Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αυτοκρατορία των πουλιών, του Bardhyl Maliqi

 

Από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή  του Bardhyl Maliqi σε μετά­φρα­ση Κώστα Νού­σια και λογο­τε­χνι­κή επι­μέ­λεια Μαρ­γα­ρί­τας Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση, που μόλις κυκο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις ΑΡΙΣΤΑΡΕΤΗ, επι­λέ­ξα­με ένα δείγ­μα της ποί­η­σής του.

 

Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Μικρού­λα μου,

με ρώτη­σες κάπο­τε για τα πουλιά,

τα τρυ­φε­ρά τους τιτι­βί­σμα­τα και τη χαρά,

που φωτί­ζει τα πρό­σω­πά μας,

θωρώ­ντας τα σμή­νη τους,

τους ουρα­νούς να διασχίζουν…

 

καρ­δού­λα μου,

έχουν δικό τους βασί­λειο τα πουλιά,

ένα βασί­λειο απ’ αέρα κι από φως,

μιαν αυτο­κρα­το­ρία δίχως όρια,

δίχως ιεραρ­χί­ες και θρόνους

για­τί, είναι ελεύ­θε­ρα όντα, θεά μου

τα που­λιά,

άγγε­λοι φτερωτοί,

που δια­περ­νούν τα ουράνια

και φτά­νουν έως εκεί, όπου

κάθε πρωί βαφτί­ζε­ται ο ήλιος,

όπου και­νούρ­για φεγ­γά­ρια ανατέλλουν…

φως μου εσύ,

τα που­λιά πριν από μας πλαστήκανε

γι αυτό θαυ­μά­ζου­με τα ύψη που ακραγγίζουν,

τους ουρά­νιους σχη­μα­τι­σμούς τους,

τα θεσπέ­σια τιτι­βί­σμα­τά τους…

γι αυτό γρά­φου­με ιστορίες

κι αφη­γού­μα­στε παρα­μύ­θια πανέμορφα

για «ιπτά­με­να χαλιά» ,

για φτε­ρω­τούς «Ίκα­ρους και Δαίδαλους»

για «γλαύ­κες» που κάπο­τε ήσα­νε κορίτσια…

Γι αυτό το πέταγ­μά τους μας  εμπνέει,

Γι αυτό «πετά­με» κι εμείς με διαστημόπλοια

κι αερο­πλά­να….

Κορι­τσά­κι μου,

Ακούς τα τρα­γού­δια των πουλιών,

τις ατε­λεί­ω­τες μελω­δί­ες που συνθέτουν;

Ακούς την αρχέ­γο­νη μου­σι­κή τους;

Ωχριούν μπρο­στά τους οι αρχαί­οι ποιητές,

αλλά κι ο Μότσαρτ κι ο Σοπέν ελά­χι­στα μετρούν,

σαν τρα­γου­δούν τα πουλιά

το έπος της αυτο­κρα­το­ρί­ας τους,

όταν συν­θέ­τουν χορω­δια­κά λυρικά,

σε χνου­δω­τές περ­γα­μη­νές νεφών…

 

Καλή μου εσύ!

Εδώ κι εκα­τομ­μύ­ρια χρόνια,

τα που­λιά με τα κίτρι­να ράμ­φη τους

σκά­λι­σαν τους δικούς τους «παγα­νι­κούς» κώδικες.

Με ρώτη­σες για τη βίβλο των πουλιών,

για την πίστη και την Κορά­νια Μέκ­κα τους…

Πιστεύω πως τα που­λιά, κάθε χρόνο,

ανα­βα­πτί­ζο­νται «χατζή­δες»,

όταν ξεχει­μω­νιά­ζουν  σε θερ­μό­τε­ρες χώρες,

για­τί τα που­λιά πιστεύ­ουν στη φύση,

λατρεύ­ουν τη Λευ­τε­ριά τα πουλιά…

παι­διά του ήλιου τα πουλιά,

που, πιό­τε­ρο απ’ όλα, μισούν τα κλουβιά…

Σου είπα, καρ­δού­λα μου,

πώς τα προ­σό­ντα των πουλιών,

μόνο με τις παι­δι­κές σου χάρες

συγκρί­νο­νται..

όσο για τις ποι­κί­λες μορφές,

τις ιπτά­με­νες καμπύ­λες τους,

τις φωνές και τα χρώ­μα­τά τους,

όλα αυτά είν’ οι κάρ­τες τους,

οι ταυ­τό­τη­τες και

τα βιο­με­τρι­κά τους  διαβατήρια,

αν και δεν υπάρ­χει χρεία,

για θεω­ρή­σεις και τελωνεία,

αφού τα ίδια αυτά είναι

οι αδιαμ­φι­σβή­τη­τοι κυρίαρχοι

τ΄ουρανού

της μυθι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας τους…

Και να: έφτα­σε η μέρα κόρη μου,

«ίνα εισέλ­θω­μεν»

στο ουρά­νιο βασί­λειο των πουλιών…

Ήγκι­κεν η μέρα!!!

  

Ένα  δέντρο με τις κλά­ρες του σωριά­στη­κε στη γης…

Ποί­η­μα για τον πατέρα)

  1. Ορλά.

 

Στη ράχη του βου­νού- Ορλά κρέ­με­ται ένα  σύν­νε­φο λευκό,

ένα σύν­νε­φο σαν αμυ­δρή ελπί­δα, ακί­νη­το σαν πάγος.

Εδώ και δύο μήνες πατέ­ρα,  η Ορλά μέσα σου έχει πλαγιάσει.

Δυσοί­ω­νο που­λί, τι ζητάς απ’ τον πατέ­ρα μου εσύ;

Ορλά, που τα βου­νά πετρώ­νεις και τα δεντρά γκρεμίζεις

με φοβε­ρή κραυγή;

Τι είναι αυτό;

Για­τί ακούω από Φιλιά­τες, μια κραυ­γή στεντόρεια;

«Σε ρίξα­νε, Αλί  Μαλί­κι, σαν δέντρο σωριά­στη­κες στη γη»

Για­τί ήρθε ο χάρος και σε πήρε!

 

  1. Ήρθες που να μην ερχόσουνα!

 

Ήρθες που να μην ερχό­σου­να, που να σου μού­δια­ζαν  τα πόδια!

Να έμε­νες γριά κουλή.

Αρκε­τούς εφύ­τε­ψες στην πλα­γιά της Βασιλικής

 

Κάτω από το Πυρά­ρι του Χασάνη

στη στρο­φή της Κιαφεμπότε.

Ήρθες που να μην ερχό­σου­να, που να σου πάγω­ναν τα πόδια!

Για­τί μου παίρ­νεις τον πατέ­ρα, τι σου έκα­νε άραγε;

Η νύχτα ανα­τρι­χιά­ζει εκεί στο Κιαφεμάδε.

 

Εκεί στο Λυκο­γιάν­νη ο λύκος σιγοκλαίει,

πάνω στη Μεσο­γού­να όπου σκο­τώ­θη­κε ο Μπέρτη.

Η για­γιά πάει πρώ­τη, πονά­ει ο χαμός της

στα συρ­τά­ρια ανα­μνή­σε­ων κοι­μού­νται οι φωτο­γρα­φί­ες της

μα όταν ανθί­ζουν   οι αμυγδαλιές

ανοί­γει την πόρ­τα ο άνε­μος και ακούω βήματα.

Με τη χαραυ­γή τα μάτια της ανοίγουν.

Έπει­τα έφυ­γε ο μπάρ­μπας, φύγα­νε και οι δύο θείες.

Λένε  «Τις κάλε­σε στο γάμο η ίδια η Βασιλική».

Η μητέ­ρα μου η έρη­μη, ξεχα­σμέ­νη στο χώμα.

Για­τί Μεγά­λη Κυρία, για­τί τις άφησες;

Η μοί­ρα του ορφα­νού, δυστυ­χώς δεν αλλάζει.

Κι αν γελά­σει λίγο

χάνει σε δάκρυα κι αίμα..

Μα άλλες πλη­γές μας μάζεψαν,

σφά­ζει ο πόνος τώρα.

Νηστεύ­ε­ται  η νηστεία,

Απρί­λης-δηλη­τή­ριο!

 

  1. Ένα δέντρο με τις κλά­ρες εσωριάστηκε: 

 Ο πατέ­ρας έπεσε.

Ένα δέντρο με τις κλά­ρες εσωριάστηκε.

Μα εσύ παι­δί μου, μη φοβη­θείς από αυτό.

Εγώ δεν είμαι ο Γουί­λιαμ, αλλά ένα θα σου πω:

«Οι νεκροί και οι κοι­μι­σμέ­νοι, δεν είναι πάρα ζωγραφιές»

Μα πιο πολύ από αυτό, …περισ­σό­τε­ρο από αυτό,

είναι το μπλά­βο μέτω­πο του πατέρα

για τα παι­διά που έφυ­γαν και δεν επέστρεψαν

για τους υπό­λοι­πους που ενώ ήταν εδώ, φωνή δεν είχαν

που σέρ­νο­νταν πάνω-κάτω σε εκα­τόμ­βες μεταναστών

που στο μόλο της απρο­σε­ξί­ας πνί­γη­καν χωρίς αιτία.

Αχ εσείς, πατε­ρά­δες με τον καη­μό της απου­σί­ας των παι­διών σας

που μόνο προ­βλή­μα­τα σας έφερ­ναν καθημερινώς

που σας έτρω­γαν από εγω­ι­σμό και γκρί­νιες χωρίς όρια

που σας καί­νε με τη νοσταλ­γία της ατέ­λειω­της απόστασης,

το ξέρου­με..

 

Υπάρ­χει όμως ένας ένοχος

είναι μονα­χι­κός και  είναι αθώος,

στην παγί­δα του χρό­νου, σαν σε δόκα­νο πέσαμε.

 

-Μας συγ­χω­ρείς  πατέ­ρα, που απου­σιά­σα­με τόσον καιρό!

Η υπο­μο­νή σου τέλειω­σε και το βήμα σου μίκρυνε.

Κι όμως δεν το δεχό­μα­σταν, φαι­νό­ταν απόμακρη

η μέρα που θα δια­δί­δα­με τη μαύ­ρη είδηση,

η ενα­σχό­λη­ση μας με τις αποστολές,

με το φέρε­τρο, το μάρ­μα­ρο, τις φωτογραφίες,

να υπο­μέ­να­με τα μοι­ρο­λό­για στη μετά­βα­ση του γεγονότος

τη μέρα που θα χωρί­ζα­με την ιστο­ρία στα δύο:

 

  1. Με σένα πατέρα…πατέρα χωρίς εσένα!

 Τι έγι­νε αδέρ­φια, τι έγι­νε με μας;

γονιός με 5 τέκνα, μπα­μπάς χωρίς παιδιά!

 

Κατα­ρα­μέ­νη ύαι­να, μας έφα­γες τα σπλάχνα.

 

θαμπώ­θη­κε το μάτι μας, ματώ­θη­κε η θωριά

και μέσα στο προ­αύ­λιο  σαν δέντρο, η συννεφιά..

 

Αχ, δέντρο με τις κλά­ρες σωριά­στη­κες μπρο­στά μας,

έτσι στα απρό­σμε­να  και έτσι στα  ξαφνικά…

κι έμει­νε αιω­ρού­με­νη η κλη­μα­τα­ριά στο χάος

κι εγώ όλο πλέ­κω και ξεπλέκω:

 

  1. Διά­λο­γος με τους αντι­πά­λους που λείπουν

 Σε παρα­κα­λώ, κρέ­μα­σε στον τοί­χο τη φωτο­γρα­φία, παι­δί μου!

Αυτός ο  άνθρω­πος δεν ήταν οποιοσ­δή­πο­τε, αυτός ο άνθρω­πος είναι αξέχαστος!

Είναι ο πατέ­ρας σου είναι ο πατέ­ρας μου,

στη μικρή Δημο­κρα­τία της Οικογένειας

εκεί­νος είναι επί­τι­μος πρόεδρος,

είναι ο Αυγε­ρι­νός μας,

η αγά­πη μας είναι!

Και μην ξεχνάς  τα λόγια του Γουίλιαμ:

«Οι νεκροί και οι κοι­μι­σμέ­νοι, δεν είναι παρά μόνο ζωγραφιές»

 

Μα πιο πολύ απ’ αυτό, περισ­σό­τε­ρο απ’ αυτό,

είναι οι σκιές του δέντρου που μας δρο­σί­ζουν το μέτωπο,

ακό­μη και σωριασμένο,

είναι τα κλω­νά­ρια της ρίγα­νης που μοσχο­βο­λούν παντού

είν’ τα λου­λού­δια της μέντας και της μολόχας,

της παι­δι­κή μας ηλι­κί­ας, που μεγά­λω­σε εδώ.

Και δεν ξέρω για­τί σκέφτομαι.

  

  1. Πέρα­σε ένας χρόνος …

 Πέρα­σε ένας χρό­νος και πλη­σιά­ζου­με πιο κοντά στον πατέ­ρα μου,

Μέχρι να έρθει η μέρα να φτά­σου­με στην ηλι­κία του,

να σβή­σου­με σαν κι εκείνον,

να ξανα­γεν­νη­θού­με σαν κι εκείνον.

Θα προ­σεγ­γί­σου­με όμως το ανά­στη­μά του εμείς;

Θα είμα­στε άρα­γε, ΑΝΘΡΩΠΟΙ σαν εκείνον;

Μην ξεχνά­τε ότι κι εκεί­νος ήταν άνθρωπος,

άνθρω­πος σαν κι εμέ­να, άνθρω­πος σαν εσένα,

άνθρω­πος, όπως τα παι­διά των παι­διών μας,

εκεί­νων που ακό­μα δεν έχουν γεννηθεί,

Άνθρω­πος!

Που μετρού­σε τα λόγια του, που δεν παραπονιότανε,

που σ’ αυτό το δάσος ήταν ο ψηλότερος.

Πιο έξυ­πνο συνο­μι­λη­τή  δεν έβρι­σκες στα μέρη μας.

Εσύ τι νομίζεις;

Περισ­σό­τε­ρος σεβα­σμός για τους ανθρώπους,

Όποιος και να ’σαι!

 

Στα γρα­φεία του κρά­τους, δεν ενό­χλη­σε κανέναν.

Για τη μισή του σύντα­ξη, ποτέ δεν παραπονέθηκε.

Δεν ήταν σαν τους παλαί­μα­χους που χτυ­πούν τις πόρτες

για περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα, περισ­σό­τε­ρη δικαίωση.

Δεν ήταν σαν κι αυτούς που εσείς,

θα τον ξεπρο­βο­δού­σα­τε με ειρω­νι­κό χαμόγελο:

«Έλα μεθαύ­ριο, μπάρμπα!»

Και με τους συνά­δελ­φους να ψιθυρίζετε:

«Κολ­λι­τσί­δα οι γέροι, θεέ μου!»

 

Καφ­κια­νοί υπάλ­λη­λοι, με τα ανύ­παρ­κτα ονό­μα­τα ως κώδικα!

Αχ, ο πατέ­ρας μου είχε άλλον ορίζοντα

Ο ουρά­νιος πατέ­ρας μου, που δεν διστά­ζω να το φωνάζω:

 

  1. Ο πατέ­ρας μου – Ο γαλά­ζιος μου ορίζοντας!

πατέ­ρα,

Υπό­γρα­ψε τους πρά­σι­νους ορί­ζο­ντες, τους ουρα­νούς που ριγούν βροχή!

Διό­τι εσύ μας έμα­θες ότι τα δέντρα πρα­σι­νί­ζουν και χλοΐζουν,

διό­τι εσύ μας έμα­θες ότι τα λου­λού­δια θέλουν να ανθίσουν

και αφο­σοιώ­σου στους ορί­ζο­ντες, δώσου μπα­μπά στο γαλάζιο!

 

Εκεί­νο που ανή­κει στο γρα­σί­δι και στις κρυ­στάλ­λι­νες δροσοσταλίδες,

ανή­κει και σε σένα.

Ό, τι ανή­κει στη γη και στα ύδατα

ανή­κει και σε σένα.

Το όμορ­φο πάθος  και η  ανθρώ­πι­νη ανάγκη

θρέ­φα­νε την καρ­διά σου,

δια­φο­ρε­τι­κά τι να χτυ­πιό­σου­να σε μια ξεχα­σμέ­νη ερήμωση

για να πιά­σεις τις φωλιές των που­λιών, της  ανθρώ­πι­νης αγάπης;

Καλέ μας  πατέ­ρα,  αεί­μνη­στε  πατέρα!

Ένα ρητό θυμά­μαι για τη δική σου υπόληψη:

Τα όμορ­φα πρό­σω­πα μας ηρε­μούν το πνεύμα

κι εσύ ήσουν υπέ­ρο­χος, ιδιαί­τε­ρα  ωραίος!

 

Η όμορ­φη νόη­ση γαλη­νεύ­ει τον εγκέφαλο,

κι εσύ είχες ωραία σκέ­ψη, τάλα­ντο ωριμότητας

διό­τι εσύ ήσουν άρχο­ντας δυο αξιών στον κόσμο

της ομορ­φιάς και της σοφίας!

 

Εσύ το ήξε­ρες: Ο,τι ανή­κει στο χώμα και στη γονιμότητα

έχει να κάνει με τον ήλιο,

έχει  να κάνει με το φτερούγισμα.

 

Είχα κλεί­σει τα μάτια μου, πατέρα.

Κι εσύ μου έφε­ρες το φως με το ηλια­κό βάπτι­σμα, το άγριο.

Μπα­μπά, εσύ μου ανή­κεις, όχι για­τί σ’ αγαπώ

όχι απλά ως πατέ­ρας δικός μου, μου ανήκεις,

Εσύ μου ανή­κεις, διό­τι ρισκά­ρι­σες από την ομορ­φιά που σκοτώνει

γι αυτό απο­μα­κρύ­νο­μαι από το δάσος και βγαί­νω στο δρόμο,

γι αυτό κοντρά­ρω το κύμα και βγαί­νω στις όχθες.

Τον Άγιο Θεό­δω­ρο έχω απέναντι

και την Κια­φε­μπό­τε στο πλάι,

κόντρα στο ρεύ­μα, να βγαί­νω στην ξηρά.

Πατέ­ρα το ξέρεις;

Δεν υπάρ­χει πιο όμορ­φο από μια αγκα­λιά μες στα δέντρα,

όπου τα μαλ­λιά ανε­μί­ζουν στον αγέρα,

όπου το αρώ­μα­τα της γης και της αγκά­λης σου

προ­σθέ­τουν γεύ­ση στη λευ­κή επο­χή της ανθρώ­πι­νης καλοσύνης,

και κάνουν την άνοι­ξη να μοσχο­βο­λά με άρω­μα φλαμουριάς

και κάνουν τους γαλά­ζιους ορί­ζο­ντες να φωτίζουν.

Γι αυτό υψώ­νω τη φωνή μου

και ουρ­λιά­ζω ολόψυχα.

 

8‑Σήκω πατέ­ρα, μην κάθε­σαι χάμω!

 Σήκω, παλι­κά­ρι μου!

Σήκω, ως ήσου­να δέντρο

Σήκω και τους γαλά­ζιους ορί­ζο­ντες ξανά φώτι­σε μου!

Πατέ­ρα, είμα­στε εδώ, ήλθαν και τα αδέλφια ,

μόνι­μοι αιχ­μά­λω­τοι του ατε­λεί­ω­του μαρτυρίου

της ξενι­τιάς, πέρα από το κατα­ρα­μέ­νο σύνορο

όλοι μας δακρύ­ζου­με εδώ,

στα πόδια σου, μπροστά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο