Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Επτανησιακή Σχολή στις Τέχνες

Γρά­φει ο Αρης Καρ­ρέρ //

Επτα­νη­σια­κή σχο­λή ονο­μά­ζου­με τη λογο­τε­χνι­κή σχο­λή που ανα­πτύ­χθη­κε κατά τον 19ο αιώ­να. Τα Επτά­νη­σα τότε πρό­σφε­ραν τις κατάλ­λη­λες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ούτως ώστε να σημειω­θεί μια μεγά­λη πνευ­μα­τι­κή άνθι­ση, καθώς και η ανά­πτυ­ξη των γραμ­μά­των και των τεχνών.

Τα Επτά­νη­σα δεν περι­ήλ­θαν ποτέ κάτω από την τουρ­κι­κή κατο­χή. Αντί­θε­τα η δια­δο­χι­κή κατο­χή από τους Ενε­τούς, τους Γάλ­λους, τους Αγγλους και τους Ρώσους, υπήρ­ξε ευνοϊ­κός παρά­γο­ντας για την πνευ­μα­τι­κή τους ακμή.

Η μακρό­χρο­νη επα­φή με τη Δύση και το Δυτι­κό πολι­τι­σμό, η οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη των νησιών και η ειρη­νι­κή δια­βί­ω­ση των κατοί­κων, συνέ­βα­λαν απο­φα­σι­στι­κά στο να κατα­στούν τα Επτά­νη­σα το σπου­δαιό­τε­ρο πνευ­μα­τι­κό κέντρο της επο­χής. Επί­σης πρέ­πει να σημειω­θεί πως το πρώ­το ελλη­νι­κό πανε­πι­στή­μιο, η Ιόνιος Ακα­δη­μία, ιδρύ­θη­κε στην Κέρ­κυ­ρα το 1824 κατά τη διάρ­κεια της αγγλι­κής κατοχής. 

Η Επτα­νη­σια­κή Σχο­λή με ηγέ­τη τον Διο­νύ­σιο Σολω­μό, μπο­ρεί να χωριστεί:

  • Στους προ­σο­λω­μι­κούς, τους Επτα­νή­σιους δηλα­δή λογο­τέ­χνες που έζη­σαν πριν από τον Σολω­μό, ανή­καν στον δια­φω­τι­σμό και κατά κάποιο τρό­πο προ­ε­τοί­μα­σαν το έδα­φος για την εμφά­νι­ση του Σολωμού.
  • Στους σολω­μι­κούς που δημιουρ­γούν επη­ρε­α­σμέ­νοι άμε­σα από το έργο του και βαδί­ζουν στα ίχνη του (αυτοί απαρ­τί­ζουν την κυρί­ως Επτα­νη­σια­κή Σχο­λή) και 
  • Τους εξω­σο­λω­μι­κούς δηλα­δή τους λογο­τέ­χνες που αν και είναι Επτα­νη­σιώ­τες και ανή­κουν στην ίδια επο­χή, εντού­τοις δεν επη­ρε­ά­στη­καν στο έργο τους από τον Σολωμό.

SolomosΟι κυριό­τε­ροι εκπρό­σω­ποι της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής είναι οι εξής:

Προ­σο­λω­μι­κοί: Αντώ­νιος Μαρ­τε­λά­τος και Νικό­λα­ος Κουτουζής.

Σολω­μι­κοί: Διο­νύ­σιος Σολω­μός,  Ιάκω­βος Πολυ­λάς, Αντώ­νιος Μάτε­σης, Ιού­λιος Τυπάλ­δος, Γεώρ­γιος Τερ­τσέ­της, Γερά­σι­μος Μαρ­κο­ράς, Γεώρ­γιος Καλο­σγού­ρας και Λορέν­τζος Μαβίλης.

Εξω­σο­λω­μι­κοί: Ανδρέ­ας Κάλ­βος, Αρι­στο­τέ­λης Βαλα­ω­ρί­της και Ανδρέ­ας Λασκαράτος.

Στα Επτά­νη­σα το βασι­κό λογο­τε­χνι­κό έργο που καλ­λιερ­γού­νταν ήταν η ποί­η­ση-λυρι­κή, επι­κο­λυ­ρι­κή και σατι­ρι­κή. Στην πεζο­γρα­φία καλ­λιερ­γεί­ται κυρί­ως το κρι­τι­κό δοκί­μιο. Οσο αφο­ρά το θέα­τρο, σημα­ντι­κό­τε­ρη συμ­βο­λή ήταν του Αντω­νί­ου Μάτε­ση με το δρά­μα «ο Βασι­λι­κός» γραμ­μέ­νο το 1830. Πρό­κει­ται για το πρώ­το θεα­τρι­κό έργο με κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στις αρχές του 18ου αιώ­να στα νησιά.

Τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής είναι τα εξής: 

Από την άπο­ψη θεμά­των ιδιαί­τε­ρη θέση στην επτα­νη­σια­κή ποί­η­ση, έχει η αγά­πη για την πατρί­δα, ο θαυ­μα­σμός για την φύση, η πίστη στο θεό και η εξύ­μνη­ση του έρω­τα στην πιο αγνή και αυθε­ντι­κή του μορφή.

Οσον αφο­ρά την μορ­φή, το κυριό­τε­ρο γνώ­ρι­σμα είναι η δημο­τι­κή γλώσ­σα , την οποία οι Επτα­νή­σιοι λογο­τέ­χνες όχι μόνο υιο­θε­τούν και καλ­λιερ­γούν, αλλά την υπο­στη­ρί­ζουν και θεω­ρη­τι­κά με διά­φο­ρες μελέ­τες και άρθρα τους.

Ένα άλλο χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι η ολι­γο­γρα­φία καθώς και η έλλει­ψη ρητο­ρι­κών εξάρ­σε­ων και στόμ­φου. Τέλος η ιδιαί­τε­ρη φρο­ντί­δα στην επε­ξερ­γα­σία του στίχου.

Μερι­κά από τα σπου­δαία έργα των λογο­τε­χνών της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής είναι τ’ ακό­λου­θα: «Ο Υμνος  στην περί­φη­μο Γαλ­λία, αρχι­στρά­τη­γο Βονα­πάρ­τη και τον στρα­τη­γό Γεντίλ­λη» του Αντώ­νιου Μαρ­τέ­λα­ου, ο «  Βασι­λι­κός» του Αντω­νί­ου Μάτε­ση, ο «Υμνος προς την Ελευ­θε­ρία» και το «Ελεύ­θε­ροι Πολιορ­κη­μέ­νοι» του Διο­νυ­σί­ου Σολω­μού, ο «Ορκος» του Γερά­σι­μου Μαρ­κο­ρά, τα «Προ­λε­γό­με­να» του Ιάκω­βου Πολυ­λά, τα «Ποι­ή­μα­τα διά­φο­ρα» του Ιου­λί­ου Τυπάλ­δου, τα «Μυστή­ρια της Κεφα­λο­νιάς» του Ανδρέα Λασκα­ρά­του, ο «Φωτει­νός» και ο «Αστρα­πό­γιαν­νος» του Αρι­στο­τέ­λη Βαλα­ω­ρί­τη και οι είκο­σι πατριω­τι­κές «Ωδές».

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Η Επτα­νη­σια­κή Σχο­λή απο­τε­λεί το πρώ­το καλ­λι­τε­χνι­κό ρεύ­μα με σαφείς δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές επιρ­ρο­ές, το οποίο εμφα­νί­στη­κε στα μέσα του 17ου αιώ­να και διήρ­κε­σε μέχρι τα μέσα του 19ου περίπου.

Τα Επτά­νη­σα την επο­χή εκεί­νη βρέ­θη­καν δια­δο­χι­κά υπό ενε­τι­κή, γαλ­λι­κή και αγγλι­κή κατο­χή.   Η σχε­τι­κή ελευ­θε­ρία που απο­λάμ­βα­ναν οι Επτα­νή­σιοι, η οικο­νο­μι­κή τους ευμά­ρεια και οι πολι­τι­στι­κές τους σχέ­σεις με την κοντι­νή Ιτα­λία είχαν ως απο­τέ­λε­σμα τα Ιόνια να γίνουν ο χώρος όπου η ελλη­νι­κή ζωγρα­φι­κή εγκα­τέ­λει­ψε την βυζα­ντι­νή παρά­δο­ση για να στρα­φεί προς τη Δύση. 

Ενας άλλος παρά­γο­ντας που ευνό­η­σε τη δημιουρ­γία της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής ήταν η μετοί­κι­ση στα Επτά­νη­σα πολ­λών κρη­τών ζωγρά­φων, όταν η Κρή­τη πέρα­σε από τα χέρια των Ενε­τών στα χέρια των Οθω­μα­νών. Μετα­ξύ των κυριο­τέ­ρων ζωγρά­φων της λεγό­με­νης Κρη­τι­κο-ζακυν­θι­νής Σχο­λής του 16ου και 17ου αιώ­να ανα­φέ­ρο­νται ο Μιχα­ήλ Δαμα­σκη­νός, ο Δημή­τρης και Γεώρ­γιος Μόσχος, ο Μανώ­λης και ο Κων­στα­ντί­νος Τζά­νες, καθώς και ο Στέ­φα­νος Τσαγκαρόλος.

Η στρο­φή προς τη δυτι­κή τέχνη εκδη­λώ­θη­κε προς το τέλος του 17ου αιώ­να με την εγκα­τά­λει­ψη των παρα­δο­σια­κών βυζα­ντι­νών μορ­φών αλλά και με αυτή της τεχνι­κής της βυζα­ντι­νής αγιο­γρα­φί­ας. Οι ζωγρα­φι­κές παρα­στά­σεις επη­ρε­α­σμέ­νες κυρί­ως από το ιτα­λι­κό μπα­ρόκ, αλλά και την φλα­μαν­δι­κή ζωγρα­φι­κή, άρχι­σαν ν’ απο­κτούν βάθος, να δίνουν δηλα­δή την αίσθη­ση της τρί­της διά­στα­σης του χώρου, να γίνο­νται πιο φυσι­κές και ν’ απο­κτούν θέμα­τα όλο και περισ­σό­τε­ρο κοσμι­κά αντί για θρη­σκευ­τι­κά— κυρί­ως προ­σω­πο­γρα­φί­ες αρι­στο­κρα­τών και αστών.

Επι­πλέ­ον οι Επτα­νή­σιοι ζωγρά­φοι αντί γι’ αβγό, άρχι­σαν να χρη­σι­μο­ποιούν λάδι ως συν­δε­τι­κό των χρω­μά­των και αντί για σανί­δι, μου­σα­μά. Η αβγο­τέ­μπε­ρα εγκα­τα­λεί­φθη­κε και τη θέση της πήρε η ελαιογραφία.

Τα πρώ­τα δείγ­μα­τα της δυτι­κό­τρο­πης Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής εμφα­νί­στη­καν στις  δια­κο­σμή­σεις των ορο­φών των εκκλη­σιών, γνω­στές ως «ουρα­νί­ες» ή τα «σοφί­τα». Πρω­το­πό­ρος σ’ αυτή την αλλα­γή ήταν ο Πανα­γιώ­της Δοξα­ράς (1662–1729). Μανιά­της στην κατα­γω­γή, ασχο­λή­θη­κε αρχι­κά με την βυζα­ντι­νή αγιο­γρα­φία την οποία έμα­θε κοντά στον κρη­τι­κό αγιο­γρά­φο Λέο Μόσκο. Αργό­τε­ρα, ο Πανα­γιώ­της Δοξα­ράς συνέ­χι­σε τις σπου­δές του στην Βενε­τία κι αυτό τον έκα­νε να εγκα­τα­λεί­ψει την βυζα­ντι­νή αγιο­γρα­φία και να στρα­φεί προς την δυτι­κή ζωγραφική.

Ο ζακυνθινός ιερέας Νικόλαος Κουτούζης (1741-1813)

Ο ζακυν­θι­νός ιερέ­ας Νικό­λα­ος Κου­τού­ζης (1741–1813)

Ετσι, με οδη­γό τα έργα του Πάο­λο Βερ­νέ­ζε στο Δου­κι­κό παλά­τι της Βενε­τί­ας, ο Πανα­γιώ­της Δοξα­ράς φιλο­τέ­χνη­σε την ουρα­νία της εκκλη­σί­ας του Αγί­ου Σπυ­ρί­δω­να στην Κέρ­κυ­ρα. Με το «Περί ζωγρα­φί­ας» σύγ­γραμ­μά του (1726) – την πρώ­τη ελλη­νι­κή πραγ­μα­τεία για την ανα­γεν­νη­σια­κή ζωγρα­φι­κή – τάχθη­κε ανοι­χτά υπέρ της αντι­κα­τά­στα­σης της βυζα­ντι­νής από τη δυτι­κή ζωγρα­φι­κή, μια θέση που συζη­τή­θη­κε πολύ στον και­ρό της και που συζη­τιέ­ται ακό­μα και σήμερα.

Ο Νικό­λα­ος Δοξα­ράς (1700–1775), γιός του Πανα­γιώ­τη, ακο­λού­θη­σε τα βήμα­τα του πατέ­ρα του. Το 1753 ή το 1754 ανέ­λα­βε να ζωγρα­φί­σει το σοφί­το του ναού της Φανε­ρω­μέ­νης στην Ζάκυν­θο που δυστυ­χώς κατα­στρά­φη­κε με τους σει­σμούς του 1953, με εξαί­ρε­ση ένα μόνο τμή­μα που φυλάσ­σε­ται στο Μου­σείο της Ζακύνθου. 

Σύγ­χρο­νοι του Νικό­λα­ου Δοξα­ρά και με σαφείς δυτι­κές επιρ­ρο­ές, ήταν ο ζακυν­θι­νός αγιο­γρά­φος Ιερώ­νυ­μος Στρα­τής Πλα­κω­τός (1662;-1728) και ο κερ­κυ­ραί­ος ζωγρά­φος Στέ­φα­νος Παζηγέτης.

Ο ζακυν­θι­νός ιερέ­ας Νικό­λα­ος Κου­τού­ζης (1741–1813) και ο μαθη­τής του Νικό­λα­ος Καντού­νης (1767–1834), επί­σης ιερέ­ας, συνέ­χι­σαν ν’ αγιο­γρα­φούν κατά τα δυτι­κή πρό­τυ­πα και δια­κρί­θη­καν κυρί­ως στην ρεα­λι­στι­κή προ­σω­πο­γρα­φία η οποία τονί­ζει την ψυχο­λο­γία του απει­κο­νι­ζό­με­νου προσώπου.

ΜΟΥΣΙΚΗ

Κατά τη διάρ­κεια του 17ου αιώ­να άρχι­σε να εμφα­νί­ζε­ται μια δια­μορ­φω­μέ­νη αισθη­τι­κή, ηχη­τι­κή και «στι­λι­στι­κή» αντί­λη­ψη η οποία εκτός από τους νεο­τε­ρι­σμούς που φέρ­νει και τα νέα στοι­χεία κατά τη διάρ­κεια του χρό­νου, εξα­κο­λου­θεί να δια­τη­ρεί έναν ισχυ­ρό πυρή­να στοιχείων.

Κι ενώ η δυτι­κή Ευρώ­πη βιώ­νει μου­σι­κή και πολι­τι­σμι­κά μια πραγ­μα­τι­κή Ανα­γέν­νη­ση βασι­σμέ­νη σε παρα­δο­χές κι ερμη­νεί­ες, καθώς και σε απο­κω­δι­κο­ποι­ή­σεις ενός μακρι­νού ελλη­νι­κού πολι­τι­σμού, ο σύγ­χρο­νός του ουσια­στι­κά είναι καθη­λω­μέ­νος κάτω από την Οθω­μα­νι­κή Αυτοκρατορία. 

Τα Επτά­νη­σα όμως απο­τέ­λε­σαν κοι­τί­δες πολι­τι­σμού όσον αφο­ρά την μου­σι­κή, επη­ρε­α­σμέ­να κυρί­ως από την Ιτα­λία. Ετσι, την Επτα­νη­σια­κή Μου­σι­κή Σχο­λή απο­τέ­λε­σαν οι εξής:

  • «Πατριάρ­χης» της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής θεω­ρεί­το ο μελο­ποιός του έργου του Διο­νυ­σί­ου Σολω­μού, «Υμνος MantzarosNikolaosπρος την Ελευ­θε­ρί­αν» Νικό­λα­ος Χαλ­κιό­που­λος-Μάν­τζα­ρος (Κέρ­κυ­ρα 1795–1872). Ο Μάν­τζα­ρος ήταν γιός ευγε­νούς οικο­γέ­νειας. Διδά­χθη­κε πιά­νο και βιο­λί από τους δύο αδελ­φούς του Ιερώ­νυ­μο και Στέ­φα­νο αντί­στοι­χα, καθώς θεω­ρία και σύν­θε­ση από τους Μορέτ­τι και Μπαρ­μά­τι και τον περί­φη­μο Τσι­γκα­ρέλ­λι στην Ιτα­λία. Δίδα­ξε μου­σι­κή στον τόπο κατα­γω­γής του αφι­λο­κερ­δώς, αρνού­με­νος μάλι­στα θέσεις περιω­πής όπως οι διευ­θυ­ντι­κές των Ωδεί­ων του Μιλά­νου και της Νάπο­λης. Ηταν ένας από τους πολυ­γρα­φό­τε­ρους συν­θέ­τες, ωστό­σο μόνον ένα μικρό μέρος των συν­θέ­σε­ων αυτών σώζε­ται ακό­μα στις μέρες μας. Ο Μάν­τζα­ρος θεω­ρεί­ται πρω­το­μά­στο­ρας της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής και ειδι­κό­τε­ρα της Λόγιας Ελλη­νι­κής Μου­σι­κής, αφού μερι­κά από τα έργα του όπως τα κουαρ­τέ­τα εγχόρ­δων «Partimenti», το έργο του για φωνή και ορχή­στρα με τίτλο «Aria Greca», η αρχαιό­τε­ρη σωζό­με­νη ελλη­νι­κή όπε­ρα «Don Grepuscolo», καθώς και μία σει­ρά δοκι­μί­ων (μετα­ξύ των οποί­ων το «Rapporto») που απο­τε­λούν έργα χωρίς προη­γού­με­νο στην ελλη­νι­κή μου­σι­κή. Πέρα από την συν­θε­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα, ο Μάν­τζα­ρος κατέ­γρα­ψε πλή­θος παρα­δο­σια­κών τρα­γου­διών της Κέρ­κυ­ρας, καθώς και της γει­το­νι­κής Ηπεί­ρου, δρα­στη­ριό­τη­τα με την οποία ελά­χι­στοι είχαν ασχο­λη­θεί. Υπήρ­ξε δε, ένας από του πρω­τερ­γά­τες της Φιλαρ­μο­νι­κής Εται­ρί­ας Κέρ­κυ­ρας της οποί­ας διε­τέ­λε­σε ισό­βιος καλ­λι­τε­χνι­κός διευθυντής.
  • Μαθη­τής του Μάν­τζα­ρου και από τους κύριους ιδρυ­τές της Φιλαρ­μο­νι­κής Εται­ρί­ας Κέρ­κυ­ρας, υπήρ­ξε, μετα­ξύ άλλων, και ο Συρί­δων Ξύν­δας (Κέρ­κυ­ρα 1812/4‑Αθήνα 1896). Υπήρ­ξε εύπο­ρος στα νεα­νι­κά του χρό­νια, ωστό­σο πέθα­νε πάμ­πτω­χος. Δεξιο­τέ­χνης της κιθά­ρας και έξο­χος μου­σουρ­γός (μαθή­μα­τα θεω­ρη­τι­κών και σύν­θε­σης με τον Τσι­γκα­ρέλ­λι στην Ιτα­λία) περιό­δευ­σε σε αρκε­τές χώρες συναρ­πά­ζο­ντας το φιλό­μου­σο κοι­νό με το ταλέ­ντο και την τεχνι­κή του δει­νό­τη­τα. Μετά την εγκα­τά­στα­σή του στην Κέρ­κυ­ρα από την Ιτα­λία, παρέ­δι­δε θεω­ρη­τι­κά μαθή­μα­τα, ενορ­γά­νω­σης και εκκλη­σια­στι­κής μου­σι­κής. Αρκε­τά χρό­νια αργό­τε­ρα, και μετά την Αθη­ναϊ­κή πρε­μιέ­ρα της όπε­ράς του «Ο υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής» (η πρώ­τη όπε­ρα στα ελλη­νι­κά σε λιμπρέ­το του Ιωάν­νη Ρινό­που­λου), μετα­κό­μι­σε στην Αθή­να φιλο­ξε­νού­με­νος της κόρης του η οποία διέ­με­νε με την οικο­γέ­νειά της στο σπί­τι της οδού Προ­α­στί­ου (η σημε­ρι­νή Εμμ. Μπεν­νά­κη). Εμφα­νί­στη­κε για τελευ­ταία φορά ως κιθα­ρι­στής το 1896, χρο­νιά που έφυ­γε από τη ζωή ήδη προ ετών τυφλός. Στο corpus των έργων του υπάρ­χουν οκτώ του­λά­χι­στον ολο­κλη­ρω­μέ­νες όπε­ρες («Anna Winter» ή «Οι τρεις σωμα­το­φύ­λα­κες», “Il conte Giulano”, «Γαλά­τεια» κ.α.) κι ένα μεγά­λο πλή­θος τρα­γου­διών, φωνη­τι­κή μου­σι­κή και μου­σι­κή για κιθάρα.
  • Ο Παύ­λος Καρ­ρέρ είναι αναμ­φι­σβή­τη­τα ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους Επτα­νή­σιους συν­θέ­τες του 19ου αιώ­να και το έργο του συνά­ντη­σε μεγά­λη επι­τυ­χία τόσο στην Ελλά­δα όσο και στο εξω­τε­ρι­κό. Γεν­νή­θη­κε στην Ζάκυν­θο το 1829 και πέθα­νε εκεί το 1896. Εζη­σε από μικρή ηλι­κία για αρκε­τά χρό­νια στην Ευρώ­πη όπου σπού­δα­σε κι έκα­νε καριέ­ρα ως μου­σι­κός. Τα πρώ­τα του μαθή­μα­τα τα πήρε στην Αγγλία και αργό­τε­ρα μετά την επι­στρο­φή του στην Ζάκυν­θο πήρε μαθή­μα­τα από τους Giuseppe Cricca και Francesco Mirangini ή Maragoni. Ο Σπύ­ρος Μοτσε­νί­γος ανα­φέ­ρει ότι το 1848 ο συν­θέ­της ήταν μαθη­τής του Μάν­τζα­ρου στην Κέρ­κυ­ρα κι εκεί­νο το διά­στη­μα εξέ­δω­σε ένα βαλς με τίτλο «Το αηδό­νι». Το δοκί­μιο αυτό αγκά­λι­σε τον κερ­κυ­ραϊ­κό λαό ενώ ο Καρ­ρέρ το αφιέ­ρω­σε στην Φιλαρ­μο­νι­κή Εται­ρεία Κέρ­κυ­ρας η οποία είχε προ­βλέ­ψει την μελ­λο­ντι­κή του εξέ­λι­ξη, και με πρό­τα­ση του Μάν­τζα­ρου, τον ανα­κή­ρυ­ξε επί­τι­μο μέλος της. Το 1850 ο Παύ­λος Καρ­ρέρ ταξί­δε­ψε στο Μιλά­νο όπου έκα­νε μαθή­μα­τα μου­σι­κής με τους Bosserone, Winter και Tassistri.  Οι πρώ­τες σωζό­με­νες όπε­ρές του Dante e Bice (Beatrice), Isabella dAspeno και la rediviva, παρου­σιά­στη­καν στο θέα­τρο Carcano του Μιλά­νου. Ορι­σμέ­νες μάλι­στα από αυτές δόθη­καν εκεί σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση. Παρά τις 14 όπε­ρες που έγρα­ψε, συνέ­θε­σε πλή­θος τρα­γου­διών, λει­τουρ­γι­κή και οργα­νι­κή μου­σι­κή. Δυστυ­χώς τα χει­ρό­γρα­φα ορι­σμέ­νων μελο­δρα­μα­τι­κών του έργων θεω­ρού­νται χαμέ­να  από τους σει­σμούς του 1953 και την μεγά­λη πυρ­κα­γιά που ακο­λού­θη­σε στη συνέ­χεια. Τα περισ­σό­τε­ρα  ευτυ­χώς φυλάσ­σο­νται σε βιβλιο­θή­κες της Ελλά­δας ή της Ιτα­λί­ας και σε ιδιω­τι­κές συλ­λο­γές. Εγρα­ψε όπε­ρες μετα­ξύ των οποί­ων είναι «Μάρ­κος Μπό­τσα­ρης», η «Κυρά Φρω­σύ­νη», «Μαρα­θών-Σαλα­μίς» κ.α.
  • Ο Ναπο­λέ­ων Λαμπε­λέτ (Κέρ­κυ­ρα 1864-Λον­δί­νο 1932) σπού­δα­σε μου­σι­κή στην Κέρ­κυ­ρα και σπού­δα­σε ανώ­τε­ρα θεω­ρη­τι­κά και σύν­θε­ση στο Ωδείο του San Pietro a Majella της Νάπο­λης με υπο­τρο­φία του Δήμου Κερ­κυ­ραί­ων. Τα έργα του ξεπέ­ρα­σαν γρή­γο­ρα τα σύνο­ρα της Ελλά­δας και το τέλος των σπου­δών του τον οδή­γη­σε στην Αθή­να στη διτ­τή δρα­στη­ριό­τη­τα του καθη­γη­τή της μου­σι­κής και του συν­θέ­τη-μαέ­στρου. Πέρα από τη πολυ­σχι­δή του δρα­στη­ριό­τη­τα σχε­τι­κά με την έντυ­πη μορ­φή της μου­σι­κής της επι­κοι­νω­νί­ας, συγ­χρο­νί­στη­κε αρκε­τά με ποι­η­τές και πεζο­γρά­φους της επο­χής, μελο­ποιώ­ντας άνω των 70 ποι­η­μά­των σε στί­χους των Πολέ­μη, Δρο­σί­νη, Βασι­λειά­δη κλπ. Τα μεγά­λα μελο­δρα­μα­τι­κά και ορχη­στρι­κά του έργα γρά­φτη­καν κυρί­ως μετά το 1895 και τη μόνι­μη μετε­γκα­τά­στα­σή του στο Λον­δί­νο («Το πέρα­σμα της Αφρο­δί­της», «Φενέ­λα» κ.α.).
  • Ένα από τα εξέ­χο­ντα μέλη της Επτα­νη­σια­κής Σχο­λής είναι ο Συρί­δων Φιλί­σκος Σαμα­ράς (Κέρ­κυ­ρα 1861-Αθή­να­1917). Φημο­λο­γού­νται συγ­γε­νι­κές σχέ­σεις με τον δάσκα­λό του Σ. Ξύν­δα ενώ οι μου­σι­κές του σπου­δές συμπλη­ρώ­θη­καν στο Ωδείο Αθη­νών με τους Φρ. Βολω­νί­τη και Ερ. Στα­γκο­πιά­νο σε βιο­λί και θεω­ρία και ενορ­χή­στρω­ση αντί­στοι­χα. Το ταλέ­ντο και η ιδιο­φυία του φάνη­καν από πολύ νωρίς. Για κάποιο διά­στη­μα εργά­στη­κε ως βιο­λι­στής σε διά­φο­ρες ορχή­στρες ενώ όταν απο­φά­σι­σε να ολο­κλη­ρώ­σει τις σπου­δές του σε πολύ υψη­λό επί­πε­δο, πήγε στο Παρί­σι δίπλα στον μεγά­λο Μασσ­νέ. Λίγο αργό­τε­ρα κι ενώ τα έργα του είχαν αρχί­σει να κερ­δί­ζουν έδα­φος, απο­φά­σι­σε να μετα­φερ­θεί στην Ιτα­λία. Εκεί συνερ­γά­στη­κε με τον διά­ση­μο εκδο­τι­κό οίκο μου­σι­κής Riccordi ενώ λίγο αργό­τε­ρα η όπε­ρά του «Φλό­ρα Μιρά­μπιλς» τυγ­χά­νει στο Μιλά­νο μεγά­λης απο­δο­χής και ο δρό­μος για τα επό­με­να πολ­λού και υψη­λού επι­πέ­δου έργα του, είχε ανοί­ξει. Ο Σαμα­ράς σύν­δε­σε το όνο­μά του ως «αντα­γω­νι­στή» μ’ εκεί­νο του Μασκά­νι και του Που­τσί­νι ενώ θεω­ρεί­ται σημα­ντι­κή η συμ­βο­λή του στη δια­μόρ­φω­ση του Βερι­σμού και του «ύφους του Που­τσί­νι», επι­τεύγ­μα­τα που μόνο συν­θέ­τες παγκο­σμί­ου βελη­νε­κούς μπο­ρούν να επι­δεί­ξουν. Οπε­ρες όπως η «Μάρ­τυς», η «Ιστο­ρία Ερω­τος» και η «Δεσποι­νίς ντε Μπελ Ιλ» ανέ­βη­καν σε μεγά­λα θέα­τρα της Ρώμης και του Μιλά­νου ενώ προ­κά­λε­σαν θύελ­λα ενθου­σια­σμού στο κοι­νό. Ο Σαμα­ράς επέ­στρε­ψε στην Αθή­να το 1911 (ως τότε ερχό­ταν να διευ­θύ­νει τα έργα του, μετα­ξύ των οποί­ων και ο «Ολυ­μπια­κός Υμνος» για την ανα­βί­ω­ση των Ολυ­μπια­κών αγώ­νων του 1896) ανα­μέ­νο­ντας μια θέση διευ­θυ­ντή στο Ωδείο Αθη­νών, όπως του είχε προ­τα­θεί. Τα πολι­τι­κά και παρα­σκη­νια­κά γεγο­νό­τα όμως, δεν οδή­γη­σαν σε αυτή την κατεύ­θυν­ση με απο­τέ­λε­σμα τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του ν’ ασχο­λη­θεί με το είδος της οπε­ρέ­τας για βιο­πο­ρι­στι­κούς λόγους. Το έργο του Σαμα­ρά ωστό­σο, έχει περά­σει τις εξε­τά­σεις του χρό­νου, των ειδι­κών και του κοινού.
  • Ο Διο­νύ­σιος Λαυ­ρά­γκας (Αργο­στό­λι 1860-Ροζά­τα Κεφα­λο­νιάς 1941) απο­τε­λεί τον συν­δε­τι­κό κρί­κο μετα­ξύ της Επτα­νη­σια­κής και της Ενι­κής Μου­σι­κής Σχο­λής. Σπού­δα­σε αρχι­κά βιο­λί στην Κεφα­λο­νιά με τον Σερ­ράο κι αργό­τε­ρα (συγκά­τοι­κος του Λαμπε­λέτ στην πόλη της Νεά­πο­λης) με τους Ρος και Σκα­ρά­νο στο πιά­νο και θεω­ρία αντί­στοι­χα και λίγο αργό­τε­ρα στο Παρί­σι μαζί με τον Σαμα­ρά και καθη­γη­τές τους Ντε­λίμπ και Μασσ­νέ. Η συνέ­χεια της ζωής του θα τον βρει κυρί­ως με την ιδιό­τη­τα του διευ­θυ­ντή ορχή­στρας μετα­ξύ Μάλ­τας, Τορί­νο, Κεφα­λο­νιάς και Αθή­νας. Ο Λαυ­ρά­γκας αφιε­ρώ­θη­κε στην σύν­θε­ση, τη διδα­σκα­λία και την ίδρυ­ση ενός μελο­δρα­μα­τι­κού θεά­τρου στην Ελλά­δα. Η Ε.Λ.Σ. (Εθνι­κή Λυρι­κή Σκη­νή) ήταν ένα δικό του όρα­μα και απο­τε­λεί μέχρι και σήμε­ρα το μονα­δι­κό θέα­τρο στο είδος.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο