Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελένη Καλαγκιά: Όλοι μας κάποτε υπήρξαμε παιδιά

Έξι ποι­ή­μα­τα της Ελέ­νης Καλα­γκιά τα οποία με τον τρό­πο τους, εκφρά­ζουν προ­βλη­μα­τι­σμό μέσα από τις προ­σω­πι­κές της παρα­τη­ρή­σεις και τις εσω­τε­ρι­κές της ανα­ζη­τή­σεις. Είναι σαν να μετα­φέ­ρει κάποιες κατα­στά­σεις με τη δική της ματιά.

kalagia

Η Ελέ­νη Καλα­γκιά γεν­νή­θη­κε στην Τασκέν­δη. Από το 1980 ζει και εργά­ζε­ται στην Αθή­να. Είναι Μηχα­νι­κός-Ηλε­κτρο­λό­γος στο επάγ­γελ­μα. Από το 2000 ξεκί­νη­σε να γρά­φει στί­χους για τρα­γού­δια και ποι­ή­μα­τα. Κάποια από αυτά δημο­σιεύ­τη­καν σε εφη­με­ρί­δες και περιοδικά.
Έως σήμε­ρα έχει εκδώ­σει τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές με τίτλο: “Ερω­τώ… Η εντε­λέ­χεια του έρω­τα”, “Ερω­τώ… Όνει­ρα άλι­κα”, “Του φθι­νο­πώ­ρου η πικρή καντά­δα” και πριν λίγο και­ρό την τελευ­ταία της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Σε χωρη­τι­κό­τη­τα ολί­γων στροφών»

Στέ­κια

Περα­σμέ­να μεσάνυχτα
Σε ολο­νύ­χτια μισο­σκό­τει­να στέκια
Έξαλ­λες φιγούρες
Καθι­στές όρθιες λικνι­ζό­με­να περιφερόμενες
Με προ­κλη­τι­κά ιμά­τια και περί­ερ­γες κόμες
Συνω­στί­ζο­νται μ’ ένα ποτή­ρι στο χέρι
Ποτά ποι­κί­λα με βάση βότ­κα και τζιν
Τσι­γά­ρα σφη­νω­μέ­να σε κόκ­κι­να χείλη
Αστα­μά­τη­τα ντου­μα­νιά­ζουν το χώρο
Έντο­νες ματιές μες απ’ τα μαύ­ρα περιγράμματα
Σπα­θί­ζουν τον πυκνό καπνό
Σε βαριά ατμό­σφαι­ρα που ασφυκτιεί
Στα ντε­σι­μπέλ των heavy metal…
Έως πρωίας…

Και πάλι απα­ρα­τή­ρη­τες θα χαρά­ξουν τον ουρανό
Οι πρώ­τες διστα­κτι­κές ηλιαχτίδες
Μες απ’ τα γλυ­κο­ξυ­πνη­μέ­να τιτι­βί­σμα­τα πουλιών

Ποιος άλλω­στε να νοια­στεί για τις ουράνιες
Ανησυχίες;

 

Κατε­δα­φί­ζε­ται

Το γωνια­κό ερει­πω­μέ­νο κτίριο
Εγκα­τα­λεί­πει κι ο τελευ­ταί­ος ένοικος
Ένας γέρος ξερακιανός –
Ερεί­πιο κι εκείνος
Σαν να καρ­φώ­θη­κε το ανέκ­κλη­το «κατε­δα­φί­ζε­ται»
Στη χαρα­κω­μέ­νη σάρ­κα του…

Πιο πέρα
Τον αέρα δια­σχί­ζουν ζωη­ρά δυο χελιδόνια –
Κάτω απ’ τα παλιά κεραμίδια
Του υπό κατε­δά­φι­ση κτιρίου
Επι­με­λώς χτί­ζουν τη φωλιά τους…

Ποιός άρα­γε αναι­δώς παγί­δε­ψε την άνοιξη
Και βρέ­θη­κε ανυπεράσπιστη
Σε λάθος τόπο;

 

Μια ροδιά

Ανά­με­σα σε τσι­με­ντέ­νιους τοίχους
Άνθι­σε μια ροδιά
Σαν θείο δώρο
Έμοιαζε
Μια ροδα­λή υπενθύμιση
Πως κάποια άνοι­ξη περιδιαβαίνει
Μια γλυ­κό­πι­κρη υπόσχεση
Για λιγο­στούς καρπούς
Της ακρι­βο­πλη­ρω­μέ­νης τύχης
Ή πολυ­πό­θη­της ελπίδας
Που με κάποιο ανε­ξή­γη­το τρόπο
Ανι­χνεύ­ει διεξόδους
Ακό­μα κι εκεί των τελεσίδικων
«Απο­κλεί­ε­ται»

 

Όλοι μας κάπο­τε υπήρ­ξα­με παιδιά 

Όλοι μας κάπο­τε υπήρ­ξα­με παιδιά
Μικρά αθώα παιδιά
Με αψε­γά­δια­στα αστεία προσωπάκια
Κι ατί­θα­σα τσου­λού­φια πάνω στο μέτωπο
Με μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νια δοντάκια
Που ξεπρό­βαλ­λαν μες απ’ το αστρα­φτε­ρό χαμόγελο
Και δυο ζωη­ρά παι­χνι­διά­ρι­κα ματάκια
Που κοι­τού­σαν κατά­μα­τα κι αφοπλιστικά
Μετά από θορυ­βώ­δεις σκανταλιές
Και χαρι­τω­μέ­νες αδέ­ξιες σκηνές…

Όλοι μας κάπο­τε υπήρ­ξα­με παιδιά
Ανέ­με­λα ευκο­λό­πι­στα απονήρευτα
Μικρά αθώα παιδιά

Σε και­ρούς όχι και τόσο αθώους…

Ωστό­σο μεγαλώσαμε
Κι έπα­ψε ο κόσμος να μας προσέχει
Και πια προ­σέ­ξα­με εμείς τον κόσμο
Που περιέρ­γως έγι­νε οξύς και τραχύς
Και πολύ­πλο­κος και πολύ­πλευ­ρα πιο σκούρος
Σαν να χάθη­καν όλες οι απο­χρώ­σεις του ροζ
Και δεν περίσ­σευε καμία τρυφεράδα
Ανοι­ξιά­τι­κης αγνό­τη­τας για μας
Μα ούτε και καμία αγκα­λιά να μας χωρέσει
Παρά μόνο
Έπρε­πε αδιά­κο­πα να προ­χω­ρά­με και να προχωράμε
Κάτω απ’ τις άχα­ρες αψί­δες χαραγ­μέ­νες με διλήμματα…

Μας πήρε καιρό
Να ζυγιά­ζου­με σωστά το κάθε «ναι» και το κάθε «όχι»
Σμι­λεύ­ο­ντας τα «θέλω» και υπο­κύ­πτο­ντας στα «πρέ­πει»
Για κάθε καί­ριο «μετά»
Κι αλλάξαμε
Σ’ έναν κόσμο που δύσκο­λα αλλάζει…

 

Απο­δή­μη­ση

Μες στο αδεια­νό σπιτικό
Ένα τραπέζι
Και δυο καρέκλες

Έξω στο προαύλιο
Ένα κυπαρίσσι
Και δυο γλά­στρες με βασιλικό

Πάνω ψηλά
Ένας ουρανός
Και δυο πουλιά

Κανείς δεν γνω­ρί­ζει πού αποδημούν…

 

Η γέν­νη­ση

Πρά­ξη
Μόλις ολί­γων λεπτών
Και μετά
Η σύλληψη
Στο σκοτάδι
Αόρα­τη κι άηχη
Θα πάρει χρόνο
Να ωριμάσει
Και να σπά­σει τα… δεσμά

Κραυ­γή
Εισπνοή
Φως…
Επώδυνο
Ξεκί­νη­μα στο… αβέβαιο
Ή μήπως … βέβαιο…
Χωρίς δικαί­ω­μα επιστροφής…

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. Από αυτά που εσείς θα μας στέλ­νε­τε ο Λου­κάς Σπή­λιος (ψευ­δώ­νυ­μο ποι­η­τή) θα επι­λέ­γει και θα σας προτείνει.

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο