Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η γλυκιά ρετρό μελαγχολία της Nalyssa Green

Γρά­φει η Ελπί­δα Πουρ­να­ρά //

Ζει στην Αθή­να και ασχο­λεί­ται με τη μου­σι­κή. Το όνο­μά της προ­ήλ­θε από το avatar της σε ένα ηλε­κτρο­νι­κό RPG, ή αλλιώς παι­χνί­δι ρόλων. Η Nalyssa ήταν ένα ξωτι­κό, μία μάγισ­σα και μιας και το πρά­σι­νο είναι το αγα­πη­μέ­νο της χρώ­μα, απέ­κτη­σε κι επί­θε­το. Σπά­νια θα ανα­φερ­θείς σ’ εκεί­νη με το βαφτι­στι­κό της, Βιο­λέ­τα δηλαδή.

Ξεκί­νη­σε σε μικρή ηλι­κία με κάποια μαθή­μα­τα ακορ­ντε­όν και αρμο­νί­ου. Στη συνέ­χεια στρά­φη­κε στην κιθά­ρα, αργό­τε­ρα στο θέρε­μιν κι αυτο­δί­δα­κτη ως ήταν, με αρκε­τό μερά­κι και αγά­πη, άρχι­σε να γρά­φει τη δική της μου­σι­κή. Το πρώ­το της τρα­γού­δι ήρθε το 2006. Τρία χρό­νια αργό­τε­ρα, ένιω­σε την ανά­γκη να δημο­σιο­ποι­ή­σει το υλι­κό της και ξεκί­νη­σε να παί­ζει και να τρα­γου­δά παρέα με άλλους μου­σι­κούς και μπά­ντες όπως οι: Glory Box, Lumiere Brother και Film. Έχει δια­μορ­φώ­σει ήδη τον δικό της μου­σι­κό χαρα­κτή­ρα και η ίδια παρου­σιά­ζει τη μου­σι­κή της ως μινι­μα­λι­στι­κή pop folk rock, με synth pop και post punk στοιχεία.

Έτσι, το 2010 σιγά σιγά συνέ­θε­σε τον πρώ­το της δίσκο, «Barock». Γενι­κό­τε­ρα ο όρος barock, λέγε­ται ότι προ­έρ­χε­ται από την ισπα­νι­κή λέξη «barocco», που απο­δί­δε­ται ως «ακα­νό­νι­στο μαρ­γα­ρι­τά­ρι» και που ανα­φέ­ρε­ται στην καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία μετα­ξύ της Ανα­γέν­νη­σης και του Δια­φω­τι­σμού. Η ίδια η δημιουρ­γός επι­λέ­γει τον τίτλο αυτόν ως ένα συν­δυα­σμό των λέξε­ων «baroque» και «rock». Ο δίσκος απο­πνέ­ει μια συναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα που δένει από­λυ­τα πινε­λιές από το παρελ­θόν με τη σύγ­χρο­νη δυνα­μι­κή της ροκ. Λιτή, μεστή και συνά­μα εντυ­πω­σια­κή, η μου­σι­κή της Nalyssa Green, μοιά­ζει να είναι φερ­μέ­νη από μια άλλη επο­χή. Οι ηχο­γρα­φή­σεις ολο­κλη­ρώ­θη­καν μετα­ξύ Πατρών και Βρα­χα­τί­ου το καλο­καί­ρι του 2010 με απλό­τη­τα, φρο­ντί­δα κι αγά­πη, στα αυτο­σχέ­δια studio του παρα­γω­γού και συνερ­γά­τη της Σπύ­ρου Λιβά­νη. Δέκα κομ­μά­τια με έντο­νο το στοι­χείο του πει­ρα­μα­τι­σμού, μακριά από οτι­δή­πο­τε τυπο­ποι­η­μέ­νο και μακριά από ταμπέ­λες. Οι νότες ξεπη­δούν κατευ­θεί­αν από την ψυχή της και μοιά­ζουν να σπρώ­χνο­νται στο πεντά­γραμ­μο για να φτά­σουν στ’ αυτιά μας. Ξεχω­ρί­ζουν τα «Your eyes», «Indagattah», «Thick air» και «Love expires».

Δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, μια συλ­λο­γή έντε­κα κομ­μα­τιών με τον τίτλο «The Seed» έρχε­ται να θέσει τους προ­βλη­μα­τι­σμούς μας γύρω από τη φύση και τη σχέ­ση του ανθρώ­που με αυτή. Είναι ο δεύ­τε­ρος δίσκος. Αυτή τη φορά το σκη­νι­κό μετα­φέ­ρε­ται στο εξο­χι­κό του Σπύ­ρου στην ορει­νή Κοριν­θία και μαζί με τον Ευάγ­γε­λο Ασλα­νί­δη στα τύμπα­να, πλέ­ον, για δύο εβδο­μά­δες ηχο­γρα­φούν το υλι­κό δια­τη­ρώ­ντας τη diy αισθη­τι­κή. Οι τίτλοι των κομ­μα­τιών υπο­δη­λώ­νουν και μία ξεχω­ρι­στή κατά­στα­ση. Τα κύμα­τα, τον αέρα, το χιό­νι, το φεγ­γά­ρι, την αρχή της ζωής. Την ομορ­φιά και την επα­νά­στα­ση. Συναι­σθή­μα­τα πρω­τό­γνω­ρα γεν­νιού­νται σε κάθε ακρό­α­ση. Οι υπο­βλη­τι­κές μελω­δί­ες, η δια­κρι­τι­κή παρου­σία του θέρε­μιν και το ταί­ρια­σμά του με τη φωνή σε κάνουν να νιώ­θεις σα να έχεις μπει σε έναν λαβύ­ριν­θο. Σα να προ­σπα­θείς να βρεις τη λύση στο αίνιγ­μα και να φτά­σεις στην κάθαρση.

NG3

Ιδα­νι­κή επο­χή για την ακρό­α­ση του δίσκου; Το φθι­νό­πω­ρο κι ο χει­μώ­νας. Ο μου­ντός και­ρός ανέ­κα­θεν δημιουρ­γού­σε στους περισ­σό­τε­ρους ανθρώ­πους ένα κλί­μα μελαγ­χο­λι­κό. Όχι λύπη, ούτε θλί­ψη· απλή γλυ­κιά μελαγ­χο­λία. Μια τέτοια αίσθη­ση μου αφή­νουν και τα τρα­γού­δια αυτού του δίσκου. Το χαμο­γε­λα­στό κορί­τσι σε υπνω­τί­ζει με τα «Windy», «Snow», «Push your lips» και σε ταρα­κου­νά με τα «Eat me up» και «The moon».

Έκτο­τε, συμ­με­τέ­χει σε festival εντός κι εκτός συνό­ρων, τρα­γου­δά πλάι στον Μανώ­λη Φάμελ­λο, δια­σκευά­ζει Τζέ­νη Βάνου και Haddaway, παί­ζει μου­σι­κή σε γνω­στά αθη­ναϊ­κά στέ­κια, όπως επί­σης ασχο­λεί­ται με τη μου­σι­κή επέν­δυ­ση θεα­τρι­κών παρα­στά­σε­ων. Ακού­σα­με να ντύ­νει μου­σι­κά την παρά­στα­ση «Virtual Reality» του Ηλία Παρα­σκευό­που­λου, τις «Άγριες νότες», της Νίνας Ράπη, το έργο της Sarah Kane «4.48 Psychosis» και «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ», του Ράι­νερ Βέρ­νερ Φασμπί­ντερ, αμφό­τε­ρα σε σκη­νο­θε­σία της Άντζε­λας Μπρούσκου.

Αγα­πά το φεγ­γά­ρι και τις μορ­φές που αυτό μπο­ρεί να πάρει, τη σοκο­λά­τα, τη βρα­δι­νή Αθή­να, τους Pink Floyd και το «Dark side of the moon», το διά­βα­σμα και τον κινη­μα­το­γρά­φο. Ισχυ­ρί­ζε­ται ότι: «…η μου­σι­κή είναι εκτός χρό­νου. Εκτός χώρου. Μια κατά­στα­ση παράλ­λη­λης δια­φο­ρε­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας» και πως: «Η αγά­πη θα θριαμ­βεύ­σει». Αυτο­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως ντε­μο­ντέ και έχει υιο­θε­τή­σει ένα ρετρό, ρομα­ντι­κό στυλ, ενώ τη δια­κα­τέ­χει μια «χαμο­γε­λα­στή αισιοδοξία».

Μπο­ρείς να τη βρεις στο Facebook, στο YouTube, στο Bandcamp, αφού κύριο εργα­λείο στην προ­ώ­θη­ση της δου­λειάς της είναι το δια­δί­κτυο. https://www.facebook.com/pages/Nalyssa-Green/147173372001731 Μέσω αυτού μοι­ρά­ζει τη μου­σι­κή της και μαθαί­νεις τα νέα της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο