Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η καρπουζομανία των Σοβιετικών…

Τι καλο­φα­γά­δες που είναι 
Ανά­με­σα στα τόσα που λέγο­νται στον κόσμο για τους Μοσχο­βί­τες, ένα πράγ­μα είναι σίγου­ρα αλή­θεια. Δηλα­δή το ότι οι κάτοι­κοι της Σοβιε­τι­κής πρω­τεύ­ου­σας τρέ­φουν ιδιαί­τε­ρη αδυ­να­μία στα καρ­πού­ζια. Κι αυτό μπο­ρεί να φανεί παρά­ξε­νο, για­τί καρ­πού­ζια κοντά στη Μόσχα δεν υπάρ­χουν. Για να ανα­πτυ­χθεί αυτή η ραβδω­τή σφαί­ρα πρέ­πει να αντι­στοι­χούν κλι­μα­το­λο­γι­κές συν­θή­κες σύμ­φω­να με την αρχαϊ­κή φόρ­μου­λα: πέντε προς τρία (πέντε μέρη ήλιου προς τρία μέρη νερού). Σ’ αυτή την ανα­λο­γία θερ­μό­τη­τας και υγρα­σί­ας, αν και προ­σπά­θη­σαν μετα­πο­λε­μι­κά να καλ­λιερ­γή­σουν καρ­πού­ζια οι πει­ρα­μα­τι­στές, δεν κατά­φε­ραν στο τέλος τίπο­τα. Βέβαια, πήραν έναν καρ­πό που έμοια­ζε μ’ αυτό που ήθε­λαν. Ηταν στρογ­γυ­λό, ήταν παρ­δα­λό, μόνο που δεν μπο­ρού­σες να το βάλεις στο στό­μα. Η απο­τυ­χία πίκρα­νε πολύ τους Μοσχοβίτες.
Να πω απλώς, οι Μοσχο­βί­τες αγα­πούν τά καρ­πού­ζια, θα πει να μην πω τίπο­τα. Αν ακό­μα χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με εκφρά­σεις, όπως τα «λατρεύ­ουν», τα «θεο­ποιούν», «ξετρε­λαί­νο­νται», τότε κι αυτές θα φανούν αρκε­τά αδύ­να­τες για να εκφρά­σουν τη δύνα­μη του πάθους της καρ­που­ζο­μα­νί­ας, που αγκα­λιά­ζει τη Μόσχα κάθε καλο­καί­ρι. Τώρα το πώς οι Μοσχο­βί­τες έγι­ναν θύμα­τα αυτού του παρ­δα­λού πει­ρα­σμού που ωρι­μά­ζει κάτω από τον καφτε­ρό ήλιο και που ήταν κάπο­τε γνω­στός μόνον από δια­δό­σεις, παρα­μέ­νει αίνιγ­μα. Να όμως, που είμα­στε ανα­γκα­σμέ­νοι μερι­κές φορές να δεχό­μα­στε και την ύπαρ­ξη των αινιγ­μά­των, δεν είναι αλήθεια;
Τα πρώ­τα συμ­πτώ­μα­τα του παρ­δα­λού πυρε­τού εμφα­νί­ζο­νται στις αρχές του Ιού­λη μετά την ανά­γνω­ση της τοπι­κής εφη­με­ρί­δας. Σ ’ αυτήν περι­γρά­φε­ται η από κάθε άπο­ψη πλή­ρης αγω­νι­στι­κή ετοι­μό­τη­τα των λιμα­νιών και των ισχυ­ρών γερα­νών. Κι αν η μαγι­κή λέξη δεν ειπώ­θη­κε ακό­μα, ο πεπει­ρα­μέ­νος καρ­που­ζο­φά­γος γνω­ρί­ζει καλά, τι εννο­εί­ται με εκεί­νο το αόρι­στο «οπω­ρι­κά». Γ ι’ αυτό μόλις γυρί­σει από τη δου­λειά ανε­βαί­νει στη σκε­πή της πολυ­κα­τοι­κί­ας, δεκα­εν­νέα, όρο­φοι να πού­με και εφο­δια­σμέ­νος όπως είναι με κιά­λια θεά­τρου, απλώ­νει το βλέμ­μα προς την πλευ­ρά του κανα­λιού Βόλ­γα-Μόσχα: Θα φανεί άρα­γε στον ορί­ζο­ντα ο καπνός του πολυ­πό­θη­του καραβανιού!
Εδώ είμα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να πού­με λίγα λόγια, για το πώς έρχε­ται στην πρω­τεύ­ου­σα αυτός ο Πει­ρα­σμός. Ο ενα­έ­ριος δρό­μος απο­κλεί­ε­ται για­τί είναι πολύ βαρύς… για την τσέ­πη. Ο σιδη­ρό­δρο­μος; Γενι­κά απο­δε­κτός, όμως το τρά­νταγ­μα, οι στά­σεις μεγά­λης διάρ­κειας στους ενδιά­με­σους σταθ­μούς και η έλλει­ψη εξα­ε­ρι­σμού στα βαγό­νια, τον κάνουν να υπο­φέ­ρει τρομερά.
Και τι απο­μέ­νει λοι­πόν! Φαντα­στεί­τε ένα ήσυ­χο καλο­και­ρι­νό βρα­δά­κι στην πλα­τιά επι­φά­νεια του Βόλ­γα, ακο­λου­θώ­ντας το πλω­τό μέρος, αρχί­ζει να κινεί­ται ενα­ντία στο ρεύ­μα μια αυτο­κί­νη­τη μαού­να. Τα ελεύ­θε­ρα από τη βάρ­δια μέλη του πλη­ρώ­μα­τος μαζεύ­τη­καν γύρω από τη φωτιά, όπου ετοι­μά­ζε­ται η απλή ψαρό­σου­πα από στουρ­γιό­νια, που σερ­βί­ρουν μόνο σε αρι­στο­κρα­τι­κά γεύ­μα­τα και συζη­τούν για τη ρομα­ντι­κή μοί­ρα του Στέν­κα Ράζιν. Και κάτω στο αμπάρι…
- Ξέρε­τε από πού είναι το εμπόρευμα;
- Νομί­ζω από τον Κάτω Βόλγα.
Ανα­μει­γνύ­ε­ται τρίτος:
- Μη λέτε ανοη­σί­ες! Είναι από τη Μελι­τού­πο­λη. Είναι νωρίς για τα καρ­που­ζιά του Βόλγα.
Μη σας φαί­νε­ται παρά­ξε­νο, εδώ τα ξέρουν όλα: πότε φτά­νουν τα καρ­πού­ζια στη Μελι­τού­πο­λη της Ουκρα­νί­ας, πότε πρέ­πει να περι­μέ­νου­με τους ζου­με­ρούς φτα­σμέ­νους καρ­πούς από τους κηπου­ρούς του Καμί­σιν, από τα αγρο­κτή­μα­τα του Μπίκωφ.
- Τι λέτε φτά­νουν για όλους;
- Φτά­νουν, θα που­λη­θούν μέχρι τη νίκη…
Αυτό σημαί­νει, πως θα στα­μα­τή­σει κάθε εμπο­ρι­κή πρά­ξη στην αγο­ρά, θα κλεί­σουν τα κατα­στή­μα­τα, τα εστια­τό­ρια, τα καφε­νεία και τα ρεστο­ράν. Μόνο στο δρό­μο, στον αυτο­σχέ­διο μπά­γκο, που θα φωτί­ζε­ται με μία κινη­τή λάμπα, θα συνε­χί­σουν ακό­μα να μαζεύ­ο­νται οι άνθρω­ποι με τις τσά­ντες και τα δίχτυα στα χέρια. Για τους αχόρ­τα­γους ξενύ­χτη­δες τα πράγ­μα­τα είναι σκού­ρα. Τέτοια ώρα δε θα βρουν που­θε­νά να τους γεμί­σουν το ποτή­ρι με μπρά­ντι και με αφρά­τη μπί­ρα όσο κι όπου κι αν ορκι­στούν, πως μεσά τους «Ολα καί­νε». Βλέ­πεις όμως, η δίψα να δοκι­μά­σουν το αρω­μα­τι­κό, ζου­με­ρό και αστρα­φτε­ρό σαν ρου­μπί­νι καρ­πού­ζι, είναι ιερή.
Τις μέρες που έρχο­νται τα καρ­πού­ζια, στη Μόσχα συνε­χί­ζο­νται οι συνε­δριά­σεις των υπουρ­γεί­ων, οι συν­δια­σκέ­ψεις, τα συμπό­σια. Μόνο ο αριθ­μός τους είναι σημα­ντι­κά μικρό­τε­ρος και οι ομι­λί­ες συντο­μό­τε­ρες. Πέφτει το ενδια­φέ­ρον για τα θέα­τρα, τον κινη­μα­το­γρά­φο, τις συναυ­λί­ες και τα άλλα θεά­μα­τα. Οι παρα­στά­σεις δίνο­νται μπρο­στά σε λιγο­στούς θεα­τές, που κι αυτοί οι περισ­σό­τε­ροι είναι επαρχιώτες.
Μετά πάλι η ίδια εφη­με­ρί­δα της πόλης ρίχνει λάδι στη φωτιά. Το Σάβ­βα­το δημο­σιεύ­ει δύο αριθ­μούς: ε ένας (σε τόνους) κάνει λόγο για την όλο και αυξα­νό­με­νη μετα­φο­ρά καρ­που­ζιών. Ο άλλος (σε καπί­κια) είναι ή μεί­ω­ση της τιμής κατά κιλό. Συμ­βαί­νουν τώρα ορι­σμέ­νες μετα­το­πί­σεις. Στο ασαν­σέρ που υπο­λο­γί­ζε­τε για 4 άτο­μα, τώρα ανε­βαί­νουν μόνο τρία, ενώ κατα­στρο­φι­κά πέφτει η ημε­ρή­σια κατα­νά­λω­ση του νερού.
Θύμα όλης αυτής της τόσο οξυ­μέ­νης κατά­στα­σης μπο­ρεί να είναι ο επαρ­χιώ­της όπως και κάθε ξένος στην πόλη. Θέλει να συνα­ντη­θεί ο άνθρω­πός μας τώρα με τον Κ. για μια δου­λειά όχι και τόσο υπη­ρε­σια­κή. Τον παίρ­νει τηλέφωνο.
- Θα ήθε­λα να σας δω σήμε­ρα το βρά­δυ, σ’ ένα ελεύ­θε­ρο χώρο αν θέλε­τε και να τα πού­με για κάνα δυο ωρίτσες.
- Θα το ‘θελα κι εγώ πολύ, απα­ντά­ει ο Κ. Μόνο που η γυναί­κα μου κανό­νι­σε να πάμε στους γονείς της, στο σπί­τι τους εκεί στο Χίμκι.
Δεν θα πρέ­πει να πιστέ­ψεις τον Κ. Ο Πει­ρα­σμός τον έβα­λε να πει ψέμα­τα, σε κανέ­να Χίμ­κι δεν θα πάει, αλλά όλο το βρά­δυ θα κάθε­ται σπί­τι και θα τρώ­ει καρπούζι…
Γι’ αυτό σας συμ­βου­λεύω λοι­πόν: πριν αγο­ρά­σε­τε εισι­τή­ριο για τη Μόσχα, τηλε­φω­νή­στε τούς γνω­στούς σας και ενη­με­ρω­θεί­τε αν τελεί­ω­σε εκεί ό παρ­δα­λός πυρε­τός ή συνε­χί­ζε­ται ακόμα.
Μ. Σεμιό­νωφ
5Το κεί­με­νο το βρή­κα­με σε ένα μικρό βιβλια­ρά­κι με επι­λεγ­μέ­να κεί­με­να σοβιε­τι­κής σάτι­ρας πυο τυπώ­θη­κε το 1979 στη Θεσσαλονίκη:
«Το πανο­μοιό­τυ­πο του σ. Κοβ­σιωφ Σύγ­χρο­νη σοβιε­τι­κή σάτι­ρα», εκδό­της Χρή­στος Παπα­δη­μη­τρί­ου. Αντι­γρά­φου­με από το οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλίου:
Μια επι­λο­γή σοβιε­τι­κής σάτι­ρας από το σύγ­χρο­νο σοβιε­τι­κό περιο­δι­κό τύπο. Με τα ευθυ­μο­γα­φή­μα­τα αυτά ο ανα­γνώ­στης δε θα δια­σκε­δά­σει μόνο, αλλά και θα γνω­ρί­σει τα βασι­κά θέμα­τα της κοι­νω­νι­κής ζωής που απα­σχο­λούν τη σοβιε­τι­κή σάτι­ρα σήμερα
Για την αντι­γρα­φή — επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακαβάνης
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο