Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Εφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, ο θρύλος του ροκ εν ρολ Τσακ Μπέρι

Το ροκ εν ρολ έχα­σε χθες, Σάβ­βα­το, έναν από τους ανθρώ­πους που το έπλα­σαν: Τον κιθα­ρί­στα, συν­θέ­τη και τρα­γου­δι­στή Τσακ Μπέ­ρι, ο οποί­ος απε­βί­ω­σε σε ηλι­κία 90 ετών.

Ο Τσαρλς Έντουαρντ Άντερ­σον Μπέ­ρι ο πρε­σβύ­τε­ρος βρέ­θη­κε άψυ­χος από νοσο­κό­μους μέσα στο σπί­τι του, όπου έσπευ­σαν έπει­τα από μια τηλε­φω­νι­κή κλή­ση σε κέντρο άμε­σης βοή­θειας. Οι προ­σπά­θειές τους να τον επα­να­φέ­ρουν δεν είχαν απο­τέ­λε­σμα. Ο θάνα­τός του κηρύ­χθη­κε στις 13.26 τοπι­κή ώρα (20.26 ώρα Ελλά­δας), όπως διευ­κρί­νι­σε η αστυ­νο­μία της κομη­τεί­ας Σεντ Τσαρλς (Μιζού­ρι) σε μια ανάρ­τη­σή της στον ιστό­το­πο κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης Facebook.

Ο Τσακ Μπέ­ρι αφή­νει πίσω του ένα τερά­στιο έργο, από το «Maybellene» ως το «Roll Over Beethoven» κι από το «Johnny B. Goode» ως το «Sweet Little Sixteen», τρα­γού­δια που επη­ρέ­α­σαν γενιές ολό­κλη­ρες μουσικών.

Αν χρεια­ζό­ταν κάποια από­δει­ξη για το πόσο μεγά­λη ήταν η επί­δρα­ση του, αυτή την κατα­θέ­τουν οι ομό­τε­χνοί του: από τον Μπρους Σπρίν­γκ­στιν ‑με τον οποίο ο Τσακ Μπέ­ρι είχε στε­νή φιλι­κή σχέ­ση- που τον απο­κά­λε­σε τον «σημα­ντι­κό­τε­ρο κιθα­ρί­στα και συν­θέ­τη του ροκ εν ρολ που έζη­σε ποτέ», ως τον Μικ Τζά­γκερ, που τον ευχα­ρί­στη­σε «για τη μου­σι­κή που μας χάρι­σε, που μας ενέ­πνευ­σε», κι από τον Λένι Κρά­βιτς, που ανα­φώ­νη­σε «δόξα, δόξα σοι Τσακ Μπέ­ρι, χωρίς εσέ­να κανέ­νας από μας δεν θα ήταν εδώ» ως τον Ρίν­γκο Σταρ, που απο­κά­λε­σε τον εκλι­πό­ντα «τον κύριο Ροκ εν Ρολ», οι αναρ­τή­σεις διά­ση­μων μου­σι­κών στο Twitter δια­δέ­χο­νται η μια την άλλη.

Συν­θέ­της και ερμη­νευ­τής δεκά­δων κλα­σι­κών ροκ κομ­μα­τιών, ο Τσακ Μπέ­ρι έγρα­ψε τα περισ­σό­τε­ρα τρα­γού­δια του τις δεκα­ε­τί­ες του 1950, του 1960 και του 1970, ενώ απέ­κτη­σε μεγά­λη φήμη και για τη σκη­νι­κή του παρου­σία — ήταν γνω­στός με το παρα­τσού­κλι «Crazy legs».

Γεν­νη­μέ­νος την 18η Οκτω­βρί­ου 1926 στο Σεντ Λού­ις, έμα­θε να παί­ζει κιθά­ρα σε ρυθ­μούς τζαζ όταν ήταν παι­δί. Έπια­σε δου­λειά σε κου­ρείο, παντρεύ­τη­κε, έγι­νε πατέ­ρας, και συμπλή­ρω­νε το εισό­δη­μά του παί­ζο­ντας κιθά­ρα με μια μπά­ντα σε κλαμπ, όπου τον ανα­κά­λυ­ψε ο Μάντι Γουό­τερς, ο θρύ­λος της μπλουζ, και του πρό­τει­νε να απευ­θυν­θεί σε μια δισκο­γρα­φι­κή εταιρεία.

Στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’50 η επι­τυ­χία του ήταν τερά­στια, τα τρα­γού­δια του ακού­γο­νταν παντού, και ο μαύ­ρος καλ­λι­τέ­χνης είχε γίνει ήρω­ας της λευ­κής νεο­λαί­ας που το ροκ την είχε συναρ­πά­σει και αυτό παρό­τι ο φυλε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός στις ΗΠΑ παρέ­με­νε ακό­μα κρα­ταιός. Αλλά στην καριέ­ρα του μπή­κε φρέ­νο όταν κατα­δι­κά­στη­κε το 1961 σε φυλά­κι­ση δυό­μι­σι χρό­νων για μια υπό­θε­ση ηθών: κατη­γο­ρή­θη­κε ότι μετέ­φε­ρε μια ανή­λι­κη ιθα­γε­νή, μια 14χρονη σερ­βι­τό­ρα, από μια Πολι­τεία σε μια άλλη με «ανή­θι­κους» σκο­πούς. Εξέ­τι­σε ενά­μι­σι χρόνο.

Για πολ­λούς, η κατα­δί­κη του Τσακ Μπέ­ρι από ένα σώμα απο­κλει­στι­κά λευ­κών ενόρ­κων ήταν κάτι σαν προει­δο­ποί­η­ση προς τους Αφρο­α­με­ρι­κα­νούς καλλιτέχνες.

Αργό­τε­ρα κατά­φε­ρε να γυρί­σει σελί­δα και να συνε­χί­σει την καριέ­ρα του, γνω­ρί­ζο­ντας ξανά την επι­τυ­χία με το “My Ding A Ling” (1972). Αλλά είχε κι άλλα προ­βλή­μα­τα με τη δικαιο­σύ­νη — το 1979, κατα­δι­κά­στη­κε για φοροδιαφυγή.

Την ημέ­ρα που έκλει­σε τα 90 όμως, ο Τσακ Μπέ­ρι είχε μια ανα­κοί­νω­ση να κάνει: ότι τέλειω­σε ένα και­νούρ­γιο άλμπουμ, το πρώ­το έπει­τα από 38 χρό­νια. Ο δίσκος, που ηχο­γρα­φή­θη­κε σε στού­ντιο κοντά στο Σεντ Λού­ις, έχει τον τίτλο «Chuck» και ανα­μέ­νε­ται να κυκλο­φο­ρή­σει μέσα στη χρο­νιά. Ο Τσακ Μπέ­ρι αφιέ­ρω­σε τον δίσκο στη σύζυ­γό του επί εξή­ντα οκτώ χρό­νια, την Τόντι.

(Πηγή: Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο