Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ελπίδα

Φιλο­ξε­νού­με­νος ο Δημή­τρης Α. Δημη­τριά­δης* //

Ποιος είπε ότι σωπαί­νουν οι νέοι; Ποιος είπε ότι τα νέα παι­διά δεν έχουν φωνή; Στους κολα­σμέ­νους και­ρούς μας που οι ψυχές βαρια­να­σαί­νουν, ο ουρα­νός ασφυ­κτιά κι η κοι­νω­νία τήκε­ται από υπο­νο­μεύ­σεις, υπο­τι­μή­σεις, χρε­ω­λύ­σια, σπρεντς κι ανε­λέ­η­το φόβο, τα νέα παι­διά εξα­κο­λου­θούν να μας καλούν να σκε­φτού­με μεγα­λό­φω­να, θρέ­φο­ντας την έννοια του θαύ­μα­τος και το θαύ­μα της έννοιας.

Αυτά τα παι­διά του γκρε­μι­σμέ­νου μας κόσμου, τα μόνα που τολ­μούν ν’ αντι­κρί­ζουν τον ίλιγ­γο μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που δεν τη θέλουν, που ευτυ­χώς δεν την έπλα­σαν κι ευτυ­χώς δεν τα έπλα­σε, που κατά­φε­ραν να δια­σχί­σουν τους ωκε­α­νούς του βούρ­κου κολυ­μπώ­ντας σε ύπτια θέση με το βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στ’ άστρα, που «παρεκ­κλί­νουν» και θεω­ρού­νται «αντι­κοι­νω­νι­κά», αυτά είναι η ελπί­δα μας.

Αυτά τα παι­διά, με τις ατέ­λειω­τες πλη­γές που κανέ­να φάρ­μα­κο δε στά­θη­κε δυνα­τό να τις κλεί­σει, οι νέοι πει­σμα­τά­ρη­δες που το σύστη­μα πάσχι­σε να τους χαλά­σει, να τους αφαι­ρέ­σει την πρώ­τη τους λάμ­ψη με χίλια δυο βερ­νί­κια, να τους ξεμά­θει τη γνή­σια ανυ­πα­κοή που τους δίδα­ξε ο Χοκ Φιν φυτεύ­ο­ντάς τους αμέ­τρη­τα μέτρια παρα­μύ­θια και τα «γονί­δια του νικη­τή», κλεί­νο­ντάς τους το μάτι, αυτά τα παι­διά συγκρά­τη­σαν ό, τι είναι να κρα­τή­σουν, γνω­ρί­ζο­ντας καλά, πολύ καλά, ότι η ουσία της ζωής ίπτα­ται, δεν εκχω­ρεί­ται, δεν υπο­θη­κεύ­ε­ται, δεν ευτε­λί­ζε­ται για το χατί­ρι κανε­νός, παντού: στο Ιράκ, στην Παλαι­στί­νη, στο Σαντιά­γο, στη Νικα­ρά­γουα, στη Μαδρί­τη, στην Ελλά­δα, στο Σύνταγ­μα… Στα δύσμοι­ρα χρό­νια μας τα όνει­ρά τους γίνο­νται ποι­ή­μα­τα και θού­ρια και μνη­μό­συ­να, μυστι­κές κρύ­πτες, σημειώ­μα­τα για μπο­τί­λιες στο πέλα­γος των δια­δη­λώ­σε­ων, σπιν­θή­ρες του δυτι­κού πολι­τι­σμού που μας θερί­ζει, σημαί­ες αντί­στα­σης ανά­με­σα σε ρόπα­λα, κρά­νη, δακρυ­γό­να, φλό­γες και άρματα.

Αυτά τα παι­διά που ταΐ­στη­καν απ’ την πρώ­τη στιγ­μή τους με μύριες αλλα­γές της κακιάς ώρας, με ηχη­ρές παραι­νέ­σεις από φρι­χτούς ρήτο­ρες και «δυνα­μι­κά στε­λέ­χη», με την ανυ­πό­φο­ρη αυτα­ρέ­σκεια, θρα­σύ­τη­τα κι αναί­δεια αυτών που κυριαρ­χούν στην πολι­τι­κή αρέ­να υπο­ταγ­μέ­νοι, αυτά τα παι­διά που δεν χώνε­ψαν τίπο­τα και τίπο­τα δεν μπο­ρούν να ξεχά­σουν, που απορ­ρί­πτουν εντε­λώς κι ολο­κλη­ρω­τι­κά, που πάντα θα’ ναι εκεί και πάντα θα υπάρ­χουν, με την ψυχή τους, με τη φωνή τους και το άγριο γέλιο τους, απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι η ζωή ξέρει ν’ αφου­γκρά­ζε­ται, να στοι­χί­ζε­ται και να συμ­με­τέ­χει, αυτά τα παι­διά θα τρα­βή­ξουν την κουρ­τί­να της Ιστο­ρί­ας, θα ξεσκί­σουν προ­στα­κτι­κές κι ανε­λέ­η­τα θα πελε­κή­σουν το στο­μά­χι της σκο­τει­νιάς έως ότου ματώ­σει και ανα­βλύ­σει μια και­νού­ρια μέρα.

 

* Ο Δημή­τρης Α. Δημη­τριά­δης είναι ποι­η­τής και δημο­σιο­γρά­φος. Μέλος του Συν­δέ­σμου Ιστο­ρι­κών Συγ­γρα­φέ­ων και της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Λογοτεχνών

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο