Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κοινωνική και πολιτική μετάλλαξη μιας εργατικής κοινότητας

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου //
 Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Υπάρ­χουν δύο τρό­ποι εξή­γη­σης των κοι­νω­νι­κών πραγ­μά­των. Ένας που βλέ­πει την κοι­νω­νία ως άθροι­σμα ατό­μων και δια­περ­νά την κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία (ατο­μι­κι­σμός) και ένας άλλος που βλέ­πει την κοι­νω­νία ως σύστη­μα κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων. Στην πρώ­τη περί­πτω­ση, οι αιτί­ες, λόγου χάρη της ανερ­γί­ας, θα ανα­ζη­τη­θούν στο άτο­μο. Εφό­σον αυτό είναι υπεύ­θυ­νο για την ανερ­γία είναι υπεύ­θυ­νο και για την αντι­με­τώ­πι­σή της. Τι κι αν δεν υπάρ­χουν δου­λειές λόγω της οικο­νο­μι­κής κρίσης;

Επο­μέ­νως δεν είναι οι δομι­κοί παρά­γο­ντες (κοι­νω­νι­κή οργά­νω­ση της εργα­σί­ας, οικο­νο­μι­κές κρί­σεις, δομή της αγο­ράς εργα­σί­ας κ.ά.) που ευθύ­νο­νται για την ανερ­γία αλλά το ίδιο το άτο­μο. Βεβαί­ως ο καθέ­νας γνω­ρί­ζει, και επ’ αυτού δεν χρειά­ζε­ται κάποια βαθυ­στό­χα­στη ανά­λυ­ση, ότι τα άτο­μα ανά­λο­γα με την ταξι­κή τους κατα­γω­γή, την κοι­νω­νι­κή τους θέση (αμοι­βή, κύρος) και την εργα­σία τους (εκτε­λε­στι­κή ή αυτό­νο­μη) είναι άνι­σα εξο­πλι­σμέ­να για να αντι­με­τω­πί­σουν τις προ­κλή­σεις της ζωής ή να «εκμε­ταλ­λευ­τούν»  τις ευκαιρίες.

Πολύ περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον είναι οι εργά­τες που προσ­διο­ρί­ζο­νται από τη δομή (δηλα­δή το κεφά­λαιο και τη μισθω­τή εργα­σία) έτσι που θα έλε­γε κανείς πως η ζωή τους συνι­στά περισ­σό­τε­ρο «στιγ­μή» του κεφα­λαί­ου (τάξη αντι­κεί­με­νο). Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή να ισχυ­ρι­στού­με πως η κοι­νω­νι­κή τους ύπαρ­ξη  προ­σλαμ­βά­νει τις ιδιό­τη­τες της δομής (αντα­γω­νι­σμός, φοβία,  καχυ­πο­ψία κ.ά.) όπως περί­που απο­τυ­πώ­νε­ται στις τοι­χο­γρα­φί­ες του Ντιέ­γκο Ριβέ­ρα, στο Ντι­τρόιτ ενώ αυτές περ­νά­νε και στις ατο­μι­κές συμπε­ρι­φο­ρές, όπως τώρα με τα παι­διά των προ­σφύ­γων στο Νέο Ικό­νιο, στη Μυτι­λή­νη, στη Φιλιπ­πιά­δα κ.α. Αυτό και φυσι­κά δεν απαλ­λάσ­σει τα άτο­μα από τις ευθύ­νες τους στις δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις (οικο­γέ­νεια, γει­το­νιά κ.α.) ακό­μη και στις πολι­τι­κές συμπε­ρι­φο­ρές (συμπά­θεια-υπο­στή­ρι­ξη φασι­στι­κών κομ­μά­των, ξενο­φο­βία  κ.λπ.). Υπο­δει­κνύ­ει όμως που θα εντο­πί­σου­με τις αιτί­ες του προ­βλή­μα­τος, συνε­πώς και τις λύσεις του για να μη χάσου­με «μένο­ντας στο δέντρο, το δάσος».

Ωστό­σο, όταν οι άνθρω­ποι χάνουν στην εργα­σία, χάνουν και ένα σύστη­μα προ­ω­θη­μέ­νων κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων που υπο­βα­στά­ζει την εργα­σία και με αυτή την έννοια θα μπο­ρού­σε να μιλή­σει κανείς για «απο­κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση» (απώ­λεια κοι­νω­νι­κών και γνω­στι­κών δεξιο­τή­των), κοντο­λο­γίς για  «αποταξικοποίηση».Οι άνθρω­ποι αδυ­να­τούν πλέ­ον να εκλο­γι­κεύ­σουν την κοι­νω­νι­κή τους θέση. Αδυ­να­τούν να ορί­σουν τους συμ­μά­χους και τους αντι­πά­λους τους. Απο­τέ­λε­σμα αυτής της «απο­τα­ξι­κο­ποί­η­σης» είναι η άρνη­ση μέρους των κατοί­κων του Περά­μα­τος να συνυ­πάρ­ξουν με ανθρώ­πους που είναι τόσο  κοντά στην ταξι­κή τους κατά­στα­ση. Η απώ­λεια της εργα­σί­ας έχει κεντρι­κή σημα­σία  για την υπαρ­ξια­κή κατά­στα­ση των ανθρώ­πων, επει­δή γύρω από την εργα­σία οργα­νώ­νε­ται η καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Σε αυτήν ανα­φέ­ρε­ται πάλι μια «ηθι­κή της εργα­σί­ας» με αξί­ες και τρό­πους ζωής που δημιουρ­γούν την αίσθη­ση κοινότητας.

Ακρι­βώς γι’ αυτό η μνή­μη και το βίω­μα της προ­σφυ­γιάς των γονιών και των παπ­πού­δων, ακό­μη και η μνή­μη των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων, δεν μπο­ρεί  να υπο­κα­τα­στή­σει ένα σύστη­μα σχέ­σε­ων που αρθρώ­νε­ται γύρω από την εργα­σία, όπως  έδει­ξε η κλασ­σι­κή πλέ­ον κοι­νω­νιο­γρα­φι­κή μελέ­τη: Οι άνερ­γοι του Μάριε­νταλ της M. Jahoda και συνερ­γα­τών της από την δεκα­ε­τία του ΄30, στην εργα­τι­κή κοι­νό­τη­τα Μάριε­νταλ της Αυστρί­ας. Εκεί η ανερ­γία διέρ­ρη­ξε, παρά την ανε­πτυγ­μέ­νη ταξι­κή συνεί­δη­ση και τις πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές υπο­δο­μές της εργα­τι­κής κοι­νό­τη­τας, το  κοι­νο­τι­κό ήθος και τις αγω­νι­στι­κές παρα­δό­σεις. Η κοι­νό­τη­τα απο­δέ­χτη­κε το σύν­θη­μα Arbeit und Brot («δου­λειά και ψωμί») των εθνι­κο­σο­σια­λι­στών  και προ­σχώ­ρη­σε μετά το Anschluss (1938) στο Ναζισμό.

Επο­μέ­νως η ανερ­γία, ως έκπτω­ση από την εργα­σία σημα­το­δο­τεί σ’ ένα να βαθ­μό και έκπτω­ση από κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις και μερι­κή έκπτω­ση της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας με άμε­σες τις επι­πτώ­σεις στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα των ανθρώ­πων. Στην περιο­χή του Άνω Περά­μα­τος, λόγου χάρη, η ανερ­γία φτά­νει το 60% ενώ στο υπό­λοι­πο Πέρα­μα το 50% (Αττι­κή 28,3%) ενώ η ανερ­γία στους νέους 18–24 φτά­νει το 57%. Η από­λυ­τη «εξάρ­τη­ση» της περιο­χής από τη ναυ­πη­γο­ε­πι­σκευα­στι­κή ζώνη σε συνάρ­τη­ση με την οικο­νο­μι­κή κρί­ση εξη­γεί τα μεγά­λα ποσο­στά ανερ­γί­ας.  Ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζει τώρα το γεγο­νός ότι η Χρυ­σή Αυγή εδραιώ­νει τα τελευ­ταία χρό­νια την παρου­σία της στην εργα­τι­κή κοι­νό­τη­τα του Περά­μα­τος. Το γεγο­νός αυτό μας ανα­γκά­ζει να την συσχε­τί­σου­με, ‑όπως έγι­νε κάπο­τε σε μια έρευ­να για τους άνερ­γους του Μάριε­νταλ (Αυστρία) στο μεσοπόλεμο‑,  με την ανερ­γία, την έκπτω­ση και την κοι­νω­νι­κή εξα­θλί­ω­ση. Το φασι­στι­κό κόμ­μα απέ­σπα­σε  στις εκλο­γές του 2015: 9% στο Πέρα­μα και 7,25 στο Κερα­τσί­νι (Αττι­κή 8,43%).

Από την άλλη, όπως δεί­χνουν πολ­λές κοι­νω­νι­κο-επι­δη­μιο­λο­γι­κές υπάρ­χει θετι­κή σχέ­ση ανά­με­σα στην ανερ­γία και στην κατά­στα­ση υγεί­ας, κυρί­ως της ψυχι­κής υγεί­ας (βλ. κατά­θλι­ψη), καθώς το βίω­μα του «περιτ­τού», του «αχρεί­α­στου» που ζει σε «βάρος άλλων» τραυ­μα­τί­ζει βαθιά το υπο­κεί­με­νο, το απο­διορ­γα­νώ­νει ως πρό­σω­πο ενώ κυριο­λε­κτι­κά το απο­προ­σα­να­το­λί­ζει (προ­σω­πι­κή απο­μό­νω­ση, απώ­λεια της αίσθη­σης του χρό­νου, απώ­λεια κοι­νω­νι­κών δεξιο­τή­των κ.λπ.). Αυτό δεί­χνει, προ­φα­νώς, που πρέ­πει να γίνει η κοι­νω­νι­κή παρέμ­βα­ση  αλλά και για­τί η πολι­τι­κή παρέμ­βα­ση ήταν μέχρι τώρα ανε­παρ­κής. Σε κάθε περί­πτω­ση η παρέμ­βα­ση δεν μπο­ρεί να μεί­νει στα άτο­μα, όπως είπα­με στην αρχή, καθώς οι ιδιό­τη­τες  των ατό­μων (συμπε­ρι­φο­ρές, αντι­λή­ψεις, στά­σεις κ.ο.κ.) δεν είναι «δικές» τους («έμφυ­τες»). Αυτές είναι κοι­νω­νι­κές. Είναι οι ιδιό­τη­τες της δομής. Είναι οι ιδιό­τη­τες της μισθω­τής εργα­σί­ας και της ανερ­γί­ας που φέρο­νται από τα άτο­μα. Ούτε μπο­ρεί η πολι­τι­κή παρέμ­βα­ση να απευ­θύ­νε­ται στο θυμι­κό των ατό­μων ως να πρό­κει­ται για ζήτη­μα φρο­νή­μα­τος ή, ως αυτά, «χαμέ­να» όπως είναι, να μπο­ρούν να βγουν από μόνα τους από το κοι­νω­νι­κό αδιέ­ξο­δο που έγι­νε και υπο­κει­με­νι­κό, προ­σω­πι­κό κ.ο.κ. για να εντα­χτούν και να παλέψουν.

Ωστό­σο τα άτο­μα αρχί­ζουν να σκέ­φτο­νται, να ανα­ρω­τιού­νται, να  «ανα­συ­γκρο­τού­νται» ως υπο­κεί­με­να και να δρουν ξανά όταν έχουν τους στοι­χειώ­δεις πόρους για να το κάνουν (κοι­νω­νι­κούς, γνω­στι­κούς, πολι­τι­κούς). Αντί­θε­τα απ’ ότι πιστεύ­ε­ται, η κοι­νω­νι­κή εξα­θλί­ω­ση δεν οδη­γεί στη κοι­νω­νι­κή δρά­ση αλλά στην παθη­τι­κό­τη­τα, στην απά­θεια, και ίσως, όπως φάνη­κε στη σημα­ντι­κή έρευ­να για τους  Ανέρ­γους του  Mariental (Αυστρία) στην απο­δο­χή του φασι­σμού. Στη συγκε­κρι­μέ­νη έρευ­να κατα­δεί­χτη­κε πως η μακρο­χρό­νια ανερ­γία δεν απο­διορ­γα­νώ­νει μόνο τη δομή της καθη­με­ρι­νό­τη­τας υπο­σκά­πτο­ντας τους κοι­νω­νι­κούς και πολι­τι­κούς δεσμούς της κοι­νό­τη­τας  αλλά δημιουρ­γεί και αισθή­μα­τα ενο­χής. Ενώ είναι σαφές ότι δομι­κοί παρά­γο­ντες, εδώ το οικο­νο­μι­κό κράχ του 29, ευθύ­νο­νταν για το κλεί­σι­μο της κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας οι άνερ­γοι του Μάριε­νταλ άρχι­σαν να ενο­χο­ποιούν τον εαυ­τό τους για την ανερ­γία. Οι ψυχο­λο­γι­κές και κοι­νω­νι­κές επι­πτώ­σεις της μαζι­κής και μακρο­χρό­νιας ανερ­γί­ας δια­μόρ­φω­σαν ένα κλί­μα παραί­τη­σης από την πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή δρά­ση ενώ προ­λεί­α­ναν το έδα­φος για την επι­κρά­τη­ση του Ναζι­σμού σε μια εργα­τι­κή κοινότητα.

Εφό­σον η κοι­νω­νία συνι­στά ένα σύστη­μα κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων η παρέμ­βα­ση οφεί­λει να ακου­μπά όλο το τόξο (και τα υπο­συ­στή­μα­τα σχέ­σε­ων) από  την καθη­με­ρι­νό­τη­τα έως την ανα­τρο­πή των σχέ­σε­ων εκμε­τάλ­λευ­σης που γεν­νά την ανερ­γία, την έκπτω­ση, την κατά­θλι­ψη κ.ο.κ. Η πολι­τι­κή παρέμ­βα­ση δεν μπο­ρεί να εξα­ντλεί­ται, ‑όσο ανα­γκαίο και να είναι αυτό από άπο­ψη μεθό­δου, με την έννοια του που και πως πρέ­πει να τίθε­ται το ζήτημα‑,  στην καταγ­γε­λία των σχέ­σε­ων εκμε­τάλ­λευ­σης. Χρειά­ζε­ται η δια­τύ­πω­ση ενός «οδι­κού χάρ­τη» για το πώς φτά­νου­με ως εκεί, μέρος του οποί­ου θα είναι και η δια­μόρ­φω­ση των κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών όρων (συνέρ­γειες, συμ­μα­χί­ες κ.λπ.).

Αν το πολι­τι­κό υπο­κεί­με­νο (κόμ­μα, οργα­νι­σμός) είναι η ανα­γκαία συν­θή­κη για χει­ρα­φε­τη­τι­κή δρά­ση, η απο­κα­τά­στα­ση των κοι­νω­νι­κών δεσμών με άλλες ταξι­κές κατα­στά­σεις του «συλ­λο­γι­κού εργά­τη» είναι η ικα­νή συν­θή­κη που θα  συν­δέ­σει το σήμε­ρα με το μεσο­διά­στη­μα για να τεθεί στη συνέ­χεια το ζήτη­μα της κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης της εργα­σί­ας και της παρα­γω­γής. Και αυτό επει­δή η ανερ­γία, η έκπτω­ση, ο απο­κλει­σμός, συνι­στούν εγγε­νή φαι­νό­με­να της καπι­τα­λι­στι­κής  οργά­νω­σης της εργα­σί­ας, επο­μέ­νως και τυπι­κές κατα­στά­σεις όλων των εργα­ζο­μέ­νων που (ανε­ξάρ­τη­τα από την ταξι­κή τους κατά­στα­ση) ζουν από την εκμί­σθω­ση της εργα­σί­ας τους. Από εδώ επί­σης μπο­ρούν να αντλη­θούν πόροι (κοι­νω­νι­κοί, γνω­στι­κοί, πολι­τι­σμι­κοί) για να υπο­στη­ρί­ξουν τα «απο­τα­ξι­κο­ποι­η­μέ­να» τμή­μα­τα της εργα­τι­κής τάξης που βιώ­νουν με αυτό τον δρα­μα­τι­κό τρό­πο την ταξι­κή τους κατά­στα­ση (ταξι­κή αλλη­λεγ­γύη). Ούτε θα πρέ­πει να υπο­τι­μά­ται, όπως δεί­χνει η δημαρ­χία Πελε­τί­δη, η κοι­νω­νι­κή πολι­τι­κή ως δυνα­τό­τη­τα παρέμ­βα­σης τόσο στην Πάτρα, πολύ δε περισ­σό­τε­ρο στο Πέρα­μα, στο Νέο Ικό­νιο κ.ά. έστω και αν αυτό φαί­νε­ται ως «δια­χεί­ρι­ση» του προ­βλή­μα­τος (στέ­κια νέων, εργα­τι­κές λέσχες, μαθη­τι­κά συσ­σί­τια κ.λπ.). Αλλιώς η Χρυ­σή Αυγή θα εμφα­νί­ζε­ται με τα «συσ­σί­τια για Έλλη­νες», την «αιμο­δο­σία για Έλλη­νες» κ.ο.κ. ως προ­νοια­κή υπηρεσία.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο