Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αντίθεση του Σικέιρος στο σοβιετικό ρεαλισμό

Γρά­φει ο Πανα­γιώ­της Μανιά­της //

Ο Ντα­βίντ Αλφά­ρο Σικέι­ρος (1896–1974) ήταν μέλος του Μεξι­κά­νι­κου Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος από το 1924 και θεω­ρού­σε ότι οι κομ­μου­νι­στές δεν περιο­ρί­ζο­νται σε ανα­λύ­σεις θετι­κών γεγο­νό­των· εξε­τά­ζουν κάθε πλευ­ρά ενός προ­βλή­μα­τος και όταν χρεια­στεί ασκούν κρι­τι­κή ο ένας στον άλλον αλλά και στον ίδιο τους τον εαυ­τό. Αυτό έκα­νε με τους σοβιε­τι­κούς στο «Ανοι­χτό Γράμ­μα στους Ζωγρά­φους, στους Γλύ­πτες και στους Χαρά­κτες της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης». Το κεί­με­νο του δια­βά­στη­κε στη Σοβιε­τι­κή Ακα­δη­μία της Τέχνης, στις 17 Οκτω­βρί­ου 1955, κατά τη διάρ­κεια επί­σκε­ψης στην ΕΣΣΔ.

Ο Σικέι­ρος, αρχι­κά, ανα­γνω­ρί­ζει πως η τέχνη των σοβιε­τι­κών πραγ­μα­το­ποιεί μια πολι­τι­κή λει­τουρ­γία ενός μεγα­λεί­ου που δεν έχει ταί­ρι στην ιστο­ρία του κόσμου. Θεω­ρεί ότι όλο το έργο τους είναι στην υπη­ρε­σία ενός κοι­νω­νι­κού κινή­μα­τος που άνοι­ξε μια νέα επο­χή για την ανθρω­πό­τη­τα, ενώ πιστεύ­ει ότι οι καλ­λι­τέ­χνες έχουν την απε­ριό­ρι­στη υπο­στή­ρι­ξη του πρώ­του προ­λε­τα­ρια­κού Κρά­τους. Παρα­τη­ρεί, ότι δεν υπάρ­χει πόλη μικρή ή μεγά­λη, χωριό, εργο­στά­σιο, σχο­λείο, θέα­τρο, όπου δεν έχουν εκφρά­σει τη σοσια­λι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία και δεν έχουν ευλο­γή­σει τους μεγά­λους ανθρώ­πους τους, όπως και τους ήρω­ές τους, με έργο όλων των μεγε­θών. Αλλά και στις δημό­σιες πλα­τεί­ες, στους τοί­χους και στα εσω­τε­ρι­κά εκα­το­ντά­δων χιλιά­δων πολυ­κα­τοι­κιών έχουν συνει­σφέ­ρει στη δια­κό­σμη­σή τους. Εν ολί­γοις, επα­να­λαμ­βά­νουν σε μια ελεύ­θε­ρη κοι­νω­νία ό,τι άλλοι έκα­ναν σε συν­θή­κη σκλα­βιάς· δημό­σια τέχνη. Η τέχνη τους είναι τέχνη του κρά­τους, ιδε­ο­λο­γι­κά αφο­σιω­μέ­νη, με σκο­πό, και γι’ αυτό το λόγο, ρεα­λι­στι­κή. Μια τέχνη ηρω­ι­κή, επική.

Από την άλλη όμως, πιστεύ­ει, ότι υπάρ­χουν πολ­λά ακό­μα να γίνουν. Γι’ αυτό και λέει ότι ο ρεα­λι­σμός δεν μπο­ρεί να είναι μια καθο­ρι­σμέ­νη φόρ­μου­λα, ένας ακλό­νη­τος νόμος· όλη η ιστο­ρία της τέχνης, που δεί­χνει την ανά­πτυ­ξη των αυξα­νό­με­νων ρεα­λι­στι­κών μορ­φών, το απο­δει­κνύ­ει. Από τη ζωγρα­φι­κή στις σπη­λιές, στην Αρχαιό­τη­τα, στο Μεσαί­ω­να και στην Ανα­γέν­νη­ση, βρί­σκει ότι αυτό είναι από­λυ­τα αλη­θι­νό. Κάθε περί­ο­δος τέχνης που δεν κατα­πνί­γη­κε από αμε­τα­κί­νη­τες φόρ­μου­λες οδή­γη­σε στο να γίνει η τέχνη της πιο ρεα­λι­στι­κή, γράφει.

pm1

Αυτό θεω­ρεί ότι το έχουν ξεχά­σει στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και φανε­ρώ­νε­ται από τη διαιώ­νι­ση παλιών ρεα­λι­στι­κών στιλ που ανή­κουν στο άμε­σο παρελ­θόν· βρί­σκει αυτή την επί­δρα­ση επί­σης παρού­σα στο έργο των Πολω­νών ζωγρά­φων όπως και σε κάποιους άλλους, σε άλλες λαϊ­κές δημο­κρα­τί­ες. Παρα­τη­ρώ­ντας το έργο τους, τα τελευ­ταία τριά­ντα οκτώ χρό­νια, πιστεύ­ει ότι η φόρ­μα των σοβιε­τι­κών δεν έχει προ­ο­δεύ­σει, απλά θεω­ρεί ότι βελ­τί­ω­σαν την τεχνι­κή τους, τονί­ζο­ντας ότι η συνε­χής τελειο­ποί­η­ση του στιλ σε μια περιο­ρι­σμέ­νη, επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη, ρεα­λι­στι­κή περιο­χή της δημιουρ­γί­ας οδη­γού­σε πάντα στην παρακ­μή. Σημειώ­νει ότι οι ζωγρά­φοι που ήλθαν αμέ­σως μετά την Ανα­γέν­νη­ση ήταν πολύ πιο επι­δέ­ξιοι από τους προ­γό­νους τους, αλλά το έργο τους ήταν απεί­ρως κατώτερο.

Όσον αφο­ρά το τότε καλ­λι­τε­χνι­κό κίνη­μα, πιστεύ­ει ότι στον κόσμο υπήρ­χαν δυο σημα­ντι­κές εκφρά­σεις τέχνης· η μεξι­κά­νι­κη, που λει­τουρ­γού­σε υπό αυξα­νό­με­νες δυσμε­νείς συν­θή­κες, και η σοβιε­τι­κή, που λει­τουρ­γού­σε υπό αυξα­νό­με­νες ευνοϊ­κές συν­θή­κες. Αυτές οι δύο τάσεις, μέσω κρι­τι­κής και αυτο­κρι­τι­κής, θα μπο­ρού­σαν να βοη­θή­σουν η μία την άλλη, να μειώ­σουν τις αρνη­τι­κές τους πλευ­ρές και να ενδυ­να­μώ­σουν τις θετι­κές. Προ­σέ­χει ότι το Μεξι­κό έχει μεγά­λη παρά­δο­ση στη ζωγρα­φι­κή και δια­θέ­τει καλ­λι­τε­χνι­κά χαρι­σμα­τι­κούς ανθρώ­πους. Παράλ­λη­λα, λέει για τους σοβιε­τι­κούς ότι δεν είναι λιγό­τε­ρο προι­κι­σμέ­νοι από αυτή την άπο­ψη, η παρά­δο­σή τους είναι κατα­πλη­κτι­κή και οι ζωγρά­φοι τους πολύ ικα­νοί. Έχουν μια επαγ­γελ­μα­τι­κή πει­θαρ­χία η οποία λεί­πει σ’ εκεί­νους και μια ικα­νό­τη­τα να εκφρά­ζουν ψυχο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να που, κατά τη γνώ­μη του, είναι απα­ρά­μιλ­λη. Παρά­γουν πραγ­μα­τι­κά μνη­μειώ­δη τέχνη, αλλά θα πρέ­πει να ταρά­ξουν τις ρου­τι­νιά­ρι­κες μορφές.

Επι­πλέ­ον, απο­κα­λύ­πτει ότι στο μεξι­κά­νι­κο κίνη­μα, παρ’ όλο που συστη­μα­τι­κά είχαν απέ­να­ντί τους αυτούς που προ­σκολ­λού­νταν στις παρα­δο­σια­κές φόρ­μες, προ­σπά­θη­σαν να βρού­νε λύσεις, όπως μπο­ρεί να δει κανείς στο έργο τους. Στη περί­πτω­ση των σοβιε­τι­κών συντρό­φων όμως, το ζήτη­μα ήταν ακό­μα πιο σοβα­ρό, για­τί κανέ­νας τους δεν ενδια­φε­ρό­ταν να βρει νέες τεχνι­κές, αν και είχαν ένα Κρά­τος περισ­σό­τε­ρο ικα­νό από οποιο­δή­πο­τε άλλο που υπήρ­ξε ποτέ, στο να τους παρέ­χει κάθε απο­τε­λε­σμα­τι­κό και ηθι­κό μέσο. Είχαν μεί­νει στις μεθό­δους σύν­θε­σης και προ­ο­πτι­κής που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν από τους ακα­δη­μαϊ­στές σε όλο τον κόσμο. Και αυτό είχε γίνει στη μονα­δι­κή χώρα στον κόσμο, όπου η επι­στή­μη είχε τεθεί στην υπη­ρε­σία των ανθρώ­πων και θα μπο­ρού­σε να τους δώσει τερά­στια βοή­θεια. Κατα­λή­γει ότι ούτε οι φόρ­μες του ρεα­λι­σμού, ούτε τα υλι­κά του μέσα είναι στα­τι­κά, θεω­ρώ­ντας ότι είναι παρά­λο­γο να πιστεύ­ει κανείς ότι οι αυθε­ντί­ες του παρελ­θό­ντος ήξε­ραν οτι­δή­πο­τε υπήρ­χε να μάθει κανείς για τον ρεα­λι­σμό και εξί­σου γελοίο να νομί­ζει κανείς, ότι πράγ­μα­τα που ανα­κα­λύ­φθη­καν χρό­νια πριν, είναι η τελευ­ταία λέξη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο