Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η ντροπή στάθηκε στην πόρτα»

 

Γρά­φει η Φαί­δρα Ζαμπα­θά — Παγου­λά­του //

gnisios

 

 

Κων­στα­ντί­νος Γνήσιος

«Η ντρο­πή στά­θη­κε στην πόρτα»

Ετος έκδο­σης 2011

Αριθ­μός σελί­δων 46
Το ερώ­τη­μα που αυτό­μα­τα τίθε­ται είναι: η πόρ­τα άνοι­ξε και τη δέχτη­κε ή έμει­νε ερμη­τι­κά  κλει­στή  αγνο­ώ­ντάς την .

Ο Κ. Γ. μιλά­ει μέσα στους στί­χους του  για μια δια­δρο­μή που περι­κλεί­ει  πικοί­λα συναι­σθή­μα­τα ‚τα οποία αφο­ρούν και τον ποι­η­τή προ­σω­πι­κά, αλλά  και γενι­κό­τε­ρα  θέμα­τα της ζωής. Η ποί­η­ση με τις ευαι­σθη­σί­ες  και τις τρυ­φε­ρό­τη­τες αμβλύ­νει τα προ­βλή­μα­τα και δεί­χνει να χαρί­ζει στον ποι­η­τή μια γαλή­νη και μια αίγλη. Αυτό όμως δεν είναι η καθα­ρή αλή­θεια .Οι λέξεις  που κρύ­βο­νται  κάτω από στί­χους και πονά­νε και λαβώ­νουν  και τον δημιουρ­γό και τον ανα­γνώ­στη. Ο ποι­η­τής μας  πονά­ει δια­κρι­τι­κά  αν και  δια­πι­στώ­νου­με  ότι έχει την ικα­νό­τη­τα να ελέγ­χε­ται. Το πιλο­τι­κό του θέμα είναι η ίδια η ζωή και οι διά­φο­ρες πτυ­χές  της που κατα­λή­γουν σε πλο­κά­μια ιδιαί­τε­ρης ευαι­σθη­σί­ας με πλού­σιο υπέδαφος.

Ολος ο όγκος  της ψυχο­σύν­θε­σης του βρί­σκε­ται μέσα στην ποι­η­τι­κή του φωνή. Εκεί θα συνα­ντή­σου­με  να κοντα­ρο­χτυ­πιού­νται  έντο­να αντι­φά­σεις, ελπί­δες, πίκρες, και χαρές. Ένας ολό­κλη­ρος κύκλος ζωής μέσα  σε μια αρμο­νία, στην  οποία  ο ποι­η­τής Κ.Γ. δια­φυ­λάτ­τει με σεβα­σμό, με ευλά­βεια και με πόνο.

Η ποί­η­ση του Κ.Γ. στη­ρί­ζε­ται σε γερά θεμέ­λια. Κρα­τά­ει έναν ρυθ­μό και δια­πι­στώ­νου­με ότι χρη­σι­μο­ποιεί αυθόρ­μη­τες ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ες σε κάποια ποι­ή­μα­τα ενώ οι λέξεις του είναι προ­σεγ­μέ­νες και συχνά ευρη­μα­τι­κές. Πρό­κει­ται για ατό­φια, καθα­ρό­αι­μη  ποί­η­ση. Οι επα­να­λή­ψεις  που κάποιες φορές συναντάμε

Δεν ενο­χλούν ιδιαί­τε­ρα .Συμ­βαί­νει ο ποι­η­τής να ερω­το­τρο­πεί με μια λέξη χωρίς να το συνει­δη­το­ποιεί. Ίσως να είναι κι ένα παι­χνί­δι του ίδιου του δημιουρ­γού που μπο­ρού­με να το εντά­ξου­με  μέσα στα πλαί­σια της τεχνι­κής του .

Εκεί­νο που νομί­ζω ότι πρέ­πει να τονι­στεί στην ποί­η­ση του Κ.Γ. είναι  μια αισιό­δο­ξη πνοή που βγαί­νει ιδιαί­τε­ρα στο σημείο εκεί­νο που το ερω­τι­κό στοι­χείο δεσπό­ζει  και ξεσπά­ει θρυμ­μα­τί­ζο­ντας το χώρο και το χρό­νο ώστε να μας πλη­σιά­σει και να μας αγγί­ξει .[σελ.26–27]

Οι τρυ­φε­ρές του στιγ­μές είναι ανά­σες για τον ανα­γνώ­στη, για­τί είναι αλή­θεια πως συχνά κλί­νε­ται  σαν στρεί­δι  μέσα σε λέξεις που κόβουν σαν τα πιο κοφτε­ρά λεπί­δια κι εκτός από τον δημιουρ­γό που αιμορ­ρα­γεί, κόβουν και τον ανα­γνώ­στη .[σελ.31] που τον βυθί­ζουν μέσα σε σιωπή .

Κι είναι μια σιω­πή τόσο φλύ­α­ρη που σε ταξι­δεύ­ει σε  ατέ­λειω­τους ορί­ζο­ντες αφή­νο­ντάς σε να ονει­ρευ­τείς το δικό σου  προ­σω­πι­κό όνειρο .

Μήπως η ίδια η ποί­η­ση  δεν είναι ένα  συνε­χές όνει­ρο ; Μια ιέρεια που ξορ­κί­ζει κάθε άρνη­ση ακό­μη και στη ζωή και το Θάνα­το . Το ξωτι­κό που κου­βα­λά­με  σ όλη τη δια­δρο­μή της ζωής μας στο καλό και το κακό στα θετι­κά και τ αρνη­τι­κά ώσπου να βρού­με τις ισορ­ρο­πί­ες μας και να προ­χω­ρή­σου­με στους δύσβα­τους δρό­μους  .Kι ο Κώστας ισορ­ρο­πεί πάνω  στην ποί­η­ση που του φωτί­ζει τα σκο­τει­νά  περά­σμα­τα. Κι όσο ανα­κα­λύ­πτει τη δύνα­μη που εκπέ­μπει αυτό το φως ‚θα φωτί­ζει  κι εμάς τους ανα­γνώ­στες του. Άλλω­στε το φως αυτό δια­θλά­ται και σε άλλες αρε­τές που δια­θέ­τει όπω ς είναι η οικου­με­νι­κό­τη­τα ‚το λυρι­κό στοι­χείο, το οποίο έχει επω­μι­σθεί το βάρος των συναι­σθη­μά­των του, που ιχνη­λα­τεί το πα-ρελ­θόν  και το μέλ­λον . Το σήμε­ρα  αιω­ρεί­ται ανά­με­σα  στους στί­χους του και παί­ζει το παι­χνί­δι της ισορ­ρο­πί­ας της ψυχής του. Σημειο­λο­γι­κά δίνει σε κάθε του ποί­η­μα μια εικό­να ξεκά­θα­ρης αγω­νί­ας αλλά κι αισιο­δο­ξί­ας. Δεν επι­μέ­νει να πεί­σει τον ανα­γνώ­στη του ότι αγω­νί­ζε­ται για την αλή­θεια του . Για­τί η αλή­θεια του ποι­η­τή είναι μία, είναι αυτό ακρι­βώς που ζει  κι αισθά­νε­ται στα μύχια της ψυχής του .Η συνει­δη­τή του κατά­θε­ση στο κοι­νω­νι­κό  «γίγνε­σθαι» είναι και εμφα­νής και αυθόρ­μη­τη. Ο ποι­η­τής μας δεν κρύ­βε­ται πίσω από θολά παρα­πε­τά­σμα­τα του σημε­ρι­νού  «δήθεν» . Οι εξο­μο­λο­γή­σεις του δε γίνο­νται με τέτοιο τρό­πο ώστε να μην είναι κραυ­γα­λέ­ες. Οι χαμη­λοί τόνοι του χαρα­κτή­ρα του ξεπη­δά­νε χωρίς  να προ­κα­λούν έκπλη­ξη του­λά­χι­στον σ εκεί­νους που τον γνω­ρί­ζουν . Κι αυτό  είναι το παρόν το προ­σω­πι­κό του που δίνει στην πνευ­μα­τι­κή ζωή του Τόπου μας .

Δεν θα έλε­γα ότι είναι πολυ­γρα­φό­τα­τος, άλλω­στε  «ουκ εν τω πολ­λώ το ευ». Αυτό όμως που μας προ­σφέ­ρει απλό­χε­ρα  είναι ότι καλύ­τε­ρο δια­θέ­τει μέσα στα κοι­τά­σμα­τα του εσω­τε­ρι­κού του κόσμου κι αυτό είναι  που συγκινεί !

Περι­γρα­φι­κός μας χαρί­ζει εικό­νες με χρώ­μα­τα διαν­θι­σμέ­νες μ έναν στο­χα­σμό κι έναν  προ­βλη­μα­τι­σμό  που σε ανα­γκά­ζει  να συντο­νί­σεις τη σκέ­ψη σου μαζί του. Σου δίνει την εντύ­πω­ση ότι απο­δελ­τιώ­νει το χρό­νο και κατα­γρά­φει στιγ­μή στιγ­μή τα δρώ­με­να μέσα σ ένα δικό του συμπα­ντι­κό χωρο­διά­γραμ­μα . Σημα­δεύ­ει τις νήμες ώστε να μη χαθούν πάνω   σε  ανώ­νυ­μους σελι­δο­δεί­χτες. Προ­σε­χτι­κός σημειω­τής των ιση­με­ριών του παρελ­θό­ντος  παρα­μέ­νει  με κατά­νυ­ξη να παρα­κο­λου­θεί  τους ωρο­δεί­χτες της ζωής των αγα­πη­μέ­νων του και να τους προ­στα­τεύ­ει. Πάνω απ όλους την κορού­λα του. Μέσα στα μάτια της δια­βά­ζει την αγιο­σύ­νη της αθω­ό­τη­τας και υπο­κλί­νε­ται ο ποι­η­τής, ο άνθρω­πος, μα ιδιαί­τε­ρα o Πατέ­ρας. Κι εμείς παρα­στά­τες απλοί ντυ­μέ­νοι το ρού­χο του θαυ­μα­σμού και του σεβα­σμού υπο­κλι­νό­μα­στε στην Ποί­η­ση  του Κ. Γ.  και στη δύνα­μη της να μας κρα­τά­ει άγρυ­πνους φρου­ρούς της ανθρω­πιάς και της αισθητικής.

Εύχο­μαι Κώστα μου νάχεις Καλή συνέ­χεια  κι είμαι πολύ υπε­ρή­φα­νη για σένα αφού σε θεω­ρώ πνευ­μα­τι­κό μου Παιδί.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο