Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δόμνα Σαμίου: «Αφήστε τα ψυχοφάρμακα και τραγουδήστε!»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Τρία χρό­νια συμπλη­ρώ­νο­νται σήμε­ρα από τη μέρα που έφυ­γε από τη ζωή η μεγά­λη μορ­φή της παρα­δο­σια­κής μας μου­σι­κής και του δημο­τι­κού τρα­γου­διού, Δόμνα Σαμίου.

Κατα­ξιω­μέ­νη ερμη­νεύ­τρια η ίδια, με αγά­πη, μερά­κι, ακα­τά­βλη­τη δύνα­μη και αξιο­ζή­λευ­τη επι­μο­νή, αφιέ­ρω­σε τη ζωή της στην έρευ­να και τη δια­φύ­λα­ξη της μου­σι­κής μας παρά­δο­σης και κλη­ρο­νο­μιάς, οργώ­νο­ντας την ελλη­νι­κή περι­φέ­ρεια, ανα­κα­λύ­πτο­ντας, κατα­γρά­φο­ντας και δια­δί­δο­ντας το αυθε­ντι­κό δημο­τι­κό τραγούδι.

«Αφή­στε τα ψυχο­φάρ­μα­κα και τρα­γου­δή­στε! […] Το τρα­γού­δι για μένα είναι η χαρά της ζωής. Το καλύ­τε­ρο ψυχο­φάρ­μα­κο. Αφή­στε τα αντι­κα­τα­θλι­πτι­κά χάπια κι αρχί­στε να τρα­γου­δά­τε και να χορεύ­ε­τε! Εχω περά­σει δύσκο­λη ζωή, έχα­σα αγα­πη­μέ­νους μου ανθρώ­πους, το τρα­γού­δι με έσω­σε. Κι αν τώρα, που μπή­κα στα 70, έχω τα ίδια κου­ρά­για είναι για­τί το τρα­γού­δι μού δίνει ζωντά­νια και δύνα­μη. […] Παλιά οι νέοι δεν ήθε­λαν να ξέρουν το δημο­τι­κό. Ο λώρος έχει κοπεί από πολύ νωρίς γι’ αυτούς. Δεν έχου­νε ακού­σμα­τα, δεν κυκλο­φο­ρούν καλοί δίσκοι, στα σχο­λεία δεν υπάρ­χει μάθη­μα παρα­δο­σια­κής μου­σι­κής. Στα σπί­τια, στην Αθή­να, ποιος τρα­γου­δά­ει δημο­τι­κά σήμε­ρα; Τώρα προ­σπα­θούν να πια­στούν από όπου μπο­ρού­νε.». (Από συνέ­ντευ­ξή της στην Άννα Βλα­βια­νού – 19/4/1998, ΤΟ ΒΗΜΑ)

Το όνο­μά της ταυ­τί­στη­κε με την παρά­δο­ση που παρα­μέ­νει ζωντα­νή και αντι­στέ­κε­ται στην επέ­λα­ση των «νέων ηθών». Το πέρα­σμά της και το έργο που άφη­σε πίσω της απο­τε­λούν ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του λαϊ­κού μας πολι­τι­σμού. Μόνη και μόνι­μη έγνοια της να μετα­λα­μπα­δευ­τεί η παρά­δο­ση στις επό­με­νες γενιές.

«Από τη στιγ­μή που το παι­δί δε βρί­σκει την ευκαι­ρία ν’ ακού­σει πια τρα­γού­δι, όπως άκου­γα εγώ παι­δά­κι στη γει­το­νιά μου, ή τα παι­δά­κια τ’ άλλα που τ’ ακού­γα­νε στα χωριά τους, δεν έχει την ευκαι­ρία να δει και να μιμη­θεί, του­λά­χι­στο να το κάνει η πολι­τεία. Με το μάθη­μα από το σχο­λείο, από το νηπια­γω­γείο. Βέβαια αυτό προ­ϋ­πο­θέ­τει την εκπαί­δευ­ση ειδι­κών δασκά­λων, ειδι­κών νηπια­γω­γών, που να μάθουν τα τρα­γoύ­δια αυτά, να τα μετα­δώ­σουν. Όχι στο γυμνά­σιο και στο λύκειο. Εκεί είναι αργά. Αν είναι ας το κάνου­με και μόδα, τελο­σπά­ντων. Πάντα με προ­σο­χή όμως». (Από συνέ­ντευ­ξή της στον Σωτή­ρη Κακί­ση — 17/10/1981 στην εφη­με­ρί­δα «Εγνα­τία», Μου­σι­κά Προ­ά­στια)

Γεν­νη­μέ­νη το 1928 στην Και­σα­ρια­νή από γονείς μικρα­σιά­τες πρό­σφυ­γες. Τα παι­δι­κά της χρό­νια ήταν δύσκο­λα όπως όλης της προ­σφυ­γιάς. Από μικρό παι­δί ρίχτη­κε στη βιο­πά­λη, ενώ άρχι­σε να παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα στο Σύλ­λο­γο προς Διά­δο­σιν της Εθνι­κής Μου­σι­κής του Σίμω­να Καρ­ρά. Το 1954 προ­σλαμ­βά­νε­ται στο Εθνι­κό Ίδρυ­μα Ραδιο­φω­νί­ας (Τμή­μα Εθνι­κής Μου­σι­κής) και ξεκι­νά­ει μια πορεία που κρά­τη­σε περισ­σό­τε­ρο από έξι δεκαετίες.

«Είστε ικα­νο­ποι­η­μέ­νη για ότι έχε­τε προ­σφέ­ρει στην συνέ­χι­ση της παρά­δο­σής μας μέχρι σήμε­ρα; — Δ.Σ.: Πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω πια, ότι είμαι. Είμαι ηθι­κά ικα­νο­ποι­η­μέ­νη. Αυτό που έκα­να τελι­κά, και το έκα­να αβί­α­στα, από αγά­πη και μόνο, το έκα­να με την ψυχή μου. Πρώ­τα εγώ το αγά­πη­σα και μετά το έδω­σα στο κοι­νό με διά­φο­ρους τρό­πους, είτε με συναυ­λί­ες και εκδό­σεις δίσκων, είτε με εκπο­μπές στο ραδιό­φω­νο και την τηλε­ό­ρα­ση. Με κάθε τρό­πο που μπο­ρού­σα να το δώσω και να το δια­δώ­σω στον κόσμο, όπο­τε είχα την ευκαι­ρία, το έκα­να. (Από συνέ­ντευ­ξη στο Γιάν­νη Γαλα­νό­που­λο – 2004, patractive.gr)

Με τα χρό­νια έγι­νε η «κυρία Δόμνα» μας. «Μπή­κε» στα σπί­τια μας, μάς έμα­θε το παρα­δο­σια­κό τρα­γού­δι και με τη φωνή της μάς συντρό­φε­ψε στις χαρές και στις λύπες μας.

Η Δόμνα Σαμί­ου έφυ­γε από τη ζωή, όχι όμως και από κοντά μας. Της οφεί­λου­με πολλά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο