Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΣΑΝΤΑ
Ένας περίπατος. Ο πρώτος μετά από εφτά μέρες βαριάς μοναξιάς, κλεισούρας, πόνου.
Βροχή.
Οι δρόμοι με τη γνώριμη γλίτσα.
Προσέχω.
Αν πέσω, ο πόνος θα είναι πια αφόρητος. Το ίδιο και η κλεισούρα και η μοναξιά που θα τον ακολουθήσουν σιωπηλά και ύπουλα.
Και τότε την άκουσα!
Μέσα από το μουντό θόρυβο της βροχής μια…παράφωνη μελωδία.
Σαν προσευχή.
Σαν νανούρισμα.
Σαν ψαλμωδία.
Σταμάτησα. Η βροχή έσπαγε γυάλινες σταγόνες στην παλιά μου ομπρέλα. Και οι σταγόνες σχημάτιζαν ποτάμια διάφανα που σέρνονταν στριφογυρίζοντας ανάμεσα στα πόδια μου, σφυρίζοντας απειλητικά σαν πεινασμένα φίδια.
Ο πόνος συνέχιζε να αγκαλιάζει κτητικά το δεξί μου πόδι, θυμίζοντάς μου χαιρέκακα πως ήμουν αιχμάλωτη.
Γύρισα και κοίταξα πίσω.
Μια γυναίκα, σοφή στα χρόνια περπατούσε στη μέση του δρόμου. Φορούσε αθλητικά παπούτσια, το χρώμα τους μάλλον άσπρο κάποτε και φόρμα αθλητική σε χρώμα μωβ. Ομπρέλα δε βαστούσε. Μόνο μια μικρή πράσινη τσάντα με χαμηλό λουράκι που φώλιαζε σαν μωρό στην αριστερή της μασχάλη. Το κεφάλι της δεν ήταν γυμνό. Φορούσε ένα κόκκινο μαντήλι δεμένο σαν τουλπάνι ή…σαν στέμμα.
Ανηφόριζε αργά και τραγουδούσε.
Πόση γλύκα είχε η φωνή της!
Τα ποτάμια χαλάρωναν το σφίξιμό τους για να περάσει.
Έφτασε κοντά μου. Την κοίταξα στα μάτια και απλώνοντας την ομπρέλα μου προς το μέρος της , της έγνεψα να έρθει από κάτω.
Με κοίταξε κι εκείνη.
«Όχι, ευχαριστώ!» μου είπε και χαμογέλασε.
Συνέχισε να ανεβαίνει και να γλυκοτραγουδά. Μαζί με τα θυμωμένα ποτάμια της βροχής είχε γαληνέψει και τον πόνο που βασάνιζε το πόδι μου και την ψυχή μου.
«Να υπάρχουν γητευτές της Βροχής;» αναρωτήθηκα. Ίσως ναι. Ή ..ίσως πάλι , το ουράνιο τόξο να παίρνει πότε-πότε ανθρώπινη μορφή , για να φανερώσει έναν κρυμμένο θησαυρό…
Σε μένα σήμερα… τη Γαλήνη.
ΞΕΝΕΣ ΦΩΝΕΣ
Ξένες φωνές
ανοίκειες
πλοκάμια απλώνουν
τους σκληρούς τους ήχους.
Πλοκάμια θυμωμένα
που κραδάζουν βεντούζες ενοχής
σαν βαρυποινίτες που ελευθερώθηκαν
διεκδικώντας τη δική τους θέση στον Ήλιο.
Κι εσύ;
Στης Δικαιοσύνης
την αρχαία παλάντζα
ζυγίζεις
παρελθόντα κρίματα
ταριχευμένα
στης Αιώνιας μνήμης τις Στοές
κι αποκαμωμένος
στο παγκάκι κάθεσαι
του βανδαλισμένου πάρκου της γειτονιάς σου
κι αναρωτιέσαι
σε ποιο δάκρυ της Αδελφικής συνύπαρξης
πικραμένο
κρύφτηκε
το κωδικοποιημένο μυστικό της Αγάπης.
(Ο πίνακας είναι του T.C Steele 1887)
Η Γωγώ Θ. Μπελεκούκια-Σπανού γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι μέλος του Kύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (GREEK IBBY). Γράφει ποίηση, παραμύθια, διηγήματα ( πέντε από αυτά έχουν πάρει έπαινο από το Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας) ενώ παράλληλα ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με το Θέατρο. Είναι παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί παραμύθια της «Φίλτρο αγάπης και ονείρων» («Βεργίνα»- 2013), και οι ποιητικές συλλογές «Μια φορά στο κάποτε… φύτρωσαν κόκκινες παπαρούνες» («Βεργίνα» – 2012), «Σαν φυλαχτό… φόρεσα καινούργια κόκκινα παπούτσια» (2011).