Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γωγώ Θ. Μπελεκούκια: «Ξένες Φωνές»

Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΣΑΝΤΑ

Ένας περί­πα­τος. Ο πρώ­τος μετά από εφτά μέρες βαριάς μονα­ξιάς, κλει­σού­ρας, πόνου.

Βρο­χή.

Οι δρό­μοι με τη γνώ­ρι­μη γλίτσα.

Προ­σέ­χω.

Αν πέσω, ο πόνος θα είναι πια αφό­ρη­τος. Το ίδιο και η κλει­σού­ρα και η μονα­ξιά που θα τον ακο­λου­θή­σουν σιω­πη­λά και ύπουλα.

Και τότε την άκουσα!

Μέσα από το μου­ντό θόρυ­βο της βρο­χής μια…παράφωνη μελωδία.

Σαν προ­σευ­χή.

Σαν νανού­ρι­σμα.

Σαν ψαλ­μω­δία.

Στα­μά­τη­σα. Η βρο­χή έσπα­γε γυά­λι­νες στα­γό­νες στην παλιά μου ομπρέ­λα. Και  οι στα­γό­νες σχη­μά­τι­ζαν ποτά­μια διά­φα­να που σέρ­νο­νταν στρι­φο­γυ­ρί­ζο­ντας ανά­με­σα στα πόδια μου, σφυ­ρί­ζο­ντας απει­λη­τι­κά σαν πει­να­σμέ­να φίδια.

Ο πόνος συνέ­χι­ζε να αγκα­λιά­ζει κτη­τι­κά το δεξί μου πόδι, θυμί­ζο­ντάς μου χαι­ρέ­κα­κα πως ήμουν αιχμάλωτη.

Γύρι­σα και κοί­τα­ξα πίσω.

Μια γυναί­κα, σοφή στα χρό­νια περ­πα­τού­σε στη μέση του δρό­μου. Φορού­σε αθλη­τι­κά παπού­τσια, το χρώ­μα τους μάλ­λον άσπρο κάπο­τε και φόρ­μα αθλη­τι­κή σε χρώ­μα μωβ. Ομπρέ­λα δε βαστού­σε. Μόνο μια μικρή πρά­σι­νη τσά­ντα με χαμη­λό λου­ρά­κι που φώλια­ζε σαν μωρό στην αρι­στε­ρή της μασχά­λη. Το κεφά­λι της δεν ήταν γυμνό. Φορού­σε ένα κόκ­κι­νο μαντή­λι δεμέ­νο σαν τουλ­πά­νι ή…σαν στέμμα.

Ανη­φό­ρι­ζε αργά και τραγουδούσε.

Πόση γλύ­κα είχε η φωνή της!

Τα ποτά­μια χαλά­ρω­ναν το σφί­ξι­μό τους για να περάσει.

Έφτα­σε κοντά μου. Την κοί­τα­ξα στα μάτια και απλώ­νο­ντας την ομπρέ­λα μου προς το μέρος της , της έγνε­ψα να έρθει από κάτω.

Με κοί­τα­ξε κι εκείνη.

«Όχι, ευχα­ρι­στώ!» μου είπε και χαμογέλασε.

Συνέ­χι­σε να ανε­βαί­νει και να γλυ­κο­τρα­γου­δά. Μαζί με τα θυμω­μέ­να ποτά­μια της βρο­χής είχε γαλη­νέ­ψει και τον πόνο που βασά­νι­ζε το πόδι μου και την ψυχή μου.

«Να υπάρ­χουν γητευ­τές της Βρο­χής;» ανα­ρω­τή­θη­κα. Ίσως ναι. Ή ..ίσως πάλι , το ουρά­νιο τόξο να παίρ­νει πότε-πότε ανθρώ­πι­νη μορ­φή , για να φανε­ρώ­σει έναν κρυμ­μέ­νο θησαυρό…

Σε μένα σήμε­ρα… τη Γαλήνη.

 

ΞΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣ

Ξένες φωνές

ανοί­κειες

πλο­κά­μια απλώνουν

τους σκλη­ρούς τους ήχους.

Πλο­κά­μια θυμωμένα

που κρα­δά­ζουν βεντού­ζες ενοχής

σαν βαρυ­ποι­νί­τες που ελευθερώθηκαν

διεκ­δι­κώ­ντας τη δική τους θέση στον Ήλιο.

Κι εσύ;

Στης Δικαιο­σύ­νης

την αρχαία παλάντζα

ζυγί­ζεις

παρελ­θό­ντα κρίματα

ταρι­χευ­μέ­να

στης Αιώ­νιας μνή­μης τις Στοές

κι απο­κα­μω­μέ­νος

στο παγκά­κι κάθεσαι

του βαν­δα­λι­σμέ­νου πάρ­κου της γει­το­νιάς σου

κι ανα­ρω­τιέ­σαι

σε ποιο δάκρυ της Αδελ­φι­κής συνύπαρξης

πικρα­μέ­νο

κρύ­φτη­κε

το κωδι­κο­ποι­η­μέ­νο μυστι­κό της Αγάπης.

 

(Ο πίνα­κας είναι του T.C Steele 1887)

 

Η  Γωγώ Θ. Μπε­λε­κού­κια-Σπα­νού γεν­νή­θη­κε και ζει στην Αθή­να. Είναι μέλος του Kύκλου Ελλη­νι­κού Παι­δι­κού Βιβλί­ου (GREEK IBBY). Γρά­φει ποί­η­ση, παρα­μύ­θια, διη­γή­μα­τα ( πέντε από αυτά έχουν πάρει έπαι­νο από το Σύν­δε­σμο Ελλή­νων Λογο­τε­χνών Αυστρα­λί­ας) ενώ παράλ­λη­λα ασχο­λή­θη­κε ερα­σι­τε­χνι­κά με το Θέα­τρο. Είναι παντρε­μέ­νη και μητέ­ρα τριών παιδιών.

Τα τελευ­ταία χρό­νια έχουν εκδο­θεί παρα­μύ­θια της «Φίλ­τρο αγά­πης και ονεί­ρων» («Βερ­γί­να»- 2013), και οι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές «Μια φορά στο κάπο­τε… φύτρω­σαν κόκ­κι­νες παπα­ρού­νες» («Βερ­γί­να» – 2012), «Σαν φυλα­χτό… φόρε­σα και­νούρ­για κόκ­κι­να παπού­τσια» (2011).

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο