Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Εφυγε» από τη ζωή ο συγγραφέας Χριστόφορος Μηλιώνης

Εφυ­γε από τη ζωή ο βρα­βευ­μέ­νος πεζο­γρά­φος και ιδρυ­τι­κό μέλος της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, Χρι­στό­φο­ρος Μηλιώνης.

Σε ανα­κοί­νω­ση της, η Εται­ρεία Συγ­γρα­φέ­ων ανα­φέ­ρει: «Με μεγά­λη μας λύπη πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με τον θάνα­το του ιδρυ­τι­κού μέλους της Εται­ρεί­ας μας, Χρι­στό­φο­ρου Μηλιώ­νη. Ο Χρι­στό­φο­ρος Μηλιώ­νης ήταν ένας κατα­ξιω­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας, ιδιαί­τε­ρα γνω­στός για τα διη­γή­μα­τά του, τα οποία βρα­βεύ­τη­καν και μετα­φρά­στη­καν στο εξω­τε­ρι­κό. Στους οικεί­ους του εκφρά­ζου­με τη συμπα­ρά­στα­σή μας».

Ο Χρι­στό­φο­ρος Μηλιώ­νης γεν­νή­θη­κε στο Περι­στέ­ρι Πωγω­νί­ου, των Ιωαν­νί­νων, το 1932. Φοί­τη­σε στη Ζωσι­μαία Σχο­λή και σπού­δα­σε φιλο­λο­γία στο ΑΠ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Υπη­ρέ­τη­σε τη μέση εκπαί­δευ­ση, στην Ελλά­δα και την Κύπρο, ως καθη­γη­τής, γυμνα­σιάρ­χης και σχο­λι­κός σύμ­βου­λος. Υπήρ­ξε μέλος της ομά­δας εργα­σί­ας που συνέ­τα­ξε τα Κεί­με­να Νεο­ελ­λη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας Γυμνασίου/Λυκείου, και μέλος των εκδο­τι­κών ομά­δων των γιαν­νιώ­τι­κων περιο­δι­κών «Ενδο­χώ­ρα» και «Δοκι­μα­σία». Αρκε­τά άρθρα του δημο­σιεύ­τη­καν στην Φιλο­λο­γι­κή Καθη­με­ρι­νή και αργό­τε­ρα στα Νέα. Ήταν σύζυ­γος της ομό­τι­μης καθη­γή­τριας της γαλ­λι­κής φιλο­λο­γί­ας Τατιά­νας Τσα­λί­κη-Μηλιώ­νη και ιδρυ­τι­κό μέλος (έχο­ντας δια­τε­λέ­σει και μέλος του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου) της Εται­ρεί­ας Συγγραφέων.

milionis1Στα γράμ­μα­τα πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε το 1954, με διή­γη­μά του στο περιο­δι­κό Ηπει­ρω­τι­κή Εστία. Ακο­λού­θη­σαν τα βιβλία διη­γη­μά­των (θεω­ρεί­ται από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους του είδους στο δεύ­τε­ρο μισό του 20ού αιώ­να): Παρα­φω­νία (1961) — Το που­κά­μι­σο του Κένταυ­ρου (1971) — Τα διη­γή­μα­τα της Δοκι­μα­σί­ας (1978) — Το που­κά­μι­σο του Κένταυ­ρου και τ’ άλλα διη­γή­μα­τα (1982, συγκε­ντρ. έκδ.) — Καλα­μάς κι Αχέ­ρο­ντας (1985) — Χει­ρι­στής ανελ­κυ­στή­ρος (1993) — Το μικρό είναι όμορ­φο (1997) — Τα φαντά­σμα­τα του Γιορκ (1999) — Μια χαμέ­νη γεύ­ση (1999) — Η φωτο­γέ­νεια (2002), Ακρο­κε­ραύ­νια (1976) — Το μοτέλ. Κομ­μω­τής κομη­τών (2005) , μυθι­στο­ρη­μά­των: Δυτι­κή συνοι­κία (1980) — Ο Σιλ­βέ­στρος (1987), φιλο­λο­γι­κών μελε­τών, δοκι­μί­ων και μετα­φρά­σε­ων από τα αρχαία ελλη­νι­κά. Τιμή­θη­κε με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Διη­γή­μα­τος (1986), το Βρα­βείο του περιο­δι­κού Δια­βά­ζω (2000) και το Βρα­βείο Ουρά­νη της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών (2005).

«Κεντρι­κή σημα­σία σε όλα τα πεζά του Χρι­στό­φο­ρου Μηλιώ­νη έχει η μνή­μη, ο απε­ριό­ρι­στος και αει­κί­νη­τος χρό­νος της ανα­θύ­μη­σης, της ανα­πό­λη­σης. Όλα συμ­βαί­νουν εκεί, καθώς σχε­δόν όλες οι ιστο­ρί­ες του εκκι­νούν από προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα και ανα­πτύσ­σο­νται έπει­τα δια­σταλ­τι­κά μέσω της συγ­γρα­φι­κής φαντα­σί­ας, με τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση προ­σώ­πων που αφη­γού­νται για λογα­ρια­σμό του. Επί­σης, κεντρι­κό ρόλο στις μικρές και μεγά­λες ιστο­ρί­ες του Μηλιώ­νη παί­ζει το περι­βάλ­λον, συνή­θως ο εξω-αστι­κός χώρος, η ενδο­χώ­ρα των Ιωαν­νί­νων και το φυσι­κό τοπίο της, εκεί όπου ο ίδιος άρχι­σε να σχη­μα­τί­ζε­ται ως συνεί­δη­ση και εκεί όπου απέ­κτη­σε τα νεα­νι­κά και παι­δι­κά του βιώ­μα­τα, συσχε­τι­σμέ­να σχε­δόν πάντο­τε με το βαρύ απο­τύ­πω­μα της ιστο­ρί­ας της Κατο­χής και του Εμφυ­λί­ου, και των δρα­μα­τι­κών επι­πτώ­σε­ών της δρά­σης της στη ζωή των ανθρώπων.

Ως άξιος συνε­χι­στής μιας πεζο­γρα­φι­κής παρά­δο­σης που ξεκι­νά από τον Αλέ­ξαν­δρο Παπα­δια­μά­ντη και φτά­νει ως τον Δημή­τρη Χατζή και τον Γιώρ­γο Ιωάν­νου, στην οποία παρά­δο­ση η αίσθη­ση και η έννοια του γηγε­νούς, της μητέ­ρας πατρί­δας, απο­τε­λούν τον πυρή­να της ποι­η­τι­κής τους, ο Μηλιώ­νης αντέ­τα­ξε ως διαρ­κέ­στε­ρο πυρή­να των μυθο­πλα­σιών του την περιο­χή της Ηπεί­ρου. Εκεί έστη­σε το τοπίο της προ­σω­πι­κής του μυθο­λο­γί­ας. Θρύ­λοι, ακού­σμα­τα δικά του, εικό­νες από δημο­τι­κά τρα­γού­δια, παρα­μύ­θια, ανα­μνή­σεις που δια­πλέ­ουν τον παρελ­θό­ντα και παρό­ντα χρό­νο, υπήρ­ξε η πρω­ταρ­χι­κή του ύλη. Ο μετρη­μέ­νος, βασα­νι­σμέ­νος, ασκη­τι­κός μικρό­κο­σμος της Ηπεί­ρου, έγι­νε μέσω της λογο­τε­χνι­κής του ανα­πα­ρά­στα­σης, ο κόσμος της δημιουρ­γι­κής φαντα­σί­ας που τον έκα­ναν στη συνέ­χεια αγα­πη­τι­κά δικό τους οι ανα­γνώ­στες του. Αυτός ο λογο­τε­χνι­κός χώρος έγι­νε, βιβλίο το βιβλίο, το πεδίο της νοσταλ­γι­κής του κατα­φυ­γής, της κάθαρ­σης από τη φθο­ρά του αστι­κού βίου, της λύτρω­σης από τον ισο­πε­δω­τι­κό και απρό­σω­πο ρυθ­μό της ζωής στην πόλη. Ακό­μα κι όταν δεν κατο­νο­μά­ζε­ται γεω­γρα­φι­κά, υπο­νο­εί­ται καθα­ρά από την υπο­βλη­τι­κή περι­γρα­φή του αδρού, ορει­νού τοπί­ου και των αρχέ­γο­νων σχέ­σε­ων των ανθρώ­πων. Από την ελε­γεια­κή ψυχι­κή διά­θε­ση όσων έζη­σαν εκεί σε συν­θή­κες άκρως λιτο­δί­αι­τες, αλλά πλού­σιες ως προς την εσω­τε­ρι­κή ζωή» σημειώ­νει ο κρι­τι­κός λογο­τε­χνί­ας, γραμ­μα­το­λό­γος, δοκι­μιο­γρά­φος, και μετα­φρα­στής Αλέ­ξης Ζήρας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο