Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η μέρα που άλλαξε τον κόσμο

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Το κεί­με­νο αυτό ήταν ανα­πο­φά­σι­στο κι έψα­χνε ημε­ρο­μη­νία για να ανέ­βει. Θα μπο­ρού­σε να μπει την 1η Σεπτέμ­βρη, που είναι η μία σχε­τι­κή επέ­τειος (αθλη­τι­κή), να περι­μέ­νει ως τις 11 Σεπτέμ­βρη, που είναι η άλλη σχε­τι­κή επέ­τειος (πολι­τι­κή) ή να συν­δυα­στεί πχ με το προ­χτε­σι­νό άνοιγ­μα της αυλαί­ας του Ευρω­μπά­σκετ. Τελι­κά βρέ­θη­κε μια συμ­βι­βα­στι­κή λύση και δημο­σιεύ­ε­ται σήμερα.

Αν για τους Αμε­ρι­κα­νούς η 11η Σεπτέμ­βρη ήταν η μέρα που άλλα­ξε τον κόσμο –κυρί­ως, για να σημα­το­δο­τή­σει πόσο κλο­νί­στη­καν οι συνει­δή­σεις τους κι ότι ετοι­μά­στη­καν να απο­δε­χτούν και να νομι­μο­ποι­ή­σουν τους πολέ­μους στο Αφγα­νι­στάν και το Ιράκ, παρά κάποια σημα­δια­κή αλλα­γή στο παγκό­σμιο γίγνε­σθαι- υπάρ­χει και η μπα­σκε­τι­κή εκδο­χή της, ένα χρό­νο αργό­τε­ρα, με τους Αργε­ντί­νους και τους Γιου­γκο­σλά­βους να γκρε­μί­ζουν το μύθο της άτρω­της κι ανί­κη­της ομά­δας-όνει­ρο μες στο σπί­τι της και να την αφή­νουν εκτός τετρά­δας και μεταλ­λί­ων, στο Μου­ντο­μπά­σκετ της Ιντιανάπολις.

Ακό­μα πιο ισχυ­ρό όμως ήταν το χτύ­πη­μα που δέχτη­καν τέσ­σε­ρα χρό­νια αργό­τε­ρα από την Εθνι­κή μας, στον ημι­τε­λι­κό του Μου­ντο­μπά­σκετ της Σαϊ­τά­μα, και παρα­μέ­νει μέχρι σήμε­ρα η τελευ­ταία ήττα τους σε μεγά­λη διε­θνή διορ­γά­νω­ση, αυτή που τους πεί­σμω­σε και τους δίδα­ξε πολ­λά για το πώς πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­ζουν τέτοιους αγώ­νες. Ενώ συνά­μα είναι κι η μεγα­λύ­τε­ρη ίσως νίκη στην ιστο­ρία της δικής μας εθνι­κής ομά­δας, που δε μειώ­νε­ται στο παρα­μι­κρό από το ότι χάσα­με πανη­γυ­ρι­κά από τους Ισπα­νούς στον τελι­κό. Εκεί­νο το διή­με­ρο η ομά­δα πέτυ­χε 148 πόντους, κάτι κοντά στο μέσο όρο της, με τη δια­φο­ρά πως η κατα­νο­μή ήταν: 101 με τις Ηπα και ούτε τους μισούς κόντρα στους Ισπα­νούς –που τους βρή­κα­με και χωρίς τον Γκα­σόλ. Κι ούτω πως γλί­στρη­σε μέσα απ’ τα (κατε­βα­σμέ­να –ή μήπως ψηλά για την παρά­δο­ση άνευ όρων;) χέρια μας μια μονα­δι­κή ευκαι­ρία για έναν παγκό­σμιο τίτλο σε επί­πε­δο ανδρών ‑10 χρό­νια μετά από τους εφήβους.

Εκεί­νο τον αγώ­να τον είχα δει φαντά­ρος, στο κέντρο εκπαί­δευ­σης, στο Κιλ­κίς. Βόλευε μάλι­στα και το όνο­μα του στρα­το­πέ­δου για τη ρίμα και βγά­ζα­με οπα­δι­κά συν­θή­μα­τα: «Τάδε αλά­νι, για πάντα στο Καμπά­νη». Στον προη­μι­τε­λι­κό με τους Γάλ­λους, που έπε­φτε πρω­ι­νο­με­σή­με­ρο, όπως και όλοι σχε­δόν οι αγώ­νες, λόγω της δια­φο­ράς της ώρας με την Ιαπω­νία (εξ ου και τα αθά­να­τα κλι­σέ για τη χώρα του ανα­τέλ­λο­ντος μεταλ­λί­ου) ρίχνα­με βολές, αλλά σκε­φτό­μα­σταν τις ελεύ­θε­ρες (βολές) και θυμά­μαι πως έδει­ξα ζήλο για πρώ­τη και μονα­δι­κή φορά στη θητεία μου να βρε­θώ στην πρώ­τη σει­ρά, για να ξεμπερ­δεύω νωρίς, να γυρί­σω με ένα από τα πρώ­τα δρο­μο­λό­για του στά­γερ και να προ­λά­βω το δεύ­τε­ρο ημί­χρο­νο έστω σε ένα άδειο Καψι­μί κι ένα ματς που (καλά εσύ) κρί­θη­κε νωρίς.

Το επό­με­νο παι­χνί­δι ήταν ο ημι­τε­λι­κός με τις ΗΠΑ και στο Καψι­μί δε θα έπε­φτε καρ­φί­τσα, αλλά αυτό δεν ήμα­σταν σε θέση να το ξέρου­με από πριν. Κι ανή­συ­χοι για το ενδε­χό­με­νο να μεί­νου­με χωρίς να το δού­με και να βρά­ζου­με σε αναμ­μέ­να κάρ­βου­να, λέγα­με με τα συφά­ντα­ρα ότι έπρε­πε να πιά­σου­με το λοχα­γό, που δε φαι­νό­ταν ιδιαί­τε­ρα φίλα­θλος, να του εξη­γή­σου­με τη σημα­σία του (νυν υπέρ πάντων) αγώ­να και να τον (μετα)πείσουμε να μας αφή­σει να δού­με το παι­χνί­δι. Και ο κλή­ρος πέφτει στο γεν­ναίο –αν και δεν είμαι καθό­λου σίγου­ρος πως στά­θη­κα πολύ γεν­ναί­ος και πως κατά­φε­ρα να του αλλά­ξω γνώ­μη –ιδί­ως όταν με ρώτη­σε αν έχου­με καθό­λου ελπί­δες, λες και συναρ­τού­σε απ’ αυτό το αν θα δώσου­με τη μάχη ή ανέ­πρε­πε να την απο­φύ­γου­με. Ε και πώς να το κάνου­με, ρεα­λι­στι­κές ελπί­δες δεν είχα­με. Ούτε ήταν πολύ ρεα­λι­στι­κό, ή μάλ­λον λογι­κό, για­τί είχε γίνει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα –αν και το λογι­κό είναι και πραγ­μα­τι­κό, μας λέει ο Χέγκελ- αυτό που έγι­νε στον ημι­τε­λι­κό, πόσο μάλ­λον αυτό που ακο­λού­θη­σε στον τελικό.

Τελι­κά πάντως ήρθε εντο­λή από τα κεντρι­κά του ΓΕΣ να παρα­κο­λου­θή­σουν όλα τα φαντά­ρια τον αγώ­να, και αν μας έκα­νε κάποιος εισβο­λή εκεί­νη τη μέρα-ώρα, δε νομί­ζω να έβρι­σκε πολ­λούς σε θέση μάχης και πιθα­νόν να μας νικού­σε εύκο­λα, όπως οι Ρωμαί­οι στο «Αστε­ρίξ στη Βρε­τα­νία», που δεν περί­με­ναν τους Βρε­τα­νούς να τελειώ­σουν το τσάι τους, στις 5 o’ clock.

Εν πάση περι­πτώ­σει, το επι­μύ­θιο είναι πως τον αγώ­να θα τον βλέ­πα­με ούτως ή άλλως, αλλά στο μυα­λό των συφά­ντα­ρων ήταν σα να είχε προ­κα­λέ­σει την εντο­λή από τα κεντρι­κά η πρω­το­βου­λία να μιλή­σου­με στο λοχα­γό, το θάρ­ρος της διεκ­δί­κη­σης, κτλ, μια απτή από­δει­ξη για την αξία και το απο­τέ­λε­σμα που φέρ­νει ο οργα­νω­μέ­νος, συλ­λο­γι­κός αγώ­νας, κτλ, οπό­τε για­τί να τους χαλά­σω ένα τέτοιο συμπέ­ρα­σμα; Εξάλ­λου κι οι Βρε­τα­νοί (στο Αστε­ρίξ) είχαν πιει απλώς χρω­μα­τι­στό νερό με τσάι, ενώ πίστευαν πως είχαν πάρει μαγι­κό ζωμό, για να νική­σουν τους Ρωμαί­ους. Σημα­σία όμως είχε η μάχη και ότι στο τέλος νικήσανε.

Από το αγω­νι­στι­κό κομ­μά­τι, θυμά­μαι το καλό ξεκί­νη­μα, το πρώ­το μού­δια­σμα στη συνέ­χεια, με την πατρο­πα­ρά­δο­τη ελλη­νι­κή αισιο­δο­ξία (πάει, χάσα­με), τον Κακιού­ζη να βλέ­πει το καλά­θι σα βαρέ­λι (και να μην είναι ο μόνος), τις ασίστ του Παπα­λου­κά, το Σοφο­κλή να ‘χει πέσει στη χύτρα με το μαγι­κό ζωμό και να γκρε­μί­ζει ό,τι πύρ­γους έβρι­σκε μπρο­στά του: ω, μα δεν ήταν παρά ένα τόσο δα Κολοσ­σαιά­κι –όπως δήλω­νε μετριό­φρο­να ο Οβε­λίξ. Και μετά στον τελι­κό, που αλλά­ζα­με θέσεις για το γού­ρι (με ακλό­νη­τη πίστη στο δια­λε­κτι­κό υλι­σμό) και τη φωνή του Χατζη­γε­ωρ­γί­ου μες στα αυτιά μου: στη­τός ο Γκαρ­μπα­χό­σα-α‑α! Όπως του στη­νό­ταν κι η δική μας άμυ­να, τελεί­ως ανοι­χτή, και τον περί­με­νε. Ένα άδο­ξο φινά­λε που δεν ήταν καν χιτσκο­κι­κό, θρι­λε­ρι­κό, γκραν­κι­νιο­λι­κό, όπως θα άρμο­ζε στον εκφωνητή…

Το Ευρω­μπά­σκετ που ξεκί­νη­σε προ­χτές δεν έχει καν Συρί­γο, αλλά έχει εικό­να πιξε­λια­σμέ­νη, όπως τη δεκα­ε­τία του 80’. Δεν έχει πια Χατζη­γε­ωρ­γί­ου, αλλά ο Φιλιπ­πού­σης είναι κατά κανό­να ακό­μα χει­ρό­τε­ρος (όσο δύσκο­λο κι αν φαντά­ζει αυτό). Έχει Σπα­νού­λη αλλά χωρίς μαλ­λιά, Γιαν­νά­κη σε θέση σχο­λια­στή, με την ίδια κλα­ψιά­ρι­κη, ψυχω­μέ­νη φωνή, Ζάγκρεμπ αλά 89’, αλλά χωρίς τους Γιού­γκους κα τους Σοβιε­τι­κούς. Και έχει την «επί­ση­μη αγα­πη­μέ­νη», που παρα­μέ­νει αγα­πη­μέ­νη, σε όλες τις εκδο­χές της, όσο νωρίς και αν απο­κλει­στεί. Και ξεκί­νη­σε με δύο νίκες σε έναν όμι­λο, που κατά δια­στή­μα­τα μοιά­ζει με μικρή Βαλ­κα­νιά­δα, κι είχε ως μεγά­λη της στιγ­μή τη νίκη επί της οικο­δέ­σποι­νας (του ομί­λου) Κρο­α­τί­ας. Της μεγα­λύ­τε­ρης μέχρι την επό­με­νη, όπως είχε πει και μια θρυ­λι­κή ψυχή…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο