Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Εφυγε» μια σπουδαία εικαστικός

Μια σπου­δαία εικα­στι­κός με περισ­σό­τε­ρα από 65 χρό­νια παρου­σί­ας «έφυ­γε» χτες από τη ζωή σε ηλι­κία 88 χρό­νων. Η Ελευ­θε­ρία Δρο­σά­κη, ζωγρά­φος και κερα­μί­στρια, με ενα­σχό­λη­ση στη χαρα­κτι­κή, στη γλυ­πτι­κή και λογο­τέ­χνης, γεν­νή­θη­κε το 1927 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου το 1922 εγκα­τα­στά­θη­καν οι γεν­νη­μέ­νοι στη Σμύρ­νη γονείς της. Γνώ­ρι­σε κερα­μι­κή από τα πρώ­τα παι­δι­κά της χρό­νια, από τον πατέ­ρα της που αν και φαρ­μα­κο­ποιός είχε το μυα­λό του στον πηλό και τον αγγειο­πλά­στη παπ­πού της. «Κοντά τους και κοντά στους φίλους τους Μηνά Αβρα­μί­δη και αδελ­φούς Μεϊ­μά­ρη αγά­πη­σα και εγώ τον πηλό. Από μικρή προ­σπα­θού­σα να δου­λέ­ψω με το χώμα και να του δώσω μορ­φή. Αγα­πού­σα πολύ αυτό το ταπει­νό υλι­κό». Στα χρό­νια της Κατο­χής η Ε. Δρο­σά­κη, αν και δεν είχε κλεί­σει τα 14 χρό­νια της, παίρ­νει μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, συμ­με­τέ­χο­ντας δρα­στή­ρια στο ΕΑΜ Νέων και την ΕΠΟΝ, Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση σπού­δα­σε Ζωγρα­φι­κή και Καλ­λι­τε­χνι­κή Κερα­μι­κή στην Αθή­να και το εξω­τε­ρι­κό. Έχει τιμη­θεί κατ’ επα­νά­λη­ψη με βρα­βεία και επαί­νους του Υπουρ­γεί­ου Πολι­τι­σμού καθώς και με τιμη­τι­κή σύντα­ξη του ίδιου Υπουρ­γεί­ου. Έχει λάβει μέρος σε 40 Πανελ­λή­νιες Καλ­λι­τε­χνι­κές Εκθέ­σεις Κερα­μι­κής από το 1960 μέχρι σήμε­ρα και σε πολ­λές άλλες στην Ελλά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό. Έχει κάνει επί­σης ατο­μι­κές εκθέ­σεις ζωγρα­φι­κής και έχει πάρει μέρος σε ομα­δι­κές. Έχει γρά­ψει τα βιβλία: “Εν Θεσ­σα­λο­νί­κη” (Οδυσ­σέ­ας 1985, Εντός 2000), “Το μέγα συμ­βάν του δάσους-μαρ­τυ­ρία ενός πιθή­κου” (Εντός 2001), “Πού πας χωρίς σακά­κι; — Από αφη­γή­σεις του Ηλία Παπ­πά” (Εντός 2002).

 

«Οι αιχ­μά­λω­τοι είναι ιεροί»

Η Ελευ­θε­ρία Δρο­σά­κη θυμά­ται ένα περι­στα­τι­κό κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου του 1940–41: Εκτός όμως από τα νοσο­κο­μεια­κά ερχό­ντου­σαν και άλλα τρέ­να που έφερ­ναν αιχ­μα­λώ­τους. Σαν αστρα­πή δια­δί­δο­νταν η είδη­ση ανά­με­σα στα παι­διά. Έτρε­χαν τότε όλα μαζί και τους έβλε­παν και χαί­ρο­νταν και μιλού­σαν συνέ­χεια γι’ αυτούς. «Οι αιχ­μά­λω­τοι είναι Drosaki1ιεροί, παι­δί μου» μου είπε ο παπ­πούς, όταν τον ρώτη­σα μια φορά αν μπο­ρού­σα να πάω κι εγώ να τους δω. «Άντε, και να μην τρα­γου­δά­τε το «Μου­σο­λί­νι» και τους περι­παί­ζε­τε. Και πού ‘σαι… Πάρε κι αυτά τα τσι­γά­ρα και δως τους τα. Ο σταθ­μός ήταν κοντά. Το τρέ­νο το βρή­κα­με στα­μα­τη­μέ­νο στη ράμπα, στο μήκος ενός υπε­ρυ­ψω­μέ­νου δια­δρό­μου. Τα παι­διά έτρε­ξαν και κόλ­λη­σαν τις μού­ρες τους στα τζά­μια. Το ίδιο έκα­να κι εγώ. Και είδα σ’ ένα βαγό­νι πρώ­της θέσης, να κάθε­ται σκυ­φτός, πάνω στο σκού­ρο κόκ­κι­νο βελού­δο του, ένας νέος Ιτα­λός αξιω­μα­τι­κός, που είχε τα μάτια του καρ­φω­μέ­να σ’ ένα σημείο. Του χτύ­πη­σα το τζά­μι. Αυτός με κοί­τα­ξε σαν χαμέ­νος και ξανά­σκυ­ψε. Τον ξανα­χτύ­πη­σα, του χαμο­γέ­λα­σα και του έδει­ξα τα τσι­γά­ρα. Πήρε μια βαθιά ανά­σα και σηκώ­θη­κε. Άνοι­ξε το παρά­θυ­ρο, τα πήρε και άρχι­σε να ψάχνε­ται για να μου δώσει κάτι κι αυτός. Δε βρή­κε τίπο­τα. Τότε, ξεκολ­λά­ει ένα άστρο από την επω­μί­δα του, μου χαμο­γε­λά­ει και μου το δίνει. Το παίρ­νω. Με κοι­τά­ζει… Τον κοι­τά­ζω… Με κοι­τά­ζει… Δεν ξέρου­με να μιλή­σου­με. Μου χαϊ­δεύ­ει τα μαλ­λιά και βουρ­κώ­νει. Ένας στρα­τιώ­της, φρου­ρός της αμα­ξο­στοι­χί­ας, τρέ­χει και με διώ­χνει με φωνές: «Άντε φύγε από δω ρε χαζό!»

«ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙ… ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» Εκδό­σεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ (Πηγή: λογο­μνή­μων...)

Επι­μέ­λεια: Ηρα­κλής Κακαβάνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο