Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γ. Δροσίνης, ο ποιητής της «Ανθισμένης αμυγδαλιάς»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Γεν­νή­θη­κε στις 9 Δεκέμ­βρη 1859 σε ένα αρχο­ντι­κό της πλά­κας και πέθα­νε σε βαθύ γήρας το 1951.

Ανή­κει στη Γενιά του 1880 που έφε­ρε την καθιέ­ρω­ση της δημο­τι­κής στην ποί­η­ση. Εμφα­νί­στη­κε στα γράμ­μα­τα στα 1878. Στον πεζό λόγο βασί­λευε η καθα­ρεύ­ου­σα και στην ποί­η­ση ήταν διά­χυ­τη η αντι­γνω­μία για το αν της ται­ριά­ζει η απλού­στε­ρη γλώσ­σα. Ενώ οι πρώ­τοι του στί­χοι γρά­φτη­καν στη δημο­τι­κή τα πρώ­τα του πεζο­γρα­φή­μα­τα δε ξέφυ­γαν από την επί­δρα­ση της καθα­ρο­λο­γί­ας. Με την εμφά­νι­ση του Ψυχά­ρη (1888) εκτι­μά την επα­να­στα­τι­κή του άπο­ψη, δε γίνε­ται όμως οπα­δός του. Στο γλωσ­σι­κό στά­θη­κε συντη­ρη­τι­κός δημο­τι­κι­στής. Δεν ήταν ηρω­ι­κή ιδιο­συ­γκρα­σία. Δεν ήθε­λε να βρε­θεί απέ­να­ντι στα από τους πολ­λούς καθιε­ρω­μέ­να και ανα­γνω­ρι­σμέ­να. Στο περιο­δι­κό «Εστία» που διηύ­θυ­νε από το 1891 επε­δί­ω­ξε συνερ­γα­σί­ες  με τον Ψυχά­ρη, τον Πολυ­λά, τον Εφτα­λιώ­τη και άλλους δημοτικιστές.

«Ο κύκλος της Εστίας». Από αριστερά, όρθιοι: Γιάννης Ψυχάρης, Δημήτριος Κακλαμάνος, Γεώργιος Κασδόνης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Δροσίνης, Γρηγόριος Ξενόπουλος. Καθιστοί: Θεόδωρος Βελλιανίτης, Πέρρης, Νικόλαος Γ. Πολίτης, Στέφανος Στεφάνου, Μίκιος Λάμπρος, Γεώργιος Σουρής, Εμμανουήλ Ροΐδης.

«Ο κύκλος της Εστί­ας». Από αρι­στε­ρά, όρθιοι: Γιάν­νης Ψυχά­ρης, Δημή­τριος Κακλα­μά­νος, Γεώρ­γιος Κασ­δό­νης, Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης, Κωστής Παλα­μάς, Γεώρ­γιος Δρο­σί­νης, Γρη­γό­ριος Ξενό­που­λος. Καθι­στοί: Θεό­δω­ρος Βελ­λια­νί­της, Πέρ­ρης, Νικό­λα­ος Γ. Πολί­της, Στέ­φα­νος Στε­φά­νου, Μίκιος Λάμπρος, Γεώρ­γιος Σου­ρής, Εμμα­νου­ήλ Ροΐδης.

 

Γρά­φει ο Κ. Βάρναλης:

«Ο αιω­νό­βιος Γεώρ­γιος Δρο­σί­νης, ο ερη­μί­της του θαλε­ρού προ­α­στί­ου της Κηφι­σιάς, θαλε­ρός ως τα τελευ­ταία του, ρομα­ντι­κός, ωραιό­πα­θος, καλο­συ­νά­τος, ο ποι­η­τής της γαλή­νης, ζώντας μακριά από τον ταραγ­μέ­νο κόσμο των άλλων ανθρώ­πων, στο δικό του ανθι­σμέ­νο κόσμο της φαντα­σί­ας και του ωραί­ου, πέθα­νε γεμά­τος χρό­νια και τιμές. Είναι ο τελευ­ταί­ος της γενε­άς του μετά τον Πολέ­μη, τον Προ­βε­λέγ­γιο και τον Παλα­μά, που φεύ­γει από τη ζωή, αφού την είχε αφιε­ρώ­σει ολό­κλη­ρη στην ποί­η­ση, στην πεζο­γρα­φία, στην παι­δεία – και στη μόρ­φω­ση του λαού.

Σκίτσο του Γεωργίου Δροσίνη από περιοδικό του 1889

Σκί­τσο του Γεωρ­γί­ου Δρο­σί­νη από περιο­δι­κό του 1889

Ήτα­νε από τους πρώ­τους εργά­τες της εθνι­κής μας γλώσσας (…)

Ο Δρο­σί­νης έμειν’ ένας συναι­σθη­μα­τι­κός ποι­η­τής και πεζο­γρά­φος, ένας ειδυλ­λια­κός λάτρης της Φύσης και της γυναί­κας, που δε γνιά­στη­κε για κανέ­να από τα γενι­κό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα του και­ρού του, μα στά­θη­κε πάντα του απο­μο­νω­μέ­νος στον εαυ­τό του και πάντο­τες ερη­μί­της, χωρίς αυτή η απο­μό­νω­ση να του εμπο­δί­σει σ’ άλλα πεδία μια δρά­ση απο­δο­τι­κή και φιλοπρόοδη.

Η «Ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά» του είναι από τα τρα­γού­δια, που δεν θα ξεχα­στούν. Οι πρώ­τες στρο­φές του «ύμνου εις την Ελευ­θε­ρί­αν» του Σολω­μού, η «Ανε­μώ­νη» του Βιζυ­η­νού κ’ η «Αμυ­γδα­λιά» του Δρο­σί­νη γίνα­νε χτή­μα του λαού – όχι μονά­χα για τη μου­σι­κή τους».

Το ποί­η­μα αυτό, «Ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά»,  ο Γεώρ­γιος Δρο­σί­νης το έγρα­ψε σε νεα­ρή ηλι­κία όταν ακό­μη δημο­σί­ευε τους στί­χους του με το ψευ­δώ­νυ­μο Αρά­χνη για μιας χαρι­τω­μέ­νης μαθή­τρια του Αρσα­κεί­ου, εξα­δέλ­φη του, τη Δρο­σί­να Δρο­σί­νη. Ο Γιώρ­γος Δρο­σί­νης φιλο­ξε­νού­με­νος στο σπί­τι της, ένα πρωί άνοι­ξε το παρά­θυ­ρο του δωμα­τί­ου του να μπει φως και είδε την ξαδέλ­φη του να κάθε­ται στον κήπο κάτω από ένα ανθι­σμέ­νο δέντρο, το οποίο ήταν όμως νεραν­τζιά. Η κοπέ­λα κού­νη­σε την ανθι­σμέ­νη νεραν­τζιά του κήπου και έπε­σαν τα άνθη επά­νω της. Αυτή η σκη­νή ενέ­πνευ­σε τον ποιητή.

Όπως γρά­φε­ται στο δια­δί­κτυο συν­θέ­της του τρα­γου­διού «ήταν ο Γεώρ­γιος (Τζώρ­τζης) Κωστής (1871–1959), ράπτης το επάγ­γελ­μα που πέθα­νε λησμο­νη­μέ­νος στο Άργος, μετά τους σει­σμούς της Ζακύν­θου. Εκεί­νο που ίσως έχει και κάποια ιστο­ρι­κή αξία είναι το γεγο­νός ότι ο άση­μος συν­θέ­της του, το μελο­ποί­η­σε κατά τη διάρ­κεια της επι­στρά­τευ­σης του 1885 με απο­τέ­λε­σμα πολύ γρή­γο­ρα να δια­δο­θεί από τους στρα­τιώ­τες σε όλη την Ελλάδα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο