Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Ειρηναίου Μαράκη

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ελεύ­θε­ροι πολιορ­κη­μέ­νοι είναι οι καθη­με­ρι­νοί άνθρω­ποι που προ­σπα­θούν να ανα­πνεύ­σουν κάτω από δυσχε­ρέ­στα­τες συν­θή­κες, οι άνθρω­ποι που δεν παρέ­δω­σαν τα όπλα και δίνουν την μάχη τους απέ­να­ντι στην από­γνω­ση, στη φτώ­χεια και στην εξα­θλί­ω­ση, απέ­να­ντι σε ένα σύστη­μα που αγο­ρά­ζει και που­λά μισο­τι­μής την υπε­ρα­ξία της ζωής και της εργα­σί­ας τους. Ελεύ­θε­ροι πολιορ­κη­μέ­νοι, όπως μου αρέ­σει να τους απο­κα­λώ — πιστεύ­ο­ντας πως εκφρά­ζω με αυτό το χαρα­κτη­ρι­σμό μια γενι­κό­τε­ρη αλή­θεια, είναι οι άνθρω­ποι, από συγκε­κρι­μέ­νες τάξεις, που ζητούν μια ανά­σα ελευ­θε­ρί­ας στα μάτια του άλλου, σε μια φιλι­κή χει­ρο­νο­μία, σ’ ένα ξέσπα­σμα θυμού. Είναι οι δικοί μου άνθρω­ποι: οι φίλοι μου, οι σύντρο­φοί μου στον αγώ­να αλλά και όλα τα άγνω­στα πρό­σω­πα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της φαντα­σί­ας μου, που δεν με αφή­νουν, όπως κι εσάς, το ξέρω καλά, ήσυ­χο, ζητώ­ντας δικαί­ω­ση απέ­να­ντι σε κάθε πρόβλημα.

Bansky«Ελεύ­θε­ροι πολιορ­κη­μέ­νοι» είναι και το πασί­γνω­στο ποί­η­μα του λαϊ­κού μας ποι­η­τή Διο­νύ­σιου Σολω­μού (απε­χθά­νο­μαι τον όρο «εθνι­κός ποι­η­τής» — για ευνό­η­τους λόγους) που γρά­φτη­κε έχο­ντας ως θέμα τον ηρω­ι­κό αγώ­να των Μεσο­λογ­γι­τών κατά τη διάρ­κεια της δεύ­τε­ρης πολιορ­κί­ας του Μεσο­λογ­γί­ου (1825–1826). Ο Σολω­μός εμπνε­ό­με­νος από το ιστο­ρι­κό αυτό γεγο­νός ανά­γε­ται στον αγώ­να του ανθρώ­που για την ηθι­κή, την εσω­τε­ρι­κή και κοι­νω­νι­κή του ελευ­θε­ρία. Τα νεό­τε­ρα χρό­νια, το ποί­η­μα μελο­ποι­ή­θη­κε από δημιουρ­γούς, όπως ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος και σε ερμη­νεία του Νίκου Ξυλού­ρη και στά­θη­κε ένα ύμνος αγω­νι­στι­κός που έκφρα­σε τα πάθη της σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής, εργα­τι­κής τάξης.

Τέλος, οι Ελεύ­θε­ροι πολιορ­κη­μέ­νοι, είναι το ποί­η­μα που μονο­πω­λεί τα δια­βά­σμα­τα και τ’ ακού­σμα­τα μου τώρα τελευ­ταία, ναι, απαγ­γέ­λω στί­χους του σε ανύ­πο­πτες στιγ­μές, ένα ποί­η­μα που νεό­τε­ρος, κι είμαι μόλις τριά­ντα, είχα υπο­τι­μή­σει ως στεί­ρο, πατριω­τι­κό κι αδιά­φο­ρο– ίσως να φταί­ει κι ο τρό­πος που μας το δίδα­ξαν στο σχο­λείο, βέβαια. Ώσπου ήρθε το πλή­ρω­μα του χρό­νου να γρά­ψω ένα ποί­η­μα με τον ίδιο τίτλο, που θα περι­κλεί­ει όλα τα παρα­πά­νω και θα εκφρά­ζει όχι μόνο τον ψυχι­κό μου κόσμο αλλά μια ευρύ­τε­ρη κατάσταση.

 

***

ελεύ­θε­ροι πολιορκημένοι

 σκο­πιά τη νύχτα, δυο με τέσσερις
τσι­γά­ρο κανείς στα κρυφά
αργά περ­νά η ώρα, νυστάζεις
τα κου­νού­πια πίνουν το αίμα σου,
η ησυ­χία της νύχτας σοδομίζεται
από λαϊ­κά της παρακμής
που έρχο­νται από κάπου μακριά
προ­σεύ­χε­σαι, αχ, και να ήσουν εκεί
‑και που είναι το εκεί, κανείς δεν το ξέρει-
με τους κολ­λη­τούς, με τη φωνή του Τερλέγκα
με μια μπο­τί­λια σίβας αγιασμένο
προ­σκυ­νώ­ντας προ­κλη­τι­κά στήθη
άγνω­στων, κου­ρα­σμέ­νων γυναικών
με βλέμ­μα­τα που ψάχνουν στο δικό σου
μια ανά­σα ελευθερίας,
κι η ώρα περ­νά, τόσο αργά, τόσο σιγά
που ορκί­ζε­σαι πως ο χρό­νος τέλειωσε
φοβά­σαι πως αιώ­νιος της νύχτας θα είσαι σκοπός
σ’ ένα στρα­τό­πε­δο που όλοι θα μοιά­ζουν νεκροί,
αλλά, κοί­τα, ξημε­ρώ­νει, έσβησαν
οι άγνω­στες μου­σι­κές, χάθη­καν τα οράματα
βήμα­τα ακού­γο­νται, κάποιος ανε­βαί­νει το λόφο
μια βαριε­στη­μέ­νη περί­πο­λος έρχε­ται να σ’ αλλάξει
με βλέμ­μα που ψάχνει στο δικό σου
μια ανά­σα ελευθερίας

όταν επι­στρέ­φεις στον θάλα­μο σου
στί­χους απαγ­γέ­λεις από τους Ελεύ­θε­ρους Πολιορκημένους,
ο θαλα­μο­φύ­λα­κας σε κοι­τά­ζει ταραγμένος
μέχρι που χάνε­σαι στο βάθος του κρε­βα­τιού σου.

Ειρη­ναί­ος Μαράκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο