυ­βο».  Και μ’αφορμή τα λόγια του Βάρ­να­λη, ότι το σπου­δαίο δεν είναι το τί γρά­φει και το τί έγρα­ψε κανείς, μα το «για­τί γρά­φει» και «για ποιούς.….», ο Τάκης Αδά­μος θα πει: «Ετσι κι εγώ γρά­φω για ‘Μια άσπρη μέρα’, που είναι και ο τίτλος μιας συλ­λο­γής διη­γη­μά­των μου. Και σαν δημο­σιο­γρά­φος υπη­ρέ­τη­σα με τα γρα­πτά μου την ιδε­ο­λο­γία μου. Μια ζωή, δηλα­δή, γεμά­τη εθε­λο­ντι­κή στρά­τευ­ση και το τονί­ζω αυτό».

Αυτά τα σεμνά λόγια, που δίνουν την πεμ­πτου­σία της στά­σης του απέ­να­ντι στη ζωή, δια­πό­τι­ζαν όλο το έργο του, το αντάρ­τι­κο με το όπλο στο χέρι και το συγ­γρα­φι­κό με την πένα στο χέρι. Πλού­σιο από κάθε άπο­ψη το έργο αυτό, για­τί σαν άνθρω­πος συν­δύ­α­ζε πολ­λές ιδιό­τη­τες: του φιλό­λο­γου-μελε­τη­τή, του αντάρ­τη, του μετα­φρα­στή. Γα το τελευ­ταίο πρέ­πει να επι­ση­μά­νου­με, ότι από τις μετα­φρά­σεις του από τα ρώσι­κα (Η μοί­ρα ενός ανθρώ­που του Μιχα­ήλ Σόλο­χοφ, πχ) και τα ρου­μά­νι­κα (Η εξέ­γερ­ση του Λίβιου Ρεμπρε­ά­νου) δεν κατα­λα­βαί­νει κανείς, ότι πρό­κει­ται για μετά­φρα­ση από ξένη λογο­τε­χνία, τόσο φυσιο­λο­γι­κά κυλούν τα ελλη­νι­κά. Τεχνί­της του λόγου και σαν δημο­σιο­γρά­φος (Οι επι­φυλ­λί­δες του στο ‘Ριζο­σπά­στη’ άφη­σαν επο­χή με το εύρος των θεμά­των και την άρι­στη, προ­σι­τή σε όλους γρα­φή, αλλά και άλλα ιδε­ο­λο­γι­κά-πολι­τι­κά κεί­με­να). Στον Τάκη Αδά­μο αυτές οι ιδιό­τη­τες επι­κοι­νω­νού­σαν μετα­ξύ τους απο­τε­λώ­ντας ένα αρμο­νι­κό, μαχη­τι­κό σύνολο.

Ας ρίξου­με πρώ­τα μια σύντο­μη ματιά στη ζωή του πριν προ­χω­ρή­σου­με σε μια βαθύ­τε­ρη ματιά στο συγ­γρα­φι­κό του έργο.

Ζωή χωρίς έπαρση και θόρυβο, αλλά πλούσια και γεμάτη

Ο Τάκης Αδά­μος γεν­νή­θη­κε το 1914 στην Πυρ­σό­γιαν­νη της Ηπεί­ρου, από εργα­τι­κή οικο­γέ­νεια. Το 1931 εντάσ­σε­ται στην ΟΚΝΕ. Το 1933 τελειώ­νει το διδα­σκα­λείο και το 1935 γίνε­ται μέλος του ΚΚΕ. Το 1938, υπό το μετα­ξι­κό καθε­στώς, ανα­πτύσ­σει δρα­στη­ριό­τη­τα σε μία από τις δύο κομ­μα­τι­κές οργα­νώ­σεις στο στρα­τό που δεν μπό­ρε­σε να εξαρ­θρώ­σει η μετα­ξι­κή δικτα­το­ρία. Πολέ­μη­σε στο αλβα­νι­κό μέτω­πο, ενώ μετά την κατάρ­ρευ­σή του μαζί με άλλους συντρό­φους του, πριν την ίδρυ­ση του ΕΑΜ, πρω­το­στα­τεί στη δημιουρ­γία του Πατριω­τι­κού Μετώ­που στα Γιάν­νε­να. Υπη­ρέ­τη­σε την Εθνι­κή Αντί­στα­ση ως αντάρ­της του ΕΛΑΣ. Το Σεπτέμ­βρη του 1944 δου­λεύ­ει στο Γρα­φείο Τύπου Περιο­χής Ηπεί­ρου και γρά­φει για τις εφη­με­ρί­δες «Φωνή της Ηπεί­ρου» (ΚΚΕ) και «Αγω­νι­στής» (ΕΑΜ).

Το 1946 συλ­λαμ­βά­νε­ται από τους μοναρ­χο­φα­σί­στες και εξο­ρί­ζε­ται στην Ικα­ρία. Με εντο­λή του ΚΚΕ συμ­με­τέ­χει στην ομά­δα από­δρα­σης στε­λε­χών και εντάσ­σε­ται στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό Ελλά­δας σαν ταχ­μα­τάρ­χης στην πρώ­τη γραμ­μή του μετώ­που, όπου τραυ­μα­τί­ζε­ται επτά φορές. Τον Αύγου­στο του 1949 τραυ­μα­τι­σμέ­νος περ­νά στην Αλβα­νία και στη συνέ­χεια στην Ουγ­γα­ρία. Το 1950 πηγαί­νει στην Πολω­νία όπου εργά­ζε­ται για δύο χρό­νια σε εργο­στά­σιο σαν τορ­να­δό­ρος. Δύο χρό­νια αργό­τε­ρα αρχί­ζει να δου­λεύ­ει για τον κομ­μα­τι­κό μηχα­νι­σμό, στο τμή­μα κομ­μα­τι­κών σχο­λών και το 1954 γίνε­ται υπέ­υ­θυ­νος του θεω­ρη­τι­κού περιο­δι­κού «Νέος Κόσμος».

Από το 1960 μέχρι το 1969 δου­λεύ­ει στη «Φωνή της Αλή­θειας», από όπου «πολε­μά­ει» το δεξιό ανα­θε­ω­ρη­τι­σμό. Το 1970 το Κόμ­μα τον στέλ­νει στο Λον­δί­νο, ως διευ­θυ­ντή της εφη­με­ρί­δας «Ελεύ­θε­ρη Πατρί­δα» μέχρι το 1974, οπό­τε επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα για να συμ­βά­λει στο στή­σι­μο του νόμι­μου πλέ­ον «Ριζο­σπά­στη» ως μέλος της αρχι­συ­ντα­ξί­ας  και στη συνέ­χεια αρχι­συ­ντά­κτης του, μέχρι το 1981, οπό­τε εκλέ­χθη­κε ευρω­βου­λευ­τής του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Από το 1969 μέχρι το 1974 ήταν μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Αρχές 1989 ο Τάκης Αδά­μος εκλέ­χθη­κε Πρό­ε­δρος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών, γεγο­νός το οποίο εξα­πέ­λυ­σε σε διά­φο­ρες αστι­κές εφη­με­ρί­δες  σχό­λια περί του ΚΚΕ που τάχα διο­ρί­ζει προ­έ­δρους στην ΕΕΛ κλπ. Σε μια απά­ντη­ση σε δημο­σιο­γρά­φο στην εφη­με­ρί­δα « Έθνος» (19–4‑89), ανά­με­σα σ’άλλα, ο Τάκης Αδά­μος θα απα­ντή­σει και τα εξής: «Δεν έχει καμία ανά­μει­ξη το ΚΚΕ στα εσω­τε­ρι­κά της εταιρείας…Ο δικός μας συν­δυα­σμός πήρε 160–170 ψηφο­δέλ­τια. Είναι αυτοί οι 170 κομ­μου­νι­στές; Εμέ­να με σταύ­ρω­σαν 100 άνθρω­ποι. Μακά­ρι να ήταν κομ­μου­νι­στές. Αλλά δεν είναι. Αλλω­στε ο προη­γού­με­νος πρό­ε­δρος, ο κ. Σιμό­που­λος, δεν ήταν κομμουνιστής».… 

Πολιτισμός και τέχνη

Η επα­να­στα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα εκφρά­στη­κε στη ζωή του Τάκη Αδά­μου με πολ­λές μορ­φές πάλης. Ενα βαθύ αίσθη­μα ενά­ντια σε κάθε βαρ­βα­ρό­τη­τα ήταν κυρί­αρ­χο σ’ όλη τη δημιουρ­γία του, είτε με το όπλο είτε με το μολύ­βι στο χέρι για να δέσει ο καρ­πός του πολι­τι­σμού, όπως έλε­γε, εννο­ώ­ντας το πέρα­σμα της ανθρω­πό­τη­τας στη φάση του πραγ­μα­τι­κού εξαν­θρω­πι­σμού του στο σοσια­λι­σμό. Η βαθιά του ανη­συ­χία για την κατά­στα­ση του πολι­τι­σμού βλέ­πο­ντας με αγω­νία και οργή την πορεία εξαρ­τη­το­ποί­η­σης του τόπου από τα παγκό­σμια κέντρα της βαρ­βα­ρό­τη­τας, τον έκα­νε να ασχο­λη­θεί ιδιαί­τε­ρα με την κλη­ρο­νο­μιά του ντό­πιου πολι­τι­σμού σκα­λί­ζο­ντας βαθιά μέχρι τις ρίζες του. Ετσι, έγρα­ψε τις πολύ αξιό­λο­γες μελέ­τες με τίτλο Η λογο­τε­χνι­κή κλη­ρο­νο­μιά μας σε δύο τόμους, έναν για την ποί­η­ση και έναν για την πεζο­γρα­φία. Στον Α’ τόμο, για την πεζο­γρα­φία, θα πει στον πρό­λο­γο: «Το παρελ­θόν μας κλη­ρο­δό­τη­σε έναν πολι­τι­σμό δεμέ­νο με το λαό και τη δρά­ση του. Και γι’αυτό το λόγο πάντα ζωντα­νό και χρή­σι­μο. Η αξιο­ποί­η­ση αυτής της κλη­ρο­νο­μιάς είναι όπλο δοκι­μα­σμέ­νο κι απο­τε­λε­σμα­τι­κό για την ιδε­ο­λο­γι­κή πάλη. Πρέ­πει, όμως, να γίνει κτή­μα των πλα­τιών λαϊ­κών στρω­μά­των, να κατα­κτή­σει τη συνεί­δη­σή τους για να μετα­τρα­πεί σε υλι­κή δύνα­μη. Από την αρχή μιας τέτοιας προ­σπά­θειας προ­βάλ­λει το ερώ­τη­μα: Ποιά θάναι τα κρι­τή­ρια κι οι αρχές για τη μελέ­τη και την αξιο­ποί­η­ση της πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς προς όφε­λος του λαού και της κοι­νω­νι­κής προόδου;»

Στους πεζο­γρά­φους περι­λαμ­βά­νο­νται οι Παπα­δια­μά­ντης, Καρ­κα­βί­τσας, Ξενό­που­λος, Βου­τυ­ράς, Θεο­τό­κης και Χατζό­που­λος, ενώ στον τομο για τους ποι­η­τές οι Σολω­μός, Παλα­μάς, Σικε­λια­νός και Βάρ­να­λης. Στο βιβλίο του Πνευ­μα­τι­κές γνω­ρι­μί­ες περι­λαμ­βά­νο­νται οι Μάρ­κος Αυγέ­ρης, Έλλη Αλε­ξί­ου, Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη, Θέμος Κορ­νά­ρος και Γιώρ­γος Κοτζιούλας.

Μιλώ­ντας λοι­πόν για τέχνη σαν μια έκφρα­ση πολι­τι­σμού – η τέχνη γεν­νιέ­ται από τη ζωή, από αγώ­νες και όχι από μια στά­ση απο­χής και παθη­τι­κό­τη­τας – υπο­στή­ρι­ζε, ότι πάντα ένας συγ­γρα­φέ­ας εκφρά­ζει κοι­νω­νι­κές ιδέ­ες, είτε το θέλει είτε όχι. Συνή­θως η λέξη στρά­τευ­ση ταυ­τί­ζε­ται με τη στρά­τευ­ση σε κομ­μου­νι­στι­κές, σοσια­λι­στι­κές ή απλώς προ­ο­δευ­τι­κές ιδέ­ες και ιδα­νι­κά. Ολες οι άλλες στρα­τεύ­σεις θεω­ρού­νται μη-στρά­τευ­ση, αλλά ουσια­στι­κά στρα­τεύ­ο­νται στην αντί­δρα­ση. Ή με τα λόγια του Μπέρ­τολτ Μπρεχτ: «Όποιος σπί­τι μένει σαν αρχί­ζει ο αγώνας…θ’ αγω­νι­στεί για την υπό­θε­ση του εχθρού» τοπο­θε­τώ­ντας μ’αυτό τον τρό­πο στο αντί­θε­το στρα­τό­πε­δο τους μη συμ­με­τέ­χο­ντες, τους απέ­χο­ντες. Πάντα κάτι κάνεις, ακό­μα και νομί­ζο­ντας ότι δεν κάνεις τίποτα.

Η δική του λογοτεχνική δημιουργία

Ο Τάκης Αδά­μος δεν έγρα­φε  μόνο για άλλους λογο­τέ­χνες, ήταν και ο ίδιος. Αθό­ρυ­βα και χωρίς έπαρ­ση πάλευε και με τα κεί­με­να που έγρα­φε, σμί­λευε τη γλώσ­σα με ανε­ξά­ντλη­τη επι­μο­νή και υπο­μο­νή, μ’ένα βαθύ αίσθη­μα ευθύ­νης κι αγά­πης στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα. Ιδε­ο­λο­γι­κά-πολι­τι­κά και λογο­τε­χνι­κά δοκί­μια, προ­σω­πο­γρα­φί­ες λογο­τε­χνών, μελέ­τες (Το λαϊ­κό τρα­γού­δι της Αντί­στα­σης), αλλά και διη­γή­μα­τα (Ιστο­ρί­ες της Αντί­στα­σης, Για μια άσπρη μέρα). Πίστευε, ότι: «Αυτό που καθο­ρί­ζει τη σημα­σία, την αξία της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας, που απο­τε­λεί τη λυδία λίθο της, είναι ο βαθ­μός που η δημιουρ­γία αυτή βρί­σκε­ται κοντά στις πρω­το­πό­ρες ανα­ζη­τή­σεις της επο­χής της, στον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να των πρω­το­πό­ρων δυνά­με­ων εκεί­νης της εποχής».

Το ξεπέ­ρα­σμα μιας διστα­κτι­κής στά­σης ζωής, ιδιαί­τε­ρα σε κρί­σι­μες συν­θή­κες, είναι το θέμα σε πολ­λά διη­γή­μα­τα του Τάκη Αδά­μου. Το άτο­μο που βρί­σκε­ται μπρο­στά σε μια οδυ­νη­ρή επι­λο­γή, την οποία επι­βάλ­λουν κάποιες απάν­θρω­πες συν­θή­κες και δεν μπο­ρεί να μεί­νει απ’έξω χωρίς να ταπει­νω­θεί, να εξο­ντω­θεί ψυχι­κά και ηθι­κά. Να θέμα αγα­πη­τό στα διη­γή­μα­τα αυτά. Οι άνθρω­ποι αντι­με­τω­πί­ζουν τον ίδιο τους τον εαυ­τό μέσα σε μια ζωή αδυ­σώ­πη­τη και ανα­κα­λύ­πτουν ανυ­πο­ψί­α­στες δυνά­μεις μέσα τους. Ή θα λυγί­σεις και θα εξο­ντω­θείς ηθι­κά ή θα νική­σεις και θα βγεις πάνω από τον εαυ­τό σου. Δηλα­δή στις συν­θή­κες της δεκα­ε­τί­ας του ’40 αυτό σημαί­νει, ότι είτε θα μεί­νεις παθη­τι­κός θεα­τής της κατα­πά­τη­σης  της πατρί­δας σου η θα απο­φα­σί­σεις να πάρεις μέρος σ’ένα αγώ­να με κίν­δυ­νο να χάσεις τη ζωή σου, να βρεις φρι­κτό τέλος στα βασα­νι­στή­ρια, να εξο­ρι­στείς,  να μην ξανα­δείς τα αγα­πη­μέ­να σου πρό­σω­πα. Και βλέ­που­με τους απλούς ανθρώ­πους της διπλα­νής πόρ­τας να φτά­σουν στο ύψι­στο ηθι­κό μέγε­θος. Και όλοι αυτοί είναι αλη­θι­νοί. Τέτοιους ο Τάκης Αδά­μος είχε γνω­ρί­σει πολ­λούς. Η υπέ­ρο­χη εργά­τρια Αγγέ­λα από το διή­γη­μα «Τα μάτια της μαχή­τριας» που γεύ­στη­κε όλη τη «γλύ­κα» του αφε­ντι­κού και σκο­τώ­νε­ται με τ’ όπλο στο χέρι πριν προ­λά­βει να ζήσει περ­νώ­ντας από το μισο­σκό­τα­δο της ασή­μα­ντης ζωής στο λαμπε­ρό προ­σκή­νιο της ιστο­ρί­ας: «…απ’ τα μάτια της ξεχύ­νε­ται όλη η φλό­γα της αδού­λω­της ψυχής της εργατιάς».

 Η Αγγέ­λα μπο­ρεί να σκο­τώ­θη­κε και να την πέτα­ξαν ολό­γυ­μνη στην αγο­ρά της γει­το­νι­κής πόλης, αλλά «…τα μάτια, σύντρο­φέ μου!…Και τού­τα δω στην πόλη σου κι εκεί­να εκεί το Δεκέμ­βρη στην Αθή­να, κι άλλα, χιλιά­δες τέτοια μάτια, που μοιά­ζου­νε με τ’ άστρα. Σβή­νουν, μα η φεγ­γο­βο­λή τους σκί­ζει αδιά­κο­πα τη νύχτα, που μας ζώνει!…»

Στο διή­γη­μα Ποιός θα εμπο­δί­σει την άνοι­ξη, ο Αντώ­νης, ο κεντρι­κός ήρω­ας, φτά­νει μετά από μια πορεία συνει­δη­το­ποί­η­σης στα μπου­ντρού­μια της Ασφά­λειας και μαζί μ’αυτό στο πλή­ρες εσω­τε­ρι­κό ξεκα­θά­ρι­σμα με τον εαυ­τό του. Γίνε­ται ελεύ­θε­ρος άνθρω­πος μέσα από τα βάσα­να που του φέρ­νει η συνει­δη­τή, γεν­ναία επι­λο­γή του: «Ο Αντώ­νης κοι­τά­ζει τους συντρό­φους του, έναν έναν στα μάτια, σαν να τους αντά­μω­σε τώρα, ξαφ­νι­κά, ύστε­ρα από χωρι­σμό μακρινό…Και για πρώ­τη φορά, σ’όλο τού­το το διά­στη­μα, χαμο­γε­λά­ει. Χαμο­γε­λά­ει με σιγου­ριά, κοροϊ­δεύ­ο­ντας τις αλυ­σί­δες του. Χαμο­γε­λά­ει στην άνοι­ξη που θάρ­θει, που τον ερχο­μό της κανέ­νας δεν μπο­ρεί να τον εμποδίσει». 

 Άτομο και ιστορία

Η στρο­φή του Τάκη Αδά­μου, στα διη­γή­μα­τά του, στους λεγό­με­νους «ανώ­νυ­μους» ήρω­ες, που ωστό­σο όλοι έχουν όνο­μα και προ­σω­πι­κή ιστο­ρία, δεν είναι τυχαία. Βασί­ζε­ται σε μια βαθιά δια­λε­κτι­κή αντί­λη­ψη σ’ ο,τι αφο­ρά τη σχέ­ση του μεμο­νω­μέ­νου ατό­μου με την ιστο­ρία. Ούτε είναι τυχαίο, ότι στη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Για μια άσπρη μέρα» διά­λε­ξε σαν προ­λο­γι­κό αφιέ­ρω­μα  τα εξής λόγια του Ιού­λιους Φου­τσίκ από το Ρεπορ­τάζ κάτω απ’ την κρε­μά­λα: «…θά’ρθει μια μέρα που το σήμε­ρα θα γίνει παρελ­θόν και θα μιλούν για μια μεγά­λη επο­χή και για τους ανώ­νυ­μους ήρω­ες που δημιούρ­γη­σαν την ιστο­ρία. Θά ‘θελα να μάθει όλος ο κόσμος πως δεν υπήρ­ξαν ανώ­νυ­μοι ήρω­ες. Πως είταν άνθρω­ποι που είχαν τ’όνομά τους, τη φυσιο­γνω­μία τους, τους πόθους και τις ελπί­δες τους. Κι ο πόνος και του πιο τελευ­ταί­ου απ’ αυτούς, δεν είταν μικρό­τε­ρος απ’ τον πόνο του πρώ­του, που τ’όνομά του θα περά­σει στην ιστο­ρία. Θα’ θελα όλοι αυτοί να ‘ ναι πάντα πολύ κοντά, στην καρ­διά σας, σα φίλοι, σα συγ­γε­νείς σας, σαν τον ίδιο τον εαυ­τό σας…»

Πολ­λοί «ανώ­νυ­μοι» μαζί μπο­ρούν με το συλ­λο­γι­κό αγώ­να τους να απο­τε­λέ­σουν μια τόσο τρο­με­ρή δύνα­μη, που μπο­ρεί να μετα­τρα­πεί σε κατα­λύ­τη του ιστο­ρι­κού γίγνε­σθαι. Οι πρω­τα­γω­νι­στές, οι πρώ­ην ανώ­νυ­μοι, οι αφα­νείς,  βρί­σκο­νται ξαφ­νι­κά στο προ­σκή­νιο με τη μαζι­κή συλ­λο­γι­κή δρά­ση τους. «Η Εθνι­κή μας Αντί­στα­ση», θα γρά­φει ο Τάκης Αδά­μος σε μία από τις Επι­φυλ­λί­δες του στο ‘Ριζο­σπά­στη’ της 19–6‑1988, συγκε­κρι­μέ­να μιλώ­ντας για τη «λαϊ­κή Μού­σα στην Αντί­στα­ση», «δεν ήταν μόνο μια μαζι­κή – η πιο μαζι­κή –εθνι­κή αγω­νι­στι­κή ανά­τα­ση. Ηταν κι ένα παλ­λαϊ­κό σχο­λείο πολι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Το πνεύ­μα της –το πνεύ­μα της αυτα­πάρ­νη­σης και της θυσί­ας για την εθνι­κή λευ­τε­ριά – η πίστη στις δυνά­μεις της και στο φωτει­νό μέλ­λον της πατρί­δας και το μίσος για τη σκλα­βιά, τη βία και την εκμε­τάλ­λευ­ση, έγι­ναν παλ­λαϊ­κά βιώ­μα­τα, που δια­πό­τι­σαν ως τα κατά­βα­θα τη συνεί­δη­ση του λαού».

 Ο όρκος του αγωνιστή

 «-Είσαι κομ­μου­νι­στής;

-Είμαι

-Μετα­νοιώ­νεις;

-Όχι

Αυτό όλο κι όλο. Ύστερα…μουσκέτο! Δεν μπο­ρείς να παρα­πο­νε­θείς για τίπο­τα. Το αμε­ρι­κα­νι­κό πρα­κτι­κό πνεύ­μα έκα­νε πρά­μα­τα και θάμα­τα στην πατρί­δα της Δημο­κρα­τί­ας!…» Το μικρό αυτό από­σπα­σμα από το διή­γη­μα Ο όρκος του Μακρή και από τη συλ­λο­γή Για μια άσπρη μέρα είναι δείγ­μα της λακο­νι­κής ρεα­λι­στι­κής γρα­φής του Τάκη Αδά­μου ανα­φε­ρό­με­νου στην επο­χή του ρετσι­νό­λα­δου και της παγοκολόνας…Όσο πιο ανεί­πω­τα φρι­κτή η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τόσο πιο σύντο­μη, σχε­δόν κοφτή η ροή της διή­γη­σης εισά­γει τον ανα­γνώ­στη στην κόλα­ση αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Δεν τον αφή­νει, όμως, εκεί. Από μέσα από τα μπου­ντρού­μια ξεπρο­βάλ­λει σε μια τέλεια δια­λε­κτι­κή αντί­θε­ση ο,τι πιο όμορ­φο, ηρω­ϊ­κό, ανώ­τε­ρο ανθρώ­πι­νο μπο­ρεί να υπάρ­χει. Υψώ­νε­ται η εξαί­σια μορ­φή της Μαρί­νας, η οποία δεν συμ­βο­λί­ζει μονά­χα όλη τη λαϊ­κή αντί­στα­ση, αλλά κάνει θρύ­ψα­λα όλες τις προ­κα­τα­λή­ψεις, όλη τη μίζε­ρη εικό­να που η κοι­νω­νία είχε δια­μορ­φώ­σει για το γυναι­κείο φύλο: κάπο­τε και η Μαρί­να, δια­βά­ζου­με, «έσμι­ξε για πάντα τη δική της μοί­ρα και τον πόνο της με την κοι­νή μοί­ρα και το πέλα­γο του πόνου που απλω­νό­ταν γύρω της». 

Η Μαρί­να θυσιά­ζε­ται αφή­νο­ντας άφω­νους τους βασα­νι­στές της, οι οποί­οι –«υπε­ρα­σπι­στές» της πατρί­δας, της οικο­γέ­νειας, της θρη­σκεί­ας – προ­σπά­θη­σαν να λυγί­σουν την κομ­μου­νί­στρια-σύμ­βο­λο της και­νούρ­γιας γυναί­κας, της ανε­λέ­η­της εχθρού των κατε­στη­μέ­νων αντι­λή­ψε­ων-προ­κα­τα­λή­ψε­ων. Η Μαρί­να «διά­λε­ξε» την εκτέ­λε­ση, παρ’όλη την άτι­μη μέθο­δο της Ασφά­λειας, που –εφό­σον όλα τα άλλα απέ­τυ­χαν – προ­σπά­θη­σε να την τσα­κί­σει μέσω του μικρού παι­διού της.

Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί βρί­σκε­ται στις σελί­δες 43–44-45.

Είναι τόσο ζωντα­νή η περι­γρα­φή, που ακού­με κι εμείς τη φωνή της Μαρί­νας στο διά­δρο­μο φεύ­γο­ντας για την εκτέ­λε­ση «Γειά σας, σύντροφοι!…Κρατάτε το χαράκωμα!…»

Η φωνή της Μαρί­νας καθα­ρή, σίγου­ρη, χωρίς τρέ­μου­λο, πλημ­μυ­ρί­ζει τους τσι­με­ντέ­νιους θόλους κι ανα­στα­τώ­νει τις καρ­διές μας. Νιώ­θω το Μακρή να γαν­τζώ­νε­ται στο μπρά­τσο μου και να το σφίγ­γει σα μέγ­γε­νη. Σφίγ­γει και σπαρ­τα­ρά­ει ολόκληρος…»

Ο Μακρής στο τέλος ορκί­ζε­ται ότι θα πάρει το γιο της Μαρί­νας για παι­δί του, «αν βγω από δω μέσα ζωντανός!»

Η εξαι­ρε­τι­κά σύντο­μη, σχε­δόν κοφτή, έντο­να παρα­στα­τι­κή αφή­γη­ση του Τάκη Αδά­μου μας τοπο­θε­τεί μέσα στα γεγο­νό­τα. Είμα­στε δίπλα στους φυλα­κι­σμέ­νους, τους μελ­λο­θά­να­τους, βιώ­νου­με όλη τη μαρ­τυ­ρι­κή πορεία τους, γινό­μα­στε μάρ­τυ­ρες της εσω­τε­ρι­κής τους δύνα­μης, της απο­φα­σι­στι­κό­τη­τάς τους, των στιγ­μών αδυ­να­μί­ας τους. Για μερι­κά χρό­νια, ο πρω­τα­γω­νι­στι­κός ρόλος στην ιστο­ρία είχε περά­σει πια στα χέρια του μέχρι τότε περι­φρο­νη­μέ­νου πλή­θους. Ο λαός είχε ανα­λά­βει πια την πορεία της χώρας μέσα σ’ένα κλί­μα συλ­λο­γι­κό, μέσα σ’ένα συγκλο­νι­στι­κό ανα­τρε­πτι­κό «μαζί, όλοι μαζί». Οι άνθρω­ποι ξεπερ­νούν τον εαυ­τό τους και σε μια φάση ξεπερ­νούν και τα εθν­κά σύνο­ρα, το κύμα γίνε­ται διε­θνι­στι­κό: «…θέλου­με λεύ­τε­ρη εμείς πατρί­δα και παναν­θρώ­πι­νη τη λευ­τε­ριά…» Πολύ περισ­σό­τε­ρο από εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να, το κύμα αγκα­λιά­ζει το παναν­θρώ­πι­νο όρα­μα του σοσιαλισμού.

Συνε­χί­ζε­ται

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο