Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αντιφατική φύση της κατανάλωσης στον καπιταλισμό

Γρά­φει ο Στά­θης Μαν­δα­λά­κης* //

Πριν λίγες μέρες κυκλο­φό­ρη­σε ευρέ­ως στο δια­δί­κτυο μια φωτο­γρα­φία που έδει­χνε λαϊ­κό τρα­γου­δι­στή να «κρύ­βε­ται» πίσω από ένα βου­νό λου­λου­διών στην πίστα κάποιου νυχτε­ρι­νού κέντρου δια­σκέ­δα­σης. Η φωτο­γρα­φία συνο­δεύ­τη­κε από σχό­λια που ενέ­πλε­καν την εικό­να αυτή με το πολυ­φο­ρε­μέ­νο επι­χεί­ρη­μα που συνο­δεύ­ει τους μνη­μο­νια­κούς και­ρούς:  ζού­με πάνω από τα όρια και πως τα μνη­μό­νια, οι πολι­τι­κές λιτό­τη­τας είναι κάτι σαν σκλη­ρή αλλά δίκαιη τιμωρία.

Αν επι­χει­ρή­σει κανείς να ανα­λύ­σει τον τρό­πο με τον οποίο πλέ­κε­ται ο ιστός της κατα­νά­λω­σης στις σύγ­χρο­νες καπι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με μια εμφα­νή αντί­φα­ση: από τη μία το σύστη­μα σου «λέει» ότι πρέ­πει να κατα­να­λώ­σεις όλο και πιο πολύ και από την άλλη σε εγκα­λεί ότι κατα­να­λώ­νεις περισ­σό­τε­ρο από όσο πρέ­πει. Οι διά­φο­ρες προ­σπά­θειες υπέρ­βα­σης αυτής της αντί­φα­σης εντός του ίδιου του αστι­κού τρό­που σκέ­ψης και με τα εφό­δια που μας δίνει η αστι­κή πολι­τι­κή οικο­νο­μία και οι διά­φο­ρες παραλ­λα­γές της αστι­κής κοι­νω­νιο­λο­γι­κής και πολι­τι­κής σκέ­ψης, απλά οδη­γούν σε ποι­κί­λες συν­δη­λώ­σεις που υπο­κρύ­πτουν και δεν ανα­δει­κνύ­ουν αυτή την αντίφαση.

Ο Μαρξ από νωρίς είχε δια­κρί­νει ότι η κατα­νά­λω­ση είναι το μέρος εκεί­νο της παρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας που ολο­κλη­ρώ­νει τον κύκλο της παρα­γω­γής και ανοί­γει τον επό­με­νο. Είχε μάλι­στα συλ­λά­βει την αντί­λη­ψη ότι η παρα­γω­γή δημιουρ­γεί τόσο τον τρό­πο με τον οποίο κανείς κατα­να­λώ­νει όσο και τον ίδιο τον κατα­να­λω­τή («Η πεί­να είναι πεί­να, αλλά η πεί­να που χορ­ταί­νει με μαγει­ρε­μέ­νο κρέ­ας που τρώ­γε­ται με μαχαί­ρι και πηρού­νι είναι μια πεί­να δια­φο­ρε­τι­κή από εκεί­νη που κατα­βρο­χθί­ζει ωμό κρέ­ας με τα χέρια, τα νύχια και τα δόντια. Η παρα­γω­γή παρά­γει άρα όχι μόνο το αντι­κεί­με­νο αλλά και τον τρό­πο της κατα­νά­λω­σης, όχι μόνο αντι­κει­με­νι­κά αλλά και υπο­κει­με­νι­κά. Η παρα­γω­γή δημιουρ­γεί λοι­πόν τον κατα­να­λω­τή»Grundrisse, τομ. Α’).

Η κατα­νά­λω­ση ενός προ­ϊ­ό­ντος συν­δέ­ε­ται με τον πιο άμε­σο τρό­πο με τις κοι­νω­νι­κές, ιστο­ρι­κές και πολι­τι­στι­κές συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες συμ­βαί­νει. Ο τρό­πος της κατα­νά­λω­σης δίνει τον κατα­να­λω­τή, ο οποί­ος εξί­σου δια­λε­κτι­κά είναι συν­δε­δε­μέ­νος με αυτές τις συν­θή­κες. Με άλλα λόγια ο κατα­να­λω­τής-άνθρω­πος κατα­να­λώ­νει σε γενι­κές γραμ­μές σε αρμο­νία με την ταξι­κό, πολι­τι­στι­κό, κοι­νω­νι­κό του υπό­βα­θρο, με τέτοιον τρό­πο που ο ίδιος ο Μαρξ φτά­νει σε σημείο να δια­κρί­νει ακό­μα και τις ανά­γκες σε πολυ­τε­λεί­ας και απα­ραί­τη­τες ανά­λο­γα με την ταξι­κή θέση στην οποία βρί­σκο­νται εκεί­νοι που κατα­να­λώ­νουν προ­ϊ­ό­ντα που στο­χεύ­ουν στην ικα­νο­ποί­η­σή τους. (Το Κεφά­λαιο, τόμος ΙΙ, σελ. 403)

Το ότι ο τρό­πος κατα­νά­λω­σης προ­ϊ­ό­ντων συν­δέ­ε­ται άρρη­κτα με την ταξι­κή θέση είναι σχε­δόν αυτα­πό­δει­κτο. Αν ρίξου­με μια ματιά στο ποδο­πά­τη­μα λαϊ­κών μαζών την πρώ­τη μέρα των εκπτώ­σε­ων σε κάποιο πολυ­κα­τά­στη­μα των ΗΠΑ και στην ιδιο­τρο­πία που τεί­νει να γίνει μόδα και θέλει τους πολύ πλού­σιους να κλεί­νουν τα κατα­στή­μα­τα για να κάνουν τις αγο­ρές τους πρι­βέ, μακριά από τον ενο­χλη­τι­κό λαό.

Μεγά­λο μέρος των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων άλλω­στε αφιε­ρώ­νο­νται απο­κλει­στι­κά για την παρα­γω­γή προ­ϊ­ό­ντων που μόνο ελά­χι­στοι μπο­ρούν να κατα­να­λώ­σουν. Σε αυτές τις περι­πτώ­σεις σχε­δόν κάθε επί­δει­ξη είναι επι­τρε­πτή και αν στιγ­μα­τί­ζε­ται αυτό γίνε­ται ήπια. Άλλω­στε, ζού­με στην επο­χή που 62 άνθρω­ποι καθέ­χουν τόσα όσα 3.5 δισε­κα­τομ­μύ­ρια συνάν­θρω­ποί μας.

Ωστό­σο η υπερ­βο­λι­κή κατα­νά­λω­ση και η σπα­τά­λη εμφα­νι­ζό­ταν και προ­κα­πι­τα­λι­στι­κά. Σε πολ­λές περι­πτώ­σεις η σπα­τά­λη συν­δε­ό­ταν με την ένδει­ξη κύρους και ανα­γνώ­ρι­σης, όπως στη δια­δι­κα­σία των ποτλατς που περιέ­γρα­ψε ο Μος.[1] Αν στις πρω­τό­γο­νες κοι­νω­νί­ες που μελε­τή­θη­καν ανθρω­πο­λο­γι­κά η κατα­νά­λω­ση, το δώρο και η σπα­τά­λη συν­δε­ό­ταν με την ένδει­ξη κύρους και ενί­ο­τε με την εξευ­μέ­νι­ση των θεί­ων, στον καπι­τα­λι­σμό η κατα­νά­λω­ση ξεπερ­νά­ει αυτό το χαρα­κτη­ρι­στι­κό και συμ­βο­λί­ζει την απο­τύ­πω­ση της ταξι­κής δια­φο­ράς. Αυτή η απο­τύ­πω­ση άλλω­στε εκφρά­ζε­ται από τον «λαμπε­ρό» τρό­πο με τον οποίο προ­βάλ­λο­νται τα κατα­να­λω­τι­κά πρότυπα.

Ωστό­σο το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα βρή­κε έναν ανα­πά­ντε­χο σύμ­μα­χο στη δια­τή­ρη­ση της αντί­φα­σης σχε­τι­κά με την κατα­νά­λω­ση, στις ριζο­σπα­στι­κές θεω­ρί­ες που ασκού­σαν κρι­τι­κή στον υπερ­κα­τα­να­λω­τι­σμό. Οι περισ­σό­τε­ρες από αυτές έστρε­φαν τα πιο αιχ­μη­ρά τους βέλη, όχι στην (υπερ)κατανάλωση της αστι­κής τάξης ούτε στην ανι­σό­τη­τα στην δυνα­τό­τη­τα της κατα­νά­λω­σης, αλλά αντί­θε­τα, σ την κατα­νά­λω­ση της μάζας, των χαμη­λό­τε­ρων κοι­νω­νι­κά στρω­μά­των. Ο πυρή­νας της κρι­τι­κής τους στρε­φό­ταν γύρω από το δίπο­λο ψευ­δείς και αλη­θι­νές ανά­γκες  και σχε­δόν κατέ­κρι­νε ως «ψευ­δή» οποια­δή­πο­τε ανά­γκη, οποια­δή­πο­τε κατα­νά­λω­ση προ­ϊ­ό­ντων ξέφευ­γε από την άμε­ση βιο­λο­γι­κή συντήρηση.

Αυτό συνέ­βαλ­λε στην ταύ­τι­ση του ριζο­σπα­στι­σμού με την ασκη­τι­κή ζωή, σε τέτοιο βαθ­μό ώστε ακό­μα και στις μέρες μας όπου η παρα­γω­γι­κό­τη­τα έχει φτά­σει σε ασύλ­λη­πτό εύρος να θεω­ρεί­ται ταμπού να δηλώ­νεις κομ­μου­νι­στής και να έχεις γκά­τζετ, αυτο­κί­νη­το ή τηλε­ό­ρα­ση. Να θεω­ρεί­ται αντι­φα­τι­κό να είσαι εργά­της και να θέλεις να έχεις καλό σπί­τι ή να πηγαί­νεις δια­κο­πές και ταξί­δια αναψυχής.

Και κάπως έτσι φτά­νου­με στην «αστυ­νό­μευ­ση» της κατα­νά­λω­σης η οποία συμ­βαί­νει μέσα στο πεδίο της αστι­κής σκέ­ψης. Το «μνη­μό­νια μέχρι να σβή­σει ο ήλιος» είναι απλά ένας άλλος τρό­πος έκφρα­σης του «μαζί τα φάγα­με», «φταί­με κι εμείς», «αυτά μας έφε­ραν μέχρι εδώ», «κατα­να­λώ­νου­με περισ­σό­τε­ρο από όσο παρά­γου­με». Το γεγο­νός ότι αυτή η τάση για αυτο­μα­στί­γω­μα δεν προ­έρ­χε­ται πια από τους παρα­δο­σια­κούς εκφρα­στές αυτής της αντί­λη­ψης (νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρα λόμπι), αλλά ακό­μα και από ανθρώ­πους που θεω­ρη­τι­κά βάλ­λο­νται και αντι­δρούν στην επι­βο­λή της νεο­φι­λε­λευ­θε­ρης λαί­λα­πας είναι ένδει­ξη του χαμη­λού επι­πέ­δου πολι­τι­κής σκέ­ψης στο οποίο έχει περιέλ­θει η Αρι­στε­ρά και συνο­λι­κά η χώρα τις τελευ­ταί­ες δεκαετίες.

Το πραγ­μα­τι­κό ζήτη­μα δεν είναι το τι, το πως και το πόσο κατα­να­λώ­νου­με. Ο πυρή­νας του προ­βλή­μα­τος πρέ­πει να εστια­στεί στις σχέ­σεις παρα­γω­γής και κατα­νά­λω­σης. Κάθε παρα­γό­με­νο προ­ϊ­όν και υπη­ρε­σία γεν­νιέ­ται μέσα σε αλλο­τριω­μέ­νες παρα­γω­γι­κές σχέ­σεις. Αυτό το έχει δεί­ξει ο Μαρξ ήδη από το 1844[2]. Κάθε προ­ϊ­όν παρα­γό­με­νο εντός αυτών των αλλο­τριω­μέ­νων σχέ­σε­ων φέρει την αλλο­τρί­ω­ση ακό­μα κι αν αυτό δεν το αντι­λαμ­βά­νε­ται ο ίδιος ο καταναλωτής.

Μέσω της κατα­νά­λω­σης επι­βε­βαιώ­νε­ται, δεν δημιουρ­γεί­ται η ταξι­κή θέση. Ό,τι και όπως κατα­να­λώ­νεις σε κάνει μέρος μιας ομά­δας, αντα­να­κλά στην κοι­νω­νι­κή τάξη και φέρει το «κατα­να­λω­τι­κό κεφά­λαιο» σου. Σύμ­φω­να με αυτό το κανα­λω­τι­κό κεφά­λαιο θα μπο­ρείς να είσαι λιτός ή σπά­τα­λος, να αγο­ρά­ζεις λίγα ή πολ­λά, να επι­δει­κνύ­εις την κατα­νά­λω­ση σου ή να την απο­κρύ­πτεις ανά­λο­γα με τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και το στά­διο ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού. Σε περιό­δους ευη­με­ρί­ας θα είσαι «υπο­χρε­ω­μέ­νος» να αγο­ρά­σεις καλύ­τε­ρο αυτο­κί­νη­το, να κάνεις ανα­καί­νι­ση στο σπί­τι και να δια­σκε­δά­σεις ξοδεύ­ο­ντας πολ­λά χρή­μα­τα, αλλά σε περιό­δους καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης θα πρέ­πει να απο­δε­χτείς ότι θα εγκλη­θείς για την αμαρ­τία της απληστιας.

Η συσχέ­τι­ση της κυρί­αρ­χης αντί­λη­ψης για την κατα­νά­λω­ση με την ανά­πτυ­ξη ή ύφε­ση του καπι­τα­λι­σμού είναι τελι­κά και ο πιο ασφα­λής τρό­πος για να αντι­λη­φθού­με την αντί­φα­ση και να ιχνο­γρα­φή­σου­με την υπέρ­βα­σή της. Οι επι­θέ­σεις στον αχόρ­τα­γο νεο­έλ­λη­να που δεν έχει επί­πε­δο και είναι από τη φύση του σπά­τα­λος αξιο­ποιού­νται ως επι­πλέ­ον στοι­χείο που συμ­βάλ­λει στο αυτο­μα­στί­γω­μα ωστό­σο και πάλι συν­δέ­ε­ται με την ιστο­ρι­κή (οικο­νο­μι­κή) συγκυ­ρία.[3]

Στην συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση, αυτή με τα μπου­ζού­κια, οι επι­θέ­σεις στη λαϊ­κή μάζα ενι­σχύ­ο­νται και από μια μικρο­α­στι­κή αντί­λη­ψη για την τέχνη και την κουλ­τού­ρα που δεν ανα­γνω­ρί­ζει το δικαί­ω­μα στην (αλλο­τριω­μέ­νη)  λαϊ­κή δια­σκέ­δα­ση είτε για­τί δεν ανα­γνω­ρί­ζει την αλλο­τρί­ω­ση είτε για­τί θέλει με ελι­τί­στι­κο τρό­πο να απο­κο­πεί από ότι­δή­πο­τε λαϊ­κό. Άλλω­στε η ίδια αυτή η αντί­λη­ψη που κατα­κε­ραυ­νώ­νει τον «απλό λαό» όταν ξοδεύ­ει για να πετά­ει γαρύ­φαλ­λα μπο­ρεί να θεω­ρεί φυσιο­λο­γι­κό το να τον καλεί να πλη­ρώ­σει 25–30€ για μια θεα­τρι­κή παράσταση.

Η εικό­να των μαζών να ραί­νουν με γαρύ­φαλ­λα λαϊ­κούς καλ­λι­τέ­χνες είναι η έκφρα­ση της αλλο­τρί­ω­σης τους από την τέχνη, τη δια­σκέ­δα­ση, τον πολι­τι­σμό, την κατα­νά­λω­ση και ως τέτοια πρέ­πει να την ανα­γνω­ρί­σου­με. Η αξιο­ποί­η­ση της για να συντη­ρη­θεί η αλλο­τρί­ω­ση και να διαιω­νι­στεί το αίσθη­μα ενο­χής που πρέ­πει να βιώ­νει ο εργά­της όταν ο καπι­τα­λι­σμός περ­νά­ει κρί­ση είναι μετα­ξύ άλλων μια από­δει­ξη του τρό­που με τον οποίο μια κυρί­αρ­χη αντί­λη­ψη μπο­ρεί να γίνει βίω­μα και να αφο­μοιω­θεί από τους εργάτες.

Η ευκο­λία απο­δο­χής από μέρους μεγά­λης μάζας του λαού της έτσι κι αλλιώς αντι­φα­τι­κής τρα­μπά­λας μετα­ξύ ώθη­σης στην κατα­νά­λω­ση και κατη­γο­ρία αυτής, απο­δει­κνύ­ει εύκο­λα την απου­σία πολι­τι­κής, ταξι­κής σκέ­ψης και συνεί­δη­σης. Η αδυ­να­μία να ανα­γνω­ρι­στεί ο αντι­φα­τι­κός χαρα­κτή­ρας αυτού του διπό­λου αλλά κυρί­ως η αλλο­τρί­ω­ση που το περι­βάλ­λει σε κάθε στιγ­μή του είναι πολι­τι­κά επικίνδυνη.

Το γεγο­νός ότι η εργα­τι­κή τάξη μιμεί­ται και σε ορι­σμέ­νες περι­πτώ­σεις κατα­φέρ­νει να κατα­να­λώ­νει όπως η αστι­κή τάξη δεν έχει εξα­φα­νί­σει τις τάξεις και την ταξι­κή κυριαρ­χία. Εξα­φα­νί­ζει τις δυνα­τό­τη­τες ανα­γνώ­ρι­σης αυτής της ταξι­κής κυριαρχίας.

[1] Βλ. Μαρ­σελ Μως, Το Δώρο: Μορ­φές και λει­τουρ­γί­ες της ανταλ­λα­γής, εκδ. Καστα­νιώ­της αλλά και Georges Bataille, Το Kατα­ρα­μέ­νο Από­θε­μα, εκδ. futura

[2] Στα Οικο­νο­μι­κά και Φιλο­σο­φι­κά Χει­ρό­γρα­φα που γρά­φτη­καν το 1844, ο Μαρξ κάνει εκτε­τα­μέ­νη ανά­λυ­ση στην σχέ­ση της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας και στην έννοια της αλλο­τρί­ω­σης που υπάρ­χει σε κάθε στιγ­μή της παρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας. Βλ. Μαρξ Κ., Οικο­νο­μι­κά και Φιλο­σο­φι­κά Χει­ρό­γρα­φα, εκδ. Γλά­ρος, αλλά και Ι. Μέσα­ρος, Η θεω­ρία του Μαρξ για την Αλλο­τρί­ω­ση, εκδ. Ράππα)

[3] Στο συλ­λο­γι­κό υπο­συ­νεί­δη­το ανά­λο­γα με την οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση της χώρας ο Έλλη­νας μπο­ρεί να είναι είτε σπά­τα­λος (σε περί­ο­δο κρί­σης) είτε ανοι­χτο­χέ­ρης και «κιμπά­ρης» (σε περί­ο­δο οικο­νο­μι­κής ανάπτυξης).

 

* Ο Στά­θης Μαν­δα­λά­κης είναι κοι­νω­νιο­λό­γος, υπο­ψή­φιος Διδά­κτο­ρας του Τμή­μα­τος Πολι­τι­κών Επι­στη­μών του Αρι­στο­τε­λεί­ου Πανε­πι­στη­μί­ου Θεσσαλονίκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο