Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ηλίας Σιμόπουλος:  Mια μεγάλη  και σεμνή προσωπικότητα της Ελληνικής Γραμματείας!

Γρά­φει η Φαί­δρα Ζαμπα­θά — Παγου­λά­του //

Ένας πνευ­μα­τι­κός  άνθρω­πος που γέμι­σε  κυριο­λε­κτι­κά το χώρο της Πατρί­δας μας , ιδιαί­τε­ρα της Ποί­η­σης, και τον ομόρ­φυ­νε με τον άρτιο ποι­η­τι­κό του λόγο.

Ένας ηγέ­της της Ποί­η­σης, του ήθους, της εντι­μό­τη­τας και της Αγά­πης. Ευπρο­σή­γο­ρος, ζεστός, ανθρώ­πι­νος, συνερ­γά­σι­μος, και  δημιουργικός.

Ο Ηλί­ας Σιμό­που­λος, σημά­δε­ψε το πέρα­σμά του από τη Λογο­τε­χνι­κή μας Οικο­γέ­νεια μ ένα βαθύ στο­χα­στι­κό έργο σε γλα­φυ­ρό λόγο, σωστά δομη­μέ­νο, με φιλο­σο­φι­κή διά­θε­ση, μέσα στον ποι­η­τι­κό χώρο.

Χαμο­γε­λα­στός πάντα ο Ηλί­ας με τρυ­φε­ρά και όμορ­φα λόγια για όλους μας προ­σπα­θού­σε να είναι κοντά μας, κοντά στον Ανθρω­πο, με στό­χο τη συνα­δέλ­φω­ση, τη συμπα­ρά­στα­ση,  και τη δίκαιη και ισό­τι­μη αντιμετώπιση.

Μέσα σε περισ­σό­τε­ρα από  40  Βιβλία ‚ο ανα­γνώ­στης έρχε­ται σ επα­φή με το ευγε­νι­κό, διαυ­γές πνεύ­μα του Ποι­η­τή μας και δια­πι­στώ­νει τη γλυ­κύ­τη­τα,  τη βαθιά έμπνευ­ση  , του ταλα­ντού­χου  Λογο­τέ­χνη και του έντι­μου Αγω­νι­στή στη Ζωή και την Τέχνη.

Η Ποί­η­ση του πολυ­ε­δρι­κή αγκα­λιά­ζει πικοί­λα θέμα­τα , κοι­νω­νι­κά,  ιστο­ρι­κά, ερω­τι­κά,  γενέ­θλιας Γης, μια απέ­ρα­ντη γκά­μα και εξί­σου απέ­ρα­ντη αγκα­λιά για τον Άνθρωπο.

Για Τον Ηλία Σιμό­που­λο πολ­λοί άξιοι των Ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των έγρα­ψαν και μίλη­σαν με ενθου­σια­σμό και σεβα­σμό για τον Άνθρω­πο και το έργο του.

Ο  Δημο­σθέ­νης  Ζαδές μετα­ξύ άλλων θα κλεί­σει τη κρι­τι­κή του ‘’πλού­σιος και άρτιος ο ποι­η­τι­κός λόγος  του Η.Σ. μας προ­σφέ­ρε­ται στο [Μεγά­λο Ποτά­μι] του, άξιος να κερ­δί­σει την εκτί­μη­ση και την αγά­πη μας.’’

‘’Η ποι­η­τι­κή εγκρά­τεια του κ. Σιμό­που­λου , μας δίνει έν από τα πιο συγκι­νη­μέ­να και τρυ­φε­ρά  ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής, [ την Ιερή Μνή­μη]. Χαί­ρο­μαι ότι συνα­ντώ όπως σε τού­το το Βιβλίο στί­χους φορ­τι­σμέ­νους με ποί­η­ση’’, γρά­φει ο  Ευάγ­γε­λος Μόσχος.

Ο Ποι­η­τής Τάκης Βαρ­βι­τσιώ­της θα του γρά­ψει μετα­ξύ πολ­λών άλλων ‘’Επι­βε­βαιώ­νε­τε  ταυ­τό­χρο­να την ευρύ­τα­τη πνευ­μα­τι­κή  και ψυχι­κή σας καλ­λιέρ­γεια, και μου θυμί­ζει ποι­η­τές όπως ο ΕΛΥΆΡ, που κι εγώ πολύ αγάπησα.’’

Αυτά από τους ομό­τε­χνούς του, που τον τίμη­σαν και τον ξεχώ­ρι­σαν.  Η Περι­φέ­ρεια Πελο­πον­νή­σου καθώς και η Εται­ρία μας που έχει το προ­νό­μιο, τον πρό­τει­ναν για το Βρα­Βείο  ΝΟΒΕΛ το 2011.Υπήρξε μέλος σε πολ­λές Επι­τρο­πές του ΥΠΠΟ , όπως των Συντά­ξε­ων, των Κρα­τι­κών Βρα­βεί­ων, της Αγο­ράς Βιβλί­ων. Για την Αγω­νι­στι­κή του δρά­ση διώ­χθη­κε ο ίδιος και η Οικο­γέ­νεια του. Κατα­σχέ­θη­καν Βιβλία του και Χει­ρό­γρα­φα, και συγκε­κρι­μέ­να η Έκδο­ση του Βιβλί­ου  [Αρκα­δι­κή Ραψω­δία] ενώ βρι­σκό­ταν στο Τυπο­γρα­φείο απα­γο­ρεύ­τη­κε η εκτύ­πω­ση και τυπώ­θη­κε το  1949, μετά τον Πόλεμο.

Χρη­μά­τι­σε Πρό­ε­δρος του Κου­βα­νι­κού Συν­δέ­σμου και παράλ­λη­λα μέλος σε πολ­λά πνευ­μα­τι­κά Ιδρύ­μα­τα όπως ο Παρ­νασ­σός. Έδω­σε πολ­λές δια­λέ­ξεις τόσο στην Ελλά­δα  όσο και στο Εξω­τε­ρι­κό. Έλα­βε μέρος σεπολ­λά Λπο­γο­τε­χνι­κά Συνέ­δρια, θυμά­μαι μάλι­στα το 1977 στο Βερο­λί­νο καθό­μα­στε δίπλα δίπλα επί Γεν Γραμ­μα­τεί­ας μου στην ΕΕΛ ενώ εκεί­νος ήταν Πρό­ε­δρος του Συν­δέ­σμου Ελλή­νων Λογοτεχνών.

Ωστό­σο πριν κλεί­σω αυτό το μικρό σημεί­ω­μα  για έναν μεγά­λο δάσκα­λο και αξια­γά­πη­το  Φίλο για μένα θα ήθε­λα να  ανα­φερ­θώ σε μια στιγ­μή μεγά­λη της Ζωής του που νομί­ζω ότι είναι ακό­μη άγνω­στη. Ο Ηλί­ας Σιμό­που­λος  δεν ανα­φέρ­θη­κε ποτέ  στο γεγο­νός που θα σας   διη­γη­θώ εν τάχει όπως μου το διη­γή­θη­κε ο Πατέ­ρας μου με δάκρυα στα μάτια, πριν τον χάσω.

Ο Ηλί­ας Σιμό­που­λος στα χρό­νια που ετοι­μα­ζό­τα­νε  ο ερχο­μός της Εται­ρί­ας μας από τα μεγά­λα ονό­μα­τα των Ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των της επο­χής εκεί­νης στα 1934, είχε τη θέση του Γραμ­μα­τέα του Καλ­λι­τε­χνι­κού Τμή­μα­τος της Ενω­τι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας Εργα­τών Ελλά­δας όπου μέλη της ήταν  ο Κώστας Βάρ­να­λης, ο Γιάν­νης Ρίτσος, ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, ο Πατέ­ρας μου Κού­λης Ζαμπα­θάς και πολ­λοί άλλοι . Κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής τα Καλ­λι­τε­χνι­κά Σωμα­τεία όπως το Σ.Ε.Η. Σωμα­τείο Ηθο­ποιών, το Καλ­λι­τε­χνι­κό  Επι­με­λη­τή­ριο  των Εικα­στι­κών, οι Αρχαιο­λό­γοι ίσως και κάποιοι Δημο­σιο­γρά­φοι, είχαν οργα­νω­θεί,  στις Αντι­στα­σια­κές δυνά­μεις του Πολι­τι­στι­κού Χώρου μαζί με το ΕΑΜ Λογο­τε­χνών, και είχαν παράλ­λη­λα οργα­νώ­σει  συσ­σί­τιο  που το έπαιρ­ναν από το  Αρχαιο­λο­γι­κό Μου­σείο και ειδι­κά από την πλαϊ­νή πόρ­τα της οδού Τοσί­τσα. Οι Λογο­τέ­χνες που δεν είχαν  ακό­μη  γίνει μέλη της Εται­ρί­ας μας,  δεν είχαν δικαί­ω­μα να πάρουν συσ­σί­τιο μέσα στην από­γνω­ση και την πεί­να του Πολέμου.

Τότε ο Ηλί­ας Σιμό­που­λος μάζε­ψε τους Λογο­τέ­χνες  που κυριο­λε­κτι­κά  υπέ­φε­ραν  μαζί με τις Οικο­γέ­νειες τους  κι έκα­νε μια Επί­ση­μη Επι­τρο­πή νόμι­μη, ας μην ξεχνά­με ότι ο Ηλί­ας ήταν Νομι­κός, ώστε να δικαιού­νται και αυτοί ένα πιά­το φαγη­τό, Αυτή η κίνη­ση  εκτι­μή­θη­κε απ όλους κι έπαι­ξε  το ρόλο του προ­θά­λα­μου της ίδρυ­σης του Συν­δέ­σμου Ελλή­νων Λογο­τε­χνών πολύ αργό­τε­ρα στα 1958, όπου το Δεκέμ­βρη του 1982  συγ­χω­νεύ­ε­ται  με την Εται­ρία μας, κι έτσι πραγ­μα­το­ποιεί­ται και η παλιά σκέ­ψη και πρό­τα­ση του  τότε Προ­έ­δρου μας Άγγε­λου Σικε­λια­νού .Και με τη συγ­χώ­νευ­ση ο Ηλί­ας Σιμό­που­λος ψηφί­ζε­ται Πρό­ε­δρος της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογοτεχνών.

Νομί­ζω ότι το ιστο­ρι­κό αυτό γεγο­νός μέσα στη λαί­λα­πα της Κατο­χής ήταν  ένας αναμ­φι­σβή­τη­τα  ηρω­ι­σμός ενός ευαί­σθη­του Ανθρώ­που και Ποι­η­τή ο οποί­ος  επί σει­ρά ετών δεν είπε ούτε μία κου­βέ­ντα, δεν έγρα­ψε ούτε μία λέξη.  Έτσι έμει­νε άγνω­στο στην Πνευ­μα­τι­κή μας Οικο­γέ­νεια. Ο   πατέ­ρας μου όμως ήθε­λε σαν ευαί­σθη­τος  Λογο­τέ­χνης κι εκεί­νος να ευχα­ρι­στή­σει δημό­σια τον Συνά­δελ­φο Η.Σ. και να τον δικαιώ­σει για την αλτρουι­στι­κή του αυτή πρά­ξη . Δεν ήθε­λε να το πάρει μαζί του.  Κι εγώ  ήθε­λα μια κατάλ­λη­λη στιγ­μή να  ευχα­ρι­στή­σω  κι εγώ τον Η.Σ. που ίσως έφα­γα και η ίδια,  μικρού­λα τότε, μια κου­τα­λιά φαγητό.

Τέτοια συμ­βά­ντα δεν πρέ­πει να περ­νούν στη λήθη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο