Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η εποχή των πληβείων»

Γρά­φει η Μαριάν­θη Αλει­φε­ρο­πού­λου ‑Χαλ­βα­τζή //

Θέλω να ευχα­ρι­στή­σω το Στέ­φα­νο Ψαρα­δά­κο για­τί μου εμπι­στεύ­τη­κε να παρου­σιά­σω το ποι­η­τι­κό του έργο “Στην  επο­χή των πληβείων”.

Όταν ένα βιβλίο , ιδιαί­τε­ρα ποί­η­σης,  παρα­δο­θεί από τον συγ­γρα­φέα στο κοι­νό, απο­κτά μια δική του οντό­τη­τα. Ανε­ξαρ­το­ποιεί­ται, σε ενα βαθ­μό, από τον συγ­γρα­φέα και συν­δέ­ε­ται και με τον αναγνώστη.

Ο ανα­γνώ­στης ανά­λο­γα με τη δική του προ­σω­πι­κό­τη­τα, τις εμπει­ρί­ες, ακό­μα και τη στιγ­μή που το δια­βά­ζει,  δημιουρ­γεί τα δικά του συναι­σθή­μα­τα,  τις δικές του ερμη­νεί­ες, μετα­φο­ρές  και σημα­το­δο­τή­σεις.  Αυτή είναι η δύνα­μη του βιβλί­ου ποί­η­σης, να ξεπερ­νά το συγ­γρα­φέα του. Να ενερ­γο­ποιεί το μυα­λό και τα συναι­σθή­μα­τα του ανα­γνώ­στη, πάνω βέβαια στο συγκε­κριμ­μέ­νο πλαί­σιο αρχών και νοη­μά­των που έχει χαρά­ξει ο συγγραφέας.

Έτσι κι εγώ θα σας μετα­φέ­ρω  τη δική μου ανά­γνω­ση, όχι την επι­στη­μο­νι­κή ανά­λυ­ση κάποιου ειδι­κού, πχ  φιλο­λό­γου, κρι­τι­κού, για­τί  δεν είμαι. Ελπί­ζω σαν ανα­γνώ­στρια να έχω προ­σεγ­γί­ση τους στό­χους και το πνεύ­μα του ποιητή.

Πρό­κει­ται για ένα μικρό βιβλίο 75 σελι­δων με τον τίτλο ” Στην επο­χή των πλη­βεί­ων.” που εκδό­θη­κε το Νοέμ­βριο του 2015 από τις εκδό­σεις “Εντύ­ποις”.  Στο εμπρο­σθό­φυ­λο μια πολύ μικρή εικό­να , που δεί­χνει το γνω­στό  γίγα­ντα,  να έχει καρ­φώ­σει  το βέλος του μέσα στο στό­μα του θεριού. Στο οπι­σθό­φι­λο καθώς και στην τρί­τη σελι­δα του βιβλί­ου, υπάρ­χει ένας πίνα­κας του Τάκη Βίνη, που σε παρα­πέ­μπει σε ανθρώ­πους του μόχθου,   συν­δε­δε­μέ­νος δε  με τον τίτλο του βιβλί­ου νομί­ζεις πως τρα­βά­νε το κάρο της ζωής.

Για­τί η εικό­να του εμπρο­σθό­φυ­λου είναι τόσο μικρή;  Συμ­βο­λι­κό;  Εγώ έτσι το είδα. Δεν είναι ευκο­λο να σκο­τώ­σεις το θεριό, ιδιαί­τε­ρα στην επο­χή των πλη­βεί­ων. Χρειά­ζε­ται θέλη­ση, απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα , προ­σπά­θεια για να δια­κρί­νεις τη διέ­ξο­δο,  να  ακο­λου­θή­σεις το δρό­μο του αγώ­να. Η ελευ­θε­ρία απαι­τεί θέλη­ση, προ­σπά­θεια, δύνα­μη και θυσίες.

 Αυτό νομί­ζω είναι και το κεντρι­κό μήνυ­μα του βιβλίου. 

Περιέ­χει 24 ποι­ή­μα­τα, εκ των οποί­ων το πρώ­το, ” Γράμ­μα σε έναν ποι­η­τή”  ανα­φέ­ρε­ται στον Ναζίμ Χικ­μέτ και έχει πάρει το πρώ­το βρα­βείο στο Λογο­τε­χνι­κό δια­γω­νι­σμό “Αση­μέ­νια Σελί­δα.”  Υπάρ­χει ένα ακό­μα άτι­τλο ποι­η­μα, που ανα­φέ­ρε­ται στη μοί­ρα του πλη­βεί­ου να προ­σκυ­νά­ει , χωρι­σμέ­νο στην αρχή και στο τέλος των ποιημάτων.

Το μέτρο είναι ελευ­θε­ρο. Όμως δεν θα στα­θώ, όπως προ­εί­πα, στη μορ­φή του λόγου,  αλλά στον ίδιο το λόγο.

Δια­βά­ζο­ντας το έργο του Στέ­φα­νου, σε κερ­δί­ζουν τα νοή­μά του. Κεντρί­ζει τη σκέ­ψη, δημιουρ­γεί προ­βλη­μα­τι­σμούς, εμπλου­τί­ζει  τις γνώ­σεις και την αισθη­τι­κή αντί­λη­ψη. Σε πνί­γει η ήττα, ο συμ­βι­βα­σμός, η άγνοια,  ο φόβος του πλη­βεί­ου ήδη απο το πρώ­το άτι­τλο ποι­η­μα. Ασφυ­κτιάς,   δεν σε αφή­νει όμως να πνι­γείς, για­τί  παράλ­λη­λα υπάρ­χει η ανά­τα­ση του αγω­νι­στή, υπάρ­χουν τα σκιρ­τή­μα­τα  της αντί­δρα­σης, οι ανα­λα­μπές των  μηνυ­μά­των της νίκης, το όρα­μα  ενός άλλου κόσμου. Ψάχνεις μαζί με το συγ­γρα­φέα.  Για­τί αυτό το ανώ­τε­ρο πλά­σμα της φύσης, ο άνθρω­πος , ο μόνος κάτο­χος της συνεί­δη­σης πάνω στη γη, τόσο συχνά την περι­φρο­νεί, την αγνο­εί, δεν τολ­μά­ει να την κατα­κτή­σει;  Για­τί δεν την διεκ­δι­κεί;  Για­τί την ξεπουλάει;

Οι πλη­βεί­οι έζη­σαν σε κάποια ιστο­ρι­κή στιγ­μή πριν από αιώ­νες. Χτί­σα­νε, άβου­λοι μεν, αλλά   με τον ιδρώ­τα , με τη βία και τις ίδιες τους τις ζωές τα θεμέ­λια του σημε­ρι­νού κόσμου και του πολι­τι­σμού μας.  Κανε­νος το όνο­μα δεν έμει­νε στην ιστο­ρία. Έμει­νε το  στιγ­μα­τι­σμέ­νο ουσια­στι­κό που τους ενώ­νει και τους καθο­ρί­ζει ως κατώ­τε­ρη τάξη, Πλη­βεί­οι,  απέ­να­ντι στην ανώ­τε­ρη τάξη τους πατρί­κιους, τα αφε­ντι­κά. Η ιστο­ρι­κή αυτή περί­ο­δος πέρα­σε ορι­στι­κά. Έτσι  μας μαθαί­νουν  στην ιστο­ρία.  Μήπως όμως για να επαναπαυόμαστε;

Τι συμ­βαί­νει σήμε­ρα;    Μήπως υπάρ­χουν οι σύγ­χρο­νοι πλη­βεί­οι,  που προ­σπα­θούν να τους αλλά­ξουν την  εξω­τε­ρι­κή εμφά­νι­ση για να μην ανα­γνω­ρί­ζο­νται; Δυστυ­χώς ναι και σε αυτούς ανα­φέ­ρε­ται το βιβλίο που συζητάμε.

Για­τί όμως εξα­κο­λου­θούν να υπάρ­χουν, ύστε­ρα από τόσες κατα­κτή­σεις του ανθρώ­που και της ανθρω­πό­τη­τας;  Ποιός τους δημιουρ­γεί και για­τί; Το βιβλιο προ­σπα­θεί να δώσει απαντήσεις.

            Ο φόβος και η άγνοια είναι τα θεριά που κατα­σπα­ρά­ζουν τη συνεί­δη­ση  και μαζί της, την ελπί­δα, τη δύνα­μη του ανθρώ­που να κατα­κτή­σει την ελευ­θε­ρία του.  (Σαν άτο­μο, αλλά  και συλ­λο­γι­κά σαν τάξη) Ποιός γεν­νά­ει όμως αυτά τα θεριά;  Είναι νομο­τε­λεια­κά; Ποιός ωφε­λεί­ται; Πότε  και πως θα εξαφανιστούν; 

Το φόβο και την άγνοια τα γεν­νά­ει η βία και η εκμε­τάλ­λευ­ση του  ανθρώ­που. Τα καλ­λιερ­γούν τα αφε­ντι­κά, οι εκμε­ταλ­λευ­τές για να κρα­τά­νε τον άνθρω­πο πλη­βείο. Να δου­λεύ­ει για αυτούς, να τους παρα­χω­ρεί την εξου­σία να δια­φε­ντεύ­ουν τη ζωή του. Να τους  ευχα­ρι­στεί,  για­τί του δίνουν ένα κομ­μά­τι από το καρ­βέ­λι που του παρά­γουν. Να θυμώ­νει ίσως  μαζί τους καμ­μιά φορά, να τον πνί­γει το άδι­κο, αλλά να προσκυνάει.

“και να δοξά­ζει ο τυχε­ρός που λεύ­τε­ρος θα πάει να κοιμηθεί

τσι­μπο­λο­γό­ντας λεύ­τε­ρα τ’ αφέ­ντη τα αποφάγια.”

Πιστέ­υω, πως ένας από τους λόγους που παρα­κί­νη­σαν το Στέ­φα­νο να γρά­ψει αυτό το βιβλίο αυτή την επο­χή,  ήταν η οικο­νο­μι­κή κρί­ση ιδιαί­τε­ρα των τελευ­ταί­ων ετών. Μία κρί­ση  του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, με πολύ­πλευ­ρες κοι­νω­νι­κές εκφρά­σεις, που καλ­λιέρ­γη­σε και έκα­νε πιο εμφα­νή τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του πλη­βεί­ου. Μια κρί­ση που ανέ­δει­ξε   τους σύγ­χρο­νους πλη­βεί­ους σαν νομο­τε­λια­κό απο­τέ­λε­σμα,  αλλά και  ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση της επι­βί­ω­σης και της ανά­καμ­ψης του συστή­μα­τος και των αφε­ντι­κών του.

Κατα­κτή­σεις του 20 αιώ­να πάρ­θη­καν πίσω παγκό­σμια και στη χωρα μας. Οι ανα­τρο­πές στις πρω­ην σοσια­λι­στι­κές  χώρες, ξανα­γέν­νη­σαν πλη­βεί­ους, αφού η κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης που είχε κατα­κτη­θεί από τους προ­λε­τά­ριους  σαν κοι­νω­νι­κή σχέ­ση και  τους είχε εξα­λεί­ψει, δεν κατά­φε­ρε να ολο­κλη­ρω­θεί σε αυτή τη φάση.

Στη χώρα μας και όχι μόνο, που η εκμε­τάλ­λευ­ση ακό­μα “ζεί και βασι­λευ­ει”, πάρ­θη­καν πίσω  κατα­κτή­σεις, που είχαν βελ­τιώ­σει τις συν­θή­κες ζωής και εργα­σί­ας του λαού. Τα δεκα­πε­ντά­ω­ρα στη δου­λειά , οι εργα­σια­κές σχέ­σεις λάστι­χο,  οι βαρειές και ανθυ­γιει­νές συν­θή­κες εργα­σί­ας, τα λεγό­με­να εργα­τι­κά ατυ­χή­μα­τα, (στην ουσία, εργα­τι­κά εγκλή­μα­τα) τα μλο­κά­κια χωρίς ασφά­λι­ση, η ανι­σο­τι­μία της γυναί­κας, οι απο­λύ­σεις εγκύ­ων, τα χαρ­τιά που ζητά­νε οι εργο­δό­τες από τα νέα κορί­τσια, ότι δεν θα γίνουν μανά­δες  όσο είναι στη δου­λειά, η ανερ­γία , η φτώ­χια, η πορ­νεία, τα ναρ­κω­τι­κά, η προ­σφυ­γιά,  τι άλλο είναι παρά σύγ­χρο­νη σκλα­βιά; Ιδιαί­τε­ρα  αν συσχε­τι­σθουν με τις σημε­ρι­νές κατα­κτή­σεις της επι­στή­μης και της τεχνο­λο­γί­ας,  που μεγα­λώ­νουν  την απο­δο­τι­κό­τη­τα της εργα­σί­ας;  Αντί να έχου­με βελ­τί­ω­ση των όρων ζωής έχου­με φτώ­χεια, ανερ­γία, πολέ­μους και συγκέ­ντω­ση αμύ­θη­του πλού­του σε λίγους. Όλα αυτά  δεν χωρί­ζουν την κοι­νω­νία σε πλη­βεί­ους  και αφέντες;

Μπο­ρεί τους αφέ­ντες, λογω της μεγά­λης συγκέ­ντρω­σης του πλού­του να μην τους βλέ­που­με δίπλα μας, όμως υπάρ­χουν και είναι  το ίδιο σκλη­ροί και απάνθρωποι.

Μπο­ρεί αρκε­τοί πλη­βεί­οι σήμε­ρα να έχουν  κανα­πέ και τηλε­ό­ρα­ση, ψίχου­λα βέβαια μπρο­στά στις σύγ­χρο­νες  ανά­γκες τους, αλλά αυτά δεν εξά­λει­ψαν την υπο­βάθ­μι­σή τους σε άβου­λα, φοβι­σμέ­να  όντα. Δεν αναι­ρούν την ουσία του πλη­βεί­ου. Μπο­ρεί μάλι­στα  μερι­κοί να νομί­ζουν  πως είναι και ελευ­θε­ροι να δια­λέ­γουν  τον εκμε­τα­λευ­τή τους, να του εκχω­ρούν  τη συνεί­δη­σή τους.

Σε αρκε­τά ποι­ή­μα­τα ανα­δει­κνύ­ε­ται η ψυχο­λο­γία  αυτού του σύγ­χρο­νου πλη­βεί­ου.  Του συμ­βι­βα­σμέ­νου,  του νικη­μέ­νου, οι εσφαλ­μέ­νοι δρό­μοι διε­ξό­δου που ανα­ζη­τά­ει, που στην ουσία  είναι αδιε­ξό­δοι. Ο ατο­μι­σμός, οι συνει­δη­τές ή υπο­συ­νεί­δη­τες  ενο­χές, η παραί­τη­ση που  ανα­κυ­κλώ­νο­νται  συντη­ρούν την τάξη των πληβείων .

 “για να μπο­ρεί του σκλά­βου ελεύ­θε­ρα να απο­λαμ­βά­νει την ανεμελιά

κι ελεύ­θε­ρα του υπη­ρέ­τη να γυρεύ­ει την ανεύ­θυ­νη βολή

και να δοξά­ζει ο τυχε­ρός, που λεύ­τε­ρος θα πάει να κοιμηθεί

τσι­μπο­λο­γό­ντας λεύ­τε­ρα τ’ αφέ­ντη τα αποφάγια.

Αξιο­λύ­πη­τος;    ΌΧΙ . Το να τον λυπά­σαι δεν οδη­γεί που­θε­νά. Πρέ­πει να το ταρα­κου­νή­σεις, να ιδεί  τις αιτί­ες  της ήττας του,  τους  υπευ­θυ­νους, τα  αφε­ντι­κά αλλά και τις δικές του τις ευθύ­νες. “Αν πώ ότι δεν φταίς σε υπο­τι­μώ” λεει σε ένα ποιημα.

Στο  βιβλιο παράλ­λη­λα  ανα­φέ­ρο­νται προ­σπά­θειες, ανα­τά­σεις και νίκες του παρελ­θό­ντος. Άνθρω­ποι που υψώ­θη­καν στο μπόι της ελευθερίας.

“Τότε που άλι­κος έρεε στο ηλιο­βα­σή­λε­μα, ολόι­διος αίμα ο αγώνας

και στις ψυχές μας στάλ­λα­ζε τ’ από­σταγ­μα μυρου­δια­στών ανθών

αντί­δο­το και για­τρειά και δύνα­μη να χτί­σου­με την επο­χή του ανθρώπου.….…..

Τότε που τέκνα εγέν­ναε αμέ­τρη­τα η λευτεριά 

από των μελ­λο­θά­να­των την τελευ­ταία της ζωής ανάσα.…”

Στις γραμ­μές του βιβλί­ου χαρά­ζουν οι ακτί­νες ενός άλλου κόσμου, όπως τον ονει­ρεύ­τη­καν αυτοί που τόλ­μη­σαν να ανα­με­τρη­θούν, με τον εχθρό. Φωτί­ζε­ται το αισιό­δο­ξο μήνυ­μα της νίκης. Στο ξεχα­σμέ­νο πχ  γράμ­μα στο μπα­ού­λο της για­γιάς δια­βά­ζου­με τα λογια ενός αγωνιστή(του άνδρα της προ­φα­νώς) από τη φυλα­κή:  ” πες μου για σένα,  το παι­δί πες μου αν με θυμά­ται” και πιο κάτω  “κάπο­τε θα σπά­σου­με τις αλυ­σί­δες μας και οι νέες των ανθρώ­πων πολι­τεί­ες δεν θάναι πια σαν φυλακές.” 

Το βιβλιο του Στέ­φα­νου μας θυμί­ζει, μια ακό­μα διδα­χή της ιστο­ρί­ας .  Ότι ο δρό­μος του εξαν­θρω­πι­σμού του ανθρώ­που είναι μακρύς και δυσ­διά­κρι­τος. Ότι πέρα από τους εκμε­ταλ­λευ­τές  έχουν  ευθύ­νη και οι πλη­βεί­οι, όσο ανέ­χο­νται την κατά­ντια τους.

” Τόσο μακρύς 

όσο τυφλή και τρο­μαγ­μέ­νη των πλη­βεί­ων θα βαστά η εποχή

που το κου­ρά­γιο σου λει­ψό, σαν άνθρω­πος να αγωνιστείς

μα αρκε­τό της ζήσης σου τη μίζε­ρη κατά­ντια να υπομείνεις.”

Χρειά­ζε­ται προ­σπά­θεια, γνώ­ση, επα­γρύ­πνη­ση, συμ­με­το­χή στον  αγώ­να. Το τέρας δεν είναι ανί­κη­το. Για να το νική­σου­με  όμως πρέ­πει πρώ­τα να το δού­με,  να το ανα­γνω­ρί­σου­με  και να το αντι­με­τω­πί­σου­με ως τάξη. Φαί­νε­ται πως δεν είναι τόσο ευκο­λο. Κι αυτό για­τί με όλα τα μέσα προ­σπα­θούν ή να το συσκο­τί­σουν ή να δεί­ξουν πως είναι  νομο­τε­λια­κό και ανίκητο.

Ο συγ­γρα­φές μας  δει­χνει έναν ακό­μα εχθρό, που είναι ο πιο δυσ­διά­κρι­τος,  τον εαυ­τό μας. Ανα­φε­ρό­με­νος δε στους εργα­ζό­με­νους ως  εργα­τι­κή τάξη , λέει:

“κι όλοι οι εχθροί της προσκυνούν 

τον πιο μεγά­λο της κι ως σήμε­ρα ανί­κη­το εχθρό:  τον εαυ­τό της.” 

Τελειώ­νο­ντας θέλω να ανα­φερ­θώ σε ένα ακό­μα μήνυ­μα, τόσο επι­και­ρο, που μας στέλ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας,  με το βρα­βευ­μέ­νο ποί­η­μα “γράμ­μα σε έναν ποι­η­τή”, στον δικό μας Ναζίμ. Πρό­κει­ται για τον πόλε­μο, το αιμα­το­κύ­λι­σμα, τον ξερι­ζω­μό των λαών, την προ­σφυ­γιά.  Οι λαοί δεν έχου­με τίπο­τα  που να μας χωρί­ζει.             Ανα­φε­ρό­με­νος στη μικρα­σιά­τι­σα για­γιά του λεει, ” τα όνει­ρά της μοι­ρα­ζε με την τουρ­κά­λα Εμι­νέ,  όπως μοι­ρά­ζο­νταν το λιγο­στό φαϊ και τ’α­χυ­ρέ­νιο στρώ­μα”  σε κάποιο  υπο­γειο, φαντά­ζο­μαι,  στο  αρχο­ντι­κό του κοι­νού αφε­ντι­κού τους. Αυτή η για­γιά  κομ­μά­τι του λαού μας και της ιστο­ρί­ας μας, που “της προ­σφυ­γιάς επή­ρε να παρα­πα­τεί  το μαυ­ρο μονο­πά­τι”  μας μαθαί­νει ακό­μα κάτι σημα­ντι­κό,  “πως ίδια τσού­ζει ο ιδρώς στα μάτια του εργά­τη”.  Πως άλλοι χωρί­ζου­νε τους λαούς. Οι ίδιοι αφέ­ντες, για να τους κλε­ψου­νε τον πλου­το που παρά­γουν. Αντί­θε­τα, τους  λαούς  μας  ενώ­νουν η κοι­νή προ­σπά­θεια,  το κοι­νό όνει­ρο της ανθρω­πό­τη­τας για έναν κόσμο  συνερ­γα­σί­ας και αγά­πης, χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Τότε…

“όταν οι νεόι στα παγκά­κια ερω­τευ­μέ­νοι θα αγκαλιάζονται 

.….…και οι φοι­τη­τές θα απο­ρούν δια­βά­ζο­ντας το χθές της ιστορίας

καθώς βου­βές κι ανώ­νυ­μες πισ’ απ’ τα κλει­δω­μέ­να τζαμωτά

θα τους κοι­τούν ανή­μπο­ρες οι μού­μιες των αρχόντων.” 

Η ιστο­ρία και η εμπει­ρία  της επο­χής μας δεί­χνουν,  ότι δεν αρκεί να σκο­τώ­σου­με το τέρας. Να εξα­λεί­ψου­με το κεφά­λαιο , τις πολυ­ε­θνι­κές , τους αφέ­ντες. Πρέ­πει να κατα­στρέ­ψου­με  και τη μήτρα του,  που είναι η εκμε­τάλ­λευ­ση του ανθρώ­που από τον άνθρω­πο, για­τί  το τέρας μπο­ρεί να ξαναγενηθεί.

            Το πιο ισχυ­ρό όπλο του ανθρώ­που ως μονά­δα και του λαού σαν σύνο­λο, γι αυτό οι αντί­πα­λοί τους προ­σπα­θούν  να το εξου­δε­τε­ρώ­σουν,  είναι η συνεί­δη­ση, στην τωρι­νή ιστο­ρι­κή στιγ­μή θα έλε­γα η ταξι­κή συνεί­δη­ση.  Αυτή  θα τον οδη­γή­σει στη γνώ­ση, στην ανα­γνώ­ρι­ση του  κοι­νού εχθρού, θα τον οδη­γή­σει στο συλ­λο­γι­κό  αγώ­να , στο ξεπέ­ρα­σμα του φόβου, στη δύνα­μη της αξιο­πρέ­πειας, στην ομορ­φιά του ορά­μα­τος, στη κατά­κτη­ση της ελευ­θε­ρί­ας, δηλα­δή στον εξαν­θρω­πι­σμό του ανθρώ­που και της κοινωνίας.

 

Το κεί­με­νο είναι ομι­λία της Μαριάν­θης Αλει­φε­ρο­πού­λου ‑Χαλ­βα­τζή στην εκδή­λω­ση — παρου­σί­α­ση στισ 27/4/2016 στη Νέα Ιωνία.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο