Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η εξυπνάδα της λογοκρισίας

Επι­μέ­λεια Βασί­λης Κρί­τσας //

Παρου­σιά­ζου­με ένα από­σπα­σμα από τις ανα­μνή­σεις του αγω­νι­στή Γιώρ­γη Μαντά από την υπε­ρε­ξη­ντά­χρο­νη πορεία του, όπως κατα­γρά­φο­νται στο βιβλίο του “ό,τι θυμή­θη­κα από τη συμ­με­το­χή μου στους αγώ­νες της γενιάς μου 1942–2004”, που κυκλο­φό­ρη­σε από τη Σύγ­χρο­νη Επο­χή. Στο από­σπα­σμα αυτό περι­γρά­φε­ται μια πτυ­χή από τη ζωή των αγω­νι­στών μες στις φυλα­κές, όπου φαί­νε­ται η “οξύ­νοια” των κατα­σταλ­τι­κών μηχα­νι­σμών του μετεμ­φυ­λια­κού καθε­στώ­τος και της λογο­κρι­σί­ας που ασκού­σε στα ανα­γνώ­σμα­τα των κρατουμένων.

MantasΜέσα σε αυτό το κλί­μα, ανδρω­νό­μουν κι εγώ, δια­βά­ζο­ντας κυρί­ως σοβιε­τι­κά  βιβλία, τόσο επι­στη­μο­νι­κά, όσο και λογο­τε­χνι­κά. Διά­βα­σα ιστο­ρι­κό υλι­σμό, Πολι­τι­κή Οικο­νο­μία, δεκά­δες ιστο­ρι­κά βιβλία (από το Βυζά­ντιο μέχρι την Αρχαία Ελλά­δα), όλα γραμ­μέ­να από Σοβιε­τι­κούς ιστο­ρι­κούς, καθώς και εκα­το­ντά­δες λογο­τε­χνι­κά βιβλία. Κάποιοι από εσάς βέβαια θα ανα­ρω­τιέ­στε πώς ήταν δυνα­τό, από τη μια μεριά, να κατη­γο­ρώ το καθε­στώς της φυλα­κής σα φασι­στι­κό και από την άλλη να υπάρ­χουν τόσα βιβλία σε κυκλο­φο­ρία. Δεί­τε τι γινό­ταν. Ένα μεγά­λο μέρος των βιβλί­ων έμπαι­νε κρυ­φά στη φυλα­κή από συντρό­φους που περ­νού­σαν από το Μετα­γω­γών και η κυκλο­φο­ρία τους μέσα στις ακτί­νες γινό­ταν κρυ­φά. Στα “ντου” που συχνά έκα­ναν οι φύλα­κες, κρύ­βα­με τα βιβλία στις πιο απί­θα­νες θέσεις, για να μην τα βρουν. Όσα βιβλία μας παίρ­ναν, τα ξανα­παίρ­να­με σιγά-σιγά κάτω από συνε­χείς δια­μαρ­τυ­ρί­ες και τα δια­τη­ρού­σα­με μέχρι το επό­με­νο ντου. Πολ­λά βιβλία τα πέρ­να­γαν κρυ­φά φύλα­κες, ένσ­ντι χρη­μά­των. Αυτά τα “ντου” η διεύ­θυν­ση τα είχε ανα­γά­γει σε σύστη­μα. Μόλις η ζωή στη φυλα­κή έμπαι­νε σε κάποια ομα­λό­τη­τα, μια ωραία πρω­ία, εκα­το­ντά­δες φύλα­κες εισέ­βα­λαν στους θαλά­μους και, αφού ανα­πο­δο­γύ­ρι­ζαν τα πάντα, παίρ­ναν ό,τι βιβλίο ήταν κατά τη γνώ­μη τους “ανα­τρε­πτι­κό”. Τώρα το ποιο βιβλίο ήταν ανα­τρε­πτι­κό εξαρ­τιό­ταν από τις γνώ­σεις τους γύρω από τα θέμα­τα, που συνή­θως ήταν μηδε­νι­κές, αφού η πλειο­ψη­φία τους ούτε το Δημο­τι­κό δεν είχε τελειώ­σει. Σαν κρι­τή­ριο είχαν την κατά­λη­ξη του ονό­μα­τος του συγ­γρα­φέα. Αν είχε ρώσι­κη κατά­λη­ξη (όφσκι, κτλ), το βιβλίο ήταν ανα­τρε­πτι­κό και κοβό­ταν. Έτσι απα­γό­ρευ­σαν τα βιβλία του Ντο­στο­γιέφ­σκι, που είχε πεθά­νει πολύ πριν την Επα­νά­στα­ση, ενώ επέ­τρε­ψαν την Πολι­τι­κή Οικο­νο­μία του Σεγκάλ για­τί το άδειο τους μυα­λό δεν μπο­ρού­σε να φαντα­στεί πώς ένας Σοβιε­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας μπο­ρεί να έχει επί­θε­το Σεγκάλ. Απα­γό­ρευ­σαν τη Γραμ­μα­τι­κή του Μανό­λη Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, για­τί ήταν στη Δημο­τι­κή και για­τί το “ίδης” στο επί­θε­το ταί­ρια­ζε με πρό­σφυ­γα, που συνή­θως είχε ανα­τρε­πτι­κές ιδέ­ες. Τα ευτρά­πε­λα είναι πολ­λά και δε χρειά­ζε­ται να ανα­φέ­ρω άλλα.

Αμέ­σως μόλις τελεί­ω­νε η επι­δρο­μή τους, άρχι­ζε η δική μας αντί­δρα­ση. Εκα­το­ντά­δες από εμάς ζητού­σα­με και βγαί­να­με στην ανα­φο­ρά, ζητώ­ντας το δίκιο μας. Επει­δή με τις εκα­το­ντά­δες αιτή­ζεις ανα­φο­ράς, η διεύ­θυν­ση ερχό­ταν σε αδιέ­ξο­δο (το δικαί­ω­μα της ανα­φο­ράς είναι νομι­κώς κατο­χυ­ρω­μέ­νο), ανα­γκά­στη­κε να απο­δε­χτεί τους εκλεγ­μέ­νους αντι­προ­σώ­πους μας, έναν από κάθε ακτί­να κι έναν για όλη τη φυλα­κή. Έτσι, με τις καθη­με­ρι­νές παρα­στά­σεις και για να μας ξεφορ­τω­θούν, ανα­γκά­ζο­νταν σιγά-σιγά και μας ξανά­δι­ναν ό,τι είχαν κατα­σχέ­σει. Αυτή η περί­ο­δος διαρ­κού­σε 45 μέρες κι ύστε­ρα έκα­ναν με το πρό­σχη­μα πιθα­νής δρα­πέ­τευ­σης άλλο ντου, με τα ίδια αποτελέσματα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο