Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ «ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗ»

Η ζού­γκλα του καπιταλισμού

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Την προη­γού­με­νη βδο­μά­δα είδα­με ζωή και έργο ενός χρη­μα­τι­στή, τη μια πλευ­ρά του αμε­ρι­κα­νι­κού «ονεί­ρου». Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι το βιβλίο «Η ζού­γκλα» του Άπτον Σίν­κλερ (1878–1968) απο­τε­λεί κατά κάποιο τρό­πο μια δια­λε­κτι­κή ενό­τη­τα με τον «Χρη­μα­τι­στή» του Θίο­ντορ Ντράι­ζερ. Στο βιβλίο του Ντράι­ζερ που είδα­με την περα­σμέ­νη βδο­μά­δα, το φως πέφτει στον πλου­το­κρά­τη, ενώ στο βιβλίο του Σίν­κλερ στους ανθρώ­πους που δημιουρ­γούν τον πλού­το χωρίς να τον απο­λαμ­βά­νουν: τους εργά­τες και δη τους «εισα­γό­με­νους» εργά­τες, τους  μετα­νά­στες, ρίχνο­ντας άπλε­το φως στον εφιάλ­τη της εκμε­τάλ­λευ­σης. Εικό­νες μιας κοι­νω­νί­ας όπου το έγκλη­μα τιμω­ρία δεν έχει. Ο Άπτον Σίν­κλερ είναι ένας από τους πολυ­γρα­φό­τε­ρους και πιο πολυ­δια­βα­σμέ­νους συγ­γρα­φείς. Από νωρίς είχε συν­δε­θεί με το σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα της χώρας του και σ’ όλο το έργο του καταγ­γέλ­λει κάθε μορ­φή κοι­νω­νι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης εστιά­ζο­ντας στην πάλη ανά­με­σα στον κεφα­λαιο­κρά­τη και τον εργα­ζό­με­νο. «Η Ζού­γκλα» εκδό­θη­κε το 1916 και κυκλο­φό­ρη­σε το 1993 στα ελλη­νι­κά από τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» σε μετά­φρα­ση του Κώστα Αλά­τση. «Γρά­φτη­κε», με τα λόγια του ίδιου του συγ­γρα­φέα, «μέσα σ’ ένα σανι­δέ­νιο καλύ­βι, δυό­μι­ση επί τρία, στην πλα­γιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίν­στον». Είχε ζήσει ο Σίν­κλερ για εφτά βδο­μά­δες με τους από­κλη­ρους ξένους στα σφα­γεία του Σικά­γου. Το βιβλίο αφη­γεί­ται την ιστο­ρία ενός χωρι­κού από τη Λιθουα­νία που μετα­νά­στευ­σε  στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώ­να και δού­λε­ψε στα σφα­γεία του Σικά­γου γνω­ρί­ζο­ντας ως μετα­νά­στης τη διπλή εκμε­τάλ­λευ­ση. Το βιβλίο αφιε­ρώ­νε­ται «Στους εργά­τες της Αμερικής».

Από τη γιορ­τή στην αδυ­σώ­πη­τη πραγματικότητα

Το βιβλίο ξεκι­νά­ει με μια γιορ­τή, αλλά τα μαύ­ρα σύν­νε­φα δεν αργούν να μαζευ­τούν. Στη διάρ­κεια της γιορ­τής ανα­πτύσ­σε­ται μια αγω­νιώ­δης συζή­τη­ση ανά­με­σα σε μέλη μιας οικο­γέ­νειας και μερι­κούς από τους στε­νό­τε­ρους φίλους τους. Μαθαί­νει ο ανα­γνώ­στης τις συν­θή­κες που  τους έκα­ναν να φύγουν από τη Λιθουα­νία και με ποιο τρό­πο τους εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν και στην πατρί­δα τους. Η συντρο­φιά των εξα­θλιω­μέ­νων τρά­βη­ξε για το Σικά­γο, αφού ένας φίλος τους είχε πλου­τί­σει στην περιο­χή των σφα­γεί­ων αυτής της πόλης. Δεν ήξε­ραν τίπο­τα άλλο. Όσο προ­χω­ρεί το τρέ­νο στο οποίο επι­βι­βά­στη­καν προς Σικά­γο, η χαρά τους αρχί­ζει να κόβε­ται βλέ­πο­ντας από το παρά­θυ­ρο του βαγο­νιού: «Μια ολό­κλη­ρη ώρα πριν φτά­σει η συντρο­φιά στην πόλη, είχαν προ­σέ­ξει ανη­συ­χη­τι­κές αλλα­γές στην ατμό­σφαι­ρα. Γινό­ταν όλο και πιο σκο­τει­νή, ενώ πάνω στη γη το χορ­τά­ρι φαι­νό­ταν όλο και λιγό­τε­ρο πρά­σι­νο. Κάθε λεπτό, καθώς το τρέ­νο συνέ­χι­ζε να τρέ­χει, τα χρώ­μα­τα των πραγ­μά­των γίνο­νταν πιο μου­ντά. Τα χωρά­φια ήταν τώρα ξερά και κίτρι­να, το τοπίο απο­κρου­στι­κά γυμνό. Και, μαζί με τον καπνό που πύκνω­νε, άρχι­σαν να προ­σέ­χουν ένα άλλο χαρα­κτη­ρι­στι­κό: μια παρά­ξε­νη, ερε­θι­στι­κή μυρω­διά. Δεν ήταν σίγου­ροι πως την έβρι­σκαν δυσά­ρε­στη αυτή τη μυρω­διά. Μερι­κοί θα μπο­ρού­σαν να την πουν αηδια­στι­κή, αλλά το γού­στο τους στις μυρω­διές δεν είχε ανα­πτυ­χθεί κι ήταν απλά σίγου­ροι πως την έβρι­σκαν περί­ερ­γη. Τώρα, καθι­σμέ­νοι στο βαγό­νι, κατα­λά­βαι­ναν πως τρα­βού­σαν κατά την εστία της, πως είχαν κάνει όλο το ταξί­δι από τη Λιθουα­νία για να φτά­σουν σ’ αυτήν. Δεν ήταν πια κάτι το μακρι­νό και αμυ­δρό, που το ‘νιω­θες σε ριπές. Μπο­ρού­σες, όχι μόνο να το μυρί­σεις, αλλά και να το γευ­τείς στην κυριο­λε­ξία, μπο­ρού­σες σχε­δόν να το πάρεις στα χέρια σου και να το εξε­τά­σεις με την ησυ­χία σου. Οι γνώ­μες τους μοι­ρά­στη­καν. Ήταν μια μυρω­διά στοι­χεια­κή, ωμή κι ακα­τέρ­γα­στη, ήταν πλού­σια, κάπως ταγκή, αισθη­σια­κή και δυνα­τή. Μερι­κοί τη ρου­φού­σαν σαν να ήταν πιο­τό, άλλοι έβα­ζαν τα μαντή­λια τους στο πρό­σω­πό τους. Οι νέοι μετα­νά­στες τη δοκί­μα­ζαν ακό­μη, χαμέ­νοι μέσα στη σαστι­μά­ρα τους, όταν ξαφ­νι­κά το τρέ­νο στα­μά­τη­σε, η πόρ­τα του βαγο­νιού άνοι­ξε μ’ ένα τρά­νταγ­μα και μια φωνή φώνα­ξε: «Σφα­γεία!»» (σελ. 37).   

Διδάγ­μα­τα πικρά

Με μεγά­λο κόπο οι μετα­νά­στες κατορ­θώ­νουν να αγο­ρά­σουν ένα σπί­τι και παρα­κο­λου­θεί ο ανα­γνώ­στης την εκπλή­ρω­ση ενός ονεί­ρου, την από­λαυ­ση της τακτο­ποί­η­σης ενός δικού τους σπι­τιού, αλλά τι σπί­τι! Αρχί­ζουν και μαθαί­νουν το ιστο­ρι­κό του σπι­τιού που κι άλλες οικο­γέ­νειες είχαν προ­σπα­θή­σει να το αγο­ρά­σουν. Μια γριά Λιθουα­νή από μια διπλα­νή οικο­γέ­νεια τους τα είπε όλα και μαθαί­νου­με για το σπί­τι αυτό της φρί­κης. Δεν ήταν καθό­λου και­νούρ­γιο και η οικο­γέ­νεια το είχε πλη­ρώ­σει τρεις φορές πάνω από το κόστος κατα­σκευ­ής. Είχαν περά­σει και τους είχαν πετά­ξει έξω Γερ­μα­νοί, Πολω­νοί, Σλο­βά­κοι, Ιρλαν­δοί κλπ. Εφό­σον τους τα είπε αυτά η γριά, τους πιά­νει ο τρό­μος. Δεν ξέρουν αν πρέ­πει να τα πιστέ­ψουν όλα αυτά ή μήπως η γριά έλε­γε υπερ­βο­λές. Το σπί­τι ήταν «άτυ­χο», αρρώ­στιες, ανω­μα­λί­ες στις γεν­νή­σεις, φυμα­τί­ω­ση: «Σε τού­το το σπί­τι, η αρχή είχε γίνει με τους Ιρλαν­δούς. Ύστε­ρα, μια βοη­μι­κή οικο­γέ­νεια έχα­σε ένα παι­δί της, πράγ­μα που δεν είναι καθό­λου σίγου­ρο, για­τί κανείς δεν μπο­ρεί να ξέρει τι συμ­βαί­νει με τα παι­διά που δου­λεύ­ουν στα σφα­γεία. Εκεί­νο τον και­ρό, δεν υπήρ­χε περιο­ρι­στι­κός νόμος για την ηλι­κία των παι­διών κι οι κον­σερ­βά­δες τα έβα­ζαν στη δου­λειά όλα, εκτός από τα μωρά. Η οικο­γέ­νεια φάνη­κε να απο­ρεί μ’ αυτό κι η για­γιά Μαγιά­ουζ­κιε­νε χρειά­στη­κε να δώσει πάλι την εξή­γη­ση: ήταν παρά­νο­μο να δου­λεύ­ουν παι­διά πριν κλεί­σουν τα δεκά­ξι. Τι νόη­μα έχει αυτό; ρώτη­σαν. Σκέ­φτο­νταν ν’ αφή­σουν το μικρό Στα­νί­σλο­βας να δου­λέ­ψει. Εντά­ξει, δεν υπήρ­χε λόγος ν’ ανη­συ­χούν, είπε η για­γιά Μαγιά­ουζ­κιε­νε, ο νόμος δεν άλλα­ζε τίπο­τα, απλώς ανά­γκα­ζε τον κόσμο να λέει ψέμα­τα για την ηλι­κία των παι­διών του» (σελ. 89).

Έτσι με απλό­τη­τα δια­τυ­πω­μέ­να ο συγ­γρα­φέ­ας περ­νά­ει τα μηνύ­μα­τα βάζο­ντάς τα στο στό­μα μιας γριάς πολύ­πα­θης μετα­νά­στριας και δεί­χνο­ντας πως η ανά­γκη κάνει τους ανθρώ­πους να δεχθούν τα απα­ρά­δε­κτα. Οι νεο­φερ­μέ­νοι δεν είχαν ακού­σει ακό­μα ούτε για φυμα­τί­ω­ση, ούτε για τόκους. Νόμι­ζαν ότι θα πλή­ρω­ναν κάθε μήνα 12 δολά­ρια για το σπί­τι. Η γριά τους είπε για τον τόκο: «Την κοί­τα­ξαν απο­σβο­λω­μέ­νοι. «Τόκο;» φώναξαν.

«Τόκο στα λεφτά που χρω­στά­τε ακό­μα», τους απά­ντη­σε εκείνη.

«Μα δεν έχου­με υπο­χρέ­ω­ση να πλη­ρώ­νου­με τόκο!» φώνα­ξαν τρεις ή τέσ­σε­ρις μαζί. «Έχου­με να πλη­ρώ­νου­με μόνο δώδε­κα δολά­ρια τον μήνα».

Η γριά γέλα­σε. «Είσα­στε κι εσείς σαν όλους τους άλλους», είπε. «Σας ξεγε­λά­νε και σας τρώ­νε ζωντα­νούς. Ποτέ δεν που­λά­νε σπί­τια χωρίς τόκο. Πάρ­τε το συμ­βό­λαιό σας να δεί­τε» (σελ. 90).

Δεν ήξε­ραν ακό­μα αγγλι­κά και η γριά τους ενη­μέ­ρω­σε τι λέει το συμ­βό­λαιο για να ακού­σουν με φρί­κη ότι αντί για 12 δολά­ρια έπρε­πε να πλη­ρώ­σουν κάθε μήνα 17!

Κατρα­κύ­λα χωρίς τέλος…

Αυτά ήταν μόνο η αρχή μιας πορεί­ας εξό­ντω­σης. Το βιβλίο δίνει μια κλι­μά­κω­ση προς το χει­ρό­τε­ρο. Η από­γνω­ση φέρ­νει το ξεγλί­στρη­μα και το ένα ξεγλί­στρη­μα το άλλο. Οργή, παρά­βα­ση, φυλα­κή, πορ­νεία για τις γυναί­κες. Ο Γιούρ­γκις, ένα από τα κεντρι­κά πρό­σω­πα, μόλις βγει από τη φυλα­κή και βρει ξένη οικο­γέ­νεια στο σπί­τι του κατα­λα­βαί­νει πια όλη την αλή­θεια. Σκε­φτό­ταν το μόχθο του, τον αγώ­να για την επι­βί­ω­ση: «Μπο­ρού­σε να δει τον εαυ­τό του μέσα σ’ όλη τη μακριά πορεία των γεγο­νό­των σαν θύμα αχόρ­τα­γων όρνε­ων που του είχαν ξεσκί­σει τα σωθι­κά και τον είχαν κατα­βρο­χθί­σει, δια­βό­λων που τον είχαν βασα­νί­σει, περι­γε­λώ­ντας τον στο μετα­ξύ, κοροϊ­δεύ­ο­ντάς τον κατά­μου­τρα» (σελ. 221).

αλλά και ένα νέο όραμα

zouglaΗ ζωντα­νή, παρα­στα­τι­κή ροή της αφή­γη­σης φέρ­νει μπρο­στά στα μάτια μας τις σπα­ρα­χτι­κές εικό­νες. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν μας αφή­νει, όμως, με την περι­γρα­φή των γεγο­νό­των χωρίς διέ­ξο­δο. Υπάρ­χει μια πορεία συνει­δη­το­ποί­η­σης. Ο απελ­πι­σμέ­νος και τσα­κι­σμέ­νος Γιούρ­γκις θα βρε­θεί εντε­λώς περα­στι­κά και τυχαία σε μια ομι­λία σοσια­λι­στών. Η ομι­λία είναι από τα καλύ­τε­ρα κομ­μά­τια ρητο­ρι­κής στην παγκό­σμια λογο­τε­χνία και ο Γιούρ­γκις ακού­ει για πρώ­τη φορά για το όρα­μα μιας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και μέσα του αρχί­ζει να πάλ­λε­ται η ελπί­δα. Μαζί με τους άλλους σηκώ­νε­ται, φωνά­ζει, τρα­γου­δά­ει, ξανα­βρί­σκει την χαμέ­νη του ψυχή. Στο τέλος γίνο­νται εκλο­γές στο Σικά­γο κι ένας ρήτο­ρας εργά­της προει­δο­ποιεί για ένα ξεγέ­λα­σμα δήθεν δημο­κρα­τι­κών, ψευ­το­με­ταρ­ρυθ­μι­στών, παλαιο­κομ­μα­τι­κών  μετά τις εκλο­γές, όταν πια θα έχουν πάρει την εξου­σία παρο­τρύ­νο­ντας για την πραγ­μα­τι­κή εργα­τι­κή εξου­σία να οργα­νω­θούν κάτω από τη σημαία του κόμ­μα­τος και «τότε θ’ αρχί­σει η εξόρ­μη­ση που δε θ’ ανα­κο­πεί ποτέ, η παλίρ­ροια που δε θα γυρί­σει ποτέ πίσω μέχρι να γίνει μια πλημ­μύ­ρα που θα ‘ναι ασυ­γκρά­τη­τη, συντρι­πτι­κή: η συνά­θροι­ση των απαυ­δι­σμέ­νων εργα­τών του Σικά­γου κάτω απ’ τη σημαία μας! Και θα τους οργα­νώ­σου­με, θα τους ασκή­σου­με, θα τους παρα­τά­ξου­με για τη νίκη! Θα τους συντρί­ψου­με τους αντι­πά­λους, θα τους σαρώ­σου­με στο πέρα­σμά μας…Και το Σικά­γο θα ‘ναι δικό μας! Το Σικά­γο θα ‘ναι δικό μας! ΤΟ  ΣΙΚΑΓΟ  ΘΑ ‘ΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ!» (σελ. 421/422).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο