Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζοζέ Σαραμάγκου

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

[…Ο και­ρός ήταν αίθριος, οι βρο­χές φαί­νε­ται πως είχαν τελειώ­σει κι ο ήλιος, αν και χλω­μός, ήταν πια αισθη­τός στην αφή. Δεν ξέρω πώς θα τα βγά­λου­με πέρα όταν σφί­ξουν οι ζέστες, είπε ο για­τρός, μ’ όλα αυτά τα σκου­πί­δια που σαπί­ζουν εδώ πέρα, τα νεκρά ζώα, ίσως και άνθρω­ποι ακό­μα, θα πρέ­πει να υπάρ­χουν νεκροί άνθρω­ποι μέσα στα σπί­τια, το κακό είναι ότι δεν είμα­στε οργα­νω­μέ­νοι, θα έπρε­πε να υπάρ­χει οργά­νω­ση κατά πολυ­κα­τοι­κία, κατά δρό­μο, κατά γει­το­νιά. Μια κυβέρ­νη­ση, είπε η γυναί­κα, Μια οργά­νω­ση, και το σώμα ακό­μα είναι ένα σώμα οργα­νω­μέ­νο, κι ο θάνα­τος δεν είναι παρά το απο­τέ­λε­σμα μιας απο­διορ­γά­νω­σης, Και πώς μπο­ρεί να οργα­νω­θεί μια κοι­νω­νία τυφλών για να ζήσει, Να οργα­νω­θεί, κι αν οργα­νω­θεί είναι κατά κάποιον τρό­πο σαν να έχει κιό­λας μάτια, Ίσως να έχεις δίκιο, αλλά η εμπει­ρία αυτή της τυφλό­τη­τας μόνο θάνα­το και αθλιό­τη­τα μας έφε­ρε, τα μάτια μου, όπως και το ιατρείο για σένα, δεν χρη­σί­με­ψαν σε τίπο­τα, Χάρη στα μάτια σου είμα­στε ζωντα­νοί, είπε η κοπέ­λα με τα σκού­ρα γυα­λιά, Ζωντα­νοί θα ήμα­σταν ακό­μα κι αν ήμουν τυφλή, ο κόσμος είναι γεμά­τος από ζωντα­νούς τυφλούς, Εγώ πιστεύω ότι θα πεθά­νου­με όλοι, είναι ζήτη­μα χρό­νου. Πάντα ζήτη­μα χρό­νου ήταν ο θάνα­τος, είπε ο για­τρός, Να πεθά­νει όμως κανείς μόνο και μόνο επει­δή είναι τυφλός είναι ο χει­ρό­τε­ρος τρό­πος θανά­του, Πεθαί­νου­με από αρρώ­στιες, ατυ­χή­μα­τα, δυστυ­χή­μα­τα, Και τώρα θα πεθά­νου­με επει­δή είμα­στε τυφλοί, θέλω να πω θα πεθά­νου­με από τυφλό­τη­τα και καρ­κί­νο, από τυφλό­τη­τα και φυμα­τί­ω­ση, από τυφλό­τη­τα και έιτζ, από τυφλό­τη­τα και έμφραγ­μα, οι αρρώ­στιες μπο­ρεί να δια­φέ­ρουν από άνθρω­πο σε άνθρω­πο, αλλά αυτό που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μας σκο­τώ­νει τώρα είναι η τυφλό­τη­τα, Δεν είμα­στε αθά­να­τοι, δεν μπο­ρού­με να γλι­τώ­σου­με απ’ το θάνα­το, αλλά του­λά­χι­στον θα έπρε­πε να μην είμα­στε τυφλοί, είπε η γυναί­κα του για­τρού, Πώς όμως , αφού η τυφλό­τη­τά μας είναι συγκε­κρι­μέ­νη και αλη­θι­νή, είπε ο για­τρός, Δεν είμαι και τόσο σίγου­ρη, είπε η γυναί­κα, Ούτε κι εγώ , είπε η κοπέ­λα με τα σκού­ρα γυαλιά…]

Περί τυφλό­τη­τος είναι ο τίτλος του μυθι­στο­ρή­μα­τος από όπου και το μικρό από­σπα­σμα .[1]

Η υπό­θε­ση ξεκι­νά με την ξαφ­νι­κή τύφλω­ση ενός ανθρώ­που στη μέση του δρό­μου και συνε­χί­ζει με την ομα­δι­κή τύφλω­ση ενός ολό­κλη­ρου λαού εκτός μίας γυναί­κας. Δύσκο­λο  αλλά  εξαι­ρε­τι­κό βιβλίο. Πολύ σκλη­ρό, πολύ ωμό  αλλά και βαθιά ανθρώ­πι­νο. Δεί­χνει τη συμπε­ρι­φο­ρά των ανθρώ­πων κάτω από πολύ δύσκο­λες συν­θή­κες και πόσο λίγο θέλει η ανθρώ­πι­νη συμπε­ρι­φο­ρά  να μετα­τρα­πεί σε κτη­νώ­δη. Ψυχο­γρα­φι­κό, απο­κα­λυ­πτι­κό των ανθρώ­πι­νων σχέ­σε­ων, πολυ­ε­πί­πε­δο, εφιαλ­τι­κό. Για σκε­φθεί­τε τον εαυ­τό σας τυφλό σε έναν κόσμο που είναι όλοι τυφλοί εκτός από μια γυναί­κα που όμως δεν απο­κα­λύ­πτε­ται. Πώς να οργα­νώ­σεις τη ζωή σου, πώς να εξυ­πη­ρε­τή­σεις τις ανά­γκες σου, πώς να ελέγ­ξεις τα πάθη των διπλα­νών σου;
Η δυσκο­λία της ανά­γνω­σης βρί­σκε­ται στον τρό­πο της αφή­γη­σης, στην οποία ενσω­μα­τώ­νο­νται οι διά­λο­γοι. Χρειά­ζε­ται να είσαι πολύ συγκε­ντρω­μέ­νος για να κατα­λα­βαί­νεις ποιος μιλά­ει, σε ποιον μιλά­ει αλλά να αντι­λαμ­βά­νε­σαι και τα σχό­λια του συγ­γρα­φέα που παρεμ­βάλ­λο­νται και δεν αφή­νουν τίπο­τε όρθιο.

Συγ­γρα­φέ­ας ο Ζοζέ Σαρα­μά­γκου  από το χωριό Αζι­νιά­γκα της Πορ­το­γα­λί­ας, γιος ακτη­μό­νων ανα­γκά­στη­κε αν και καλός μαθη­τής να εγκα­τα­λεί­ψει το σχο­λείο. Παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα σε Επαγ­γελ­μα­τι­κή σχο­λή και ανα­κά­λυ­ψε για πρώ­τη φορά την λογο­τε­χνία μέσα από τα σχο­λι­κά βιβλία. Αργό­τε­ρα επι­σκε­πτό­ταν μια δημό­σια βιβλιο­θή­κη στη Λισ­σα­βώ­να και έτσι μόνος του, χωρίς βοή­θεια με μόνο κίνη­τρο την περιέρ­γεια και τη θέλη­ση να μάθει του άρε­σε να δια­βά­ζει. Ουσια­στι­κά είναι ένας συγ­γρα­φέ­ας αυτοδίδακτος.Το 1947 εξέ­δω­σε το πρώ­το του έργο με τίτλο Γη της αμαρ­τί­ας. Λογο­τε­χνι­κά επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται το 1966. Μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Πορ­το­γα­λί­ας από το  1969 και τιμη­μέ­νος με το Βρα­βείο Νόμπελ το 1998.

Η Πορ­το­γα­λι­κή Κυβέρ­νη­ση απέρ­ρι­ψε την υπο­ψη­φιό­τη­τά του για το Ευρω­παϊ­κό Βρα­βείο Λογο­τε­χνί­ας εξ αιτί­ας του βιβλί­ου του Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο.

Ο Ζοζέ Σαρα­μά­γκου συμ­με­τεί­χε σε συνέ­δρια και συνα­ντή­σεις σε όλον τον κόσμο για λογο­τε­χνι­κά, πολι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά θέμα­τα. Αγω­νί­στη­κε για μια δίκαιη κοι­νω­νία που θα έχει στο επί­κε­ντρο της τον άνθρω­πο και το σεβα­σμό των δικαιω­μά­των του και όχι το κέρδος.

Τα έργα του πολ­λά και σπου­δαία. Μερι­κά από αυτά είναι: Το κατά Ιησούν Ευαγ­γέ­λιο, Η Ιστο­ρία της Πολιορ­κί­ας της Λισα­βό­νας, Περί τυφλό­τη­τος, Η πέτρι­νη σχε­δία, Περί φωτί­σε­ως κ.α

Ο Ζοζέ Σαρα­μά­γκου πέθα­νε στις 18 Ιου­νί­ου του 2010.[2]

 

[1] Ζοζέ Σαρα­μά­γκου, Περί Τυφλό­τη­τος, μτφρ. Αθη­νά Ψυλ­λιά, Καστα­νιώ­της 2010 [2]  Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον συγ­γρα­φέα είναι από τον ιστό­το­πο Jose Saramago .
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο