Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η «αποκατάσταση» των Μικρασιατών προσφύγων στη νεοελληνική λογοτεχνία

Της Ανα­στα­σί­ας Αβρα­μί­δου, μέλους του ΔΣ της Πανελ­λή­νιας Ενω­σης Φιλολόγων

 

Στην ομι­λία μου θα ανα­φερ­θώ στον τρό­πο που απει­κο­νί­ζε­ται η εγκα­τά­στα­ση των Μικρα­σια­τών προ­σφύ­γων στην ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία και η λεγό­με­νη απο­κα­τά­στα­σή τους στη νέα πατρί­δα, την Ελλά­δα. Ένα θέμα πολυ­δια­βα­σμέ­νο και πολυ­συ­ζη­τη­μέ­νο. Η δική μου προ­σέγ­γι­ση θα γίνει μέσα από τα έργα τεσ­σά­ρων λογο­τε­χνών που τους συν­δέ­ει η κοι­νή πολι­τι­κή τους θέση. Συμ­με­τεί­χαν στο εργα­τι­κό λαϊ­κό κίνη­μα του Μεσο­πο­λέ­μου, στρα­τεύ­τη­καν στο ΚΚΕ, είχαν ενερ­γό δρά­ση στη διάρ­κεια της Κατο­χής και στον Εμφύ­λιο και διώ­χθη­καν μετά από αυτόν.  Τα βιβλία  που επέ­λε­ξα είναι πολυ­δια­βα­σμέ­να ‑αν και σήμε­ρα δε φιγου­ρά­ρουν στις βιτρί­νες των βιβλιο­πω­λεί­ων, και δυστυ­χώς τρα­γι­κά επί­και­ρα. Πρό­κει­ται για τα έργα :  Ο εικο­στός αιώ­νας της Μέλ­πως  Αξιώ­τη (1946),  το Συν­νε­φιά­ζει (1946 ή 1948) και η Αγέ­λα­στη άνοι­ξη (;) του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη, Το ξεκί­νη­μα μιας νέας γενιάς , Από τα βαλ­το­νέ­ρια της Μεγά­λης Ιδέ­ας του Θέμου Κορ­νά­ρου (το βρή­κα στο αρχείο του Περιο­δι­κού Θέμα­τα Παι­δεί­ας, για το αφιέ­ρω­μά τους στις εκδό­σεις των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων) και το Σαν τα τρε­λά που­λιά της Μαρί­ας Ιορ­δα­νί­δου (1978)[1].

Σύμ­φω­να με τον Ανα­στά­ση Γκί­κα, που ασχο­λή­θη­κε και με το ζήτη­μα των Μικρα­σια­τών προ­σφύ­γων,  η στέ­γα­ση ήταν μία από τις βασι­κό­τε­ρες παρα­μέ­τρους της απο­κα­τά­στα­σής τους. Οι δυσκο­λί­ες τερά­στιες: ο τερά­στιος αριθ­μός των προ­σφύ­γων, η αισχρο­κέρ­δεια των εργο­λά­βων και οι κακο­τε­χνί­ες τους, η έλλει­ψη νερού, οι κρα­τι­κές απο­ζη­μιώ­σεις που δεν δόθη­καν σχε­δόν ποτέ (μόνο για το 25%) ή μπή­καν στα εκλο­γι­κά παζά­ρια του τότε δικομ­μα­τι­σμού. Συγ­χρό­νως έγι­νε προ­σπά­θεια βάσει σχε­δί­ου να εντα­χθούν σε ξεχω­ρι­στές κοι­νό­τη­τες και να κατα­με­ρι­στούν σε εκλο­γι­κές περι­φέ­ρειες που βόλευαν πολι­τι­κά τις εκά­στο­τε κυβερ­νή­σεις (βλέ­πε ανά­λο­γη εγκα­τά­στα­ση Ποντί­ων εκ Ρωσί­ας τη δεκα­ε­τία του ‘90). Άλλο­τε η εγκα­τά­στα­σή τους έγι­νε με γνώ­μο­να τις βιο­μη­χα­νι­κές περιο­χές που χρειά­ζο­νταν φθη­νά εργα­τι­κά χέρια. Η μεγά­λη θνη­σι­μό­τη­τα, η ανερ­γία, η έλλει­ψη ιατρι­κής περί­θαλ­ψης , ο συνω­στι­σμός σε ελά­χι­στο χώρο, οι τενε­κε­δου­πό­λεις ήταν τερά­στια προ­βλή­μα­τα. [2]  Συγ­χρό­νως, πάντο­τε υπήρ­χε από τους κρα­τού­ντες ο φόβος ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης των εξα­θλιω­μέ­νων:  ο πρό­ε­δρος της ΕΑΠ δήλω­νε: τα παι­διά πεθαί­νουν από ανά­γκη και οι άνθρω­ποι γίνο­νται αναρ­χι­κοί…  [Η] Ανα­κού­φι­ση της από­γνω­σης σε τέτοιο βαθ­μό απο­τε­λεί πολι­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα όσο και ανθρώ­πι­νη υπο­χρέ­ω­ση.[3]

Ο  παι­δα­γω­γός Γλη­νός γρά­φει σχε­τι­κά το 1936:Ο πρό­σφυ­γας ύστερ’ από δεκα­τρία χρό­νια ζώντας ακό­μα μέσα σε συν­θή­κες αφά­ντα­στης αθλιό­τη­τας στο Γκα­ζο­χώ­ρι, στα Παλαιά Σφα­γεία, στο Σκο­πευ­τή­ριο, στο Περι­στέ­ρι, στην Κοκ­κι­νιά και σε χίλιους άλλους συνοι­κι­σμούς, μέσα σε συν­θή­κες που ατι­μά­ζουν τον πολι­τι­σμό μας.[4]

Ας περά­σου­με στα ίδια τα λογο­τε­χνι­κά έργα. Οι σκη­νές της άφι­ξης και η πρώ­τη επα­φή προ­σφύ­γων και ντό­πιων απο­δί­δουν όλη την τρα­γι­κό­τη­τα της  βιω­μέ­νης  εμπει­ρί­ας  των πρώ­των, την ακραία εξά­ντλη­ση του σώμα­τος και της ψυχής τους καθώς και  την απελ­πι­σία τους[5].  Πρό­κει­ται για «σκλη­ρές» σκη­νές, που για μας σήμε­ρα είναι  σοκα­ρι­στι­κές ίσως, αντα­πο­κρί­νο­νται όμως  στην σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της επο­χής. Ο Κορ­νά­ρος, που στο επι­λεγ­μέ­νο έργο του αυτο­βιο­γρα­φεί­ται, τοπο­θε­τεί την ιστο­ρία του σ’  ένα χωριό της Μακε­δο­νί­ας, όπου οι ντό­πιοι μετά από πρω­το­βου­λί­ες   των παι­διών έχουν προ­ε­τοι­μα­στεί να υπο­δε­χτούν τους πρό­σφυ­γες που φτά­νουν με το τρέ­νο. Εκτός από τον ωμό ρεα­λι­σμό που χρη­σι­μο­ποιεί δεν ξεχνά­ει να ανα­φέ­ρει την αιτία για την κατά­ντια τους : τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο που προη­γή­θη­κε. Βου­βοί στέ­κο­νται οι ντό­πιοι. Βου­βοί κι αυτοί που ήρθα­νε. Αντι­κρι­στά. Ποιος θα είναι ο πρώ­τος λόγος που θ’ ακου­στεί; Τι λένε σ’ αυτή την περί­στα­ση; […] Όπου κι αν πέσει η ματιά σου θα τσα­λα­βου­τή­ξεις σε πρα­σι­νο­κί­τρι­νες λάσπες που όταν προ­σέ­ξεις είναι ενερ­γη­τι­κές πλη­γές. Βλέ­πεις κοκα­λω­μέ­νες ματιές που ήρθα­νε μόνο για να φέρου­νε θανα­τι­κό.[…] Πρώ­τη κατε­βαί­νει μια μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη γριού­λα με φαρ­διές βρά­κες της Ανα­το­λής. Ακο­λου­θούν κι άλλοι μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νοι. Μαύ­ροι  ή  βρό­μι­κοι οι μπό­γοι. Κι όμως  ο χρω­μα­τι­σμός που δίδει τον απο­φα­σι­στι­κό τόνο είναι ο κίτρι­νος. Κι έρχε­ται από τα πρό­σω­πα των προ­σφύ­γων. Ακό­μα και τα μάτια κίτρι­να. […] Ο πόλε­μος ρού­φη­ξε όλο το καρ­νά­δο αίμα του σφρί­γους, πιπί­λι­σε όσο μπο­ρού­σε πιο σφι­χτά την κάθε φλέ­βα, κι όταν φάνη­κε στον πίνα­κα των προ­σώ­πων το πινέ­λο με την ώχρα, τότε με το σιδε­ρέ­νιο του χέρι σφε­ντό­νι­σε από τη μια στε­ριά στην άλλη όλες τού­τες τις στιμ­μέ­νες, λασπω­μέ­νες λεμο­νό­κου­πες με το θαμπό κίτρι­νο χρώμα. 

Μαλ­λιά σύρ­ρι­ζα κου­ρε­μέ­να, κεφά­λια κορι­τσιών φορ­τω­μέ­να αδέ­ξιες ψαλι­διές, αγό­ρια φορού­νε κάποιο φου­στά­νι που βρέ­θη­κε για να μην περι­φέ­ρο­νται γδυ­μνά, και κοπέλ­λες είναι φορε­μέ­νες με τρύ­πιες κου­βέρ­τες. […]  Οι πρα­σι­νο­κί­τρι­νες πλη­γές που βλέ­πεις σε μάγου­λα, κού­τε­λα, λαι­μούς, δεν είναι από φωτιά ή από μαχαί­ρι. Τα παι­δά­κια που καρ­φώ­νου­νε τα μαύ­ρα βρό­μι­κα νύχια τους και ξύνο­νται με μανία, σου μαρ­τυ­ρού­νε πως η ψεί­ρα που θρέ­φε­ται από τα’ απο­μει­νά­ρια του πολέ­μου, δεν περι­φρο­νεί μηδέ το πύο, μηδέ το πτώ­μα. […].  Η πρώ­τη λέξη που ακού­στη­κε ήταν τούρ­κι­κη: Νερό![6]

Για τις συν­θή­κες στέ­γα­σης  των προ­σφύ­γων γρά­φει η Αξιώ­τη για έναν προ­σφυ­γι­κό συνοι­κι­σμό στον Πει­ραιά: Ήτα­νε μπα­ρά­γκες μπα­ρά­γκες. Ενώ­νο­νταν η μια απ’ την άλλη με το ποτά­μι του οχε­τού. Βρό­μα; Μέχρι λιπο­θυ­μιά. Το κάτου­ρο και τα χοντρά; Ως απά­νω. Τα παι­διά; Σαν τη μού­μια που της αφαί­ρε­σες    τα σωθι­κά κι εσού­φρω­σε σαν τον πλι­σέ, και της έμει­ναν μόνο μάτια […] Εφυ­σού­σε αγέ­ρας. Ήταν η μεριά ξάνε­μη. Από πάνω απ’ την κεφα­λή, χτύ­πα­γε ένα πράγ­μα ντουκ ντουκ, πολύ κανο­νι­κά, σαν ταμπούρ­λο, σαν ντέ­φι. Αψή­λω­σε τα μάτια της κι ήταν η σκε­πή που έπαι­ζε. Μια λαμα­ρί­να, ένας ντε­νε­κές σκου­ριά­ρης, ξεφτι­σμέ­νος, πήγαι­νε πέρα δώθε, σαν σκι­σμέ­νη σημαία που έπε­σε χάμω και ανε­μί­ζε­ται [7. Επί­σης δεν της δια­φεύ­γει η κερ­δο­σκο­πία των τρα­πε­ζών με τα δάνεια κατοι­κί­ας προς τους πρό­σφυ­γες: Πέρα­σαν πολ­λά χρό­νια, ώσπου ο κόσμος κατα­γά­λια­σε. Σαν τα σκου­λή­κια τρύ­πω­σε μες σε κοτέ­τσια που η διε­θνής φιλαν­θρω­πία τού τά’ δωσε, κάνο­ντάς του τη χάρη να τα πλη­ρώ­σει με υπο­μο­νή. Κι αν δεν προ­λά­βαι­νε ο παπ­πούς, δεν πει­ρά­ζει, είναι το εγγό­νι του.[8]

Αυτός όμως που ήταν ο ίδιος προ­σφυ­γό­που­λο και αυτο­βιο­γρα­φεί­ται σε μια τετρα­λο­γία του ως Μέλιος, ο Λου­ντέ­μης, έχει προ­σω­πι­κές εμπει­ρί­ες από την εγκα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων στη Μακε­δο­νία, στην  ύπαι­θρο. Στην Αγέ­λα­στη άνοι­ξη ο Μέλιος φτά­νει σ’ ένα προ­σφυ­γο­χώ­ρι  το σού­ρου­πο και έχει την αίσθη­ση ότι είναι ακα­τοί­κη­το. Οι άνθρω­ποί του πεθαί­νουν, για­τί πίνουν νερό από έναν βούρ­κο. Η γη είναι χέρ­σα και ζουν από τα αγριό­γκορ­τσα. Η αγα­νά­κτη­ση των ανθρώ­πων που ζουν στο έλε­ος του θανά­του εκδη­λώ­νε­ται στην οργι­σμέ­νη  στά­ση του κυρί­ου Πυθα­γό­ρα, για­τρού από τη Σμύρ­νη, όταν νομί­ζει ότι ο επι­σκέ­πτης του, ο Μέλιος,  είναι της Απο­κα­τα­στά­σε­ως:  Είσαι της Απο­κα­τα­στά­σε­ως; συνε­χί­ζει πάντα εχθρι­κά ο άνθρω­πος. Έλα. Έχω ολί­γον στο στό­μα μου. Έλα να στο πτύ­σω! Αγγε­λο­κά­μω­τη… φωνά­ζει μία από τις κόρες του. Φέξε στον ευερ­γέ­τη μας να ανέλ­θει. Έλα σωτή­ρα μας. Σε ανα­μέ­νο­μεν με το νερά­κι στο στό­μα.[9] Και λίγο παρα­κά­τω, αφού αντι­λη­φθεί  ότι ο ξένος είναι παι­δί ακό­μη και ζητή­σει συγ­γνώ­μη για το φέρ­σι­μό του,  ανα­φέ­ρει ότι πίνουν το νερό τους από ένα μικρό βάλ­το γεμά­το βατρά­χια και κου­νού­πια. Και ανα­ρω­τιέ­ται: Για­τί μας έφε­ραν εδώ; Ερω­τώ εσέ­να διό­τι οι άλλοι σιω­πούν. Για­τί μας έφε­ραν;… Επει­δή εβρή­καν μίαν εκκλη­σί­αν. Μα οι εκκλη­σί­ες ζουν χωρίς νερό και χώμα. Τους αρκεί ένα κυπα­ρίσ­σι. Πολ­λές φορές ούτε κι αυτό. Γι’ αυτό σου απα­ντώ εγώ. Απλού­στα­τα. Οι άνθρω­ποι θα πεθά­νουν. Ιδού ο λόγος δια τον οποί­ον μας έφε­ραν εδώ. Μας κατε­δί­κα­σαν εις θάνα­τον και μας έφε­ραν εδώ δια να εκτί­σω­μεν την ποι­νήν μας.[10]

Αλλά και οι αιτί­ες της κατα­νο­μής τους ανά την Ελλά­δα και οι υπαρ­κτές συγκρού­σεις με τους μερο­κα­μα­τιά­ρη­δες ντό­πιους δεν απο­σιω­πού­νται στο έργο του Κορ­νά­ρου. Άλλω­στε ας μην ξεχνά­με ότι από τις αρχές του 20ου αι. είχαν προη­γη­θεί τρεις πόλε­μοι και ο ελλη­νι­κός λαός ζού­σε ήδη σε μεγά­λη ένδεια. Στα καπνο­χώ­ρα­φα της Θεσ­σα­λί­ας, όπου εργά­ζο­νται τόσο ντό­πιοι όσο και πρό­σφυ­γες εργά­τες γης, ένας ντό­πιος, ο Στά­θης, βγά­ζει όλο το άχτι του : βρί­ζει τους πρό­σφυ­γες που πιά­σα­νε όλες τις δου­λειές και οι ντό­πιοι δε βρί­σκου­νε πια μερο­κά­μα­το, και τώρα θέλου­νε οι μάγκες να σου γίνου­νε και πλού­σιοι, να κάνου­νε αυτοί τα καπνά, και να παίρ­νου­νε αυτόν τον Στά­θη εργά­τη τους. Μωρέ μού­τρα! Ακούς απαί­τη­ση! Εξυ­πνά­κη­δες, χαρα­μο­φά­η­δες, από πού κι ως  πού δηλα­δής είναι δικά τους τα τούρ­κι­κα τσι­φλί­κια; Αυτά είναι, λέει, αυτο­νών που τα δου­λεύ­ου­νε από πάπ­που προ­σπάπ­που. Αυτοί, ας μη φεύ­γα­νε από τις περιου­σί­ες και από τα μέρη τους. Μια πέτρα να έπια­νε ο καθέ­νας θα τους τάχα­νε τσα­κί­σει τα κεφά­λια της Τουρ­κιάς. Μα πού φιλό­τι­μο! Εμείς έπρε­πε να πάμε να σκο­τω­νό­μα­στε για λόγου τους, κι ύστε­ρα έρχο­νται οι κόντη­δες και μας ζητά­νε να τους θρέ­ψου­με ζωή κι αυτούς και τα φού­μα­ρά τους. Εμείς δεν έχου­με να φάμε, δεν χωρά­με στην ψωρο­κώ­σται­να, κι ορί­στε κι ενά­μι­ση εκα­τομ­μύ­ριο τουρ­κό­σπο­ροι να σου παρα­σταί­νου­νε τους Ρωμηούς  και να γυρεύ­ου­νε μερ­τι­κό από τη γη μας. Μα δε φταί­νε, λέει, αυτοί παρά οι κερα­τά­δες που τους κου­βα­λή­σα­νε ξεπί­τη­δες για να τους ψηφί­ζου­νε…[11]

Όμως μια τέτοια συμπε­ρι­φο­ρά προς τους τουρ­κό­σπο­ρους  είναι μονό­πλευ­ρη. Οι συγ­γρα­φείς που επέ­λε­ξα δεν ξεχνούν να ανα­φέ­ρουν και αυτή τη μερί­δα των γηγε­νών που συμπα­ρα­στά­θη­καν σε δυστυ­χι­σμέ­νους ανθρώ­πους, με τους οποί­ους τελι­κά τους ενώ­νει ο αγώ­νας των φτω­χών για την επι­βί­ω­ση. Οι κάτοι­κοι του γει­το­νι­κού χωριού μετά από παρό­τρυν­ση του Μέλιου απο­φα­σί­ζουν να βοη­θή­σουν τους κατοί­κους του προ­σφυ­γι­κού χωριού που ζει και ο για­τρός εκ Σμύρ­νης, Πυθα­γό­ρας. Κατα­λα­βαί­νουν ότι δια­φο­ρε­τι­κά θα πεθά­νουν όλοι από ασι­τία και λει­ψυ­δρία. Απο­φα­σί­ζουν να στεί­λουν κι αλεύ­ρι-ένα κόσκι­νο ο ένας, μπο­ρεί και δύο- θα βρε­θεί. Όμορ­φα Μέλιο να τα κάνου­με όλα αυτά. [Και σε λίγο] Τα κάρ­ρα κυλού­σαν κλαί­ο­ντας μες στον σκο­νι­σμέ­νο δρό­μο. Η ‘ζουρ­λα­μά­ρα’ που έπια­σε το Στρα­τή κόλ­λη­σε κι άλλους χωριά­τες. Ζέψα­νε και κεί­νοι τα κάρ­ρα τους. Πήγαν και στην πλα­τά­να και γιό­μι­σαν τα βαγέ­νια φρέ­σκο νερό. Άχνι­ζε ο τόπος από πηχτή ζέστη. Από­κα­μαν τα τζι­τζί­κια να φωνά­ζουν ‘βοή­θεια’.[12]  Και με την αλλη­λέγ­γυα ανθρω­πιά τους έδω­σαν τη δυνα­τό­τη­τα στους κατοί­κους του Βλοϊ­α­ριού (όνο­μα κατ’ ευφη­μι­σμό­ναν που συγ­γε­νεύ­ει με  τη λέξη ευλο­γία ή από την αρρώ­στια της ευλο­γιάς;)  να κερ­δί­σουν την επι­βί­ω­ση μέχρι να σπεί­ρουν τα χωρά­φια τους και να καρπίσουν.

Η βιο­πά­λη, λοι­πόν,  την επο­χή εκεί­νη ήταν σκλη­ρή και για τους ντό­πιους και για τους πρό­σφυ­γες. Για τους δεύ­τε­ρους ένας λόγος παρα­πά­νω.  Έτσι ανα­γκά­ζο­νταν να κάνου­νε οποια­δή­πο­τε δου­λειά για την επι­βί­ω­ση. Η Ιορ­δα­νί­δου μιλά­ει για τις δου­λειές των γυναι­κών που ανα­γκά­στη­καν να βγουν στην παρα­γω­γή πιο νωρίς από τις ντό­πιες  και βέβαια έτσι να συμ­βάλ­λουν στη βελ­τί­ω­ση της κοι­νω­νι­κής θέσης της γυναί­κας γενι­κό­τε­ρα. Μέσα σε πολ­λές παρά­γκες έχουν στη­θεί μικροί, πρό­χει­ροι αργα­λιοί, όπου υφαί­νο­νται κου­ρε­λού­δες. Άλλες γυναί­κες είναι πεσμέ­νες με τα μού­τρα και κεντούν αρι­στουρ­γή­μα­τα. Άλλες πλέ­κουν, άλλες ράβουν. Άλλες λεί­πουν από τα σπί­τια τους, λεί­πουν στα μερο­κά­μα­τα. Γέμι­σε η Αθή­να πλύ­στρες, καθα­ρί­στριες, κάθε είδους άξια και τίμια χέρια γι’ αυτήν τη δου­λειά. Για­τί τις μάχο­νται οι ντό­πιοι; Φταί­νε εκεί­νες που κατα­στρά­φη­καν, που βρέ­θη­καν στους δρό­μους, και τώρα πρέ­πει να ξενο­δου­λέ­ψι­υν για να ζήσουν;[13] Η Αξιώ­τη ανα­φέ­ρε­ται στις ντα­ντέ­λες που γίνο­νται το μέσο επι­βί­ω­σης των προ­σφύ­γων γυναι­κών, αλλά και στην εκμε­τάλ­λευ­σή τους από τις ντό­πιες που αγο­ρά­ζουν πολύ φθη­νά αυτά τα αρι­στουρ­γή­μα­τα θεω­ρώ­ντας ότι τις κάνου­νε και μεγά­λη ευερ­γε­σία. Οι ντό­πιοι, λοι­πόν,  δια­κρί­νο­νται σε δύο ομά­δες. Σε αυτούς που, άλλος σε μικρό­τε­ρο, άλλος σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό, κερ­δο­σκό­πη­σαν  σε βάρος των προ­σφύ­γων, αλλά  και σε αυτούς που με μεγά­λη ανθρω­πιά τους συμπα­ρα­στά­θη­καν  χωρίς ανταλ­λάγ­μα­τα. Συχνά μάλι­στα η εκμε­τάλ­λευ­ση γινό­ταν από άτο­μα με περί­ο­πτη κοι­νω­νι­κή θέση και κάλυ­ψή τους από μέλη του κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού, αυτό που λέμε σήμε­ρα οι δια­πλε­κό­με­νοι , όπως ο Νομάρ­χης στο έργο του Κορ­νά­ρου, που θα ανα­φερ­θώ και παρα­κά­τω. Γρά­φει η Αξιώτη:

 [Τις ντα­ντέ­λες ]οι γυναί­κες τις φτιά­χνα­νε. Μοτί­φια, φιλέ­δες, ιρλά­ντες  του πήχε­ως, κοπα­νέ­λια, γκι­πού­ρες.[…] τζά­μπα η τιμή, και το πράγ­μα περί­φη­μο. ‘Να τους υπο­στη­ρί­ξο­με!’, λέγαν  [οι γυναί­κες] στης Πολυ­ξέ­νης, κι όλο αγο­ρά­ζα­νε. Μονά­χα ο πατέ­ρας της είπε κάποια μέρα: ‘Δε γνω­ρί­ζω από τέτοια γυναι­κεία ζητή­μα­τα, αλλά ασφα­λώς  τους κλέ­βε­τε’. Εσταυ­ρω­κο­πη­θή­κα­νε! ‘Τόσο αγο­ρά­ζου­νε όλοι! Και πού να δεις μπρι­λά­ντια, που αγό­ρα­σαν [άλλοι] κι επλού­τι­σαν!’. ‘Πλού­τι­σαν’ είπε ο πατέ­ρας της, ‘από την καταστροφή’.

Στο έργο του Κορ­νά­ρου ο ευυ­πό­λη­πτος κατά τα’ άλλα πρώ­ην Νομάρ­χης, εγκα­τα­λεί­πει την πόλη του στη Μακε­δο­νία και πηγαί­νει στα νησιά της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου όπου τάχα βοη­θά­ει  τους νεο­α­φι­χθέ­ντες πρό­σφυ­γες και [δήθεν]μοί­ρα­ζε, και προ­στά­τευε κι έκλαι­γε και έπαιρ­νε άρρω­στα παι­διά στα νοσο­κο­μεία. [14] Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­δί­δο­νταν σε εμπό­ριο κει­μη­λί­ων που έφερ­ναν οι πρό­σφυ­γες μαζί τους τάζο­ντάς τους μελ­λο­ντι­κή χρη­μα­τι­κή απο­ζη­μί­ω­ση, ώσπου αυτή του η απά­τη ξεσκε­πά­ζε­ται από τον Αντρέα ένα παι­δί- θύμα του απα­τε­ώ­να που του λέει: - Εγώ θέλω τα ίδια τα εικο­νί­σμα­τα κλέ­φτη. Μας βρή­κε στην ανά­γκη, ρημα­διό, κι έπε­σε πάνω μας ο σκύ­λος και μάζε­ψε εικό­νες, βέρες, χρυ­σα­φι­κά, από χιλιά­δες πει­να­σμέ­νους πρό­σφυ­γες. Σ’ άλλους έδι­νε αυτά τα κωλό­χαρ­τα η απά­τη.[15] Στο τέλος, το θύμα–  ο Αντρέ­ας- χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως αναρ­χι­κός, ενώ ο Νομάρ­χης με τις δια­συν­δέ­σεις του αθωώνεται.

Όμως δε δια­φεύ­γει από τους συγ­γρα­φείς μας ότι γηγε­νείς και πρό­σφυ­γες διέ­θε­ταν έναν πολύ σημα­ντι­κό τόπο όπου αντι­κει­με­νι­κά τέμνο­νταν η δρά­ση, οι αγώ­νες και τα πραγ­μα­τι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα: ο εργα­σια­κός τους χώρος και οι διεκ­δι­κή­σεις τους. Ο μικρός Μέλιος στο βιβλίο Συν­νε­φιά­ζει εργά­ζε­ται σκλη­ρά με Μακε­δό­νες έξω από την Έδεσ­σα και διεκ­δι­κούν από κοι­νού καλύ­τε­ρα μερο­κά­μα­τα, αλλά και το προ­σφυ­γό­που­λο, ο Αντρέ­ας του Κορ­νά­ρου,  συμ­με­τέ­χει με τους άλλους εργά­τες γης στη Θεσ­σα­λία σε απερ­γία, που νεκρώ­νει τον κάμπο,  για καλύ­τε­ρους όρους δουλειάς.

Συμπέ­ρα­σμα: ο λόγος των λογο­τε­χνών στους οποί­ους ανα­φέρ­θη­κα είναι διτ­τός. Από τη μια ο ωμός ρεα­λι­σμός τους δηλώ­νει την κρι­τι­κή και καταγ­γελ­τι­κή στά­ση τους προς τους κρα­τού­ντες που είχαν την κύρια ευθύ­νη για την κατά­ντια των προ­σφύ­γων, αλλά και υπερ­το­νί­ζουν την κατά­κρι­σή τους προς όσους κερ­δο­σκό­πη­σαν από τη δυστυ­χία των συναν­θρώ­πων τους. Από την άλλη ο λόγος  τους γίνε­ται βαθιά ανθρώ­πι­νος, όταν μιλούν για την κοι­νω­νι­κή αλλη­λεγ­γύη ανά­με­σα σε πρό­σφυ­γες και ντό­πιους που αντι­κει­με­νι­κά ανή­κουν στην ίδια κοι­νω­νι­κή τάξη.

Κλεί­νο­ντας,  θέλω να επι­ση­μά­νω την συγκλο­νι­στι­κή επι­και­ρό­τη­τα των έργων που ανέ­φε­ρα, για­τί η σημε­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεί­χνει ότι στον 21ο αι. παρό­μοιες κατα­στά­σεις με αυτές που ακού­σα­τε, δυστυ­χώς, επα­να­λαμ­βά­νο­νται. Και οι αιτί­ες για τη σύγ­χρο­νη προ­σφυ­γιά δεν έχουν, βασι­κά, αλλά­ξει. Επί­σης, δεν μπο­ρώ να μην ανα­φέ­ρω ότι  η κερ­δο­σκο­πία από τη δυστυ­χία των σύγ­χρο­νων προ­σφύ­γων δεν γίνε­ται πλέ­ον με άγαρ­μπο τρό­πο, αλλά μέσω των ΜΚΟ που επω­φε­λού­νται νόμι­μα πια από την προ­σφυ­γιά. Και, ενώ πολ­λοί ντό­πιοι βλέ­πουν με καχυ­πο­ψία ή εχθρι­κό­τη­τα τους ξένους, δεν βλέ­πουν αυτούς που επω­φε­λού­νται από τους πολέ­μους με αντί­στοι­χα συναισθήματα.

 

[1] Μέλ­πω Αξιώ­τη, Ο εικο­στός αιώ­νας, εκδό­σεις Κέδρος, Αθή­να 1982,
Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, Συν­νε­φιά­ζει, εκδό­σεις Δωρι­κός , Αθή­να 1975
Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης,  Αγέ­λα­στη άνοι­ξη, εκδό­σεις Δωρι­κός , Αθήνα
Θέμος Κορ­νά­ρος, Το ξεκί­νη­μα μιας νέας γενιάς , Από τα βαλ­το­νέ­ρια της Μεγά­λης Ιδέ­ας, Πολι­τι­κές και λογο­τε­χνι­κές εκδό­σεις, 1963
Μαρία Ιορ­δα­νί­δου, Σαν τα τρε­λά  που­λιά, εκδό­σεις Εστία, Αθή­να 1978

[2] Ανα­στά­σης Γκί­κας, Ρήξη κι ενσω­μά­τω­ση, εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη επο­χή, Αθή­να 2010. Σελ.264–279

[3] Ό.π., σελ.275

[4] Δημή­τρης Γλη­νός, Ριζο­σπά­στης, 1 Ιανουα­ρί­ου 1936

[5] Αξιώ­τη, ό.π,. σελ. 17: .  […] στην πόλη ήταν φερ­μέ­νοι οι πρό­σφυ­γες. Είχε γιο­μί­σει κόσμο. Και τί κόσμο. Γδυ­μνό και ξετρα­χη­λι­σμέ­νο. Βρό­μι­κο και ανα­μάλ­λια­ρο. Μπού­κω­σαν τα μου­ρά­για, τα τρί­στρα­τα κι οι δρό­μοι. Άκου­γες και φωνά­ζα­νε: «Έχα­σα την Ευρύ­κλεια!» κι άλλος διη­γό­τα­νε πως επή­ρε το ρού­χο και άφη­σε το παι­δί. Κι όλοι βαστού­σα­νε παι­διά, κι ένα μπό­γο κουρέλια.

[6] Κορ­νά­ρος, ό.π., σελ. 145-

[7] Αξιώ­τη, ό.π., σελ. 67

[8] Ό.π., σελ. 17

[9] Λου­ντέ­μης, Αγέ­λα­στη άνοι­ξη, ό.π., σελ. 17

[10] Ό.π., σελ. 20

[11] Κορ­νά­ρος, ό.π., σελ. 73–74

[12] Λου­ντέ­μης, Αγέ­λα­στη άνοι­ξη, ό.π., σελ. 51

[13] Ιορ­δα­νί­δου, ό.π., σελ. 97–98

[14] Κορ­νά­ρος, ό.π., σελ. 107

[15] Ό.π., σελ. 82

 

Ομι­λία σε εκδή­λω­ση της Πανελ­λή­νιας Ενω­σης Φιλολόγων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο