Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η γυναίκα και η μητρότητα στα ποιητικά έργα της Μαργαρίτας Φρονιμάδη – Ματάτση

Γρά­φει ο Γιάν­νης Δ. Μπάρ­τζης //

«Ευαγ­γε­λι­σμός» και «Κυο­φο­ρώ­ντας της ελπί­δα»

Στα ποι­ή­μα­τα της Μαρ­γα­ρί­τας είναι δια­κρι­τή με την πρώ­τη ανά­γνω­ση η κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση των προ­βλη­μα­τι­σμών της. Θα έλε­γα πως οι στί­χοι της απο­πνέ­ουν μια ζωη­ρή επα­να­στα­τι­κό­τη­τα, και μάλι­στα ορι­σμέ­νοι λει­τουρ­γούν κάλ­λι­στα ως συν­θή­μα­τα ξεση­κω­μού ενά­ντια στην εκμε­τάλ­λευ­ση, στην αδι­κία και στο ανε­λεύ­θε­ρο. Π.χ. «Αχ, κορί­τσια, / κορί­τσια με τα λάβα­ρα / και τα πανύ­ψη­λα όνει­ρα / αχ, κορί­τσια / με το τρα­γού­δι στο στό­μα / πάτε κι έρχε­στε / θερ­μαί­νο­ντας την ελπί­δα / στη χόβο­λη του αγώ­να σας / σα μια φέτα ζεστό ψωμί στη θρά­κα /..

Κυρί­αρ­χη σε όλες της τις συλ­λο­γές είναι η οπτι­κή γωνία από την πλευ­ρά της γυναί­κας. Η ποι­ή­τρια τιμά το φύλο της, εκφρά­ζει τα ιδιαί­τε­ρα προ­βλή­μα­τα και τις ξεχω­ρι­στές ευαι­σθη­σί­ες της γυναί­κας, μιλά εξ ονό­μα­τος όλων των γυναι­κών και συνά­μα απευ­θύ­νε­ται στις ομό­φυ­λές με την κατα­νό­η­ση και τη συμπά­θεια της φίλης, της συνα­γω­νί­στριας, της συμπάσχουσας.

Η γυναί­κα και η μητρό­τη­τα, αν και εμφα­νί­ζο­νται σε όλα της τα ποι­ή­μα­τα, άλλο­τε άμε­σα κι άλλο­τε έμμε­σα, θαρ­ρώ ότι στις πιο καλές ποι­η­τι­κές τους απο­δό­σεις εξυ­μνού­νται και προ­βάλ­λο­νται από τη Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση στις δύο συλ­λο­γές της: Ευαγ­γε­λι­σμός (1993) και Κυο­φο­ρώ­ντας την ελπί­δα (2010), οι οποί­ες σε μεγά­λο μέρος περιέ­χουν τα ίδια ποιήματα.

Η πρώ­τη γρα­φή, με γενι­κό τίτλο «Ευαγ­γε­λι­σμός», που έχει εκδο­θεί το 1993 από τις Αθη­ναϊ­κές εκδό­σεις Νέοι και­ροί, είναι δίγλωσ­ση, στα ελλη­νι­κά και στα ιτα­λι­κά, σε μετά­φρα­ση του Καθη­γη­τή του Πανε­πι­στη­μί­ου της Νάπο­λης κ. Κων­στα­ντί­νου Νίκα.

Η δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή «Κυο­φο­ρώ­ντας την ελπί­δα» ξεκι­νά με το ίδιο ποι­η­τι­κό υλι­κό. Κυκλο­φό­ρη­σε το 2010 και αυτή σε δίγλωσ­ση έκδο­ση, ελλη­νι­κά και αλβα­νι­κά. Τη μετά­φρα­ση στα αλβα­νι­κά έχει επι­με­λη­θεί ο Βορειοη­πει­ρώ­της φιλό­λο­γος – ποι­η­τής Πέτρος Τσερ­κέ­ζης. Στην όλη σύν­θε­ση και στην αισθη­τι­κή της συλ­λο­γής έχουν συμ­βά­λει άνθρω­ποι της Τέχνης και των Γραμ­μά­των τόσο από την Κόριν­θο όσο και από τη γεί­το­να Αλβα­νία. Ηθι­κός συμπα­ρα­στά­της είναι ο κάπο­τε εκπρό­σω­πος πολι­τι­σμού στην Αλβα­νι­κή Πρε­σβεία στην Αθή­να, Βασί­λης Τσο­λά­κου, ένας λεπτός και ευαί­σθη­τος χαρα­κτή­ρας που μόνο ωραί­ες ανα­μνή­σεις έχει αφή­σει στη χώρα μας και θερ­μές φιλίες.

Την ελλη­νο­αλ­βα­νι­κή έκδο­ση χαι­ρε­τί­ζει προ­λο­γί­ζο­ντας ο γνω­στός συγ­γρα­φέ­ας και πρώ­ην Πρό­ε­δρος της Ένω­σης Αλβα­νών Συγ­γρα­φέ­ων, Τσε­βαϊρ Σπαχίου.

Καλαί­σθη­τα είναι τα εξώ­φυλ­λα των δύο συλ­λο­γών. Το πρώ­το, «Ευαγ­γε­λι­σμός», έγι­νε με έργα του Ισπα­νού ζωγρά­φου Πάμπλο Πικά­σο, του οποί­ου έχουν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί και άλλα τρία σκί­τσα σε εσω­τε­ρι­κές σελί­δες. Του δεύ­τε­ρου «Κυο­φο­ρώ­ντας την ελπί­δα» το εξώ­φυλ­λο και δύο εσω­τε­ρι­κές εικό­νες είναι έργα της Λου­τρα­κιώ­τισ­σας εικα­στι­κού, Ξένιας Χαρί­τω­νος, ενώ τα εσω­τε­ρι­κά σκί­τσα είναι της Σπυ­ρι­δού­λας Ματά­τση, κόρης της Μαργαρίτας.

Η οποία, ας μου επι­τρα­πεί να μαντεύ­σω, είναι μάλ­λον αυτή που ενέ­πνευ­σε τη δημιουρ­γία της συγκε­κρι­μέ­νης συλ­λο­γής. Και πάλι θα αυθαι­ρε­τή­σω, αλλά πιστεύω ότι οι συλ­λο­γές: «Ευαγ­γε­λι­σμός» και «Κυο­φο­ρώ­ντας την ελπί­δα, ξεκί­νη­σαν να γρά­φο­νται από τη Μαρ­γα­ρί­τα, όταν κυο­φο­ρού­σε και τελι­κά γέν­νη­σε την κόρη της, Ρού­λα. Στη­ρί­ζω τη βεβαιό­τη­τά μου στη σελ. 62 του πρώ­του και 44 του δεύ­τε­ρου…, όπου η ποι­ή­τρια δηλώ­νει: «Μαζί με σένα τώρα / τρία αγγε­λού­δια πετούν στον ουρα­νό μου / ξανοί­γο­ντάς τον».

Η ωραιο­τά­τη δεσποι­νί­δα Ρού­λα Ματά­τση, που φιλο­τέ­χνη­σε τα σκί­τσα της συλ­λο­γής της μητέ­ρας της, σκί­τσα που υπον­νο­ούν σύλ­λη­ψη και κυο­φο­ρία, είναι το τρί­το παι­δί της Μαρ­γα­ρί­τας και του Βαγ­γέ­λη. Όταν είσαι φίλος της οικο­γέ­νειας, ανα­κα­λύ­πτεις πράγ­μα­τα στα ποι­ή­μα­τα της Μαρ­γα­ρί­τας, που έχουν προ­σω­πι­κό χαρα­κτή­ρα… ‘Αλλω­στε αν σκύ­ψου­με προ­σε­κτι­κά στην πρώ­τη εκδο­χή, δηλα­δή στη συλ­λο­γή «Ευαγ­γε­λι­σμός», θα δια­πι­στώ­σου­με ότι η ποι­ή­τρια-μητέ­ρα έχει υπο­ση­μειώ­σει και χρο­νο­λο­γί­ες γρα­φής συγκε­κρι­μέ­νων ποι­η­μά­των, που ξεκι­νούν απο τις 24–3‑1989 και τελειώ­νουν στις 7–5‑1989, όπου μάλι­στα δια­τρα­νώ­νει θριαμ­βευ­τι­κά ή ανα­γνω­ρί­ζει την υπο­τα­γή της μάνας στο καθή­κον της οικογενειας:

«Υπό τον ήχο τυμπά­νων / η παν­στρα­τιά / των τριών / ξεκι­νά… / Η άλω­ση της μάνας / αρχί­ζει… / Μάνα κου­ρά­γιο».

Ευαγ­γε­λι­σμός και Κυο­φο­ρώ­ντας την ελπί­δα, λοι­πόν. Η γυναί­κα στην ύψι­στη στιγ­μή της θέω­σης, στον εξαί­σιο ρόλο της γεν­νή­τρας, της δημιουρ­γού νέας ζωής. Η ποι­ή­τρια μέσα από στι­χουρ­γι­κούς δρό­μους και με λυρι­κούς φιλο­σο­φι­κούς δια­λο­γι­σμούς κατα­γρά­φει τη μαγι­κή πορεία που ξεκι­νά με την εκρη­κτι­κή ανα­στά­τω­ση του έρω­τα, «Οδεύ­ο­ντας / με σύνε­ση πάντα, / ξεφύ­γα­με από την έλξη της γης… / Μετά, / γδυ­θή­κα­με τη βαρύ­τη­τα! / Και πλεύ­σα­με / σε πελά­γη ευτυ­χί­ας… ».

Περ­νά υπο­βλη­τι­κά στη σύλ­λη­ψη: «Επί­μο­νο το σπέρ­μα / τοξεύ­τη­κε κάθε­τα / στης μήτρας τη γόνι­μη γη, / ζωή να γεν­νή­σει… / κι εκεί­νης το άνθος / ευω­διά­ζει, / καρ­πο­φο­ρεί ξανά / ‑κι είναι η τρί­τη φορά- / κάτω απ’ το φως / ενός θεσπέ­σια, ακτι­νο­βο­λού­ντος ηλί­ου… ».

Στέ­κε­ται ενα­γώ­νια και υπο­μο­νε­τι­κά στην εννε­ά­μη­νη κυο­φο­ρία: «Εννέα μήνες τώρα / αβέ­βαιη έως εσχά­των, / σε ποιο Θεό ισχυ­ρό­τε­ρο / να προ­σευ­χη­θείς; / Εννέα μήνες τώρα, / αδύ­να­μη έως εσχά­των, / στο κυο­φο­ρού­με­νο έμβρυο, / τ’ αυρια­νό παι­δί, / απο­κα­λύ­πτε­σαι!».

Για να ολο­κλη­ρω­θεί στη γέν­να του ανα­με­νώ­με­νου τέκνου, όταν η ελπί­δα θα πάρει σάρ­κα και οστά και πρό­σω­πο. «Ένα παι­δί γεν­νιέ­ται από­ψε, / σαλ­πί­στε παιά­νες! / Λου­λού­δια μαρ­τιά­τι­κα / κόψε, Ελπί­δα… ».

Η κυο­φο­ρού­σα μάνα πάσχει σωμα­τι­κά, υπο­φέ­ρει, στε­ρεί­ται, αγω­νιά για το αύριο, αλλά ταυ­τό­χρο­να ορα­μα­τί­ζε­ται ό,τι πιο ωραίο για το παι­δί που πάλ­λε­ται μέσα της. «Οδεύ­ο­ντας στο ζενίθ, / το ζενίθ απο­θέ­ω­νες! / Πού να κρύ­ψεις τους φόβους σου, / μάνα γλυ­κειά; / Πώς να συντρί­ψεις / το μινώ­ταυ­ρο / στο λαβύ­ριν­θο της αμφι­βο­λί­ας / που ελλο­χεύ­ει;».

Η κοι­νω­νία που θα υπο­δε­χθεί το γόνο της έχει ανοι­χτές πλη­γές, είναι σκλη­ρή, άδι­κη, πολε­μό­χα­ρη. Η μάνα θέλει ομορ­φιά, δικαιο­σύ­νη, ισό­τη­τα, ελευ­θε­ρία, θέλει ειρή­νη στο κόσμο που θα φέρει το παι­δί της. Η μάνα ελπί­ζει. Το παι­δί της είναι η Ελπί­δα του αυρια­νού κόσμου. Κι αυτή η ιδέα της δίνει δύνα­μη, αντο­χή και κου­ρά­γιο. Είναι η μονα­δι­κή αίσθη­ση της πληρότητας.

«Κυο­φο­ρείς! / και η αίσθη­ση της πλη­ρό­τη­τας / γλώσ­σα φωτιάς / σε τυλί­γει… / Η πλη­ρό­τη­τα! / γένους θηλυ­κού, / που μόνο θηλυ­κό μπο­ρεί να νιώ­σει, / που μόνο η μάνα η μέλ­λου­σα / μέλ­λε­ται να γευ­τεί».

Η γέν­νη­ση κάθε παι­διού είναι ένα λιθα­ρά­κι στο οικο­δό­μη­μα της ελπί­δας για το καλύ­τε­ρο αύριο της κοι­νω­νί­ας των ανθρώ­πων. Αυτή η σκέ­ψη εμψυ­χώ­νει την ποι­ή­τρια μητέ­ρα στον καθη­με­ρι­νό της αγώ­να για την επι­βί­ω­ση, καθώς ταυ­τό­χρο­να κυο­φο­ρεί. Βιώ­νει την κυο­φο­ρία της ζωής ως κυο­φο­ρία ελπίδας.

Στη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή, που απέ­χει από τη σχε­δόν δίδυ­μή της πρώ­τη, περί­που 17 χρό­νια, η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση έχει προ­σθέ­σει μια προ­έ­κτα­ση από τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα που συμπλη­ρώ­νουν την παλαιό­τε­ρη εκδο­χή. Εκεί κάνει λόγο για μητρι­κή σκλη­ρό­τη­τα και για μια υπο­συ­νεί­δη­τη τάση Μήδειας που «ανα­βιώ­νει / κάθε που χάνου­με / την επα­φή με το γόνο, / κάθε που οργι­ζό­μα­στε / με τα δει­λά του [του παι­διού δηλα­δή] φτε­ρου­γί­σμα­τα… / κάθε που το τσα­κί­ζου­με…». Και κατα­λή­γει με ένα τρο­μαγ­μέ­νο αφο­ρι­σμό: «Αυτή η Μήδεια / πρέ­πει να πεθά­νει».

Αυτή είναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για τη σύγ­χρο­νη μάνα. Θα έρθουν στιγ­μές που θα οργι­στεί με συπε­ρι­φο­ρές του παι­διού της, το οποίο καθώς μεγα­λώ­νει και δοκι­μά­ζει τα δικά του φτε­ρά, μπο­ρεί και να την πικρά­νει. Η ποι­ή­τρια μάνα όμως, η οποία σέβε­ται την ελευ­θε­ρία του παι­διού της να επι­λέ­ξει το δρό­μο του στη ζωή «του», και όχι στη ζωή που οι γονείς του επέ­λε­ξαν για αυτό, αρνεί­ται την αντί­δρα­ση της οργής και ανα­γνω­ρί­ζει πως αυτή η Μηδεια­κή αρχέ­γο­νη τάση πρέ­πει να κατα­πνι­γεί στο πέλα­γος της απε­ριό­ρι­στης μητρι­κής αγάπης.

Στη συλ­λο­γή «Κυο­φο­ρώ­ντας την Ελπί­δα», συνα­ντά­με και τρία ανε­ξάρ­τη­τα ποι­ή­μα­τα με τίτλους: «Αλκυο­νί­δες», ένα αλη­θι­νό ποι­η­τι­κό δια­μά­ντι, «Ο έξο­χος Μπρεχτ» και «Υπό­σχε­ση».

Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας τη σύντο­μη κρι­τι­κή ματιά μας στις δύο συλ­λο­γές, θα λέγα­με ότι κυρί­αρ­χη ιδέα είναι η σχέ­ση αγά­πης, ο έρω­τας και η γονιμότητα.

Ο «Ευαγ­γε­λι­σμός» ως τίτλος παρα­πέ­μπει σε άγγελ­μα γονι­μό­τη­τας, σε άγγελ­μα ελπί­δας. Στην περί­πτω­ση της Μαρ­γα­ρί­τας έχει οπωσ­δή­πο­τε αυτά τα σημαι­νό­με­να, αλλά και μια επι­πρό­σθε­τη υπό­νοια για τον πραγ­μα­τι­κό της έρω­τα, για τον αλη­θι­νό της σύντρο­φο και πατέ­ρα των παι­διών της, το φίλο μας Ευάγ­γε­λο. Για­τί, όπως δια­πι­στώ­νου­με, η ποί­η­ση της Μαρ­γα­ρί­τας έχει ως σημείο εκκί­νη­σης τα προ­σω­πι­κά-οικο­γε­νεια­κά της βιώ­μα­τα, αλλά απλώ­νε­ται και αγκα­λιά­ζει με τους στί­χους της τα παναν­θρώ­πι­να ζητή­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με τη γυναί­κα, τη γυναί­κα ως ερω­μέ­νη-αγα­πη­μέ­νη και τη γυναί­κα ως γεν­νή­τρα-μάνα. Και την αποθεώνει…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο