Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η θηλυκή αύρα της ποίησης του Γιάννη Παπαοικονόμου

Γρά­φει η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση //

Έχο­ντας στα χέρια μου τα εφτά ποι­η­τι­κά έργα του φίλου, συνα­γω­νι­στή και συνά­δελ­φου λογο­τέ­χνη Γιάν­νη Παπα­οι­κο­νό­μου, το ενδια­φέ­ρον μου κέντρι­σε το γεγο­νός της συχνής ανα­φο­ράς του στο πρό­σω­πο της Γυναί­κας, της μάνας, της αδελ­φής, της κόρης, της συντρό­φισ­σας, της εργά­τριας της άνερ­γης. Μια θηλυ­κή αύρα θαρ­ρείς δια­περ­νά­ει την ποί­η­σή του από την αρχή έως το τέλος της προσ­δί­δο­ντάς της έναν χαρα­κτή­ρα και μια χροιά ιδιαί­τε­ρης ευαι­σθη­σί­ας, ευγέ­νειας και δια­κρι­τι­κό­τη­τας. Απλά, λιτά και δωρι­κά ο ποι­η­τής δομεί την έμπνευ­σή του στη στα­θε­ρή βάση του μέτρου, υλο­ποιώ­ντας την ελά­χι­στη, για ένα ικα­νο­ποι­η­τι­κό ποι­η­τι­κό εγχεί­ρη­μα, συν­θή­κη του «μηδέν άγαν». Έχο­ντας κατά νου ο δημιουρ­γός ότι «ποι­η­τι­κό είναι μόνο ό,τι είναι αλη­θι­νό», δρέ­πει ιδέ­ες, εικό­νες, πλέ­κει στί­χους και αντλεί εμπνεύ­σεις μέσα από τα καθη­με­ρι­νά του βιώ­μα­τα, μέσα από τους σκλη­ρούς, ταξι­κούς αγώ­νες, μέσα από την αδυ­σώ­πη­τη βιο­πά­λη, μέσα από το απο­φα­σι­στι­κό αντι­πά­λε­μα της ανέ­χειας, της φτώ­χιας, της εξα­θλί­ω­σης του ανθρώ­που, της στυ­γνής εκμε­τάλ­λευ­σης του λαού και της κοινωνίας.

Ο συνά­δελ­φος Γ. Παπα­οι­κο­νό­μου, που μόλις το 2000 έκδω­σε την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, παρου­σιά­στη­κε στα νεο­ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα από τα γυμνα­σια­κά του χρό­νια δημο­σιεύ­ο­ντας ποι­ή­μα­τά του και πεζά στον «ΠΥΡΣΟ», περιο­δι­κό του Α΄ Πρό­τυ­που Γυμνα­σί­ου Πει­ραιά (νυν Ιωνί­διο). Ως φοι­τη­τής υπήρ­ξε αρχι­συ­ντά­κτης της εφη­με­ρί­δας «Πει­ραϊ­κό Μέλ­λον», ενώ ως αυτο­ε­ξό­ρι­στος στο Παρί­σι, επί Χού­ντας δημο­σί­ευε ποι­ή­μα­τά του στην «Ελεύ­θε­ρη Πατρί­δα» και στο «Νέο Κόσμο». Μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση, το 1974, εργα­σί­ες και ποι­ή­μα­τά του δημο­σιεύ­τη­καν στα «Ρεθυ­μνια­κά νέα», στην εφη­με­ρί­δα του Περά­μα­τος «ΠΕΡΑΜΑ» και στο «Περα­μαϊ­κό Βήμα».

Στα «υλι­κά της μνή­μης», εκδό­σεις «Παν­δώ­ρα» 2000, στην πρώ­τη του δηλα­δή συμπυ­κνω­μέ­νη, εκδο­τι­κή από­πει­ρα, μ’ έναν απα­ρά­μιλ­λο λυρι­σμό και βαθύ στο­χα­σμό ο ποι­η­τής πραγ­μα­το­ποιεί την «προς ένδον» πορεία του ψηλα­φώ­ντας μορ­φές και εικό­νες και φιλο­τε­χνώ­ντας πίνα­κες και πορ­τρέ­τα αγα­πη­μέ­να με κυρί­αρ­χη αυτή τη «θηλυ­κή αύρα» που προ­α­να­φέ­ρα­με, που άγγι­ξε τα συναι­σθή­μα­τά μας, που κέντρι­σε ιδιαί­τε­ρα το ενδια­φέ­ρον μας και που εδώ θα προ­σπα­θή­σου­με, να ανι­χνεύ­σου­με, να εντο­πί­σου­με και να εμφυ­σή­σου­με στην κρί­ση και την από­λαυ­σή σας, εν τέλει.

Με πολ­λές εναλ­λα­γές και πρό­σω­πα, με πολύ­τρο­πες και πολυ­ποί­κι­λες προ­σεγ­γί­σεις ο ποι­η­τής κατα­φέρ­νει και συγκρα­τεί στην επι­φά­νεια της έμπνευ­σης και του λόγου του απο­φθεγ­μα­τι­κά, στο­χα­στι­κά και συμπυ­κνω­μέ­να νοή­μα­τα και ιδέ­ες, έμψυ­χα και άψυ­χα όντα, ανθρώ­πι­νες υπάρ­ξεις και φυσι­κό περι­βάλ­λον, θηλυ­κού γένους τα πιο πολ­λά, όπως η Φύση, η Ιστο­ρία, η Ποί­η­ση, η Ζωή , η Επα­νά­στα­ση, η Ελπί­δα, η Ανα­το­λή, η Δύση, η Αγά­πη και η δια­λε­κτι­κή της, η Λευ­κή Σιω­πή ή η Απο­δη­μία, όπως μετα­φο­ρι­κά παρο­μοιά­ζει και απο­κα­λεί το θάνα­το, η Ψυχή, η Μονα­ξιά, η «όξι­νη βρο­χή του χωρι­σμού», η θάλασ­σα που…. «μακριά μου σε κρα­τά /και σε γλε­ντά­ει σαν δροσιά/σάμπως ομίχλη/κι εγώ μια πεταλίδα/δε μπορώ/το βρά­χο μου ν’ αφή­σω», όπως με πίκρα ανα­γνω­ρί­ζει. Κι ανα­δύ­ε­ται αίφ­νης, μέσα από την προ­σε­κτι­κή παρα­τή­ρη­ση των στί­χων του ποι­η­τή ένας υπέρ­με­τρος ρομα­ντι­σμός, μια ασύλ­λη­πτη τρυ­φε­ρά­δα κι ένας ορθά­νοι­χτος εσω­τε­ρι­κός κόσμος που εξω­τε­ρι­κεύ­ει απο­κα­λυ­πτι­κά την αυθε­ντι­κή, τη γνή­σια, την ανθρώ­πι­νη πλευ­ρά του. Και ανά­με­σα στις αφη­ρη­μέ­νες έννοιες, ορά­μα­τα, ιδέ­ες που προ­σω­πο­ποιεί η πέν­να του, γλα­φυ­ρά και ζωντα­νά, θωρού­με κυρί­αρ­χα τα υπαρ­κτά, οικεία, γυναι­κεία πρό­σω­πα που σημά­δε­ψαν και σημα­το­δο­τούν τη ζωή του, όπως εκεί­νο της μάνας: «το βλέμ­μα της/σκιά και χώμα./Τώρα βαθειά στο μνήμα/μονάχα βλέμ­μα.» ή της «γερό­ντισ­σας» που «επό­τι­ζε γεράνια/μέσα σε τενεκέδες/σκουριασμένους», ή των κορι­τσιών που «τις άδειες κάμαρες/μετρούν» ή της «καστα­νο­μά­τας» που «φίλη­σε τα χωμά­τι­νά μου χεί­λη» εκλι­πα­ρεί «ν΄ ανα­στη­θούν απ΄ τα δικά σου νειά­τα» ή της «κόρης με τις γαλάζιες/ θύελλες/και την εαρι­νή συμφωνία/των χει­λιών…» ή εκεί­νης , της αγά­πης του που, όντας μακριά της, την επι­σκέ­πτε­ται ως ιδε­α­τός μου­σα­φί­ρης, κατα­δι­κα­σμέ­νος στου χωρι­σμού και της μονα­ξιάς την απο­μό­νω­ση: «Στα χέρια σου/πεθαίνει η δύνα­μή μου/όπως τα πουλιά/πιασμένα στις παγίδες/αργά μα βέβαια/κι ύστε­ρα δεν έχω/παρά το υγρό/έλος της μοναξιάς».

Ακο­λου­θούν οι «Παλιές αυλές», από τις εκδό­σεις «ποι­ή­μα­τα των φίλων», το Δεκέμ­βρη 2005, με 40 ποι­ή­μα­τα κατα­χω­ρη­μέ­να, ως επί το πλεί­στον ολι­γό­στι­χα, απο­φθεγ­μα­τι­κά, νοσταλ­γι­κά πάντα και σημα­δε­μέ­να από την απου­σία της αγα­πη­μέ­νης του οικο­γέ­νειας εξ ού και οι αφιε­ρώ­σεις στα τρία παι­διά του το Νίκο, το Στέ­λιο, τη Στέλ­λα, αλλά και στη Μάτα που με τη μερί­δα του Λέο­ντος προ­σπα­θεί να την χορ­τά­σει, παρα­θέ­το­ντας προς χάριν της μιαν ολά­κε­ρη ερω­τι­κή σύν­θε­ση με τίτλο «η άλλη νύχτα», απο­τε­λού­με­νη από (6) έξη μικρές ενό­τη­τες αλλά και ένα ακό­μα 7ο ποί­η­μα με τίτλο «το αγκά­λια­σμα», όπου σαν μικρό παι­δί τάζει «μαν­τζού­νια» και χαρές εκλι­πα­ρώ­ντας και ανα­ζη­τώ­ντας με ανα­ζω­πυ­ρω­μέ­νη, ερω­τι­κή διά­θε­ση τη ζεστή αγκα­λιά της αγα­πη­μέ­νης του, που, όμως, ζει μακριά του και δεν μπο­ρεί όσο κι αν το θέλει να αντα­πο­κρι­θεί: «Από τον Ψηλορείτη/γίδια/και μαντινάδες/ασφόντιλα/και δίκταμο/φλισκούνι/και φασκομηλιά/με του βραδιού/τις αύρες/θα σου στείλω/μήπως στον ύπνο σου/με πάρεις στο πλευ­ρό σου.» Και να που κι εδώ φιγου­ρά­ρει κυρί­αρ­χα η γρα­φι­κή μορ­φή της γερό­ντισ­σας με τα γερά­νια, μιας σεβά­σμιας γερό­ντισ­σας που θα μπο­ρού­σε να θυμί­ζει ή να είναι η ίδια του η μάνα, ή η μάνα του φίλου του Παν. Γαρί­δη, που στη μνή­μη του το ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ: «τα για­σε­μιά της μάνας σου/και την κου­φο­ξυ­λιά της/μην τα ξεχνάς εκεί που πας»…….. και επί­σης : «τη μάνα π’ άφη­σες εδώ /μην τηνε λησμονήσεις/απ’ των ματιών της την πλη­γή / θα την αναγνωρίσεις ».

Έντο­νη η θηλυ­κή ανά­σα και παρου­σία και στην 3η του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, την αφιε­ρω­μέ­νη και πάλι στα δύο αγό­ρια του και τη Στέλ­λα που έχει τον τίτλο «33 γκρί­ζα σονέ­τα» και κυκλο­φό­ρη­σε το Νοέμ­βρη του 2005 από τις εκδό­σεις «Ποι­ή­μα­τα των φίλων». Μόνο που εδώ γίνε­ται χρή­ση του παρα­δο­σια­κού στί­χου με ρίμα-μέτρο και ρυθ­μό. Εδώ παρα­τί­θε­νται 33 σονέ­τα που ο ίδιος τα χαρα­κτη­ρί­ζει γκρί­ζα, προ­φα­νώς επει­δή δια­πνέ­ο­νται από τη μελαγ­χο­λία και τη θλί­ψη της ξενι­τιάς, στην οποία υπο­χρε­ώ­θη­κε από την επά­ρα­τη Χού­ντα του ’67, το ένα καλύ­τε­ρο από το άλλο, γραμ­μέ­να σε δια­φο­ρε­τι­κούς τόπους και χρό­νους, μετα­ξύ 1965 και 2004. Μυθι­κά γυναι­κεία πρό­σω­πα, όπως εκεί­νο της Ωραί­ας Ελέ­νης, της Εκά­της, της μητέ­ρας αλλά και η θηλυ­κού γένους νοσταλ­γία, αφι­κνού­νται από το βάθος του χρό­νου στα «αφρο­κύ­μα­τα» της ανά­μνη­σης γκρί­ζων και­ρών και επο­χών. Από τον Αύγου­στο του 1968, με πέντε Παρι­ζιά­νι­κα Σονέ­τα, ο αυτο­ε­ξό­ρι­στος ποι­η­τής Γ. Παπα­οι­κο­νό­μου, με πλε­ού­με­νο το στο­χα­σμό του Γ. Σεφέ­ρη «εγέ­μι­σε η ζωή μας λόγια» ανα­λύ­ε­ται σε λυγ­μούς και θρή­νους για τη «χαμέ­νη πατρί­δα» του.
Παρα­θέ­τω: σελ.35: «Στα ξένα βγή­κα­με μονάχοι/μα πότε είχα­με πατρίδα/με της ζωής μας την παγίδα/πάντα μας σκό­πευαν οι βρά­χοι…….» Παρα­θέ­τω: σελ.37 «Κάτω εμείς απ΄τα γιοφύρια/γυρεύαμε να σταυρωθούμε/χωρίς κι αυτό να το μπορούμε/δε δίνουν πια τριάντ’ αργύρια».

Η 5η κατά σει­ρά ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο «Ελε­γεί­ες και μπα­λά­ντες» κυκλο­φο­ρεί από τις ίδιες εκδό­σεις, τρία χρό­νια μετά, το 2008 και περι­λαμ­βά­νει 15 ελε­γεί­ες και μπα­λά­ντες μοντέρ­νες, λυρι­κές, με μου­σι­κό­τη­τα και παλ­μό. Εδώ, βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε μια, ανα­φαν­δόν, έκδη­λη κοι­νω­νι­κή, επα­να­στα­τι­κή, με έντο­να τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του φιλο­σο­φι­κού στο­χα­σμού και ενδυ­να­μω­μέ­νη περι­γρα­φι­κή ικα­νό­τη­τα. Η Ζώνη του Περά­μα­τος, η Ζώνη δια­βί­ω­σης του ποι­η­τή, ένα αντι­φα­τι­κό και αντα­γω­νι­στι­κό στρα­τό­πε­δο, ένας τόπος σύγκρου­σης και ταξι­κής πάλης, όπου από τη μια παρα­τάσ­σε­ται ο κόσμος που «τη ντρο­πή έκα­νε κέρδος/και το κέρ­δος ηθι­κή» κι από την άλλη ο κόσμος του μόχθου, της ενα­γώ­νιας βιο­πά­λης και της στέ­ρη­σης. Το κεφά­λαιο που δεν διστά­ζει και τη ζωή του εργά­τη να θερί­σει, αρκεί αυτό το κέρ­δος του ν’ αυξή­σει και η εργα­τιά απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη και ανα­πο­φά­σι­στη αλλά παράλ­λη­λα αγω­νι­στι­κή και πρωτοπόρα.

Στους πέντε της Ζώνης που τινά­χτη­καν στον αέρα κι έχα­σαν άδι­κα τη ζωή τους, δου­λεύ­ο­ντας χωμέ­νοι στ΄αμπάρια ενός καρα­βιού, αφιε­ρώ­νε­ται η Α΄ Μπα­λά­ντα κι ακο­λου­θεί η Ελε­γεία της Ζώνης απ΄ όπου ανα­δει­κνύ­ε­ται υμνού­με­νη, απα­στρά­πτου­σα και λαμπε­ρή της εργα­τιάς η φυσιο­γνω­μία: «Εμείς το μέλλον/τ’ όνειρο/κι η ποίηση/εμείς/ο μόχθος/κι ο πλούτος/εμείς/εμείς το πεπρωμένο/του άνθρωπου/κι η ομορ­φιά του/εμείς/το φως του κόσμου/εμείς/η εργα­τιά.» και παρα­πέ­ρα: «Αλλά κάθε πρωί /σκυφτοί στις/σκάλες της/ανάγκης/σκαρφαλώναμε/……σκιές καβουρντισμένες/να κρατηθούμε/γυρεύαμε/απ’ τη σκυ­λί­σια ζωή.»…… «μια ζωή/που θάνατος/φτιαγμένη από/θάνατο» όταν με σκυ­φτό το κεφά­λι απο­δέ­χε­ται το ζυγό και που όταν για το δίκιο και τη Λευ­τε­ριά χαλα­λί­ζε­ται : «θάνατος/ζωή/από ζωή/φτιαγμένος». Αλλά και της μάνας, της γυναί­κας ή της συντρό­φισ­σας η σεβά­σμια φιγού­ρα δεν μπο­ρεί να αγνοη­θεί ή να μην παρα­συρ­θεί από το χεί­μαρ­ρο μιας έμπνευ­σης που πηγά­ζει από τα παρα­πήγ­μα­τα και τα ανα­χώ­μα­τα της φτω­χο­γει­το­νιάς της εργα­τού­πο­λης. Θα τη συνα­ντή­σου­με συχνά – πυκνά στις αρά­δες της μπα­λά­ντας ή της ελε­γεί­ας σαν μάνα εργά­τρια, σαν γυναί­κες με άδειες ποδιές (ανέ­χειας και ένδειας), ή σαν άνερ­γες αγα­πη­μέ­νες που ενώ­νουν τη φωνή τους με τους εξε­γερ­μέ­νους προ­λε­τά­ριους και φωνά­ζουν: «χίλιες φωνές/με τις γρο­θιές τους δάση/μες τη φωνή του (οδη­γη­τή)».

Η 6η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή που εκδό­θη­κε έναν χρό­νο μετά, το 2009, από τον ίδιο εκδο­τι­κό οίκο έχει τον τίτλο «ο κυρ Γιάν­νης ο από­ξε­νος και το φωτει­νό σκο­τά­δι». Απο­τε­λεί­ται από δύο μέρη σύμ­φω­να με τον διπλό της τίτλο, με (6) έξη ποι­ή­μα­τα στο Α’ μέρος ανα­φε­ρό­με­να στον κυρ Γιάν­νη τον από­ξε­νο, έναν από­κλη­ρο της κοι­νω­νί­ας και με (9) εννέα ενό­τη­τες στο Β’ μέρος που απο­τε­λούν την ενιαία σύν­θε­ση «το φωτει­νό σκο­τά­δι». Κι όπως είναι φυσι­κό ακό­μα και σ’ ενός άνδρα την πολι­τεία δεν μπο­ρεί παρά… θεμέ­λιο και έρει­σμα και βάση σθε­να­ρή, κάποιας γυναί­κας πρό­σω­πο κι εδώ κυριαρ­χεί: «τα πράγματα/πήραν φωνή/ πλη­γές και/πόνοι κλείσαν/Αγάπη/Μάνα/ κι Αδελφή/τώρα/ο κόσμος όλος/που σπέρ­νει μες/τα χέρια του/τ’ άνθη της / αντρειο­σύ­νης.» Στο Β’ μέρος γυρεύ­ο­ντας μέσα στο φωτει­νό σκο­τά­δι το φως των τυφλών που μόνον οι ποι­η­τές μπο­ρούν ν’ ανά­ψουν για να λάμ­ψει η γη κι ο κόσμος, δια­πι­στώ­νει και καταγ­γέλ­λει: «…άφρονες/λωτούς καταβροχθίζοντας/εχάσαμε το δρόμο/της σιωπής/τη μου­σι­κή του κόσμου/που μόνο στο φωτεινό/ σκο­τά­δι τους ανθίζει/γόος βαθύς υπόκωφος/τη μέσα πλή­ξη / πλημμυρίζει/κι όλα πονούν/κι αιμορροούν/αιμόφιλα/βλαστάρια του θανάτου.»

Η 7η και πιο πρό­σφα­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Γιάν­νη Παπα­οι­κο­νό­μου με τον τίτλο «Επι­δέ­σμια Μνή­μη» που κυκλο­φό­ρη­σε φέτος τον Ιού­λιο από τις εκδό­σεις «ΑΛΦΕΙΟΣ», ανε­βά­ζει την ποιό­τη­τα της επί­δο­σής του στην ανώ­τα­τη βαθ­μί­δα της. Μεστή, κατα­στα­λαγ­μέ­νη και ωρι­μό­τε­ρη η ποί­η­σή του, πιο στω­ι­κή και πιο στο­χα­στι­κή ανα­τρέ­χει στις ιστο­ρι­κές μνή­μες του παρελ­θό­ντος και εξά­γει αβί­α­στα το φιλο­σο­φι­κό τους από­σταγ­μα. Στις σελί­δες της «Επι­δέ­σμιας μνή­μης» και στο τρί­το κεφά­λαιο που τιτλο­φο­ρεί­ται «τα Συντρο­φι­κά» δεσπό­ζου­σα θα προ­βάλ­λει η «Παρι­σι­νή Ραψω­δία», αφιε­ρω­μέ­νη στη μνή­μη της Ζερ­μαίν Ρενάρντ, της Γαλ­λί­δας «μικρο­κα­μω­μέ­νης δασκά­λας», που του στά­θη­κε στο διά­στη­μα της αυτο­ε­ξο­ρί­ας του στο Παρί­σι, αντι­κα­θι­στώ­ντας της μάνας του τη μητρι­κή φρο­ντί­δα και μυώ­ντας τον στην ποί­η­ση, τη μου­σι­κή και τον αγώ­να για «τη Δημο­κρα­τία στην Ελλά­δα». Τη Ζερ­μαίν θα τη συνα­ντή­σου­με και πάλι, λίγο παρα­κά­τω, στο «Εμβα­τή­ριο της Ανα­το­λής», παρέα με τον άνδρα της τον Μαρ­σέλ Εμί, τη Σεσίλ και τη Ματού­λα να συμπλη­ρώ­νουν το απέ­ρα­ντο μωσαϊ­κό, μικρές ψηφί­δες, του Μέλ­λο­ντός μας.

Η «Ωδή σ΄ένα άνερ­γο κορί­τσι», σφυ­ριά και τσε­κού­ρι στο στυ­γνό εκμε­ταλ­λευ­τι­κό πρό­σω­πο της κοι­νω­νί­ας του σήμε­ρα, κραυ­γή αγω­νί­ας για το μέλ­λον των λαών και των παι­διών μας: «παι­διά μαραίνονται/βαθιά σου/η γυναί­κα στερεύει/του έρω­τα η γλύκα/Εφιάλτης/και μόνο η λευ­κή ονείρωξη/καταπέλτης ατσάλινος/και πρό­βα θανά­του». Και μετά το άνερ­γο κορί­τσι στρέ­φε­ται στην κόρη του Στέλ­λα, την δια­λε­κτι­κή της αγά­πης θέλο­ντας να την διδά­ξει: «Όταν αγα­πάς το καλό σου/γίνεσαι γυναίκα/όταν αγα­πάς το σπλά­χνο σου/γίνεσαι μάνα/κι όταν αγα­πάς όλους/τους πει­να­σμέ­νους της γης/γίνεσαι άνθρω­πος». Κι ενώ είμα­στε βέβαιοι ότι η Στέλ­λα θα γίνει σίγου­ρα, αν δεν έγι­νε κι όλας, άνθρω­πος σωστός και δίκαιος, σύμ­φω­να με τις νου­θε­σί­ες και το παρά­δειγ­μα, φυσι­κά, του πατέ­ρα της, επα­νερ­χό­μα­στε για μια τελευ­ταία ματιά πριν την ολο­κλή­ρω­ση της ιχνη­λα­σί­ας μας στην ποί­η­ση του Γ. Παπα­οι­κο­νό­μου: Στην υπό­στα­ση της Ζωής που είναι το Α και το Ω της θηλυ­κής αύρας της. Της Ζωής εκεί­νων που συμ­βι­βά­στη­καν και που όμως «χαί­τες κυμάτων/ τρικυμίζουν/ στον ύπνο τους» οι ενο­χές και τα κρί­μα­τα και της Ζωής εκεί­νων που δεν συμ­βι­βά­στη­καν και που ακρι­βώς το ίδιο «σαν ποτα­μός» κυλά κι αυτή και συμπα­ρα­σύ­ρει τα πάντα στον ρου και το διά­βα της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο