Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ηλίας Βενέζης

Ο Ηλί­ας Βενέ­ζης (ή μάλ­λον ο Ηλί­ας Μέλ­λος, μια κι αυτό ήταν στα επί­ση­μα χαρ­τιά τ’ όνο­μα του), σύμ­φω­να με τη μαρ­τυ­ρία του ίδιου σε αυτο­βιο­γρα­φι­κό του σημεί­ω­μα, γεν­νή­θη­κε στο Αϊβα­λί (Κυδω­νιές) της Μικράς Ασί­ας στις 4 Μαρ­τί­ου του 1904. Σύμ­φω­να όμως με τη Ληξιαρ­χι­κή Πρά­ξη θανά­του του, πέθα­νε 75 ετών (αντί 69, αν πράγ­μα­τι είχε γεν­νη­θεί τότε), και σε πιστο­ποι­η­τι­κό του Δήμου για τους «μόνους εγγυ­τέ­ρους αυτού συγ­γε­νείς», φέρε­ται γεν­νη­μέ­νος το 1898. Δεν απο­κλεί­ε­ται, εντού­τοις, καθώς έγι­νε άλλω­στε και με άλλους, που ήρθαν με τη μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή χωρίς πιστο­ποι­η­τι­κά στην Ελλά­δα, ίσως για ν’ απο­φύ­γει τη στρα­τιω­τι­κή θητεία, να είχε δηλώ­σει σκό­πι­μα λάθος χρο­νο­λο­γία, αν και ορι­σμέ­να περι­στα­τι­κά της ζωής του (η φοί­τη­ση του, για παρά­δειγ­μα, στο Γυμνά­σιο Μυτι­λή­νης από το 1914) πιο πολύ συμ­φω­νούν με το 1898 παρά με το 1904.

Ο πατέ­ρας του Μιχα­ήλ Δημ. Μέλ­λος, κτη­μα­τί­ας, κατα­γό­ταν απ’ την Κεφα­λο­νιά, ενώ η μητέ­ρα του, κόρη του μεγα­λο­τσι­φλι­κά Γιαν­να­κού Μπι­μπε­λά, είχε κατα­γω­γή λεσβιακή.

Ωστό­σο, ο Κεφα­λο­νί­της παπ­πούς του λεγό­ταν Δημή­τριος Βενέ­ζης, κι εγκα­τα­στά­θη­κε στο Αϊβα­λί τις πρώ­τες δεκα­ε­τί­ες μετά την Επα­νά­στα­ση του 1821. Έτσι, το Βενέ­ζης δεν μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ακρι­βώς ψευ­δώ­νυ­μο. Για­τί το Μέλ­λος ήταν παρα­τσού­κλι, που τελι­κά επικράτησε.

Τέταρ­το κατά σει­ρά από τα επτά παι­διά των γονιών του (προη­γή­θη­καν τρία κορί­τσια κι ακο­λού­θη­σαν δυο κορί­τσια κι ένα αγό­ρι), ο Βενέ­ζης έζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια στην πατρί­δα του, μεγα­λώ­νο­ντας σ’ ένα περι­βάλ­λον ήρε­μο και πατριαρ­χι­κό. Μα τόσο μόνο. Το 1914, με την κήρυ­ξη του πρώ­του παγκό­σμιου πολέ­μου και τους διωγ­μούς των Τούρ­κων, ανα­γκά­στη­κε να κατα­φύ­γει με τη μητέ­ρα του και τ’ αδέρ­φια του στη Μυτι­λή­νη (στο Αϊβα­λί έμει­ναν μόνο ο πατέ­ρας του κι η αδερ­φή του Αγά­πη), όπου έκα­νε τις γυμνα­σια­κές του σπου­δές και ταυ­τό­χρο­να δού­λευε σε φούρ­νο, για να ελα­φρώ­νει τη φτώ­χεια της οικο­γέ­νειας, εξα­σφα­λί­ζο­ντας του­λά­χι­στον το ψωμί. Το 1919 ξανα­βρέ­θη­καν συγκε­ντρω­μέ­νοι όλοι στο Αϊβα­λί, εκτός απ’ την αδερ­φή του Άρτε­μη, που είχε πεθά­νει στο μετα­ξύ από ισπα­νι­κή γρί­πη και δεν ξανα­γύ­ρι­σε. Εκεί, τέλειω­σε το Γυμνά­σιο και διο­ρί­στη­κε βοη­θη­τι­κός καλ­λι­γρά­φος γραμ­μα­τι­κός στη Μητρό­πο­λη των Κυδωνιών.
venezis2Όταν το 1922 ξέσπα­σε η μεγά­λη συμ­φο­ρά, οι δικοί του έφυ­γαν και πάλι στη Μυτι­λή­νη. Προ­σπά­θη­σε να δια­φύ­γει κι ο ίδιος, αλλά την τελευ­ταία στιγ­μή, ενώ ετοι­μα­ζό­ταν να μπει στο πλοίο με τον μετέ­πει­τα γαμπρό του Γ. Μολυ­βιά­τη, τους πρό­φτα­σαν οι Τούρ­κοι και τους έσυ­ραν, μαζί με 3.000 άλλους συμπα­τριώ­τες τους, σκλά­βους στα εργα­τι­κά τάγ­μα­τα της Ανα­το­λής, απ’ όπου 23 μονά­χα κατά­φε­ραν να επι­ζή­σουν και να γλιτώσουν .

Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση του, ύστε­ρα από 14 μήνες στην αιχ­μα­λω­σία, έφτα­σε το 1923 στη Μυτι­λή­νη κοντά στους δικούς του. Τότε γνω­ρί­στη­κε με τον Μυρι­βή­λη και το λογο­τε­χνι­κό κύκλο της Λεσβια­κής Άνοι­ξης (παλαιό­τε­ρα , είχε γνω­ρι­στεί στο Αϊβα­λί και με τον Κόντο­γλου, που υπήρ­ξε ο πρώ­τος του δάσκα­λος στη λογο­τε­χνία), κι άρχι­σε να συμ­με­τέ­χει στην πνευ­μα­τι­κή ζωή του νησιού και σε λίγο και της Αθήνας.

Το 1926 διο­ρί­στη­κε υπάλ­λη­λος στην Εθνι­κή Τρά­πε­ζα, μετα­τά­χθη­κε αργό­τε­ρα στην Τρά­πε­ζα της Ελλά­δος και το 1932 πήρε μετά­θε­ση κι εγκα­τα­στά­θη­κε μόνι­μα στην Αθή­να. Μα οι περι­πέ­τειες του δεν είχαν ακό­μα τελειώ­σει. Ήδη, τους τελευ­ταί­ους μήνες της παρα­μο­νής του στη Μυτι­λή­νη, είχε συλ­λη­φθεί για τη συμ­με­το­χή του στην εκεί αγω­νι­στι­κή ομά­δα των «Πρω­το­πό­ρων» και δικά­στη­κε με το Ιδιώ­νυ­μο, κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να χάσει τη θέση του στην Τρά­πε­ζα. Μολο­νό­τι αθω­ώ­θη­κε τότε, ξανα­δι­κά­στη­κε το 1936 από τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, κι αθω­ώ­θη­κε πάλι.

Τον και­ρό της Κατο­χής, συλ­λαμ­βά­νε­ται στις 27 Οκτω­βρί­ου του 1943 μέσα στην Τρά­πε­ζα της Ελλά­δος απ’ τους Γερ­μα­νούς, με την κατη­γο­ρία ότι σε συγκέ­ντρω­ση όλου του προ­σω­πι­κού για την 25η Μαρ­τί­ου είχε μιλή­σει για ελευ­θε­ρία, απαγ­γέλ­λο­ντας και το γνω­στό ποί­η­μα του Μιστράλ στη μετά­φρα­ση τον Παλα­μά. Απο­μο­νώ­θη­κε στο «Μπλοκ C» των φυλα­κών Αβέ­ρωφ — και σίγου­ρα θα τον εκτε­λού­σαν, αν ο πνευ­μα­τι­κός κόσμος, με επί κεφα­λής τον Αρχιε­πί­σκο­πο, δεν πετύ­χαι­νε την απο­φυ­λά­κι­ση του.

Από κει και πέρα, αρχί­ζει η περί­ο­δος της μεγά­λης επι­τυ­χί­ας για τον Βενέ­ζη. Οι επα­νεκ­δό­σεις των βιβλί­ων του στα ελλη­νι­κά και οι μετα­φρά­σεις τους σε ξένες γλώσ­σες δια­δέ­χο­νται η μια την άλλη. Προη­γή­θη­καν κι ακο­λού­θη­σαν πολ­λές τιμη­τι­κές δια­κρί­σεις (…) Στο μετα­ξύ, τον Ιανουά­ριο του 1957 είχε εκλε­γεί Ακα­δη­μαϊ­κός, κι έφυ­γε από την Τρά­πε­ζα με το βαθ­μό του υπο­διευ­θυ­ντή, υπο­βάλ­λο­ντας την παραί­τη­ση του. Παράλ­λη­λα, ήρθαν μετά τον πόλε­μο και τα ταξί­δια: στην Αγγλία, Γαλ­λία, Ρωσία, Γερ­μα­νία, Αυστρία, Ιτα­λία, στο Ισρα­ήλ, σε χώρες της Αφρι­κής, καθώς κι οι συμ­με­το­χές σε απο­στο­λές και διε­θνή συνέ­δρια: στο Παρί­σι, στη Ρώμη, στη Φλω­ρε­ντία, στο Λένιν­γκραντ κι αλλού.

(…)

Ξαφ­νι­κά όμως, την άνοι­ξη του 1971, τον βρή­κε φοβε­ρή αρρώ­στια. Έφυ­γε αμέ­σως για το Λον­δί­νο κι άρχι­σε εκεί μια venezisάγρια θερα­πεία. Όταν ξανα­γύ­ρι­σε τον επό­με­νο χρό­νο, κλεί­στη­κε στο σπί­τι του και ρίχτη­κε στο γρά­ψι­μο. Στους φίλους είπα­νε ότι οι για­τροί απα­γό­ρευαν τις επι­σκέ­ψεις, αλλά η αλή­θεια είναι πως δεν ήταν πια να τον δει άνθρω­πος. Παρα­μορ­φω­μέ­νος απ’ τις εγχει­ρή­σεις και με χαμέ­νη τη φωνή, πέθα­νε στις 3 Αυγού­στου του 1973 στην Αθή­να, από καρ­κί­νο του λάρυγ­γα και του προ­σώ­που, όπως ανα­γρά­φε­ται ως αιτία στη Ληξιαρ­χι­κή Πρά­ξη Θανά­του, αφού υπέ­μει­νε με αφά­ντα­στη καρ­τε­ρία και αξιο­πρέ­πεια τα δει­νά του.

«Έγώ πού είχα τρα­βή­ξει πολ­λά στην πρώ­τη νιό­τη μου», λέει ο ίδιος σε γράμ­μα του από το Λον­δί­νο στον Πέτρο Χάρη, με ημε­ρο­μη­νία 26 Οκτω­βρί­ου 1971, «είχα συνη­θί­σει στην Ιδέα ότι οι δυσκο­λί­ες είναι ο κανό­νας της ζωής καιη ευτυ­χία η εξαί­ρε­ση. Αργό­τε­ρα, σαν ήρθαν τα καλά χρό­νια, το ξέχα­σα. Το πλη­ρο­φο­ρού­μαι πάλι. Δόξα τω θεώ, ξανα­βρή­κα τη δύνα­μη της αυτο­κυ­ριαρ­χί­ας πού είχα όταν κιν­δύ­νευα με τους Τούρ­κους και του ς Γερ­μα­νούς. Και αυτό σώζει».

Η κηδεία, σύμ­φω­να με την επι­θυ­μία του, έγι­νε στον Μόλι­βο (Μήθυ­μνα) της Μυτι­λή­νης, στην εκκλη­σία της Αγί­ας Κυρια­κής, και η ταφή του στο παλιό, μικρό νεκρο­τα­φείο του Μολί­βου. Απά­νω στην πλά­κα του τάφου, όπως το είχε ζητή­σει ο ίδιος, δεν υπάρ­χει παρά μόνο μια λέξη: ΓΑΛΗΝΗ.

Ο Βενέ­ζης ασχο­λή­θη­κε με όλα τα είδη του αφη­γη­μα­τι­κού πεζού λόγου, έγρα­ψε άρθρα κι επι­φυλ­λί­δες και στα νεα­νι­κά του χρό­νια και ποι­ή­μα­τα, χωρίς επι­τυ­χία και χωρίς άλλη συνέχεια (…)

Τα μυθι­στο­ρή­μα­τα, τα διη­γή­μα­τα, τα ταξι­διω­τι­κά και τα χρο­νι­κά του —τα περισ­σό­τε­ρα του­λά­χι­στον— κυκλο­φό­ρη­σαν σε χιλιά­δες αντί­τυ­πα και σε πολ­λές εκδόσεις (…)

 

Πηγή: Η μεσο­πο­λε­μι­κή λογο­τε­χνία, εκδό­σεις Σόκολη
Παρου­σί­α­ση — Ανθο­λό­γη­ση: ΚΩΣΤΑ ΣΤΕΡΠΟΠΟΥΛΟΥ

Εργογραφία

(πρώ­τες αυτο­τε­λείς εκδόσεις)

Ι.Πεζογραφία

  • Ο Μανό­λης Λέκας · κι άλλα διη­γή­μα­τα · Γραμ­μέ­να από τον Ηλία Βενέ­ζη. Αθή­να, 1928.
  • Το νού­με­ρο 31328 · (Σκλά­βοι στα εργα­τι­κά τάγ­μα­τα της Ανα­το­λής) · Ρομάν­τσο. Μυτι­λή­νη, 1931 (β΄έκδοση ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη, Αθή­να, Οι φίλοι του βιβλί­ου, 1945 και γ΄ έκδο­ση τελειω­τι­κή, Αθή­να, Βιβλιο­πω­λείο της Εστί­ας, 1952).
  • Γαλή­νη· Μυθι­στό­ρη­μα. Αθή­να, Πυρ­σός, 1939 (γ΄ έκδο­ση ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη, Αθή­να, Άλφα, 1943).
  • Αιγαίο · Διη­γή­μα­τα · Με σχέ­δια του Γιώρ­γου Βακα­λό. Αθή­να, Πυρ­σός, 1941.
  • Αιο­λι­κή γη · Μυθι­στό­ρη­μα. Αθή­να, Άλφα, 1944.
  • Ακήφ. Αθή­να, Γλά­ρος, [1944].
  • Άνε­μοι · Διη­γή­μα­τα. Αθή­να, Άλφα, 1944.
  • Ώρα πολέ­μου · Διη­γή­μα­τα. Αθή­να, Άλφα, 1946.
  • Οι νικη­μέ­νοι · Διη­γή­μα­τα. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1954].
  • Ωκε­α­νός · Μυθι­στό­ρη­μα. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1956].
  • Αρχι­πέ­λα­γος. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1969].
  • Εφτα­λού. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1972].
  • Στις ελλη­νι­κές θάλασ­σες · Μυθι­στο­ρία του Ιονί­ου και του Αιγαί­ου. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1973].
  • Στρα­τής Μυρι­βή­λης – Μ.Καραγάτσης – Άγγε­λος Τερ­ζά­κης – Ηλί­ας Βενέ­ζης, Το μυθι­στό­ρη­μα των τεσ­σά­ρων. Αθή­να, Εστία, 1979.

ΙΙ.Θέατρο

  • Μπλοκκ C · Δρά­μα σε τρεις πρά­ξεις και τέσ­σε­ρις εικό­νες. Αθή­να, Οι φίλοι του Βιβλί­ου, 1946.

IΙΙ Οδοι­πο­ρι­κά — Χρονικά

  • Φθι­νό­πω­ρο στην Ιτα­λία · Οδοι­πο­ρι­κό. Αθή­να, Άλφα, 1950.
  • Έξο­δος· Χρο­νι­κό της κατο­χής. Αθή­να, Άλφα, 1950.
  • Αμε­ρι­κα­νι­κή γη · Χρο­νι­κό ενός ταξι­διού απ’ τις ακτές του Ατλα­ντι­κού ως τον Ειρη­νι­κό και τον κόλ­πο του Μεξι­κού. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1954].
  • Αργο­ναύ­τες · Χρο­νι­κά των Ελλή­νων και ταξί­δια. Αθή­να, 1961.
  • Περι­η­γή­σεις. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1973].
  • Μικρα­σία χαί­ρε · [Διή­γη­σις συμ­βά­ντων]. Αθή­να, Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, [1974].

ΙV. Μονο­γρα­φί­ες

  • Αρχιε­πί­σκο­πος Δαμα­σκη­νός · Οι χρό­νοι της δου­λέιας · Ιστο­ρία. Αθή­να, Άλφα, 1952.
  • Χρο­νι­κόν της Τρα­πέ­ζης της Ελλά­δος. 1955.
  • Εμμα­νου­ήλ Τσου­δε­ρός· Ο πρω­θυ­πουρ­γός της μάχης της Κρή­της και η επο­χή του. Αθή­να, 1966.
  • Η πολι­τεία της νύχτας. 1943.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο