Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εκεί που κρεμούσαν οι καπετάνιοι τ’ άρματα, κρεμάν οι γύφτοι τα νταούλια!

Γρά­φει η Μαρία Καρα­πι­πέ­ρη //

“Εκεί, που κρε­μού­σαν οι καπε­τά­νιοι τ’ άρμα­τα, κρε­μάν οι γύφτοι τα νταούλια!”
“Τ’ αγγειά γινή­καν θυμια­τά και τα σκα­τά λιβάνι.”
Λαϊ­κές παροιμίες.

Το ‘πε το ‘πε ο παπα­γά­λος (Μητσο­τά­κης Κ., Άδω­νης, και τα λοι­πά) κι ο Καρ­τε­ρός το πίστε­ψε πως είναι τάχα μου κομμουνιστής…

Κομ­μου­νι­στής είναι αυτός που τον σκε­πά­ζει, σαν πεθά­νει, η κόκ­κι­νη σημαία με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο (αυτό που εξα­φά­νι­σε ο ΣΥΡΙΖΑ από τις σημαί­ες των δικών τους «αρι­στε­ρών»).

tasos

Κομ­μου­νι­στές είναι οι 200 της Και­σα­ρια­νής, οι αλύ­γι­στοι που δεν υπέ­γρα­ψαν δηλώ­σεις μετά­νοιας στο Γεντί Κου­λέ, στην Μακρό­νη­σο, στον Αη-Στρά­τη, κομ­μου­νι­στι­κό είναι το χαμό­γε­λο του Μπε­λο­γιάν­νη, ο Αντάρ­της του ΔΣΕ με τα μαύ­ρα μαλ­λιά κορά­κου χρώμα..

Το αίμα όλων αυτών έβα­ψε ανε­ξί­τη­λα τα τρία κόκ­κι­να γράμ­μα­τα του Κ Κ Ε.

Για να το βεβη­λώ­νεις, να τους επι­κα­λεί­σαι και να κερ­νάς την Μέρ­κελ, την τρόϊ­κα το ΔΝΤ, την Ε.Ε και το ΝΑΤΟ, πρέ­πει να είσαι ή αμε­τρο­ε­πής ή Γκε­μπε­λί­σκος της «αρι­στε­ράς» η πρώ­ην κομ­μου­νι­στής. Ξεπου­λη­μέ­νος, λαϊ­κι­στής, υπη­ρέ­της των αφε­ντά­δων, για ένα κουστούμ…

Κατα­τάξ­τε τον Θ. Καρ­τε­ρό σε μία ή περισ­σό­τε­ρες κατη­γο­ρί­ες κατά το δοκούν…

Για να κοι­νω­νή­σεις με το αίμα τους σε τιμαλ­φή άγια δισκο­πό­τη­ρα, πρέ­πει να σου ανή­κουν τα τιμαλφή…

Δεν τους ανή­κουν ευτυ­χώς, για­τί θα τα έβγα­ζαν στο σφυρί…

Τρά­βα να πεις στον Σοϊ­μπλε πως είσαι κομ­μου­νι­στής, να δεις το ποσο­στό της αυτο­δυ­να­μί­ας σου να γκρε­μο­τσα­κί­ζε­ται στα τάρταρα…

Υπο­γρά­ψα­τε δήλω­ση μετά­νοιας στον Καπι­τα­λι­σμό στον Ιμπε­ρια­λι­σμό της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ, θα σου έλε­γε ο Άρης και θα ξεκί­να­γε το αρματολίκι…

Κοι­νω­νή­σα­με Θανα­σά­κη πονη­ρέ πολι­τευ­τή, κοι­νω­νά­με 96 χρό­νια, με το αίμα για κρα­σί και το πεί­σμα και αν ασπρί­σαν τα μαύ­ρα μας μαλ­λιά, κορά­κου χρώ­μα, δεν μας τρο­μά­ζει η βαρυχειμωνιά.

Τα μαύ­ρα τα κορά­κια που θέλεις να ρίξεις πάνω στην εργα­τιά, με το σφυ­ρί και το δρε­πά­νι θα τα ξεκά­νου­με γι’ άλλη μια φορά!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο