Με πόση ευχαρίστηση και ζωογόνα έκπληξη διάβασα, στα πλαίσια του διαγωνισµού “Μάρκος Αυγέρης”, το µυθιστόρηµα του κύπριου πεζογράφου Ανδρέα Ονούφριου.
Ευχάριστη γιατί πραγματικά η συµµετοχή ενός Κύπριου αδελφού µας σε διαγωνισµό της Εταιρίας µας αποτελεί µια πνευµατική γέφυρα των δύο βασικών εστιών του ελληνισµού και ζωογόνα γιατί ο τρόπος γραφής και δόµησης του έργου συνιστούν µαρτυρία πολυσήµαντη του πνεύµατος στους χαλεπούς καιρούς που ζούµε. Το µυθιστόρηµα τι είναι; Μια µίξη ιστορίας και µυθοπλασίας. Εδώ όµως και η ιστορία και η µυθοπλασία ντύνονται το ιδρωµένο και µατωµένο ρούχο της µαχόµενης ανθρωπότητας ή πιο καλύτερα της αγωνιζόµενης και ποτέ προσκυνημένης Κύπρου. Οι ήρωες οστέινοι και σάρκινοι, όσο σπάνια συναντά κανείς στη λογοτεχνία, µοιάζουν τόσο οικείοι και ζωντανοί που νοµίζεις κάποια στιγµή πως και σύ αποτελείς µέρος της ολότητας τους.
Το πλαίσιο της ιστόρησης διαγράφεται λίγο πριν κι αρκετά µετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου την εισβολή των «Αγαρηνών» που βάθυναν την µαχαιριά της απόσχισης και του διαµελισµού του νησιού. Στα ιστορικά γεγονότα οι πρωταγωνιστές του πονήµατος παίρνουν µέρος ενεργό στο πραξικόπηµα και χαρακτηρίζονται λύκοι κι άλλοι τα θύµατα, αµνοί. Έτσι η µικρή κοινωνία- μικρογραφία απλή της εθνικής πραγµατικότητας αποτελεί έµπρακτη µαρτυρία αυτού του διχασµού λύκοι ‑αµνοί.
Οι λύκοι, γνωστή έννοια από τη διαµάχη Παλαµά Βάρναλη, πότε, στον Παλαµά ταυτίζονται µε τους µπολσεβίκους, ενώ στον Βάρναλη οι λύκοι οι πραγµατικοί τύραννοι της σύγχρονης εκμεταλλευτικής κοινωνίας σπαράσσουν τους µωρούς ποιητές.
«βοσκοί, στη µάντρα της πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! / Στα όπλα Ακρίτες! Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί καλαµαράδες και δημοκόποι και µπολσεβίκοι/».
Κ.Π.
«Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάµαλλ’ είδα να ξετρέχει / τους άνοµους γιγάντια Δίκη/. Ξάφνου του σάλαγου κοπή γέλια µε φτάσανε στριγγά / σπάραζαν τους µωρούς ποιητές οι Λύκοι».
Κ.Β «Λευτεριά» 1922
Στον Ονουφρίου η ίδια έννοια ταυτίζεται από τους προύχοντες σαν προσδιορισµός των άνοµων, άθεων, µοιχών, µπολσεβίκων, αλλά από τους ταπεινούς καθορίζονται οι εκμεταλλευτές, οι τοκογλύφοι, οι άνοµοι…
Εδώ, βέβαια, στους βαρναλικούς στίχους κατανοούµε ποιοί είναι οι λύκοι, όλοι αυτοί που εκ του ασφαλούς εκμεταλλεύονται και κατασπαράζουν τους αφελείς που παίρνουν τους λύκους για πρόβατα και τα πρόβατα για λύκους. Το ίδιο συναντάµε στο Ν.Κ. όπου στο «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» οι μπολσεβίκοι ταυτίζονται µε τους λύκους από τους κατοίκους του χωριού. Ο Αν. Ονουφρίου αυτό το ζήτηµα το ξεκαθαρίζει: λύκοι για το φτωχό λαό είναι οι πραξικοπηµατίες, οι εκμεταλλευτές, οι συνεργοί τους και οι ξένοι κατακτητές, ενώ για τους «πατριώτες» τυράννους λύκοι είναι όσοι αμφισβητούν την εξουσία και το δίκιο της εκμετάλλευσης. «Οι λύκοι. … οι λύκοι».
«Αυτούς τους λύκους γνώρισε. Άνθρωποι που κουβάλαγαν στην πλάτη τους τη νύχτα. Άνθρωποι που τσαλαπάτησαν το Φως της µέρας στο αίµα αθώων. Αυτούς τους λύκους είδε κατάφοβος να κουδουνίζουν τα τριάντα αργύρια µε αυθάδεια, την ίδια ώρα που οι αθώοι κράταγαν την ζωή στη χούφτα τους» . Είναι προφανής η στενή σχέση της “Μάνδρας” του Αν. Ον. Με τον “Χριστό ξανασταυρώνεται” του Ν.Κ.
Κι εκεί όπως κι εδώ ο κόσµος, κι έτσι συµβαίνει πάντα από καταβολής της ταξικής κοινωνίας, χωρίζεται στα δυο. Οι φτωχοί και καταφρονεµένοι κι οι χορτάτοι και ισχυροί. Οι αλήθειες του µύθου ντύνονται την ρεαλιστική αποτύπωση των βιωµάτων του συγγραφέα, γιατί µε το παραµύθι λέµε τα σπουδαιότερα πράγµατα όπως µας δίδαξε ο Ν.Κ. (Νικ. Βρ. 663). Ο Αν. Ον., όπως κι ο Ν.Κ., παίρνει το µέρος των φτωχών µε εκπρόσωπό τους τον παπά Λαµπριανό, µα και τον Ναστή, στη θέση του παπά φώτη και του Μανολιού του Ν.Κ.
Όμως στη “Μάντρα” την κάθαρση δεν φέρνει η θυσία και η µεσιανική µορφή του Μανολιού-Χριστού, µα ο ίδιος ο λαός που παρεµβαίνει, µάχεται κι επιβάλλει το δίκιο.
Αν κάτι κοινό υπάρχει στους δυο συγγραφείς είναι το πάθος τους για την επί γης ειρήνη, για την ανατροπή, µε διαφορετικά µέσα ο καθένας, µιας τάξης-αταξίας, όπου ο λόγος του Χριστού χρησιµοποιείται και αξιοποιείται για να καθαρθεί και δικαιολογηθεί κάθε ανοµία κι εκµετάλλευση. « ο θεός ξέρει τι αµαρτίες θάχετε κάµει”, λέει ο παπά Γρηγόρης ενάντια στους πεινασµένους του παπά Φώτη, του Ν.Κ. για να δικαιολογήσει την πείνα την αρρώστια και την αθλιότητα που τον τυραννούνε. «εκείνους τους τιµώρησε ο Θεός για τις αµαρτίες τους κι αντί να ζητήσουνε μετάνοια, του γύρισαν την πλάτη”, λέει ο παπα-Ευτύχιος του Αν. Ον. (σελ. 47). Και στις δύο περιπτώσεις η επίσηµη εκκλησία βρίσκεται στο πλάι των ισχυρών και µόνο λαϊκοί ιερείς παίρνουν το µέρος των φτωχών αναδείχνοντας µ’ αυτό το τρόπο ότι η ταξική προέλευση καθόριζε και καθορίζει τη στάση και των ιερέων.
Ο Αν. Ον. δεν µυθοπλάθει απλώς, ρεαλιστικοποιεί το µύθο. Αν και σχεδιάζει µια ιστορία, ένα παραµύθι, αν θέλετε, προβάλλει µεσ’ απ’ αυτό τις αλήθειες που κατευθύνουν την σκέψη του. Κι είναι αυτές οι αλήθειες παρµένες απ’ τη µεγάλη δεξαµενή των δικών του τραγικών βιωµάτων, µα κι ενός ολόκληρου λαού, ενός σύγχρονου ολοκαυτώµατος, του κυπριακού λαού. Οι ήρωές του, το νοιώθεις αυτό σε κάθε σελίδα, ζωντανοί µε σάρκα, οστά µα και πληγές κι αισθήµατα κινούνται και δρουν, όχι σα σκιές, έστω διάφανες, αλλά σαν τους γνωστούς µας λαϊκούς ανθρώπους που ο συγγραφέας, λες σκηνοθέτης «ενός υπέροχου θιάσου», τους οδηγεί σχεδόν θεατρικά στα δρώµενα και στην εντέλει κάθαρση. Το κατορθώνει αυτό όχι µ’ ένα επίπεδο, εγκεφαλικό λόγο, µα µε τη ζώσα λαϊκή φωνή και γλώσσα, µε ρέουσα όλο χρώµατα και ζωντάνια λαλιά, µεταφέροντάς µας σ’ ένα γνωστό, µα, δυστυχώς, για πολλούς ξεχασµένο λαϊκό κόσµο. Αυτόν που µας έθρεψε και µας θρέφει ηθικά και πνευµατικά. Αυτός ο πλούτος ο γλωσσικός του επιτρέπει να µας χαρίζει την τέρψη της ποίησης µέσα από έναν α‑ποιητικό λόγο. Αυτή η, ας πούµε πεζή ποίηση, εντός ή εκτός του κυρίου κειµένου, δίκην ιντερµέτζιου, µας ξαλαφρώνει µας γλυκαίνει έτσι που να µπορούµε πιο ευχάριστα να συνεχίσουµε την πορεία µας µέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Και χρειαζόταν πράγµατι αυτή η ανάσα που µας γυρίζει στην ανείπωτη ανθρωπιά γιατί τα τεκταινόμενα της “Μάντρας” είναι σκληρά βασανιστικά, τυραννικά, καθώς παρακολουθούµε το άδικο, το µίσος, το κακό να οδεύουν προς ένα απάνθρωπο θρίαµβο. Στο Νίκο Καζαντζάκη σαν άλλος Χριστός ο Μανολιός, βλέπει τον ίδιο τον συγγραφέα, µε τη θυσία του επιβάλλει την ισορροπία της αγάπης, αλλά µ’ εκείνη τη µεταφυσική στιφάδα του απραγµατοποίητου που την γευόµαστε σ’ όλο το έργο του 1> κρητικού µαχητή της πένας, όπου το παραµύθι, µ’ όλα τα συγγραφικά χαρίσµατα παραµένει παραµύθι ονείρου. Στον Αν. Ον, αντίθετα η λύτρωση δεν έρχεται από την άνωθεν, µέσω της θυσίας, θεϊκής παρέµβασης, µα σαν υλική και ηθική δικαίωση του καλού µε την παρέµβαση τη σχεδιασµένη και σοφή του ίδιου του λαϊκού παράγοντα, του ίδιου του λαού που, µέσω του Ναστή, παίρνει την υπόθεση στα χέρια του αντικαθιστώντας τη θεία τιµωρία του Ν.Κ. «Γιατί», όπως γράφει, ο Αν. Ον., «όσο κι αν δοκιµάζεις να πιάσεις στις χούφτες σου τα άστρα το σίγουρο είναι πως δε θα τις γεµίσεις µε λάσπες» (σελ. 125).
Αυτός ο άκρατος, πολλές φορές, ροµαντισµός δε σηµατοδοτεί ένα φευγάτο µεταφυσικό συγγραφέα. Χαρισµατικός ισορροπεί λυρικότητα και ροµαντισµό µ’ ένα γυµνό, κάποτε κυνικό, ρεαλισµό για να δείξει την υποκρισία των ισχυρών. «Γοµάρι! Ήθελες να ξενοπηδήσεις, µαλάκα. Ας κατέβαινες στην πόλη. Τόσες πουτάνες κυκλοφορούν εκεί. Εδώ, ρε, βρήκες να κάνεις τον έξυπνο; Έτσι στα τυφλά, ρε βλάκα; Δεν ήξερες να λάβεις τα µέτρα σου; Να την ξεµοναχιάσεις στα χωράφια, σε µια µάντρα και να κάνεις το κέφι σου; Μαλάκα. Αρχιµαλάκα!
Άφριζε και βηµάτιζε ο κοινοτάρχης και ολοένα του ερχόταν η επιθυµία να βουτήξει τον ηλίθιο γιο του και να τον τσαλαπατήσει σα σκατό.
- Και να που µ’ έφερες! Να µας έχει στο χέρι αυτό το παπαδάκι. Γαµώ τα ίµαλάϊά µου, γαµώ!» (σελ 108–109).
Άλλοτε ο ρεαλισµός και η ποίηση συνυπάρχουν: «Τι χρώµα έχει η λύσσα;» .… «Άδεια χέρια! Και στάχτες από όσα περίµενες µε τόση έπαρση. Ένας αγέρας, που σάρωσε τα πάντα από το
πουθενά. Από έναν άλλο εφιάλτη που δεν ονειρεύτηκες Ποτέ» .… «Η µπουκιά που δεν κατάπιες / Τα άδεια χέρια./ Η χίµαιρα που σε ξεγέλασε / Το τίποτα στο τέλος της διαδροµής / Πόσα δόντια έχει η λύσσα;» (σελ. 136).
«Μια όχεντρα σύρθηκε µέσα στα χρώµατα της νύχτας και δάγκωσε τη µέρα που χαράζει / ένα λουλούδι τέντωσε τα πέταλά του να ρουφήξει το πρώτο Φως µα ένα σκοτεινό σύννεφο έφερε την οδύνη της απώλειας». Τι άλλο θα μπορούσε να προσθέσει ένας ακραιφνής ποιητής, έστω της καθαρής ποίησης;
Γιάννης Παπαοικονόµου, Ποιητής-συγγραφέας‑γ.γραμματέας της ΕΕΛ
(Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΕΛ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 21/10/15, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΗΣ “ΜΑΝΤΡΑΣ” ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ “ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ”)