Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η γέννηση του λογοτεχνικού ρεαλισμού

Της Ανα­στα­σί­ας Αβρα­μί­δου, μέλους του ΔΣ της Πανελ­λή­νιας Ενω­σης Φιλολόγων

Στοι­χεία ρεα­λι­σμού, δηλα­δή απει­κό­νι­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στη λογο­τε­χνία, υπάρ­χουν ήδη στα παλαιό­τε­ρα λογο­τε­χνι­κά κεί­με­να, όπως π.χ. στην Οδύσ­σεια ή στη Βίβλο. Και δε θα μπο­ρού­σε να ισχύ­ει το αντί­θε­το, για­τί η λογο­τε­χνία παρου­σιά­ζει πριν απ’ όλα τον άνθρω­πο και απευ­θύ­νε­ται σ’ αυτόν. Εμάς δε θα μας απα­σχο­λή­σει κυρί­ως αυτό το θέμα, αν και δε θα μπο­ρέ­σου­με να απο­φύ­γου­με κάποιες δια­χρο­νι­κές ανα­φο­ρές στην έκφρα­σης της ρεα­λι­στι­κό­τη­τας σε παλιό­τε­ρα κεί­με­να. Εμείς σήμε­ρα θα ασχο­λη­θού­με  με την έννοια του Ρεα­λι­σμού όπως δια­μορ­φώ­θη­κε στα μέσα του 19ου αι. ως προ­ϊ­όν μιας συγκε­κρι­μέ­νης περιό­δου σε συνάρ­τη­ση με ένα συγκε­κρι­μέ­νο σύστη­μα λογο­τε­χνι­κών κανό­νων και συμ­βά­σε­ων το οποίο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε με αντι­θε­τι­κή σημα­σία «προς μία ποι­η­τι­κά αντί­θε­τη θέση, που αδυ­να­τού­σε να απο­δώ­σει την αλη­θι­νή, γνή­σια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα»[1] ‚το Ρομαντισμό.

Σύμ­φω­να με τον Wolfgang Preisendanz[2] το ρεα­λι­στι­κό μυθι­στό­ρη­μα του 19ου αι.:

  • ασχο­λεί­ται με το επίκαιρο
  • αντι­με­τω­πί­ζει με ειλι­κρί­νεια τις σύγ­χρο­νες πολι­τι­κές, κοι­νω­νι­κές, οικο­νο­μι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές καταστάσεις
  • εστιά­ζει στην εξε­λι­κτι­κή πορεία κοι­νω­νι­κών κατα­στά­σε­ων και ατόμων
  • ενδια­φέ­ρε­ται για την αιτιό­τη­τα των φαι­νο­μέ­νων και της της ανθρώ­πι­νης συμπε­ρι­φο­ράς την οποία ανα­λύ­ει και περι­γρά­φει ψυχο­λο­γι­κά, εντός πάντο­τε της «δια­λε­κτι­κής του πολι­τι­σμι­κού γίγνεσθαι»
  • στην περι­γρα­φή του επί­και­ρου πέρα από την ακρί­βεια της περι­γρα­φής δια­κρί­νε­ται για την τάση απο­μυ­θο­ποί­η­σης, απο­γύ­μνω­σης και αφύπνισης
  • ποτέ δε χάνει την επα­φή με την ιστο­ρι­κή στιγ­μή, αυτό που λέμε ιστο­ρι­κό πλαί­σιο, που είναι κατά κανό­να η σύγ­χρο­νή του

Γρά­φει ο Φρί­ντριχ Ένγκελς σχε­τι­κά με τον Μπαλ­ζάκ: …«και  γύρω από το κεντρι­κό πλαί­σιο συσπει­ρώ­νε­ται μία τέλεια ιστο­ρία της γαλ­λι­κής κοι­νω­νί­ας, απ’ όπου έμα­θα μέχρι και για τις οικο­νο­μι­κές λεπτο­μέ­ρειες (για παρά­δειγ­μα τον ανα­δα­σμό της έγγειας ιδιο­κτη­σί­ας μετά τη γαλ­λι­κή επα­νά­στα­ση) και πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα θα μπο­ρού­σαν να μου πουν οι ιστο­ρι­κοί, οι οικο­νο­μο­λό­γοι και οι επαγ­γελ­μα­τί­ες στα­τι­στι­κοί εκεί­νης της επο­χής […] Το ότι ο Μπαλ­ζάκ ανα­γκά­στη­κε να πάει κόντρα στις ταξι­κές του συμπά­θειες […]το ότι είδε την ανα­γκαιό­τη­τα της δύσης των αγα­πη­τών του ευγε­νών […] κι ακό­μα ότι είδε τους πραγ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους του μέλ­λο­ντος[…] όλα αυτά τα θεω­ρώ σαν έναν από τους θριάμ­βους του ρεα­λι­σμού και ένα από τα πιο μεγα­λειώ­δη βήμα­τα του γερο-Μπαλ­ζάκ».[3]

Ο Erich Auerbach στο έργο του Μίμη­σις (1945) ανα­φέ­ρε­ται στην παρου­σί­α­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στη λογο­τε­χνία από τον Όμη­ρο και τη Βίβλο έως τους Μοντερ­νι­στές και μάλι­στα σε σχέ­ση με το ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι. Δια­πι­στώ­νει ότι η διδα­σκα­λία περί υφο­λο­γι­κών βαθ­μί­δων-υψη­λό, μεσαίο και ταπει­νό ύφος- αφο­ρά δια­χρο­νι­κά τη λογο­τε­χνία. Στα αρχαία κεί­με­να κυριαρ­χεί το υψη­λό ύφος όταν περι­γρά­φε­ται η ζωή των ανώ­τε­ρων κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των, είναι η δική τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αντί­θε­τα,  όταν περι­γρά­φε­ται κάτι «χυδαία ρεα­λι­στι­κό», δηλα­δή κάτι από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα των κατώ­τε­ρων τάξε­ων, τότε αυτό παρου­σιά­ζε­ται μόνο ως κωμω­δία, φαρ­σο­κω­μω­δία, ευχά­ρι­στη δια­σκέ­δα­ση της ανώ­τε­ρης τάξης  ή γκρο­τέ­σκο[4]. Στις παρα­πά­νω περι­πτώ­σεις το ύφος είναι είτε μεσαίο ή ταπει­νό, κάτι που θα ήταν αδια­νό­η­το για τον Ντο­στο­γιέφ­σκι ή τον Ζολά. Επί­σης ανα­φέ­ρει ότι για παρά­δειγ­μα η καθη­με­ρι­νό­τη­τα απου­σιά­ζει παντε­λώς από την τρα­γω­δία. Στους Ρωμαί­ους συγ­γρα­φείς η κατά­στα­ση είναι παρό­μοια. Αντί­θε­τα ένα άλμα τόσο στο ύφος, όσο και στα δρώ­ντα πρό­σω­πα παρα­τη­ρεί­ται στα εκκλη­σια­στι­κά κεί­με­να. Ανα­φέ­ρε­ται ενδει­κτι­κά στην άρνη­ση του Παύ­λου, ενός καθη­με­ρι­νού ανθρώ­που, ενός  αδύ­να­μου ψαρά από τη Γαλι­λαία, που δει­λιά­ζει, αμφι­τα­λα­ντεύ­ε­ται, προ­δί­δει τον Κύριό του, αντλεί δύνα­μη για τη στά­ση του μετά τη σταύ­ρω­ση. Κερ­δί­ζει τον έλε­ον και το φόβον του θεα­τή, που πριν αιώ­νες θα τον κέρ­δι­ζαν μόνο βασι­λι­κοί γόνοι.[5] Δια­πι­στώ­νει ότι «σοβα­ρός ρεα­λι­σμός» παρα­τη­ρεί­ται καθ’ όλη τη διάρ­κεια του Μεσαί­ω­να και της Ανα­γέν­νη­σης και ότι «τα πιο καθη­με­ρι­νά φαι­νό­με­να της καθη­με­ρι­νό­τη­τας μπο­ρού­σαν να εκτί­θε­νται σε ένα σοβα­ρό και νοη­μα­τι­κά μεστό πλαί­σιο, τόσο στην ποί­η­ση όσο και στις εικα­στι­κές τέχνες. Η διδα­σκα­λία περί υφο­λο­γι­κών βαθ­μί­δων δεν είχε καθο­λι­κή ισχύ»[6]. Καθο­ρι­στι­κό ρόλο στη δια­μόρ­φω­ση του ύφους  στις παρα­πά­νω χρο­νι­κές περιό­δους έπαι­ξαν τα χρι­στια­νι­κά κεί­με­να που απευ­θύ­νο­νταν σε ευρύ, αμόρ­φω­το κοι­νό και όφει­λαν το αφη­ρη­μέ­νο και το μετα­φυ­σι­κό να το απο­κω­δι­κο­ποι­ή­σουν και να το κάνουν εύλη­πτο μέσα από βιώ­μα­τα της καθη­με­ρι­νό­τη­τας των απλών ανθρώ­πων. Στην Αγία Γρα­φή λ.χ. εφ’ όσον οι Πατέ­ρες απευ­θύ­νο­νται και σ’ ένα κλα­σι­κά μορ­φω­μέ­νο κοι­νό των Εθνι­κών δημιουρ­γούν ένα μει­κτό ύφος που συν­δυά­ζει το υψη­λό περιε­χό­με­νο με το καθη­με­ρι­νό και ταπει­νό ύφος.[7] Επί­σης σε ένα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δρά­μα του 12ου αι. ο Αδάμ ζητά­ει το λόγο από την Εύα για τις συνα­να­στρο­φές της με το φίδι όπως θα το έκα­νε ένας Γάλ­λος αγρό­της ή ένας αστός που επι­στρέ­φει στο σπί­τι.[8] Ο 16ος και 17ος αι. (Σαίξ­πηρ και Μολιέ­ρος) επα­νει­σα­γά­γουν τη διά­κρι­ση των υφών. Για τον Σαίξ­πηρ γρά­φει ο   Auerbach  ότι το έργο του περι­λαμ­βά­νει μεν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά εκτεί­νε­ται και πέρα από τα όριά της. Και δεν εννο­εί μόνο τα ξωτι­κά τις μάγισ­σες και τη φαντα­σία, αλλά κυρί­ως ότι στον κόσμο του ανα­γνω­ρί­ζει μια τρα­γι­κή διά­στα­ση σε όσους ανή­κουν στα ανώ­τε­ρα στρώ­μα­τα (εξαί­ρε­ση ίσως απο­τε­λεί ο Σέιλοκ)και ότι, όπου παρου­σιά­ζο­νται πρό­σω­πα από το λαό ή τα μεσαία στρώ­μα­τα, χρη­σι­μο­ποιεί το ταπει­νό ύφος σε δια­βαθ­μί­σεις του κωμι­κού που τόσο καλά χει­ρί­ζε­ται[9]. Επί­σης στο γαλ­λι­κό κλα­σι­κι­σμό τα τρα­γι­κά πρό­σω­πα περι­χα­ρα­κώ­νο­νται σε στε­γα­νά όρια, χωρίς επα­φή με οτι­δή­πο­τε κατώ­τε­ρο. Απου­σιά­ζουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον και­ρό, για το ποτό ή την τρο­φή, για σκεύη της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, ώστε να ο Β. Ουγκώ να ανα­ρω­τιέ­ται σ’ ένα ποί­η­μά του:

Ακού­στη­κε ένας βασι­λιάς να λέει: Τι ώρα είναι; [10]

Πάνω σε αυτή τη λογο­τε­χνι­κή παρά­δο­ση εμφα­νί­ζο­νται τα ρεύ­μα­τα του Ρομα­ντι­σμού και του Ρεα­λι­σμού. Όμως  τα λογο­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα, όπως και τα λογο­τε­χνι­κά γένη και είδη, δια­μορ­φώ­νο­νται «σε καθο­ρι­σμέ­να ιστο­ρι­κά και κοι­νω­νι­κά πλαί­σια και εκφρά­ζουν τις αντι­λή­ψεις των δημιουρ­γών τους και των οπα­δών τους»[11], αλλά συχνά και της τάξης που εξου­σιά­ζει την κοι­νω­νία.  Ο Ρομα­ντι­σμός εξέ­φρα­σε μέσω της λογο­τε­χνί­ας κυρί­ως τα προ­ο­δευ­τι­κά ορά­μα­τα της αστι­κής τάξης, όταν αυτή στην ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή της σύγκρου­ση με την συντη­ρη­τι­κή αρι­στο­κρα­τία, πρό­βα­λε προ­ο­δευ­τι­κές αξί­ες που στη­ρί­ζο­νταν στο άτο­μο και την πρό­ο­δο του[12]. Με την οικο­νο­μι­κή της επι­κρά­τη­ση η αστι­κή τάξη χάνει τον προ­ο­δευ­τι­κό της χαρα­κτή­ρα για να συντη­ρή­σει την οικο­νο­μι­κή της δύνα­μη. Και ενώ οι ρομα­ντι­κοί  ποι­η­τές που την στή­ρι­ξαν –συνει­δη­τά ή μη-έδω­σαν ώθη­ση στη λογο­τε­χνία τονί­ζο­ντας την εθνι­κή συνεί­δη­ση των λαών τους (άλλω­στε και η αστι­κή τάξη επι­δί­ω­ξε και ευνό­η­σε την ανά­πτυ­ξή των εθνι­κών κρα­τών), το ιστο­ρι­κό παρελ­θόν, τα ήθη κι έθι­μα, τη γλώσ­σα, τη φαντα­σία, το συναί­σθη­μα κ.π.ά., σε όψι­μα έργα τους (Σατω­μπριάν, Κόλε­ριτζ, Σλέ­γκελ, Γκαί­τε) τεί­νουν σε μια απο­δο­χή της καθε­στη­κυί­ας τάξης και επι­ζη­τούν τη συμ­φι­λί­ω­ση του ατό­μου με το Θεό, την πατρί­δα, την κοι­νω­νία, το κρά­τος. Ο Χάιν­ριχ Χάι­νε το 1830 ανα­φε­ρό­με­νος στο γερ­μα­νι­κό  Ρομα­ντι­σμό μιλά­ει για ένα κίνη­μα που «εκφυ­λί­στη­κε σε μια  ’‘νεο­γερ­μα­νι­κή ‑θρη­σκευ­τι­κή- πατριω­τι­κή τέχνη’’ , της οποί­ας οι πνευ­μα­τι­κές αξί­ες ταυ­τί­ζο­νταν με αυτές της Ρωμαιο­κα­θο­λι­κής Εκκλη­σί­ας και της οποί­ας ο μονα­δι­κός λόγος ύπαρ­ξης  ήταν η προ­ώ­θη­ση της δήθεν μυστι­κής νομι­μο­ποί­η­σης του αυστρια­κού και πρω­σι­κού κρά­τους»[13].

Ως αντίρ­ρο­πο ρεύ­μα προς τον Ρομα­ντι­σμό γεν­νιέ­ται ο Ρεα­λι­σμός. Πρό­κει­ται ουσια­στι­κά για το ιδε­ο­λο­γι­κό κίνη­μα που καλ­λι­τε­χνι­κά εκφρά­ζει τη δυσα­ρέ­σκεια και την απο­γο­ή­τευ­ση των προσ­δο­κιών από τις αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κές επα­να­στά­σεις στην Ευρώ­πη. [14] Αυτή είναι μια άπο­ψη που με πολύ γενι­κό τρό­πο ερμη­νεύ­ει τη γέν­νη­ση του νέου λογο­τε­χνι­κού ρεύ­μα­τος. Έχει ιδιαί­τε­ρη αξία να εξε­τά­σει κανείς την υλι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τις ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες που δια­μορ­φώ­θη­καν ήδη από τις αρχές του 19ου αι. που συνέ­βα­λαν και ώθη­σαν τους Ρεα­λι­στές να δουν «τα πράγ­μα­τα αλλιώς» και να δια­μορ­φώ­σουν τις δικές τους λογο­τε­χνι­κές συμβάσεις.

Η πρό­θε­ση των Ρεα­λι­στών να περι­γρά­ψουν με πιστό­τη­τα τη ζωή των ανθρώ­πων και γενι­κό­τε­ρα τα πράγ­μα­τα συν­δέ­ε­ται με την  επι­στη­μο­νι­κή έρευ­να και τα πορί­σμα­τά της που παρου­σιά­ζουν αλμα­τώ­δη ανά­πτυ­ξη γύρω στα μέσα του 19ου αι. Δεν ενδια­φέ­ρο­νται πια για φιλο­σό­φους, αλλά για τον Ωγκύστ Κοντ (Κοι­νω­νιο­λο­γία),  Κάρο­λος Δαρ­βί­νος (θεω­ρία της εξέ­λι­ξης), Καρλ Μαρξ (Πολι­τι­κή Οικο­νο­μία), Τόμας Χάξ­λεϋ (Ευγο­νι­κή), Ιππο­λύτ Ταιν (ιστο­ρία των Ιδε­ών). Ενδια­φέ­ρο­νται για ότι είναι μετρή­σι­μο, απτό και αντι­κει­με­νι­κό,  για την τεχνο­λο­γία. Ο Κοντ επι­μέ­νει ότι «η αλη­θι­νή, η  ‘’θετι­κή’’  γνώ­ση μπο­ρεί να βασι­στεί μόνο σε αισθη­τά γεγο­νό­τα», ο Ταιν ισχυ­ρί­ζε­ται ότι «η αμαρ­τία και η αρε­τή είναι προ­ϊ­ό­ντα όπως το βιτριό­λι και η ζάχα­ρη». Η θεω­ρία του για την επί­δρα­ση του milieu στη λογο­τε­χνι­κή δημιουρ­γία, αυτό που ο Ροΐ­δης απο­κά­λε­σε «περιρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα», γίνε­ται απο­δε­κτή από τους Ρεα­λι­στές. Ο Μπαλ­ζάκ,  προ­λο­γί­ζο­ντας Την ανθρώ­πι­νη κωμω­δία  του ομο­λο­γεί ότι «φιλο­δο­ξού­σε να ανα­πα­ρα­γά­γει στο πεδίο της λογο­τε­χνί­ας τις γνώ­σεις που κατα­κτή­θη­καν από σύγ­χρο­νους του επι­στή­μο­νες […] στις γνω­στι­κές περιο­χές της ζωο­λο­γί­ας και της φυσι­κής ιστο­ρί­ας». Όπως αυτοί ταξι­νό­μη­σαν το ζωι­κό βασί­λειο σε ομο­τα­ξί­ες, έτσι και αυτός ταξι­νο­μεί το «ανθρώ­πι­νο ζώο» περι­γρά­φο­ντας ανα­λυ­τι­κά τη συμπε­ρι­φο­ρά του μέσα στον κοι­νω­νι­κό του περί­γυ­ρο. [15] (Κάτι που κάνει πολύ επι­τυ­χη­μέ­να και ο Καρ­κα­βί­τσας στο Ζητιά­νο του. Συνο­ψί­ζο­ντας μπο­ρού­με να πού­με ότι  ο Ρεα­λι­σμός έχει έναν επι­στη­μο­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα και όχι μεταφυσικό.

Ο αφη­γη­μα­τι­κός χώρος του Ρεα­λι­σμού αρχί­ζει και τελειώ­νει με το βίω­μα της πόλης. (Ακό­μη και στη Μαντάμ Μπο­βα­ρύ λάμπει δια της απου­σί­ας της η πόλη, για­τί η επαρ­χια­κή ζωή την πνί­γει). Ας θυμη­θού­με τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, τον Ντί­κενς, το Ζολά, τους αδερ­φούς Γκον­κούρ κ.ά. Από το 1800έως το 1881 οι ευρω­παϊ­κές μεγα­λου­πό­λεις παρου­σιά­ζουν αλμα­τώ­δη πλη­θυ­σμια­κή άνο­δο. Ενδει­κτι­κά: Λον­δί­νο: από 864.000 σε 3,3 3εκ., Παρί­σι: από 547.000 σε 2,2 εκ. Αυτή η αύξη­ση σε συν­δυα­σμό με την εξο­ντω­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση της εργα­τι­κής τάξης, τη συχνά βίαιη από­σπα­σή της από το οικείο περι­βάλ­λον της υπαί­θρου, και η πλη­θώ­ρα βιο­μη­χα­νι­κών, υγειο­νο­μι­κών, ιατρι­κών, κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των  «απει­λού­σε σοβα­ρά να υπο­νο­μεύ­σει την ηθι­κή και πολι­τι­κή συνο­χή»[16]. Οι ρεα­λι­στές εστιά­ζο­νται στη φθο­ρά των παρα­δο­σια­κών αξιών και δομών και τις επι­πτώ­σεις τους στο άτο­μο. Μπρο­στά στην μεγά­λη κοι­νω­νι­κή αδι­κία δεν μπο­ρούν  να ασχο­λού­νται με το Εγώ τους. Αν και δεν ανή­κει η πλειο­νό­τη­τα των ρεα­λι­στών συγ­γρα­φέ­ων, αλλά ούτε και το μεσο­α­στι­κό ανα­γνω­στι­κό κοι­νό τους, στις  κατώ­τε­ρες τάξεις,  το αίσθη­μα της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης και η ανθρώ­πι­νη συμπό­νια τους ευαι­σθη­το­ποιεί να γρά­ψουν για αυτές.[17]

Αντί­θε­τα,  στην Ελλά­δα οι συγ­γρα­φείς στρέ­φο­νται προς την επαρ­χία κυρί­ως,  για­τί την θεω­ρούν θεμα­το­φύ­λα­κα της εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας (βλ. Φαλ­με­ράιερ, 1835) και κυρί­ως για­τί ιστο­ρι­κοί και πολι­τι­κοί λόγοι εμπό­δι­σαν την ανά­πτυ­ξη της οικο­νο­μί­ας και καθυ­στέ­ρη­σαν την αστι­κο­ποί­η­ση του πλη­θυ­σμού της. Στα μέσα του 19ου αι. και ως τις αρχές του 20ου δεν μπο­ρεί να γίνε­ται λόγος για ύπαρ­ξη μαζι­κού προ­λε­τα­ριά­του στην Ελλά­δα, όπως π.χ. στην Αγγλία ή Γαλ­λία. Έτσι τα ρεύ­μα­τα που ανα­πτύσ­σο­νται στην Ευρώ­πη καθυ­στε­ρούν να εισα­χθούν στη χώρα μας.  Σ΄ αυτό συμ­βάλ­λουν όμως και υπο­κει­με­νι­κοί λόγοι. Οι έρευ­νες του Ν. Πολί­τη, η στρο­φή στη Λαο­γρα­φία, ο δια­γω­νι­σμός που προ­κη­ρύσ­σει στην Εστία για ηθο­γρα­φι­κό διή­γη­μα, επη­ρε­α­σμέ­νος από τις σπου­δές του στη Γερ­μα­νία. Για ιστο­ρι­κούς λόγους εκεί έχου­με μία λογο­τε­χνία που συντη­ρεί το ρομα­ντι­σμό στο πνεύ­μα του Volksgeist(= το πνεύ­μα του λαού, πράγ­μα που καθυ­στε­ρεί και την εμφά­νι­ση του ρεα­λι­σμού και στη Γερ­μα­νία). Απο­τέ­λε­σμα να έχου­με ρεα­λι­στι­κά έργα και δη μυθι­στο­ρή­μα­τα στα τέλη του 20ου αι. Ρωγ­μές  όμως αρχί­ζουν να δια­φαί­νο­νται πιο νωρίς: ρεα­λι­στι­κά στοι­χεία εμφα­νί­ζο­νται ήδη στον Παύ­λο Καλ­λι­γά και στο Θάνο Βλέ­κα (1855). Επί­σης η συνει­δη­τή επι­λο­γή του Ροΐ­δη ήδη το 1866 με την Πάπισ­σά του  να παρω­δή­σει το Ρομα­ντι­σμό και το ιστο­ρι­κό του μυθι­στό­ρη­μα, τη θρη­σκεία και τις χλω­μές γυναι­κεί­ες υπάρ­ξεις  του. Αξί­ζει να ανα­φερ­θεί ο Γεώρ­γιος Βιζυ­η­νός με τα ψυχο­λο­γι­κά του διη­γή­μα­τα και ο Γεώρ­γιος Δρο­σί­νης που εισά­γει τον «άβου­λο ήρωα», το Γιαν­νιό, στο Βοτά­νι της αγά­πης (1888) , που αρνεί­ται τελι­κά , σε αντί­θε­ση με το ρομα­ντι­κό ήρωα, τον έρω­τα της τσιγ­γά­νας Ζεμ­φύ­ρας.[18]  Όμως τα δύο μανι­φέ­στα του Ρεα­λι­σμού απο­τε­λούν  Ο Ζητιά­νος (1897)και  Η Φόνισ­σα (1903)  που ουσια­στι­κά αντι­με­τω­πί­ζουν την ύπαι­θρο με ωμό ρεαλισμό.

 

[1] W. Preisendanz, Ρομα­ντι­σμός, Ρεα­λι­σμός, Μοντερ­νι­σμός, εκδ. Καρ­δα­μί­τσα, Αθή­να 1990, σελ. 82
[2] W. Preisendanz, Ρομα­ντι­σμός, Ρεα­λι­σμός, Μοντερ­νι­σμός, εκδ. Καρ­δα­μί­τσα, Αθή­να 1990, σελ. 98–111.
[3] Κ .Μαρξ- Φρ.  Ένγκελς, Κεί­με­να για τη λογο­τε­χνία και την τέχνη, εκδ. Εξά­ντας, Αθή­να 1975, σελ. 134–135.
[4] Erich Auerbach, Μίμη­σις, ΜΙΕΤ, Αθή­να 2005,  σελ. 51
[5]Ό.π., σελ. 62–65
[6]Ό.π., σελ. 734
[7]Ό.π. , σελ. 204
[8]Ό.π. , σελ. 194
[9] Ό.π., σελ. 435
[10] Ό. π., σελ. 506–508
[11] Π. Καλο­μοί­ρης, Η Νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία, (τ. 1), εκδ.Gutenberg, Αθή­να 1983, σελ. 39
[12] Το άτο­μο και ότι πηγά­ζει ή επι­στρέ­φει σε  αυτό απο­τε­λεί την πεμ­πτου­σία των  ορα­μά­των της.( Όχι η κοι­νω­νία, το άτο­μο! Και όταν η αστι­κή τάξη μιλά­ει για το άτο­μο εννο­εί­ται ότι μιλά­ει τα δικά της μέλη.) Άλλω­στε το εννοιο­λο­γι­κό του πλαί­σιο θεμε­λιώ­νε­ται κυρί­ως στον ιδε­α­λι­σμό του Καντ, του Σέλ­λιγκ και του Σλάιερ­μά­χερ που εκλαμ­βά­νουν τον κόσμο ως προ­ϊ­όν ερμη­νευ­τι­κής προ­σέγ­γι­σης, ως ενερ­γή και δημιουρ­γι­κή δια­με­σο­λά­βη­ση του υποκειμένου[12], για να θυμη­θού­με τον ποι­η­τή-προ­φή­τη και τη φαντα­σία στη  ρομα­ντι­κή ποί­η­ση. Όμως μετά τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση η αρι­στο­κρα­τία απο­σύ­ρε­ται από το παγκό­σμιο προ­σκή­νιο και εδραιώ­νε­ται οικο­νο­μι­κά μια νέα άρχου­σα τάξη μεγι­στά­νων διε­θνούς εμβέ­λειας (Πεζώ, Κρουπ, Ρότσιλντ, Μπρου­νέλ, κ.λπ.) Αυτοί τώρα δεν έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν μόνο τους αρι­στο­κρά­τες, ή καλύ­τε­ρα όχι κυρί­ως αυτούς. Έχουν απέ­να­ντί τους μια νέα κοι­νω­νι­κή τάξη, αυτή που ο Μαρξ ονό­μα­σε προ­λε­τα­ριά­το, που τώρα ήταν ανα­γκα­σμέ­νη να ζήσει τη φρι­κτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ανερ­χό­με­νης καπι­τα­λι­στι­κής κοινωνίας[12] , αλλά και να παρα­μέ­νει υποταγμένη.
[13] Ό.π., σελ. 108
[14] Π. Καλο­μοί­ρης, ό.π., σελ. 41
[15] M. Travers, ό.π. σελ. 132
[16] Ό.π., σελ. 138
[17] Το 1808 ο Ρόμπερτ Σάου­δυ επι­σκέ­πτε­ται το βιο­μη­χα­νι­κό Μπέρ­μιν­χαμ και γρά­φει: « Το κεφά­λι μου πονά από το παν­δαι­μό­νιο εκκω­φα­ντι­κών θορύ­βων και τα μάτια από  τη λάμ­ψη που ανα­δί­νουν τα καμί­νια τού­της της κόλα­σης-αλλά και η καρ­διά μου, καθώς βλέ­πω τόσα ανθρώ­πι­να πλά­σμα­τα να δου­λεύ­ουν σε συν­θή­κες κόλα­σης, και να μοιά­ζουν σαν να μην προ­ο­ρί­ζο­νταν ποτέ για κάτι καλύ­τε­ρο. Ο κόσμος μας φτιά­χτη­κε για να γίνει ένα σχο­λείο για νεα­ρούς αγγέ­λους, όμως είναι βέβαιο πως ο Σατα­νάς διά­λε­ξε τού­το εδώ το μέρος για δικό του εκκο­λα­πτή­ριο και δια­φθο­ρείο». Στο M. Travers, ό.π.,  σελ. 117
[18] Βλ. Henri Tonnet, Ιστο­ρία του ελλη­νι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος, εκδό­σεις Πατά­κη, Αθή­να 2001, σελ. 130–178.

 

Ομι­λία σε εκδή­λω­ση της Πανελ­λή­νιας Ενω­σης Φιλολόγων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο